Όνειρο της Μεγάλης Παρασκευής

Όνειρο της Μεγάλης Παρασκευής

Ύστερ’ απ’ την Αποκαθήλωση επήγαμε στα μνήματα.
Στην άκρη του τάφου της μάνας 
καθόταν το αβάφτιστο της Πολυξένης. 
Φορούσε λουλουδάτο τσιτάκι. 
Έπαιζε με μια πάνινη κούκλα.
Είχε ήρεμο, γλυκύτατο, βλέμμα.
Η άλως του φωτός γύρω απ’ το κεφαλάκι του 
μου δημιούργησε την εντύπωση 
πως έβλεπα τη μάνα παιδάκι.
Έστρεψα προς τη μάντρα του νεκροταφείου 
κι είδα τη μάνα μου νύφη, μετεωριζόμενη, 
να μπαίνει κρατώντας ένα μπουκέτο μωβ βιολέτες. 
Με παντελονάκι κοντό με τιράντες 
κι ένα παράταιρο μπάλωμα στο γοφό 
πετούσα μπροστά της 
φορώντας τα παπουτσάκια της Λαμπρής.
Κρατούσα αναμμένη τη λαμπάδα του γάμου της.

Ο πατέρας, παρέκει, γυμνός, άταφος, 
είχεν αρχίσει ευσυμπάθητον θρήνον, βουβόν.

Άναψα από ένα λιανοκέρι στους τάφους τους.

Βγαίνοντας επήρα κι εγώ, με τους άλλους, 
το σακουλάκι με τα κόλλυβα του γάμου τους.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: