Από την πρώτη ύλη ως την πρωταρχική

Από την πρώτη ύλη ως την πρωταρχική

Ράνιας Καραχάλιου, «Prima Materia», Άγρα 2024

Prima materia: η σωτήρια και καθαρτήρια

0.
Ο κίν­δυ­νος και το σω­τή­ριον

Ας τα πά­ρου­με τα πράγ­μα­τα από την αρ­χή. Ένα ποι­η­τι­κό βι­βλίο πά­ντα κιν­δυ­νεύ­ει. Κιν­δυ­νεύ­ει για­τί απο­τε­λεί­ται από ποι­ή­μα­τα. Και τα ποι­ή­μα­τα πά­ντα κιν­δυ­νεύ­ουν για­τί εν­σαρ­κώ­νουν το απο­τέ­λε­σμα μιας λε­πτε­πί­λε­πτης, χει­ρουρ­γι­κά ακρι­βούς δια­δι­κα­σί­ας η οποία εδρά­ζε­ται στην εκλο­γή, από ένα απει­ρά­ριθ­μο πλή­θος, εκεί­νων των λέ­ξε­ων που θα εί­ναι «αυ­τές και όχι άλ­λες»: μο­να­δι­κές, απα­στρά­πτου­σες στην ευ­στο­χία της εκλο­γής τους.
Μια απο­τυ­χία εί­ναι μια κλω­στή που αν την τρα­βή­ξεις κιν­δυ­νεύ­ει το ποί­η­μα να ξη­λω­θεί, να απο­συ­ντε­θεί και να επα­λη­θευ­τεί για άλ­λη μια φο­ρά η δύ­να­μη της με­γά­λης Χά­ρυ­βδης που όλα τα ρου­φά: Της Λή­θης. Τό­σοι και τό­σοι στί­χοι, τό­σα και τό­σα ποι­ή­μα­τα μοι­ραία στην αστο­χία τους, πα­ρα­συρ­μέ­να από το μέ­γα του σκο­πού τους πά­θος, γί­νο­νται λί­πα­σμα στο χώ­μα των αιώ­νων της αδια­φο­ρί­ας, πέ­φτο­ντας θύ­μα­τα της ίδιας τους της πρώ­της ύλης, των λέ­ξε­ων. Λοι­πόν ναι, τα ποι­ή­μα­τα πά­ντα κιν­δυ­νεύ­ουν. Μα εφό­σον επι­τύ­χουν τη δέ­ου­σα συ­ναρ­μο­γή τους από δε­ό­ντως συλ­λε­χθεί­σες λέ­ξεις, τό­τε ίσως μπο­ρέ­σουν να εκ­πλη­ρώ­σουν τον προ­ο­ρι­σμό τους. Κι αυ­τός δεν εί­ναι απλά να «ει­πω­θεί ό,τι δεν γί­νε­ται να ει­πω­θεί δια­φο­ρε­τι­κά», μα να εντυ­πώ­σουν τον ίδιο τους τον εαυ­τό ως δυ­να­τό­τη­τα ανοι­χτή στην πολ­λα­πλό­τη­τά της, ως μια πύ­λη προς μια άλ­λη διά­στα­ση εμ­βά­θυν­σης και κα­τα­νό­η­σης και από­λαυ­σης του μη­χα­νι­σμού της ζω­ής.
Εδώ όμως εί­ναι και το ση­μείο όπου προ­κύ­πτει η θε­με­λια­κή αντί­φα­ση / αντι­νο­μία της ποι­η­τι­κής και της τέ­χνης εν γέ­νει. Πώς μπο­ρεί να προ­κύ­ψει από μια ατε­λή και εύ­θραυ­στη, βου­τηγ­μέ­νη στην τυ­χαιό­τη­τα και στη χα­ο­τι­κή φύ­ση πρώ­τη ύλη, ένα αρ­ρα­γές, ρυθ­μι­σμέ­νο από τους νό­μους της αρ­μο­νί­ας και της ενό­τη­τας σώ­μα που φα­ντά­ζει ως κά­τι το πρω­ταρ­χι­κό, ολά­κε­ρο πεμ­πτου­σία και ποι­ή­μα; Μό­νη ατρα­πός από το ένα στο άλ­λο άκρο, στε­νή, δύ­σβα­τη, γε­μά­τη κιν­δύ­νους – μα σω­τή­ρια για όποιον τη δια­βεί – η γλώσ­σα. Να λοι­πόν ο παπ­πούς Χέλ­ντερ­λιν πώς επα­λη­θεύ­ε­ται σαν έλε­γε «όπου ο κίν­δυ­νος, εκεί το σω­τή­ριον φύ­ε­ται». Πράγ­μα­τι κά­τι το σω­τή­ριον κο­μί­ζουν και εκ­πέ­μπουν τα ποι­ή­μα­τα που επέ­τυ­χαν. Κι αν το σω­τή­ριον φυ­τρώ­νει, η Κα­ρα­χά­λιου γνω­ρί­ζει κα­λά ―και το δια­τρα­νώ­νει σε τού­το το νέο της ποι­η­τι­κό εγ­χεί­ρη­μα― πως τα ποι­ή­μα­τα δεν φυ­τρώ­νουν. Εί­ναι απο­τέ­λε­σμα επί­πο­νης, πει­σμα­τι­κής και, κό­ντρα στην επο­χή μας, ορα­μα­τι­κής δου­λειάς. Δου­λειάς που φα­ντά­ζει με μά­χη, αγώ­νας με τη γλώσ­σα.

1.
Αλ­χη­μεί­ες και πράσ­σειν έλ­λο­γα


Η ανα­λο­γία ανά­με­σα στην αλ­χη­μι­στι­κή τέ­χνη και την ποι­η­τι­κή, όσο κι αν ξε­νί­σει πολ­λούς, εί­ναι προ­φα­νής. Η Αλ­χη­μεία υπήρ­ξε για αιώ­νες η επι­στή­μη που εμ­βα­θύ­νει στην κα­τα­νό­η­ση, στην απο­δό­μη­ση και στην ανα­συ­γκρό­τη­ση της ύλης με βα­σι­κή της αρ­χή εκεί­νη της ενό­τη­τας του Κό­σμου. Ενός κό­σμου ο οποί­ος βρί­σκε­ται σε συ­νε­χή ροή – πό­τε ανο­δι­κή, πό­τε κα­θο­δι­κή – και του οποί­ου τα στοι­χεία απο­συ­ντί­θε­νται και επα­να­συ­ντί­θε­νται εγ­γε­γραμ­μέ­να εντός της αέ­ναης κυ­κλι­κής εξέ­λι­ξής του. Το σύμ­βο­λο του ου­ρο­βό­ρου όφι εί­ναι εν­δει­κτι­κό.
Θια­σώ­τες αυ­τής της κο­σμο­θέ­α­σης, ο Πα­ρά­κελ­σος και όσοι προη­γή­θη­καν ή ακο­λού­θη­σαν αλ­χη­μι­στές ανα­ζή­τη­σαν την ου­σία η οποία θα κα­θά­ρι­ζε τα μέ­ταλ­λα από «ακα­θαρ­σί­ες» και θα τα κα­θι­στού­σε εξευ­γε­νι­σμέ­να, εναρ­μο­νι­σμέ­να με τον κο­σμι­κό παλ­μό. Η ίδια ου­σία θα μπο­ρού­σε να απαλ­λά­ξει τον άν­θρω­πο από τις ασθέ­νειες. Αυ­τή η «πρώ­τη ύλη» εί­χε τη μορ­φή μιας κοκ­κι­νω­πής σκό­νης, αν­θε­κτι­κής στη φω­τιά και πα­ράλ­λη­λα εί­χε την ιδιό­τη­τα να ενερ­γο­ποιεί σε μέ­ταλ­λα και σώ­μα­τα το εντός τους ξύ­πνη­μα της τέ­λειας αρ­μο­νί­ας. Την εί­παν φι­λο­σο­φι­κή λί­θο ή prima materia. Η εύ­ρε­ση στη φύ­ση ή η πα­ρα­σκευή της απο­τε­λού­σε επτα­σφρά­γι­στο μυ­στι­κό ερ­μη­τι­κά κλει­δω­μέ­νο για τους αμύ­η­τους, μέ­σω μιας από­κρυ­φης γλώσ­σας γε­μά­της με πα­ρα­πο­μπές σε μα­γι­κά και αστρο­λο­γι­κά υπο­νο­ού­με­να που μό­νο κά­ποιο ιε­ρα­τείο αλ­χη­μι­στών ήταν σε θέ­ση να κα­τα­νο­ή­σει.
Προ­φα­νώς, όλα τα πα­ρα­πά­νω απο­τε­λούν για μας, τους απο­γό­νους της επι­κρά­τη­σης του επι­στη­μο­νι­κού ratio κα­ρα­μπι­νά­τες «αλ­χη­μεί­ες». Δι­καί­ως νιώ­θου­με ακα­τά­λη­πτη όλη τού­τη την προϊ­στο­ρία της νευ­τώ­νειας φυ­σι­κής και της χη­μεί­ας. Κι όμως η εμ­μο­νι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση των αλ­χη­μι­στών προς τον φυ­σι­κό κό­σμο, η πί­στη πως η ύλη κρύ­βει την πεμ­πτου­σία της ζω­ής ως μυ­στι­κό το οποίο η αν­θρώ­πι­νη έρευ­να, μέ­θο­δος και πρω­το­βου­λία θα μπο­ρού­σε να απε­λευ­θε­ρώ­σει, εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πά­νω στα οποία στη­ρί­χτη­κε η νε­ω­τε­ρι­κή επι­στή­μη για να κά­νει τα πρώ­τα της βή­μα­τα. Αλ­λιώς, δί­χως το μπου­σού­λη­μα των αλ­χη­μι­στών οι χη­μι­κοί δεν θα βά­δι­ζαν πο­τέ προς τη με­τα­στοι­χεί­ω­ση. Στα­μα­τώ όμως εδώ και επα­να­λαμ­βά­νω: Πού έγκει­ται το προ­φα­νές της ανα­λο­γί­ας με­τα­ξύ Αλ­χη­μεί­ας και Ποί­η­σης;

2.
Προ­κα­λώ την Ου­ρα­νία και την ακούω


Πάρε ένα υπε­ρη­χο­γρά­φη­μα, μια επί­σκε­ψη φί­λων, ένα γκρά­φι­τι, μια θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση, μια λά­μπα, μια πρό­σκλη­ση, έναν σκαν­τζό­χοι­ρο, ένα αλο­γά­κι από το σκά­κι, ένα κί­τρο, ένα τό­πι κά­τω από την άσφαλ­το, πά­ρε αυ­τά και άλ­λα τό­σα έπεα πτε­ρό­ε­ντα, ανά­σες και χά­δια από σκιές ονεί­ρων. Όλα σε κυ­κλώ­νουν, όλα σε πο­λιορ­κούν. Τί θα τα κά­μεις όλα τού­τα; Θη­ρεύ­εις, λες, την κοκ­κι­νω­πή ύλη, ορα­μα­τί­ζε­σαι την κα­θαρ­τή­ρια και ενο­ποι­η­τι­κή επί­δρα­σή της στο απο­νε­νοη­μέ­νο, χα­ο­τι­κό σώ­μα του κό­σμου. Πρέ­πει να εί­σαι τρε­λή. Εί­μαι ποι­ή­τρια, απα­ντάς, και σε τού­το το βή­μα μου των αλ­χη­μι­στών, μα­θή­τρια. Μό­νο που εί­μαι ακό­μα πιο τρε­λή. Τί­πο­τα κρυ­φό. Τί­πο­τα το «αλ­χη­μι­στι­κό». Όλα στο φως. Στο corpus το λευ­κό της πο­νη­ρής σε­λί­δας. Αφή­νω το υπό­γειο ερ­γα­στή­ρι μου ξε­κλεί­δω­το. Εγώ η μα­στό­ρισ­σα, εγώ κι η κλει­δο­κρα­τό­ρισ­σα. Να μπεί­τε, να δεί­τε να αλω­νί­σε­τε. Δί­πα­το το οι­κο­δό­μη­μά μου. Των ποι­η­μά­των μου το αί­μα στο ημε­ρο­λό­γιό μου θα το δεί­τε. Κι αν νιώ­σε­τε τον κα­θαρ­μό δια­βά­ζο­ντάς τα, τα κόκ­κι­να μά­τια σας, τα κόκ­κι­να δά­χτυ­λά σας θα το φα­νε­ρώ­σουν. Δεν κρύ­βω τί­πο­τα.
Κιν­δυ­νεύ­εις.
Το ξέ­ρω.

3.
Τί­τλος που μοιά­ζει δί­ση­μος


Ας χτί­σου­με μια αυ­θαί­ρε­τη προ­ϋ­πό­θε­ση: Η λέ­ξη prima του τί­τλου θα μπο­ρού­σε να με­τα­φρα­στεί ως «πρώ­τη» ή ως «πρω­ταρ­χι­κή»; Η λέ­ξη «πρώ­τη» ξε­κλει­δώ­νε­ται με όρους χρο­νι­κής ακο­λου­θί­ας. Η λέ­ξη «πρω­ταρ­χι­κή», απ’ την άλ­λη, απο­κω­δι­κο­ποιεί­ται με όρους αξί­ας και επί­δρα­σης πά­νω μας. Εφό­σον δε­χτού­με πως αμ­φό­τε­ρες οι ερ­μη­νεί­ες αντα­πο­κρί­νο­νται στην αλή­θεια, τό­τε το συ­μπέ­ρα­σμα στο οποίο κα­τα­λή­γου­με εί­ναι πως ο τί­τλος έχει μια ελα­φρώς δί­ση­μη υπό­στα­ση. Και πρώ­τη και πρω­ταρ­χι­κή. Άρα; Όπως το κε­φά­λι του Ου­ρο­βό­ρου Όφι τρέ­φε­ται από την ου­ρά, συμ­βο­λί­ζο­ντας έτσι το πε­ρί­φη­μο «Εν το Παν», έτσι και η πρω­ταρ­χι­κή ύλη τρέ­φε­ται από την πρώ­τη. Κι ακό­μα βα­θύ­τε­ρα: Στην πρώ­τη ύλη τα σπέρ­μα­τα της πρω­ταρ­χι­κής, στην πρω­ταρ­χι­κή ύλη τα συ­στα­τι­κά της πρώ­της.
Η πρώ­τη ύλη του βι­βλί­ου βρί­σκε­ται στο ημε­ρο­λό­γιο της σύλ­λη­ψης, της πά­λης, της συγ­γρα­φής. Πρώ­τη κα­τα­γρα­φή 2009. Ο πρώ­τος στό­χος ορί­ζε­ται ως εξής: «θα γρά­ψω ένα βι­βλίο για πα­ρά­δο­ξους θα­νά­τους». Βου­τώ­ντας σε αυ­τή την άγριαν άγρα, πό­τε πα­λιν­δρο­μώ­ντας, πό­τε νιώ­θο­ντας πως μα­ταιο­πο­νεί, πό­τε μπλεγ­μέ­νος σε ξαφ­νιά­σμα­τα και προ­κλή­σεις, η αλ­χη­μί­στρια που πι­λο­τά­ρει το μυα­λό της Κα­ρα­χά­λιου νιώ­θει πως πε­τά σε ξέ­νους ου­ρα­νούς. Και τό­τε συ­νει­δη­το­ποιεί: «αυ­τό δεν εί­ναι ένα βι­βλίο για πα­ρά­δο­ξους θα­νά­τους». Η καρ­διά της Κα­ρα­χά­λιου αλ­λά­ζει παλ­μούς. Πλέ­ον η στό­χευ­ση εί­ναι άλ­λη. Η συ­να­χθεί­σα πρώ­τη ύλη έχει αρ­χί­σει να ερυ­θριά. Τα δια­σω­θέ­ντα πρω­τό­λεια ποι­ή­μα­τα αρ­χί­ζουν να λά­μπουν αλ­λιώς. Μια νέα συ­νει­δη­τό­τη­τα γεν­νιέ­ται. Τί ενώ­νει τού­τα τα ετε­ρό­κλη­τα στοι­χεία που μα­ζεύ­τη­καν στο ερ­γα­στή­ρι; Θα μπο­ρού­σαν να απο­τε­λέ­σουν μια αλ­λη­γο­ρία της μά­χης, της ανα­ζή­τη­σης προς ένα εί­δος φι­λο­σο­φι­κής λί­θου; Και ποια θα εί­ναι εν τέ­λει η μορ­φή της; Η Κα­ρα­χά­λιου συ­νει­δη­το­ποιεί την κα­ντια­νώς ει­πείν «σκο­πι­μό­τη­τα χω­ρίς σκο­πό» των όσων συ­νέ­λε­ξε. Κι όπως κά­θε άδο­λος δη­μιουρ­γός, αφή­νε­ται στο όρα­μα που το ίδιο της το υλι­κό εκ­πέ­μπει. Για­τί πλέ­ον δεν υπάρ­χει στό­χος. Ο στό­χος έχει με­τα­στοι­χειω­θεί σε Όρα­μα. Κι η Κα­ρα­χά­λιου, δί­χως ίχνος εγω­κε­ντρι­σμού, το υπη­ρε­τεί. Για­τί αυ­τό τής υπα­γο­ρεύ­ει το υλι­κό της. Έτσι, αν χρεια­στεί τσε­κου­ρώ­νει, αν απαι­τεί­ται απορ­ρί­πτει, σκα­λί­ζει, μυ­ρί­ζει, αρ­πά­ζει, κά­νει ό,τι χρεια­στεί ώστε

(Φεύ­γω από το ερ­γα­στή­ρι. Ανε­βαί­νω στον αέ­ρα. Δε­κά­ξι ποι­ή­μα­τα στις προ­θή­κες.)

4.
Ας αρ­χί­σει ο σκαν­τζό­χοι­ρος

Όλα ξε­κι­νούν με έναν σκαν­τζό­χοι­ρο. Στο ποι­ή­μά του τα αγκά­θια εί­ναι «αμ­μό­σπαρ­τα», ο νό­στος κου­βα­λά­ει «χαρ­μο­νή», ο κορ­μός εί­ναι «ου­ρα­νό­φθο­νος», τα ου­σια­στι­κά γί­νο­νται επί­θε­τα στα «φεγ­γα­ρό­φω­τα κορ­μιά». Η αλ­χη­μί­στρια που πι­λο­τά­ρει μάς κα­λω­σο­ρί­ζει με ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό δείγ­μα της υψη­λής ποιό­τη­τας που έχει η ποι­η­τι­κή λα­λιά του. Γλώσ­σα δου­λε­μέ­νη μα που κρα­τά­ει τους χυ­μούς της, γλώσ­σα σπαρ­τα­ρι­στή μα όχι δί­χως να περ­νά τη βά­σα­νο του κό­σκι­νου που ρυθ­μός και μου­σι­κή και ευ­η­χία εί­ναι. Ετού­τος ο σκαν­τζό­χοι­ρος της κουρ­δι­στής πο­ρεί­ας, της ανα­πό­δρα­στης, έχει κα­θα­ρή και ξά­στε­ρη την συ­νεί­δη­ση για την προ­έ­λευ­σή του, κα­θό­τι ως νυ­χτό­βιο ποι­η­τι­κό πλά­σμα γνω­ρί­ζει κα­λά τί οφεί­λει στη σε­λή­νη. Με το τα­ξί­δι της εξε­ρεύ­νη­σης μα και ταυ­τό­χρο­να της αυ­το­γνω­σί­ας ση­μα­το­δο­τεί ένα κερ­κο­βό­ρο ιζο­λά­ριο, το απο­τύ­πω­μα δη­λα­δή μιας κί­νη­σης της οποί­ας τέ­λος και αρ­χή συ­μπί­πτουν. Το ότι κου­λου­ριά­ζε­ται – η μό­νη άμυ­να για έναν σκαν­τζό­χοι­ρο – λί­γο πριν τον ερ­χο­μό του με­γά­λου μαύ­ρου κύ­λιν­δρου, της ρό­δας που ει­σβάλ­λει ως θα­να­τε­ρή τυ­χαιό­τη­τα, κα­τα­δει­κνύ­ει θαρ­ρώ την πεμ­πτου­σία της ζω­ής κά­θε πλά­σμα­τος που, φι­λο­πε­ρί­ερ­γο και με συ­νει­δη­τό­τη­τα, διαρ­ρη­γνύ­ει συμ­βά­σεις, υπε­ρυ­ψού­ται βε­βαιο­τή­των και κι­νά προς το με­γά­λο κά­λε­σμα που εντός του έχει ξη­με­ρώ­σει. Κι ας εί­ναι το τέ­λος μια κομ­μέ­νη λέ­ξη. Άλ­λω­στε ο μό­νος κομ­μέ­νος σκαν­τζό­χοι­ρος εί­ναι αυ­τός που κι­νεί­ται σε έναν κό­σμο πίσ­σας και ασφάλ­του. Από την ανυ­παρ­ξία ως την ανυ­παρ­ξία, τε­λι­κά το ζη­τού­με­νο δεν εί­ναι η κί­νη­ση;

5.
«Μη λες κά­ποιον αυ­τό­χει­ρα, έτσι ελα­φρά τη καρ­δία... μην τον απο­κα­λείς έτσι αν πρώ­τα δεν ακού­σεις τί έχει να σου πει για τον ίσκιο του»


Μονά­χα ο Ου­ρι­ήλ, ο αρ­χάγ­γε­λος που ακού­ει τη δυ­στυ­χία των κο­λα­σμέ­νων, θα μπο­ρού­σε όντως να γί­νει ο απο­δέ­κτης της εξο­μο­λό­γη­σης του δεύ­τε­ρου ποι­ή­μα­τος. Η φω­νή που ακού­με εξι­στο­ρεί πώς έπε­σε θύ­μα του «επαί­σχυ­ντου» και «φαύ­λου» και «δο­λο­πλό­κου» ίσκιου της. Το άλ­μα στο κε­νό ήταν το απο­τέ­λε­σμα της πρό­κλη­σης «γί­νε μια φο­ρά ακό­λου­θος εσύ κι εγώ θα σ’ απαλ­λά­ξω». Από τό­τε στο εξώ­τε­ρον το σκό­τος ο θνη­τός με την πί­στη ότι ακού­γε­ται, απευ­θύ­νε­ται στον αρ­χάγ­γε­λο πα­ρη­γο­ρη­τή των απα­ντα­χού κο­λα­σμέ­νων, εκεί­νον που αντι­στοι­χεί στο στοι­χείο της γης. Ακού­ει; Ακού­με; Δια­βά­ζο­ντας την Εσχά­τη Ανταρ­σία γι­νό­μα­στε εκεί­νος ο άγ­γε­λος. Η μου­σι­κό­τη­τα του ποι­ή­μα­τος εί­ναι εκεί­νη του κιν­δύ­νου. Ο κίν­δυ­νος που φύ­ε­ται κά­θε που ίσκιος προ­κα­λεί και θνη­τός την πρό­κλη­ση απο­δέ­χε­ται. Κι όμως κι εδώ το σω­τή­ριον φύ­ε­ται. Ω ναι, πα­ρο­ξύ­το­να το ποί­η­μα απο­χαι­ρε­τά με την τέ­λεια λέ­ξη, κα­θό­τι ο που τον γέ­λα­σε ο ίσκιος του ζη­τά να ανα­στη­θεί «ανί­σκιω­τος» και «θε­ο­τό­κος». Μό­νο τυ­χαίο δεν εί­ναι μάλ­λον που ο Ου­ρι­ήλ εί­ναι Αρ­χάγ­γε­λος της Μου­σι­κής και της Ποί­η­σης. Ένας τέ­τοιος άγ­γε­λος, αυ­τός μά­λι­στα, θα μπο­ρού­σε να εί­ναι πα­ρα­στά­της των κο­λα­σμέ­νων, να σώ­ζει όσους δεν σώ­θη­καν από τον ίσκιο τους.

6.
Ο άξο­νας του Ανυ­πε­ρά­σπι­στου


Αντι­λαμ­βά­νε­ται κα­νείς πως τα δυο πρώ­τα ποι­ή­μα­τα απο­τε­λούν τα εναρ­κτή­ρια απο­σπά­σμα­τα μιας παρ­τι­τού­ρας, της οποί­ας ο οπλι­σμός και το κλει­δί, το πλαί­σιο μα και η ψί­χα εί­ναι αυ­τό που κα­λώ άξο­νας του Ανυ­πε­ρά­σπι­στου. Κι όπου Ανυ­πε­ρά­σπι­στο, η αλ­λό­δο­ξη, η γοη­τευ­τι­κά άγου­ρη και ανα­πό­τρε­πτα αμυ­νό­με­νη φω­νή του ευά­λω­του κό­σμου. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα του Ανυ­πε­ρά­σπι­στου εί­ναι η ευ­θραυ­στό­τη­τα. Ευ­θραυ­στό­τη­τα, η οποία έχει εμπο­τί­σει τις φω­νές των ποι­η­μά­των, δια­φο­ρε­τι­κές με­τα­ξύ τους, απ’ αλ­λού φερ­μέ­νη η κά­θε­μιά, με το δι­κό της ιδί­ω­μα και τη δι­κιά της ιδιαί­τε­ρη θερ­μο­κρα­σία. Κι όμως, η ιδιο­προ­σω­πία των ποι­η­τι­κών φω­νών, όχι μό­νο δεν απι­σχναί­νει, μα αντί­θε­τα εν­δυ­να­μώ­νει την αί­σθη­ση της συμ­φω­νί­ας και της σύ­γκλι­σης, της συ­ναί­ρε­σης και της ομορ­ρυθ­μί­ας του συ­νό­λου. Εί­ναι για­τί, όσες χρω­μα­τι­κές δια­βαθ­μί­σεις κι αν υπάρ­χουν στο φά­σμα του φω­τός, το φως απει­κο­νί­ζουν. Ίσως αυ­τό να υπο­δη­λώ­νει και το εξώ­φυλ­λο του βι­βλί­ου. Και κά­τι ακό­μα. Ακο­λου­θώ­ντας τη φο­ρά της ανά­γνω­σης, από αρι­στε­ρά προς τα δε­ξιά δη­λα­δή, βα­δί­ζου­με από το βα­σι­λείο του βα­θέ­ος κυα­νού στα­δια­κά προς την ερυ­θρό­τη­τα -θυ­μί­ζω, κοκ­κι­νω­πή η πρω­ταρ­χι­κή ύλη.
Εντός αυ­τού του φά­σμα­τος ξε­δι­πλώ­νε­ται – για να επα­νέλ­θω – ο άξο­νας του Ανυ­πε­ρά­σπι­στου, με τις φω­νές του – τις κορ­φές – της ευ­θραυ­στό­τη­τας. Θύ­μα­τα μα και φο­ρείς της:

Ο κα­πε­τά­νιος του ναυα­γί­ου
που δεν έφτα­σε πο­τέ στον προ­ο­ρι­σμό της τη στα­φί­δα που κου­βά­λη­σε
– ή μή­πως ακρι­βώς αυ­τό έκα­νε; –,
Ο Άλαν Τιού­ρινγκ κα­θώς στέλ­νει επι­στο­λές στους Γκριμ,
Η φρά­ου Τρο­φία που βρή­κε λυ­τρω­μό στου χο­ρού την κα­τά­ρα,
Ο έγκλει­στος ως ίπ­πος σκα­κιού του τέ­λειου τε­τρα­γώ­νου,
Μια στρογ­γυ­λή σφαί­ρα, κοι­νώς τό­πι, θαμ­μέ­νη κά­τω απ’ την άσφαλ­το,
Μια Μά­νια που την έλε­γαν Μα­ρία (απ’ τη Ρε­βέκ­κα ως και την Ου­ρα­νία),
Ο μα­γε­μέ­νος απ’ την Άν­να Πά­βλο­βα και προς αυ­τήν ερ­χό­με­νος,
Ο κος Μπι­λάρ κα­θώς προ­βά­ρει την πί­πα του και δέ­χε­ται το ρά­πι­σμα από το εί­δω­λό του.

Ο ανα­γνώ­στης βρί­σκε­ται ενώ­πιον μιας εκ­πλη­κτι­κής ανα­κά­λυ­ψης. Κά­θε μια από αυ­τές τις φω­νές θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί ως αλ­χη­μι­στι­κή μη­χα­νή. Το τραύ­μα, ο κα­τα­κερ­μα­τι­σμός, η απώ­λεια, ο πε­ριο­ρι­σμός, η μα­ταί­ω­ση με­τα­στοι­χειώ­νο­νται σε φως αλ­λιώ­τι­κων ξε­χω­ρι­στών απο­χρώ­σε­ων. Κι ο τρό­πος που δου­λεύ­ουν αυ­τές οι αλ­χη­μι­στι­κές μη­χα­νές εί­ναι η γλώσ­σα. Ρυθ­μός γειω­μέ­νος, πό­τε στα­κά­τος, πό­τε πιο ανά­ε­ρος, επι­βάλ­λε­ται στη μη­χα­νι­κή των φω­νών με τέ­τοιο τρό­πο ώστε να γί­νει η από­στα­ξη: «από τα δά­κρυα, στον άμ­βι­κα να βγει ατσά­λι».

Δεν θα μπω στον πει­ρα­σμό να υπει­σέλ­θω σε βιο­γρα­φι­κές λε­πτο­μέ­ρειες των προ­α­να­φερ­θέ­ντων πρω­τα­γω­νι­στών. Ο λό­γος εί­ναι απλός. Δεν εί­ναι τα ιστο­ρι­κά πρό­σω­πα κα­θ’ αυ­τά οι πρω­τα­γω­νι­στές. Πρω­τα­γω­νι­στής εί­ναι το νή­μα που τους ενώ­νει και πυ­ρο­δο­τεί το όλο εγ­χεί­ρη­μα: η ευ­θραυ­στό­τη­τά τους που τα κα­θι­στά εντός ενός εχθρι­κού ασφυ­κτι­κού κό­σμου ανυ­πε­ρά­σπι­στα. Η έξο­δος από αυ­τή τη σύμ­βα­ση γί­νε­ται κά­θε φο­ρά δια­φο­ρε­τι­κά και τε­κταί­νε­ται ενώ­πιόν μας πά­ντα ανά­λο­γη των εκά­στο­τε συν­θη­κών. Πό­τε εί­ναι ένας ντε­λί­ριος χο­ρός, πό­τε μια προ­σφυ­γή στο φως των λα­μπυ­ρί­δων, πό­τε μια μπου­κιά σε ένα δί­χρω­μο μή­λο – μι­σό μπλε, μι­σό κόκ­κι­νο – , πό­τε μια ορ­γι­σμέ­νη επί­θε­ση στον αδέ­κα­στο κα­θρέ­φτη, πό­τε μια βα­θιά προ­σαρ­μο­γή στις νέ­ες συν­θή­κες της ήτ­τας, τέ­τοια που να εκ­πέ­μπει τα ίχνη κά­ποιας δι­καιω­μέ­νης θλί­ψης, όπως όταν το ακέ­ραιο σε στοι­χειώ­νει ή όταν, ακό­μα κι αν στέ­ριω­σε ο τρό­μος, εξα­κο­λου­θεί να ακού­γε­ται από τα έγκα­τα ο μο­νό­λο­γος της θαμ­μέ­νης παι­δι­κό­τη­τάς μας. Το Ανυ­πε­ρά­σπι­στο στην ανα­γνω­στι­κή συ­νεί­δη­ση πά­ντα δι­καιώ­νε­ται.

7.
Από τη συ­ντρι­βή της ζω­ής στη ζωή της συ­ντρι­βής


Κι αν ο πρώ­τος άξο­νας στον οποίο ανα­φέρ­θη­κα σχε­τί­ζε­ται κυ­ρί­ως με αυ­τό που θα τολ­μού­σα να απο­κα­λέ­σω «εν­στι­κτώ­δη ηθι­κή», σκά­βο­ντας λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο θα μπο­ρού­σε κα­νείς να δια­κρί­νει έναν δεύ­τε­ρο άξο­να, έναν άξο­να κί­νη­σης, η οποία εί­ναι κρυμ­μέ­νη σε μια κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη φρά­ση του ποι­η­τι­κού ημε­ρο­λο­γί­ου, φρά­ση αλιευ­μέ­νη από χέ­ρι ανώ­νυ­μο: « Κα­νέ­να πράγ­μα δεν μπο­ρεί να με­τα­μορ­φω­θεί σε άλ­λη φύ­ση, αν δεν γί­νει πρώ­τα στά­χτη, άσβε­στος ή χώ­μα».
Αυ­τή η αλ­χη­μι­στι­κής φύ­σε­ως απο­φθεγ­μα­τι­κή δια­τύ­πω­ση έχει εμπο­τί­σει το corpus της ποι­η­τι­κής πε­ρι­πέ­τειας που έχει απλω­θεί μπρο­στά μας. Για­τί – μάλ­λον – απο­τε­λεί τη θρυαλ­λί­δα της κί­νη­σης όλου του βι­βλί­ου, η οποία θα μπο­ρού­σε να απο­τυ­πω­θεί ως εξής: ζωή > συ­ντρι­βή > ζωή ξα­νά. Ό,τι ακού­με εί­ναι, εί­τε ανα­βα­πτι­σμέ­νο και ανα­ζω­ο­δο­τη­μέ­νο, εί­τε τεί­νει ή προ­σμέ­νει τέ­τοιο να γί­νει. Όλες οι ποι­η­τι­κές φω­νές έχουν υπο­στεί – ή υπό­κει­νται – τη βε­βή­λω­ση της πρώ­της ζω­ής τους και πλέ­ον ακού­γο­νται, εί­τε από το επέ­κει­να αυ­τής, εί­τε από το με­ταίχ­μιο που τους οδη­γεί πέ­ρα από αυ­τήν. Σε αυ­τό το ση­μείο δεν θα ήταν κα­θό­λου πα­ρά­ται­ρο να υπεν­θυ­μί­σω την πο­ρεία από την πρώ­τη στην πρω­ταρ­χι­κή ύλη.
Εντός αυ­τού του μο­τί­βου γι­νό­μα­στε μάρ­τυ­ρες μιας υπο­βρύ­χιας εξο­μο­λό­γη­σης ενός πνιγ­μέ­νου προς έναν σχε­δόν πνιγ­μέ­νο, μιας κα­τα­κόκ­κι­νης ομο­λο­γί­ας από το όχι και τό­σο μα­κρι­νό 1518, μιας άτεγ­κτα κο­ρι­τσί­στι­κης απει­λής που στά­ζει ανέ­σπε­ρο το γά­λα της, μιας πρό­σκλη­σης να τολ­μή­σου­με την δο­κι­μή του πώς εί­ναι να έχεις φι­λιώ­σει με τον θά­να­το. Οι ποι­η­τι­κές φω­νές έχουν πε­ρά­σει τον Ρου­βί­κω­να της βα­σά­νου, του χα­μού, της τρέ­λας, της πα­ρα­φο­ράς, ακό­μα και της ατυ­χί­ας και μας κα­λούν από μια nuova terra, από μια νέα δι­κιά τους γη, να αφου­γκρα­στού­με, να συ­μπά­σχου­με, να κοι­νω­νή­σου­με όχι ακρι­βώς τη νέα, αλ­λά την άλ­λη, τη μυ­στι­κή, την υπό­γεια, την πλέ­ον μύ­χια ζωή τους.
Και πά­λι εδώ, η ακρι­βής θή­ρα και η στορ­γι­κή εξη­μέ­ρω­ση των λέ­ξε­ων, η έρ­ρυθ­μη σύ­ντα­ξή τους, η πρω­το­τυ­πία και η τόλ­μη του ύφους και της έκ­φρα­σης εί­ναι εκεί­να τα στοι­χεία που κα­θι­στούν αυ­τή τη «με­τα­πραγ­μα­τι­κό­τη­τα» (με όρους βά­θους και συ­ντρι­βής) προ­σι­τή, ζε­στή και γε­μά­τη θαλ­πω­ρή. Η γεν­ναιό­τη­τα της άο­πλης ει­λι­κρί­νειας αυ­τών των φω­νών μάς υπεν­θυ­μί­ζει πως αυ­τή η πο­ρεία προς τη διάρ­ρη­ξη του κα­τα­να­γκα­σμού και τη νέα διά­στα­ση που έπε­ται – όσο σκο­τει­νή κι αν εί­ναι η τε­λευ­ταία, ακό­μα κι αν πρό­κει­ται για έγκα­τα βυ­θών και χω­μά­των – του­λά­χι­στον οδη­γεί – και αυ­τό δεν εί­ναι κα­θό­λου λί­γο – σε ένα πε­δίο όπου ελεύ­θε­ρα μπο­ρούν αυ­τές να ηχή­σουν και ακου­στούν. Κι αυ­τό το πε­δίο μο­νά­χα μια γεν­ναία και ει­λι­κρι­νής ποί­η­ση μπο­ρεί να το αφου­γκρα­στεί και να το ψι­θυ­ρί­σει στ’ αυ­τί μας. Δεν εί­ναι δα και εύ­κο­λο πρά­μα να επι­δί­δε­σαι σε τέ­τοιες «γε­ω­τρή­σεις» στις οποί­ες αυ­τό που συ­να­ντάς εί­ναι τό­σος και τέ­τοιος χω­νε­μέ­νος αν­θρώ­πι­νος πό­νος.

8.
Αγε­ω­μέ­τρη­τος μη­δείς ει­σί­τω


Η από­κρυ­φη και μυ­στι­κι­στι­κή πα­ρά­δο­ση από τον Πυ­θα­γό­ρα ως και τους αλ­χη­μι­στές σε σχέ­ση με τον τρό­πο κα­τά τον οποίο οι αριθ­μοί εν­σαρ­κώ­νουν το κο­σμι­κό γί­γνε­σθαι και συμ­βο­λο­ποιούν τα «άχρα­ντα του σύ­μπα­ντος μυ­στή­ρια» δί­νει στην αλ­χη­μί­στρια που πι­λο­τά­ρει το μυα­λό της Κα­ρα­χά­λιου την αρ­χι­τε­κτο­νι­κή βά­ση για να στη­θεί το ποι­η­τι­κό οι­κο­δό­μη­μα στο οποίο έχου­με ει­σέλ­θει.
Τα ποι­ή­μα­τα διαρ­θρώ­νο­νται σε τέσ­σε­ρις ενό­τη­τες των τριών, συν­θέ­το­ντας έτσι τον μα­γι­κό αριθ­μό δώ­δε­κα, έναν αριθ­μό που ση­μα­το­δο­τεί σύμ­φω­να με την αριθ­μο­λο­γία την ολο­κλή­ρω­ση ενός κύ­κλου και την επα­να­γέν­νη­ση ενός νέ­ου σε μιαν άλ­λη πλέ­ον συ­χνό­τη­τα. Το δώ­δε­κα ως τρι­πλή εξύ­ψω­ση των τεσ­σά­ρων βα­σι­κών στοι­χεί­ων που απαρ­τί­ζουν τη φυ­σι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απο­τε­λεί, με άλ­λα λό­για, την απο­τύ­πω­ση της με­τά­βα­σης σε μια νέα πνευ­μα­τι­κή διά­στα­ση. Αν το τέσ­σε­ρα απο­τε­λεί τον αριθ­μό της ύλης, πολ­λα­πλα­σια­σμέ­νο με το τρία, μας δί­νει τον αριθ­μό της πνευ­μα­τι­κό­τη­τας, το δώ­δε­κα.
Κά­θε ενό­τη­τα των τριών τε­λειώ­νει με ένα ποί­η­μα δί­χως προ­σω­πείο, με ένα ποί­η­μα στο οποίο η μα­στό­ρισ­σα όλου του οι­κο­δο­μή­μα­τος πα­ρεμ­βαί­νει με τη δι­κιά της φω­νή, πά­ντα με το ίδιο μο­τί­βο ως εναρ­κτή­ρια αί­σθη­ση, μια αί­σθη­ση εξο­μο­λο­γη­τι­κή ανα­δρο­μής: «χρό­νια τώ­ρα… εκ­παι­δεύ­ο­μαι στην τε­χνι­κή της εξα­πά­τη­σης/ στέ­κο­μαι μπρο­στά σ’ ετού­το το φό­βη­τρο κου­τί/ βα­δί­ζω κα­τα­κό­ρυ­φα/ στους ώμους μου εκτρέ­φω τρεις πα­πα­γά­λους…». Χρό­νια τώ­ρα… Αυ­τή η φρά­ση, που μπο­ρεί να ιδω­θεί και ως υπό­μνη­ση για τον μα­κρο­χρό­νιο κά­μα­το, την υπο­μο­νή και την επι­μο­νή της τό­σο έρ­ρυθ­μης φω­νής του βι­βλί­ου, απο­τυ­πώ­νει ακρι­βώς την αί­σθη­ση πως τα τέσ­σε­ρα αυ­τά ποι­ή­μα­τα δεν απο­τε­λούν απλά ιντερ­μέ­δια ανά­με­σα στις τέσ­σε­ρις ενό­τη­τες, αλ­λά συ­νι­στούν τον άγρυ­πνο ση­μα­τω­ρό του βι­βλί­ου. Κα­θέ­να αντι­στοι­χεί στο κλεί­σι­μο ενός κύ­κλου και την έναρ­ξη ενός νέ­ου, μιας και αντι­στοι­χί­ζουν την κά­θε ενό­τη­τα με το ανά­λο­γο φυ­σι­κό στοι­χείο. Από τη γη και το χώ­μα στο νε­ρό, από το νε­ρό στον αέ­ρα και από τον αέ­ρα στη φω­τιά. Αυ­τό άλ­λω­στε ση­μα­το­δο­τεί θαρ­ρώ και η χρή­ση των ανά­λο­γων τρι­γώ­νων αντί τί­τλων στα συ­γκε­κρι­μέ­να ποι­ή­μα­τα. Με αυ­τόν τον τρό­πο συν τοις άλ­λοις επι­τυγ­χά­νε­ται και η χρω­μα­τι­κή παν­σπερ­μία του ποι­η­τι­κού κει­μέ­νου, κα­θό­τι κα­θέ­να από αυ­τά τα στοι­χεία αντι­στοι­χεί και στο ανά­λο­γο χρώ­μα. Το κα­φε­πρά­σι­νο ποί­η­μα δί­νει τη σκυ­τά­λη στο υγρό γα­λά­ζιο, ακο­λου­θεί η λευ­κό­τη­τα της ανά­βα­σης για να κα­τα­λή­ξου­με στο κόκ­κι­νο φυ­σι­κά στο κόκ­κι­νο – μια φω­τιάς που πε­ρι­λα­βαί­νει όταν το φως λι­πο­τα­κτεί.
Η από­λυ­τη γε­ω­με­τρία που συ­νέ­χει τα συ­νο­λι­κά δε­κα­έ­ξι ποι­ή­μα­τα του βι­βλί­ου εί­ναι πραγ­μα­τι­κά όχι απλά αξιο­ση­μεί­ω­τη, αλ­λά αξιο­θαύ­μα­στη, ενός βι­βλί­ου στο οποίο τί­πο­τα, – κι όταν λέω «τί­πο­τα» το εν­νοώ –, δεν εί­ναι απο­τέ­λε­σμα τυ­χαιό­τη­τας, αλ­λά αντι­θέ­τως τα πά­ντα – κι όταν λέω τα «πά­ντα» το εν­νοώ – απο­τε­λούν απο­τυ­πώ­σεις μιας βα­θιάς και ώρι­μης δη­μιουρ­γι­κής τε­λο­λο­γί­ας.

9.
Δί­χως θαυ­μα­στι­κό κλεί­νει η πλη­γή


Πλη­σιά­ζο­ντας προς το τέ­λος, δεν μέ­νει πα­ρά να ανα­ρω­τη­θώ: δι­καιώ­νε­ται τε­λι­κά η απο­τύ­πω­ση του συμ­βό­λου της φι­λο­σο­φι­κής λί­θου στην κά­τω δε­ξιά γω­νία της λευ­κής σε­λί­δας που προη­γεί­ται του πρώ­του ποι­ή­μα­τος; Η με­τα­μόρ­φω­ση της πρώ­της ύλης σε πρω­ταρ­χι­κή επε­τεύ­χθη; Τα τέσ­σε­ρα αυ­τά ποι­η­τι­κά επει­σό­δια εν τέ­λει κα­τόρ­θω­σαν να αρ­μό­σουν τη ζη­τού­με­νη κα­θαρ­τή­ρια ου­σία, την prima materia;
Στο τε­λευ­ταίο ποί­η­μα, το οποίο και συ­νο­μι­λεί με το αντί­στοι­χο στιγ­μιό­τυ­πο από την επι­στρο­φή της Ιφι­γέ­νειας του Ρί­τσου, το φως υπάρ­χει μο­νο­σύλ­λα­βα, ως λέ­ξη, μια λέ­ξη που επα­να­λαμ­βά­νουν τρεις μαλ­θα­κοί πα­πα­γά­λοι κα­θώς βρί­σκο­νται στους ώμους της ύστα­της του βι­βλί­ου φω­νής. Το φως ού­τε ως φω­τει­νό­τη­τα, ού­τε ως ζε­στα­σιά, ού­τε ως κί­νη­ση, ού­τε ως σύν­θε­ση χρω­μά­των. Το φως ως λέ­ξη. Μια λέ­ξη που εμ­μο­νι­κά σε κά­θε πε­ρί­στα­ση, σε κά­θε συ­γκυ­ρία αφή­νε­ται στον αέ­ρα αυ­θαί­ρε­τα, απα­ρέμ­φα­τα, άκαι­ρα σαν άψυ­χη υπό­μνη­ση μια χτυ­πη­μέ­νης, «ξα­στο­χι­σμέ­νης» αλή­θειας – για να θυ­μη­θώ τον μέ­γα αλ­χη­μι­στή Σο­λω­μό. Και ενώ η ζωή συμ­βαί­νει, κι ενώ τα βέ­λη δεν λο­ξο­δρο­μούν, κι ενώ το καρ­φί φυ­τρώ­νει στην πα­λά­μη, κι ενώ η πλη­γή, ο φθό­νος η κα­κία δεν σιά­ζουν, αυ­τό το μο­νο­σύλ­λα­βο, ηχη­τι­κά εκ­πε­μπό­με­νο φως, ένα φως που ακού­γε­ται σαν πα­ρω­δία του όποιου αλη­θι­νού – αν υπάρ­χει, αν υπήρ­ξε πο­τέ – λι­πο­τα­κτεί. Οι τρεις πα­πα­γά­λοι άφα­ντοι, η ρά­χη μυ­ρί­ζει κάρ­βου­νο. Τι συ­νε­τε­λέ­σθη;
Της κα­τά­στα­σης έχει επι­λη­φθεί η φω­τιά, όπως μας απο­κα­λύ­πτει μια σα­λα­μάν­δρα, η οποία εί­ναι το σύμ­βο­λό της. Μέ­σο κα­θαρ­μού και εξα­γνι­σμού πα­νάρ­χαιο, το πυρ, ανα­γκαίο όριο του οποί­ου η υπέρ­βα­ση θε­ω­ρεί­ται προ­ϋ­πό­θε­ση ανα­γέν­νη­σης, έρ­χε­ται και κλεί­νει το βι­βλίο με το ρή­μα «πε­ρι­λα­βαί­νει». Με αυ­τόν τρό­πο υπο­γραμ­μί­ζε­ται το γε­γο­νός πως η πλη­γή της ζω­ής που συμ­βαί­νει πά­νω μας και μας χα­ρά­ζει και μας τρυ­πά­ει και μας στιγ­μα­τί­ζει, δεν σιά­ζει με φως. Η κά­θαρ­ση άλ­λω­στε δεν παίρ­νει θαυ­μα­στι­κό. Σιω­πή και μά­λι­στα βα­θιά έπε­ται του φό­βου και του ελέ­ους (εί­ναι και να τους φο­βά­σαι και να τους λυ­πά­σαι, έτσι που κάρ­βου­νο έγι­ναν αυ­τοί οι τρεις φτε­ρω­τοί πλά­στες του πλα­στού φω­τός) . Το ανυ­πε­ρά­σπι­στο του φω­τός σιά­ζει μό­νο με φω­τιά! Φω­τιά που εξα­γνί­ζει, φω­τιά που ολο­κλη­ρώ­νει και (ξα­νά) αρ­χί­ζει τη με­γά­λη πε­ρι­πέ­τεια της αν­θρώ­πι­νης ευ­θραυ­στό­τη­τας κα­θώς συ­ντρί­βε­ται και ανα­γεν­νά­ται. Αυ­τή η πε­ρι­πέ­τεια από την πρώ­τη στην πρω­ταρ­χι­κή μας ύπαρ­ξη, ένας αγώ­νας κα­θη­με­ρι­νός, πά­λη επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη, πά­λι και πά­λη και πά­λι και πά­λη.

10.
Ένα αντί­δω­ρο


Όποιος αφου­γκρα­στεί το «αγα­πά­τε αλ­λή­λους», δί­χως να ξε­χνά το πέ­ρα­σμά του από το πρί­σμα του «ως εαυ­τόν» όποιος «όταν βλέ­πει τό­σο κο­ντά του να χά­σκει το κε­νό
θέ­λει να το υπο­τά­ξει δί­χως ανα­θέ­μα­τα με­τά και στερ­νή μου γνώ­ση να σ’ εί­χα πρώ­τα»
όποιος νιώ­θο­ντας την επι­λε­κτι­κή αλα­λία του κα­θρέ­φτη του
δί­νει μο­νά­χος την εγ­γα­στρί­μυ­θη λύ­ση του δρά­μα­τός του,

εί­ναι κά­ποιος άν­θρω­πος που του μέλ­λο­νται τό­σοι θά­να­τοι, όσες και ανα­γεν­νή­σεις.
Εί­ναι ο ποι­η­τής της υπέρ­βα­σης του τραύ­μα­τος,
ο ποι­η­τής της με­τα­στοι­χεί­ω­σης της πλη­γής,
ο ποι­η­τής της κα­θαρ­τή­ριας πά­λης που – ακό­μα κι όταν όλα έχουν κρι­θεί –
δί­νε­ται από τον ανυ­πε­ρά­σπι­στο εαυ­τό μας.

Η αλ­χη­μι­στι­κή φύ­ση του βι­βλί­ου λοι­πόν κα­τα­λή­γο­ντας θε­ω­ρώ πως έγκει­ται ακρι­βώς σε αυ­τή τη δια­δι­κα­σία: της ακα­τά­βλη­της μά­χης ως με­τα­μορ­φω­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας και πέ­ραν από την ήτ­τα, όσο αδυ­σώ­πη­τη, όσο ανί­κη­τη κι αν εί­ναι.
Ιδού η ερυ­θρό­τη­τα, ιδού το κόκ­κι­νο, ιδού το αί­μα που χύ­νε­ται για να με­τα­βού­με από την πρώ­τη ύλη μας στην πρω­ταρ­χι­κή.

Κλεί­νο­ντας θέ­λω να αφιε­ρώ­σω στη Ρά­νια ένα ποί­η­μα του Αρ­γύ­ρη Χιό­νη, αγα­πη­μέ­νου μου ποι­η­τή.
Της το αφιε­ρώ­νω σα δώ­ρο και φυ­λα­χτό, να τη φυ­λά­ει απ’ το κα­κό το μά­τι και τον κα­λό τον λό­γο και της το χα­ρί­ζω με την ευ­χή, το ερ­γα­στή­ρι της να έχει πά­ντα το φως αναμ­μέ­νο μα κυ­ρί­ως πό­τε πό­τε να λα­μπα­διά­ζει από την κα­θαρ­τή­ρια φω­τιά της δη­μιουρ­γί­ας:

Η ΠΟΙ­Η­ΣΗ

J'ai pétri de la boue et j'en ai fait de l'or.
Charles Baudelaire, «Bribes»

_______

Η ποί­η­ση εί­ναι ένα πο­τή­ρι αδεια­νό
που το γε­μί­ζου­με με το αί­μα μας.
Ύστε­ρα το προ­σφέ­ρου­με στους άλ­λους
ή δεν το προ­σφέ­ρου­με αλ­λά μας το παίρ­νουν
και το μυ­ρί­ζουν και το δο­κι­μά­ζουν
και μι­λού­νε για το χρώ­μα του
και ανα­λύ­ου­νε στο μι­κρο­σκό­πιο τη σύν­θε­σή του
και το τα­ξι­νο­μού­νε σε ομά­δες
και βρί­σκου­νε συ­χνά μι­κρό­βια
και μας κα­τα­δι­κά­ζουν.
Η ση­μα­σία βέ­βαια εί­ν' αλ­λού·
η αι­μορ­ρα­γία να συ­ντε­λεί­ται
κι ό,τι θέ­λει ας λέ­ει η επι­στή­μη τους.
Ο ποι­η­τής δεν εί­ναι αστρο­νό­μος
μα αστρο­λό­γος·
τ' άστρα τον εν­δια­φέ­ρουν μό­νο
για τη δύ­να­μή τους πά­νω στη ζωή
τον έρω­τα ή το θά­να­το·
κι­νεί­ται μες στη μαγ­γα­νία
κι ανα­μει­γνύ­ο­ντας βο­τά­νια μα­γι­κά,
ευ­χές, ξόρ­κια και δη­λη­τή­ρια
φτιά­χνει το ατί­μη­το χρυ­σά­φι
που εί­ναι αδύ­να­το οι άλ­λοι
να το κά­νου­νε νο­μί­σμα­τα.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: