Βουρλά

Σκάλα Βουρλών, 1920
Σκάλα Βουρλών, 1920



Στη μνήμη του Μίχου.



Εκείνο το Σεπτέμβριο το αίμα πότισε τα αμπέλια. Ίσως να κυλάει ακόμη υπογείως.
«Σε λιγότερο από μια μια ώρα οδικώς από τη Σμύρνη… Μια πόλη γνωστή για την υψηλή ποιότητα ζωής της και το χαλαρό αιγαιοπελαγίτικο πνεύμα της…
Οι γεύσεις της πόλης, όπως το ελαιόλαδο, τα χορταρικά, τα φρέσκα θαλασσινά και τα υπέροχα κρασιά, συνιστούν τον πυρήνα της τοπικής κουζίνας, με το μικροκλίμα στα Βουρλά να ενδείκνυται για την αμπελοκαλλιέργεια και την περιοχή να αναδεικνύεται σε κέντρο παραγωγής κρασιού από την αρχαιότητα. Με τη διαδρομή Urla Vineyard Route οι επισκέπτες μπορούν να περιπλανηθούν στους αμπελώνες, να επισκεφτούν τα οινοποιεία και να δοκιμάσουν διαφορετικά κρασιά, ειδικά αυτά που παρασκευάζονται από γηγενείς ποικιλίες αμπέλου, όπως η Bornova Misketi, η Sultaniye και η Bogazkere. Οι οινοποιοί συνεχίζουν να αναζητούν, να μοιράζονται και να αναβιώνουν ξεχασμένες ποικιλίες αμπέλου, δίνοντας συνεχώς νέα πνοή στην οινική σκηνή των Βουρλών. Ακόμη έχει αναβιωθεί και η καλλιέργεια ξεχασμένων τοπικών ποικιλιών, όπως οι Urla Karasi, Foca Karsi, Gaydura, προσθέτοντας ιστορία και αυθεντικότητα σε κάθε ποτήρι…».



Ο δρόμος για τα σύγχρονα οινοποιεία στα Βουρλά



Πανομοιότυπες πληροφορίες που σήμερα βρίσκει κανείς σχεδόν παντού για τα παραθαλάσσια Urla, τα περίφημα κάποτε ελληνικά Βουρλά, στην Ερυθραία των αρχαίων Κλαζομενών, ο μόνος τόπος που είχε το «προνόμιο» να καεί μαζί με την Σμύρνη το Σεπτέμβριο του ’22 και να ισοπεδωθεί κατόπιν.



Ο θεός του αμπελιού Διόνυσος. Επίθυρο από τις αρχαίες Κλαζομενές.



Η εικόνα ωστόσο ενός τόπου, είναι γνωστό, σχηματίζεται από παράλληλα αφηγηματικά και θρυλούμενα στοιχεία, αν όχι για όλους, τουλάχιστον για κάποιους και σίγουρα διαφορετικά για τον καθένα.
Έτσι εδώ σκαλώνουν οι αναμνήσεις από τις διηγήσεις της γιαγιάς Ελένης στο Βύρωνα, στο προσφυγικό σπίτι της οδού Μικράς Ασίας 64. Αγίου Προκοπίου, στα πρώτα χρόνια του συνοικισμού. Ακόμα μένει η εντύπωση μιας αποστασιοποιημένης έκφρασης, σαν παραμύθι ξένο, κάτι που έγινε πολύ παλιά σε απίθανο χρόνο, της τραγικής διάλυσης μιας οικογένειας δύο γενεών αμπελουργών με καταγωγή από το Φιλότι της Νάξου.


Σύγχρονο οινοποιείο στο Σαραπλαρί


Συνέβη κάποτε, και τώρα, δεκαετία του ’70, στέκει απλή, λιτή διήγηση, χωρίς συναισθηματισμούς, μίσος ή πίκρα, αλλοτινών καιρών και πολύ διαφορετικού κόσμου, όπως τα εναπομείναντα ακόμη πρόσωπα της γειτονιάς, η δεσποινίς Ελένη, η Αρμένισα φίλη της Μαντάμ Μαρί, η κυρία Βέτα, η κυρ’ Αντρώ πιο κάτω, στην αγορά του Κοπανά.

Σάστισμα μεγάλο των απλών ανθρώπων, παρόλα τα πρότερα σημάδια. Ο Πλαστήρας τους είχε προειδοποιήσει, «να φύγουν». Έβαλαν κάποια χρυσαφικά, τα τυπικά: ρολόι, το κολιέ της νύφης, τις βέρες, μέσα σε κατσαρόλα και τα έθαψαν κάτω από τη σκάλα, που οδηγούσε στην αποθήκη, έκλεισαν το σπίτι και ξεκίνησαν για τον Τσεσμέ. Οι ημερομηνίες έχουν χαθεί πια, οι τοποθεσίες ασαφείς, τα κενά πάρα πολλά.

Κάπου στο δρόμο έμαθαν ότι στα καράβια επιβιβάζονταν μόνο τα στρατιωτικά τμήματα,
κατά απόλυτη προτεραιότητα. Οι άμαχοι θα περιμένουν στην ύπαιθρο. Η οικογένεια της Αργυρώς, αδερφής της γιαγιάς, έμεινε και σώθηκε, «την επομένη» πέρασε στη Σάμο. Άλλοι γύρισαν στα Βουρλά, φοβούμενοι ότι θα ήταν εκτεθειμένοι στους Τσέτες. Συνέβη το ανάποδο.

Τέλη Αυγούστου [στις 29 μάλλον] βράδυ οι Τσέτες μπήκαν στη πόλη και άρχισαν να λεηλατούν και να καταστρέφουν τα σπίτια. Ο μικρότερος αδελφός του παππού, ο Δημητρός με τις δύο αδελφές τους επιχείρησαν να φύγουν. «Κάπου έξω» πέσαν πάνω σε μια συμμορία Τούρκων ατάκτων. Μαχαίρωσαν τον Δημητρό, «ήταν γενναίο παλικάρι» και όρμηξαν να βιάσουν τα κορίτσια. Η Κακουλιώ αντιστάθηκε και την έσφαξαν και αυτή. Η Μαριγίτσα ξέπνοη από την τρομάρα κακοποιήθηκε και επέζησε. Για χρόνια «ο Σατανάς την επισκέπτονταν με την μορφή Τούρκου, στους εφιάλτες της».

Ο παππούς Γιακουμής με την Ελένη (γεννημένη στα Αλάτσατα με προέλευση από τη Σάμο) και τα τρία παιδιά, το Βάσω, παλικαράκι, τη Βαγγελίτσα παιδάκι και τη Θοδωρίτσα μωρό στην αγκαλιά, μαζί με τον άλλον αδελφό του Νικολάκη, τη γυναίκα του και το αγοράκι τους, αποκλείστηκαν στα Βουρλά.

Εκείνο το Σεπτέμβριο [μέσα, γύρω στις 15]. «Να πάρω σταφύλι για τα παιδιά» Ο Τούρκος βλέποντας τον παππού να φεύγει από τη σειρά τού πλήθους και να επιχειρεί να κόψει από το παρακείμενο αμπέλι ένα τσαμπί, όπλισε το τουφέκι. «Σιχτίρ, άσ’ τον, δεν βλέπεις;» είπε ένας άλλος φρουρός. Προχώραγαν υπομονετικά με τις ώρες κάτω από την ήλιο προς τη Σκάλα, εξαντλημένοι, νηστικοί και διψασμένοι να περάσουν τον ληστρικό, εξευτελιστικό «έλεγχο», να φτάσουν στην Καραντίνα, και να μπουν στα καΐκια. Για το Γιακουμή και το Νικολάκη άρχιζε η αιχμαλωσία. Άντεξαν λόγω της γερής τους κράσης. Βουρλιώτες. Οι γυναίκες με τα παιδιά πέρασαν και μαζί τους σύρθηκε η υπερήλικη Θοδώρα, μάνα των ανδρών τους. Συντετριμμένη από το πρόσφατο σφάξιμο των δύο παιδιών της και την αγωνία για τα άλλα δύο, δεν άντεξε. Πέθανε στο καράβι. Πίσω τους άρχιζε η φωτιά στο κέντρο, στην εκκλησία της Παναγίας και στην Αναξαγόρειο Σχολή.
Όλα στέγνωσαν, ίσως «απονευρώθηκαν» με το πέρασμα των τεσσάρων δεκαετιών, ίσως με τις νέες αντιξοότητες, στην προσαρμογή μιας αγροτικής οικογένειας στο μικροαστικό περιβάλλον του προσφυγικού οικισμού, ίσως με την λείανση των συναισθημάτων που επιφέρει η γήρανση, ίσως με την συνεχή αναδιήγηση και επανάληψη, ίσως με την ασύνειδη απώλεια μνήμης επιλεκτικών λεπτομερειών, ενός μηχανισμού ψυχικής άμυνας και συμφιλίωσης με την πραγματικότητα.
Η σφαγή μιας οικογένειας, το ξεκλήρισμα και η μετεγκατάσταση. Ο απόηχος τους αφήνει μια παράξενη εντύπωση και μια απορία για το πως διυλίζεται σε περιγραφή χωρίς οδύνη, με αδιόρατη θλίψη και αμήχανη νοσταλγία.


Παλιό κιτρινισμένο χαρτί του παππού, γραφή «επισεσυρμένη» με πένα. Σημείωμα της περιουσίας του στα Βουρλά της Σμύρνης. Το μερίδιο του από τους αμπελώνες και τη περίφημη σταφίδα τους, την άλλως Sultaniye.

«Οικία διόροφος συνοικία Μπαξελή / δωμάτια 7 σταύλος αποθήκη κ.λ./ πήχ. τετραγ. 3000 λιρ. τουρκ. χρυσ. 2500 / ετήσιον εισόδημα λίρες 50. /
Άμπελος (σουλτανή) θέσις Σαραπταλάρι με 30 ελαιόδενδρα / σουλ[τανή] στρέμματα 12 λίρες τουρκίας 780 / ετήσιον εισόδημα λίρες 150 / 
Άμπελος (σουλτ.) θέσις Σαραπταλάρι μετ’ εξοχικής οικίας / στρέμματα 8 λίρες τουρκίας 580 / ετήσιον εισόδημα λίρες 125 /
Αγρός (12 στρεμ.) μετά 50 ελαιοδένδρων θέσις Κασ/ντερέ λίρες τουρκ. χρυσ. 220 / ετήσιον εισόδημα λιρ. χρυσές 75».

Εκείνο το Σεπτέμβριο δεν μαζεύτηκε η σταφίδα. Τρυγήθηκαν μόνο ψυχές.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: