Η κλίνη του θανάτου

Μετάφραση: Μιχάλης Πέρρας



Ο Άγγλος αντιπολεμικός ποιητής Ζίγκφριντ Σασούν (Siegfried Sassoon: https://ww1.nam.ac.uk/stories/captain-siegfried-sassoon/), (γνωστός και για τις μυθιστορηματικές αυτοβιογραφίες του που επαινέθηκαν για την εναργή τους περιγραφή της Αγγλικής υπαίθρου και της ζωής της), γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1886 στο Κεντ. Ο πατέρας του ανήκε σε μια οικογένεια Εβραίων εμπόρων προερχομένων από το Ιράν και την Ινδία και η μητέρα του ήταν μέλος της καλλιτεχνικής οικογένειας των Θορνεϊκρόφτ (Thorneycroft). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, χωρίς να αποκτήσει κάποιο δίπλωμα και στην συνέχεια έζησε σαν επαρχιώτης τζέντλεμαν, που ενώ κυνηγούσε και έπαιζε κρίκετ, δημοσίευε και μικρούς τόμους ποίησης.
Τον Μάιο του 1915 στρατεύθηκε με τους Βασιλικούς Ουαλούς Τυφεκιοφόρους και πήγε στην Γαλλία. Εντυπωσίασε πολλούς με την γενναιότητά του στην πρώτη γραμμή του μετώπου και απεκλήθη «Ο Τρελός Τζακ» (Mad Jack) για τα σχεδόν αυτοκτονικά κατορθώματά του. Παρασημοφορήθηκε δύο φορές. Ο αδερφός του, ο Άμο (Hamo) σκοτώθηκε τον Νοέμβριο του 1915, στην Καλλίπολη.
Το καλοκαίρι του 1916 στάλθηκε στην Αγγλία προκειμένου να αναρρώσει από πυρετό. Επέστρεψε στο μέτωπο, όμως τραυματίστηκε τον Απρίλιο του 1917 και γύρισε στην πατρίδα. Οι συναντήσεις με αρκετούς ειρηνόφιλους, μεταξύ των οποίων και ο Μπέρτραντ Ράσελ, του είχαν ενισχύσει την αυξανόμενή του απογοήτευση για τον πόλεμο και τον Ιούνιο του 1917 έγραψε μια, δημοσιευθείσα στους Τάιμς, επιστολή στην οποία έλεγε πως ο πόλεμος σκόπιμα και χωρίς λόγο παρατεινόταν από την κυβέρνηση. Αυτό, λόγω του ότι ήταν παρασημοφορημένος ήρωας πολέμου και γνωστός ποιητής, προκάλεσε δημόσια κατακραυγή. Την παραπομπή του στο στρατοδικείο απέτρεψε η παρέμβαση του ποιητή φίλου του Ρόμπερτ Γκρέιβς, ο οποίος έπεισε τις αρχές ότι ο Σασούν έπασχε από σοκ-βομβαρδισμού (shell-shock). Στάλθηκε στο Πολεμικό Νοσοκομείο του Kρέγκλοκχαρτ (Craiglockhart), στο Εδιμβούργο, για θεραπεία. Εκεί, συνάντησε και επηρέασε βαθιά τον Ουίλφρεντ Όουεν (Wilfred Owen). Οι δυο άντρες επέστρεψαν στο μέτωπο, όπου ο Όουεν σκοτώθηκε το 1918. Ο Σασούν τοποθετήθηκε στην Παλαιστίνη και εν συνεχεία επέστρεψε στην Γαλλία, όπου και πάλι τραυματίστηκε, διανύοντας το υπόλοιπο του πολέμου στην Αγγλία. Πολλά των αντιπολεμικών του ποιημάτων δημοσιεύτηκαν στις συλλογές του Ο Γερο-κυνηγός (The Old Huntsman, 1917) και Αντεπίθεση (Counter-Attack, 1918).
Για ένα σύντομο διάστημα μετά τον πόλεμο ο Σασούν ήταν καλλιτεχνικός συντάκτης της εφημερίδας Ημερήσιος Κήρυκας (Daily Herald), πριν πάει στις ΗΠΑ και τις διασχίσει κατά μήκος και πλάτος δίδοντας διαλέξεις. Μετά άρχισε να γράφει την αυτοβιογραφική σχεδόν νουβέλα Αναμνήσεις ενός Κυνηγού αλεπούδων (Memoirs of a Fox-hunting Man, 1928). Είχε άμεση επιτυχία και ακολουθήθηκε από άλλες, μεταξύ των οποίων οι Αναμνήσεις ενός αξιωματικού του Πεζικού (Memoirs of an Infantry Officer,1930) και Η πρόοδος του Σέρστον (Sherston's Progress, 1936). Το 1957 ασπάστηκε τον Καθολικισμό. Πέθανε την 1η Σεπτεμβρίου 1967.

Ο Siegfried Sassoon ζωγραφισμένος από τον Glyn Warren Philpot (1917)
Ο Siegfried Sassoon ζωγραφισμένος από τον Glyn Warren Philpot (1917)

Νύσταζε και ένιωθε σαν τους στέρεους τοίχους βαριά
να σωρεύεται γύρω του σιωπή.
Νερένια, σαν πλέουσες κεχριμπαριού αχτίδες ν’ ανεβαίνει,
να τρέμει στις φτερούγες του ύπνου.
Ασφάλεια και σιωπή. Κι’ αφέγγαρα κύματα θανάτου
να φιλούν, μπαίνοντας, την θνητή του ακτή.

Κάποιος κρατούσε μπρος στο στόμα του νερό.
Κατάπιε χωρίς αντίσταση. Βόγκηξε κι έπεσε,
μες από θλίψη βυσσινιά, στο σκοτάδι. Και ξέχασε
τον ναρκωμένο σφυγμό και τον πόνο της πληγής του.
Νερό-ήρεμο, πράσινο γλιστρώντας πάνω απ’ το φράγμα.
Νερό-ουρανόφωτη, απ’ άνθη στον καθρέφτη του πλαισιωμένη,
με φωνές πουλιών και τρεμάμενα χρώματα καλοκαιριού
αλέα, για την βάρκα του που παρασυρόταν.
Ικανοποιημένος βούτηξε κουπιά κι αναστέναξε…και κοιμήθηκε

Νύχτα, με μια σπηλιάδα αέρα μπήκε στον θάλαμο,
την κουρτίνα φυσώντας σε φουσκωτή καμπύλη.
Νύχτα. Ήταν τυφλός, δεν μπορούσε να ’δει να τρεμοσβήνουν τ’ άστρα,
ανάμεσα στα περαστικού σύννεφου νεκρά του φαντάσματα.
Κηλίδες παράξενες, βυσσινί, κόκκινες, πράσινες,
τρεμόπαιξαν κι έσβησαν στα βυθισμένα του μάτια.

Βροχή-μπορούσε ν’ ακούει το θρόισμά της στο σκοτάδι.
Μουσική αδιάφορη κι άρωμα, σ’ ένα πλεγμένα.
Ζεστή βροχή σε μαραμένα τριαντάφυλλα, καταιγίδες χάδι
που μουλιάζουν τα δάση. Όχι εκείνη η άγρια βροχή
που μετά την βροντή σαρώνει. Αλλά γαλήνη που στάζει,
αργά κι απαλά, μακριά παρασύροντας την ζωή.

Κινήθηκε, αλλάζοντας στάση κι ο πόνος, σαν αγρίμι σαλτάρισε
στην λεία κι έσφιξε και με δαγκάνες κοφτερές και δόντια έσκισε
τα όνειρά του που πήγαιναν ψηλαφιστά στο σκοτάδι.
Όμως κάποιος ήταν δίπλα του. Σε λίγο ξάπλωσε
ριγώντας, τι το κακό ’χε περάσει. Κι ο θάνατος,
που προς αυτόν είχε βαδίσει, σταμάτησε και κοίταξε.

Λάμπες ανάψτε πολλές και μαζευτείτε στο κρεβάτι του γύρω.
Τα μάτια σας δανείστε του, αίμα ζεστό…και θέληση να ζήσει.
Μιλήστε του, σηκώστε τον, ίσως μπορεί ακόμα να τον σώσετε.
Είναι νέος. Μισούσε τον Πόλεμο. Γιατί θα ’πρεπε να πεθάνει αυτός,
όταν οι σκληροί εμπνευστές του άθικτοι από κείνον βγαίνουν;

Αλλ’ ο θάνατος είπε: «Αυτόν διαλέγω». Έτσι έφυγε.
Κι ήταν σιωπή στην καλοκαιρινή νύχτα.
Ασφάλεια και σιωπή…και τα πέπλα του ύπνου.
Μετά, πολύ μακριά, υπόκωφος,των κανονιών ο βρυχηθμός …

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: