Η βάρδια του Ντραγάτη

Η βάρδια του Ντραγάτη

Παναγιώτη Κουσαθανά, «Η βάρδια του Ντραγάτη και άλλα διδακτικά ιστορήματα», Ίνδικτος 2024


«Και η Ομορ­φιά –όση από­μει­νε– που βρί­σκε­ται λα­βω­μέ­νη εν κιν­δύ­νω κι ωστό­σο σιω­πη­λή συ­νε­χί­ζει να στη­ρί­ζει τον άν­θρω­πο»



Κάθε βι­βλίο του Πα­να­γιώ­τη Κου­σα­θα­νά απο­τε­λεί κα­ταρ­χάς αι­σθη­τι­κή από­λαυ­ση του βλέμ­μα­τος και συ­νο­δεύ­ε­ται πά­ντα από μια πρό­σθε­τη χει­ρο­νο­μία σε­βα­σμού του συγ­γρα­φέα προς τον ανα­γνώ­στη. Το σχή­μα του βι­βλί­ου, το εξώ­φυλ­λο, τα χρώ­μα­τα, η ποιό­τη­τα του χαρ­τιού, η γραμ­μα­το­σει­ρά, τα δια­κο­σμη­τι­κά στοι­χεία που εξυ­πη­ρε­τούν τη λει­τουρ­γι­κό­τη­τα της ανά­γνω­σης· αλ­λά και το ιδιω­μα­τι­κό γλωσ­σά­ρι, που συ­νη­θί­ζει να εντάσ­σει στα βι­βλία του συ­νη­θί­ζο­ντας και τον ανα­γνώ­στη στο να το απο­ζη­τά για να διευ­ρύ­νει τον πλού­το και το βά­θος της γλώσ­σας του· οι πρώ­τες δη­μο­σιεύ­σεις επί­σης· και οι ση­μειώ­σεις, με τη σχο­λα­στι­κό­τη­τα φι­λο­λό­γου, απα­ραί­τη­τες στη δια­κει­με­νι­κή συ­νο­μι­λία που πα­ρο­τρύ­νει τον ανα­γνώ­στη να διευ­ρύ­νει τον διά­λο­γό του με τους συ­χνούς συν­δαι­τυ­μό­νες, όπως η Μέλ­πω Αξιώ­τη και ο Γιώρ­γος Σε­φέ­ρης, αλ­λά και σπο­ρα­δι­κό­τε­ρα με πολ­λούς άλ­λους ακό­μη (Σαπ­φώ, Αι­σχύ­λος, Σο­φο­κλής, Στρά­βων, Σεί­κι­λος, Κα­βά­φης, Πα­πα­δια­μά­ντης, Σι­κε­λια­νός, Πα­πα­τσώ­νης, Κα­ρα­γά­τσης, Αντω­νί­ου, Κα­ρα­ντώ­νης, Ελευ­θε­ρί­ου, Κων­στα­ντι­νί­δης, Ρίλ­κε, Σαρ, Μπόρ­χες, Πε­σόα· φω­το­γρά­φοι, ζω­γρά­φοι, πε­ρι­η­γη­τές, συν­θέ­τες κ.ά.). Στα «ιστο­ρή­μα­τα» (εν­νέα συ­νο­λι­κά) πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται κά­ποια ήδη δη­μο­σιευ­μέ­να, που ενταγ­μέ­να όμως σ’ αυ­τό το σύ­νο­λο, συ­νι­στούν μια ενό­τη­τα και δια­βά­ζο­νται σαν για πρώ­τη φο­ρά.
Ανα­φο­ρά στο κεί­με­νο αυ­τό γί­νε­ται στο πρώ­το «ιστό­ρη­μα» που δί­νει και τον τί­τλο στο βι­βλίο Η Βάρ­δια του Ντρα­γά­τη και στο τε­λευ­ταίο «Πα­ραλ­λα­γές πά­νω σε μιαν αρ­χαία πα­ρου­μία». Το πρώ­το αδη­μο­σί­ευ­το, το δεύ­τε­ρο δη­μο­σιευ­μέ­νο σε μια εξαι­ρε­τι­κή, εκτός εμπο­ρί­ου έκ­δο­ση, για τα πε­νή­ντα χρό­νια από τον θά­να­το της Μέλ­πως Αξιώ­τη· σαν ένα πιά­το κα­λο­στο­λι­σμέ­νο σι­τά­ρι για να μην μεί­νει αδιά­βα­στη η με­γά­λη συγ­γρα­φέ­ας, όπως θα το φρό­ντι­ζε πα­λιά ένας πι­στός χω­ρίς τί­πο­τα να πα­ρα­λεί­ψει· σι­τά­ρι, ρό­δια, ασπρι­σμέ­να αμύ­γδα­λα, στα­φί­δες, άχνη ζά­χα­ρη, όλα τα υλι­κά λο­γα­ρια­σμέ­να.

Στις «Πα­ραλ­λα­γές» τρεις φί­λοι στο­χά­ζο­νται και ανα­θυ­μού­νται· σα­λοί για τους πολ­λούς, μπο­ρεί και για τους ίδιους, αφού πι­στεύ­ουν, και ψυ­χα­νε­μί­ζο­νται, τον αρ­χαίο μύ­θο που έλε­γε ότι σ’ εκεί­νη τη μα­κρι­νή πά­λη ανά­με­σα στους Θε­ούς και του Γί­γα­ντες, ο Ηρα­κλής, μό­λις νί­κη­σε τους Γί­γα­ντες, τους κα­τα­πλά­κω­σε με βρά­χια στα σπλά­χνα της Μυ­κό­νου.
Οι τρεις φί­λοι αφου­γκρά­ζο­νται την ανά­σα τους και το νιώ­θουν πως οι Γί­γα­ντες θα ξυ­πνή­σουν και θα γυ­ρέ­ψουν να επι­βά­λουν τη «δια­σα­λευ­θεί­σα τά­ξη», αφού οι Θε­οί «από­κα­μαν πια να μας ακούν, βαρ­γέ­στη­σαν και να μας βλέ­πουν». Ακό­μη και το κο­πί­δι του Γιάν­νη Κε­φαλ­λη­νού, από άλ­λο μο­νο­πά­τι, χα­ράσ­σει τα ίδια προ­μη­νύ­μα­τα. Ένας από τους Γί­γα­ντες μοιά­ζει να έχει ξε­προ­βά­λει ήδη σε μια πα­ρα­γκαι­ριά (χέρ­σο, άγο­νο χω­ρά­φι με βρά­χους, πέ­τρες και αγριό­χορ­τα) του νη­σιού.
Οι τρεις φί­λοι μέ­νουν βου­βοί, αλ­λά ο ανα­γνώ­στης, στο με­νε­ξε­δί σε­πτεμ­βριά­τι­κο δει­λι­νό, απο­τυ­πώ­νει ό,τι συλ­λαμ­βά­νει η μα­τιά τους, κα­τα­γρά­φει ο νους τους και εκ­μυ­στη­ρεύ­ε­ται η καρ­διά τους. Δεν εί­ναι μό­νο οι βί­λες της έπαρ­σης, του κέρ­δους και του θο­ρύ­βου, αλ­λά πέ­ρα στον Απά­νω Μα­χα­λά, πλη­ρώ­νουν και τα ξε­κοι­λια­σμέ­να χω­ριου­λά­κια (αγρο­τό­σπι­τα) την ύβρι του ασβέ­στη τους που χώ­νε­ψε τα μάρ­μα­ρα από τις Δή­λες. Πε­ρι­μέ­νουν την «ευ­θα­να­σία με την κα­τε­δά­φι­σή τους για να λυ­τρω­θούν». Η μοί­ρα της Μυ­κό­νου, του ελ­λη­νι­κού τό­που γε­νι­κό­τε­ρα, που από τό­πος με μνή­μες και μνη­μεία, έγι­νε του­ρι­στι­κό το­πίο-αξιο­θέ­α­το στοι­χι­σμέ­νο στο «όλα όλα που­λιού­νται».
Οι με­γά­λες αλ­λα­γές, που έχουν αλ­λοιώ­σει τη φυ­σιο­γνω­μία του νη­σιού, κα­τα­γρά­φο­νται και στη «Βάρ­δια του Ντρα­γά­τη». Και μά­λι­στα από συγ­γρα­φέα που εί­ναι γέν­νη­μα θρέμ­μα του τό­που του και που απο­μα­κρύν­θη­κε απ’ αυ­τόν στην ηλι­κία των δώ­δε­κα ετών για τις σπου­δές του και τη στρα­τιω­τι­κή του θη­τεία, εξα­κο­λου­θώ­ντας και τό­τε να τον απο­ζη­τά και να τον ζει νο­σταλ­γι­κά.

Ο Πα­να­γιώ­της Κου­σα­θα­νάς έχει αφιε­ρώ­σει όλη του τη ζωή στη διά­σω­ση της Μυ­κό­νου, στο φυ­σι­κό και αν­θρω­πο­γε­νές πε­ρι­βάλ­λον της, με όλες τις επι­μέ­ρους πα­ρα­γω­γι­κές κα­τα­τά­ξεις που μπο­ρεί να επι­νοη­θούν. Κι όλη αυ­τή η κα­τα­γρα­φή πραγ­μα­τώ­νε­ται με το ιδί­ω­μα του νη­σιού, για­τί ο συγ­γρα­φέ­ας γνω­ρί­ζει κα­λά πως η γλώσ­σα εί­ναι ταυ­τό­χρο­να και το ερ­γα­λείο και το οι­κο­δό­μη­μα. Δεν γι­νό­ταν, λοι­πόν, να επι­τευ­χθεί η κα­τα­γρα­φή των ποι­κι­λό­μορ­φων πτυ­χών της μυ­κο­νιά­τι­κης φύ­σης και ζω­ής χω­ρίς τη γλώσ­σα στην οποία αυ­τές εκ­φρά­στη­καν. Ανα­κη­ρύσ­σε­ται έτσι πρω­το­πό­ρος σε μια με­ρι­κή στρο­φή που πα­ρα­τη­ρεί­ται τα τε­λευ­ταία χρό­νια, από νέ­ους κυ­ρί­ως συγ­γρα­φείς, προς μια εντο­πιό­τη­τα (όχι με την έν­νοια της ελ­λη­νι­κό­τη­τας της γε­νιάς του ’30)· χρή­ση της ντο­πιο­λα­λιάς, ίσως σαν αντί­δο­το στην κα­τα­κλυ­σμιαία ομοιο­μορ­φία. Με τη δια­φο­ρά ότι η ιδιό­λε­κτος του Πα­να­γιώ­τη Κου­σα­θα­νά εί­ναι η γλώσ­σα του κι όχι ένα ιδί­ω­μα που εξυ­πη­ρε­τεί τη μυ­θο­ποι­η­μέ­νη ζωή των ηρώ­ων του.
Ο ντρα­γά­της εί­χε «την ευ­θύ­νη και την έγνοια να προ­λα­βαί­νει όλες τις κλε­ψιές, ανε­ξαρ­τή­τως σκο­πού, τις πα­ρά­νο­μες και τις άλ­λες, τις νό­μι­μες ή μι­σο­νό­μι­μες». Κι η βάρ­δια του γι­νό­ταν το κα­λο­καί­ρι, για­τί τό­τε έπια­ναν δου­λειά και οι κλέ­φτες, τό­τε εί­χαν φό­βο τα σύ­κα και τ’ αμπέ­λια. Έτσι η ει­ρή­νη στη λα­γκα­διά δια­τη­ρού­νταν απ’ το φό­βο «μι­σό του θε­ού και τον άλ­λο­νε μι­σό του ντρα­γά­τη». Αλ­λά ποιος ήταν αυ­τός ο ντρα­γά­της δεν το απο­κά­λυ­ψε πο­τέ στο μι­κρό παι­δί ο πα­τέ­ρας, για­τί έπρε­πε να με­γα­λώ­νει με το φό­βο μέ­σα του, να μην γί­νει κλέ­φτης, και μά­λι­στα όχι κλέ­φτης από ανά­γκη αλ­λά από «αχορ­τα­γιά κλέ­φτης, που ’ναι ό,τι χει­ρό­τε­ρο». Ένας τέ­τοιος ντρα­γά­της δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­χε υπερ­φυ­σι­κές δυ­νά­μεις και δυ­να­τό­τη­τες, τις οποί­ες ο μι­κρός ήρω­ας αγω­νί­ζε­ται ν’ ανα­γνω­ρί­σει, όταν, επι­τέ­λους με τον θά­να­τό του (με το «φευ­γιό» του) και μό­νο τό­τε, του απο­κα­λύ­πτε­ται η ταυ­τό­τη­τα του ντρα­γά­τη.
Αλ­λά με το φό­βο της βάρ­διας του ντρα­γά­τη ξε­τυ­λί­γε­ται σαν ντο­κι­μα­ντέρ κά­θε δρα­στη­ριό­τη­τα στο νη­σί της Μυ­κό­νου. Τό­τε που ο άν­θρω­πος δεν εί­χε τρε­λά­νει ακό­μη τη φύ­ση κι οι επο­χές –χει­μώ­νας, φθι­νό­πω­ρο, άνοι­ξη, κα­λο­καί­ρι– «δια­τη­ρού­σαν κα­θε­μιά τα στα­θε­ρά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά» τους. Και κα­θι­στού­σαν τη δια­τρο­φή –εκεί­νη που σή­με­ρα εί­ναι πα­νά­κρι­βη και μό­νο για τους πλού­σιους– πλού­σια και κοι­νή για όλους τους φτω­χούς, χω­ρίς να τους υπο­λεί­πε­ται και το «πρε­πόν», αυ­τό που έπρε­πε να έχει κά­θε νοι­κο­κυ­ριό για τον ανα­πά­ντε­χο επι­σκέ­πτη. Τώ­ρα στους πρό­πο­δες της «Βάρ­διας» δεν έχει απο­μεί­νει πια ού­τε ένα αμπέ­λι, ού­τε ένας ενερ­γός λη­νός, ού­τε πη­γά­δι με δρο­σε­ρό νε­ρό, όλα «πα­ντα­πά­νε» και εμείς «εκο­ρυ­ζιά­σα­με» (= πο­λυ­δι­ψά­σα­με).

Ένα ντο­κι­μα­ντέρ που με ιδιαί­τε­ρη μα­ε­στρία κι­νεί­ται αντι­στι­κτι­κά συ­νε­χώς σε δυο χρό­νους, στο πα­ρελ­θόν και το πα­ρόν κα­θι­στώ­ντας διαυ­γέ­στα­το και το μέλ­λον. Ο αφη­γη­τής αλ­λά­ζει θέ­ση· με­τα­κι­νεί­ται από πρό­σω­πο σε πρό­σω­πο· δεν αφή­νει τον ανα­γνώ­στη να χα­λα­ρώ­σει, για­τί διαρ­κώς σχο­λιά­ζει και επι­ζη­τά επι­τα­κτι­κά και τη δι­κή του άπο­ψη. Και όχι μό­νο σε σχέ­ση με τον κα­ται­γι­σμό των αλ­λα­γών που πε­ρι­γρά­φει (δυ­να­τές πε­ρι­γρα­φές σαν εκεί­νες των κα­λών δι­η­γη­μα­το­γρά­φων, του Μι­χα­ήλ Μη­τσά­κη και του Δη­μο­σθέ­νη Βου­τυ­ρά), αλ­λά και για θέ­μα­τα ποι­η­τι­κής και δια­κει­με­νι­κής εγρή­γορ­σης. Ολι­γό­λε­ξες προ­τά­σεις, με πυ­κνό νό­η­μα, που λει­τουρ­γούν επι­γραμ­μα­τι­κά και σε υπο­χρε­ώ­νουν να επι­στρέ­φεις σ’ αυ­τές απο­λαμ­βά­νο­ντας την ευ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα και τη σο­φία του συγ­γρα­φέα τους.
Απα­ραί­τη­τες για την απο­πε­ρά­τω­ση της ει­κό­νας του πρώ­του και του τε­λευ­ταί­ου «ιστο­ρή­μα­τος» του βι­βλί­ου, όλες οι εν­διά­με­σες ψη­φί­δες (άλ­λα επτά «ιστο­ρή­μα­τα») που ενα­πο­τί­θε­νται προ­σε­κτι­κά για να ολο­κλη­ρώ­σουν μια σύν­θε­ση που πο­λε­μά­ει τη λή­θη: «Όποιος πι­στεύ­ει ότι η λο­γο­τε­χνία και η αλή­θεια, οι δυο αυ­τές λέ­ξεις πά­νε μα­ζί αχώ­ρι­στες, σω­στά το πι­στεύ­ει, υπό την προ­ϋ­πό­θε­ση βε­βαί­ως ότι η λέ­ξη αλή­θεια θα δια­τη­ρή­σει το πρω­ταρ­χι­κό νό­η­μά της, εκεί­νο της κα­τα­γω­γής της κι όχι το αλα­λούμ από τα νο­ή­μα­τα που της έχουν προσ­δώ­σει σή­με­ρα οι άν­θρω­ποι κα­τά το κα­θη­με­ρ’νό αλι­σι­βε­ρί­σι τους – κά­θε άν­θρω­πος και άλ­λη αλή­θεια! Πά­ντως, για να μη μα­κρη­γο­ρώ, το καρ­βέ­λι της λο­γο­τε­χνί­ας, για να φου­σκώ­σει και να ετοι­μα­στεί για φούρ­νι­σμα, έχει ανά­γκη μια γε­ρή δό­ση από τη μα­γιά του ψεύ­δους, του αθώ­ου μεν, αλ­λά κά­πο­τε και του άλ­λου του πο­νη­ρού…».

Ο Πα­να­γιώ­της Κου­σα­θα­νάς –κι αυ­τό ίσως ανα­δει­κνύ­ε­ται σ’ ένα από τα ιδιαί­τε­ρα αφη­γη­μα­τι­κά του γνω­ρί­σμα­τα– ξε­κι­νά­ει («μα­κα­ρί­ζει») από κά­τι μι­κρό, όπως στη «Βάρ­δια» τα δυο βρά­χια σε σχή­μα χε­λώ­νας, τα φι­λο­τε­χνη­μέ­να κι από τον Γιάν­νη Κε­φαλ­λη­νό· ση­μεία ανα­φο­ράς άλ­λο­τε στο νη­σί, που σι­γά σι­γά «ανι­σο­με­ρώς, ανι­σο­βα­ρώς κι ανε­παι­σθή­τως» εξέ­πε­σαν. Δεν προσ­δο­κά βέ­βαια να τ’ ανα­δεί­ξει σε το­πό­ση­μα, ανα­γνω­ρί­ζει απευ­θυ­νό­με­νος εις εαυ­τόν ότι όλα αυ­τά τα γρά­φει και τα φω­νά­ζει «δια­πρύ­σια» για να στυ­λω­θεί «δι­δα­σκό­με­νος ακό­μη και τώ­ρα». Κι αυ­τή εί­ναι η πρώ­τη αφη­γη­μα­τι­κή τους λει­τουρ­γία. Η δεύ­τε­ρη, τα ανα­δει­κνύ­ει ως ένα εί­δος βή­μα­τος από το οποίο θε­ά­ται όλη τη χώ­ρα, σαν ένα «ιε­ρό­δου­λο ξό­α­νο»· τη χώ­ρα, «πλω­τή κι ανά­σκε­λη», να τα­ξι­δεύ­ει ολο­έ­να στο Αι­γαίο «με το συμ­βα­τι­κό όνο­μα “Ελ­λάς”, δεί­χνο­ντας ξε­διά­ντρο­πα τα γυ­μνά κάλ­λη της». Και η τρί­τη, ανι­χνεύ­ει την Ομορ­φιά, που κεί­ται λα­βω­μέ­νη εν κιν­δύ­νω ακό­μη και μέ­σα στα χα­λά­σμα­τα της ανά­πτυ­ξης, και σιω­πη­λά στη­ρί­ζει τον άν­θρω­πο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: