Ξεχασμένες επέτειοι

Στις αρ­χές του χρό­νου οι παν­δη­μι­κές συν­θή­κες που επι­κρά­τη­σαν έκλει­σαν πρό­ω­ρα την με­γά­λη έκ­θε­ση που ορ­γα­νώ­θη­κε στο Μου­σείο Λού­βρο (Οκτώ­βριος 2019 – Φε­βρουά­ριος 2020) για τον Da Vinci και κα­τέ­στη­σαν στη συ­νέ­χεια αβέ­βαιη οποια­δή­πο­τε προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη εκ­δή­λω­ση σχε­τι­κή με τον Beethoven στη Γερ­μα­νία ή όπου αλ­λού.  
Ωστό­σο, αυ­τή η σύ­νο­δος δύο επε­τεί­ων, τα 500 χρό­νια από τον θά­να­το του Ιτα­λού ζω­γρά­φου Leonardo Da Vinci και τα 250 χρό­νια από τη γέν­νη­ση του Γερ­μα­νού μου­σι­κού Ludwig van Beethoven, έφε­ραν προ­σω­ρι­νά κο­ντά τους πιο εμ­βλη­μα­τι­κούς, θα λέ­γα­με, δη­μιουρ­γούς του Ευ­ρω­παϊ­κού πο­λι­τι­σμού.
Στην πρό­σφα­τη έκ­θε­ση του Λού­βρου για τον ζω­γρά­φο, εκτέ­θη­κε ένας όχι και τό­σο γνω­στός πί­να­κας από τα 17 όλα κι όλα έρ­γα που του απο­δί­δο­νται τεκ­μη­ριω­μέ­να.
Πρό­κει­ται για μια αν­δρι­κή προ­σω­πο­γρα­φία, η μό­νη ίσως που έφτια­ξε, με τί­τλο: Portrait de jeune hommme tenant une partition, dit Le Musicien (« Πορ­τραί­το ενός νέ­ου άν­δρα, που κρα­τά μια παρ­τι­τού­ρα», γνω­στό ως «Ο Μου­σι­κός», λά­δι σε ξύ­λο κα­ρυ­διάς 44,7 x 32 cm) πε­ρί­που των χρό­νων 1483- 1490, σή­με­ρα στην Αμ­βρο­σια­νή Πι­να­κο­θή­κη του Μι­λά­νου.
Το φω­τει­νό πρό­σω­πο του νέ­ου μου­σι­κού προ­βάλ­λει κα­τά τα τρία τέ­ταρ­τα μέ­σα από το σκο­τει­νό φό­ντο, με πλού­σιες κυ­μα­τι­στές μπού­κλες, υγρά και λα­μπε­ρά μά­τια στραμ­μέ­να στο φως, ίσια και έντο­νη μύ­τη, λε­πτά χεί­λη και μι­κρό πη­γού­νι, με όλες τις λε­πτο­μέ­ρειες δο­σμέ­νες δρα­μα­τι­κά με την τε­χνι­κή του chiaroscuro και σε αντί­θε­ση με το αδρά δου­λε­μέ­νο υπό­λοι­πο μέ­ρος: στέρ­νο - ρού­χα - δά­χτυ­λα - φύλ­λο χαρ­τιού.

Ξεχασμένες επέτειοι

Κα­θώς δεν δια­σώ­ζε­ται κα­μιά μαρ­τυ­ρία για τον πί­να­κα οι υπο­θέ­σεις για τον ει­κο­νι­ζό­με­νο από τους ερευ­νη­τές οδή­γη­σαν από κά­ποιον νε­α­ρό φι­λό­τε­χνο Μι­λα­νέ­ζο Δού­κα, στον γνω­στό θε­ω­ρη­τι­κό μου­σι­κό και διευ­θυ­ντή της χο­ρω­δί­ας στο Duomo Franchino Gaffurio, στον διά­ση­μο για τα ιδιο­φυή, εκ­φρα­στι­κά μο­τέ­τα του Josquin des Près, στον Jean Cordier de Bruges πε­ρί­φη­μο μο­νω­δό ή στον δά­σκα­λο του τρα­γου­διού Angelo Testagrossa ή τέ­λος στον Atalante Migliorotti, φί­λο του ζω­γρά­φου και βιρ­τουό­ζο της λύ­ρας da braccio.
Από αυ­τά και μό­νο τα ονό­μα­τα μπο­ρού­με να κα­τα­λά­βου­με πως όταν ο Leonardo, όπως ήθε­λε να τον απο­κα­λούν, έφτα­σε στο Μι­λά­νο των Σφόρ­τσα στα 1482, μπή­κε σε ένα πε­ρι­βάλ­λον όπου εκτός από λό­γιους και καλ­λι­τέ­χνες, υπήρ­χαν και σπου­δαί­οι μου­σι­κοί. Η ενα­σχό­λη­σή του μά­λι­στα με την πα­ρα­γω­γή φα­ντα­σμα­γο­ρι­κών μου­σι­κό - θε­α­τρι­κών δρώ­με­νων στις επί­ση­μες γιορ­τές της Αυ­λής οφεί­λο­νταν στο ότι εί­χε εντρυ­φή­σει στη μου­σι­κή, εκτός από τις ποι­κί­λες διε­ρευ­νή­σεις του στην ζω­γρα­φι­κή και στην πλα­στι­κή, στη μη­χα­νι­κή ή στην αρ­χι­τε­κτο­νι­κή.
Ο Giorgio Vasari ήδη στους πε­ρί­φη­μους Βί­ους του ση­μειώ­νει πως αρ­χι­κά «dette alquanto d’opera alla musica, ma tosto si risolvé a imparare la lira, come quello, che de la natura aveva spirito elevantissimo, e pieno di leggiadria ; Onde sopra quella cantò divinamente all’ imroviso», («ασχο­λή­θη­κε για λί­γο με τη μου­σι­κή, μα γρή­γο­ρα έμα­θε να παί­ζει λύ­ρα, κα­θώς εκ φύ­σε­ως εί­χε ένα πνεύ­μα (αντί­λη­ψη) υψη­λό­τα­το γε­μά­το ευ­γέ­νεια (χά­ρη) και πά­νω σε αυ­τήν τρα­γού­δα­γε θεϊ­κά αυ­το­σχε­διά­ζο­ντας»).

Ξεχασμένες επέτειοι

Έτσι μέ­σα στον τε­ρά­στιο αριθ­μό (κα­τά έναν υπο­λο­γι­σμό πά­νω από 7000) σε­λί­δων από τα ση­μειω­μα­τά­ριά του, που πε­ρι­λαμ­βά­νουν κά­θε εί­δους σχέ­δια και τε­χνι­κές και­νο­το­μί­ες, ιδέ­ες και προ­σχέ­δια έρ­γων, φα­ντα­στι­κά αντι­κεί­με­να και λε­πτο­με­ρείς στο­χα­σμούς γύ­ρω από τη φυ­σι­κή λει­τουρ­γία ετε­ρό­κλη­των πραγ­μά­των, όλα ανα­κα­τω­μέ­να σε πλή­ρη ή ελ­λι­πή μορ­φή, βρί­σκου­με κα­τα­γρα­φές για τη δη­μιουρ­γία νέ­ων μου­σι­κών ορ­γά­νων αλ­λά και την ίδια τη μου­σι­κή τέ­χνη.
Υπάρ­χουν σχέ­δια και σκα­ρι­φή­μα­τα για έγ­χορ­δα ή κρου­στά και αυ­το­μα­τι­σμοί στο παί­ξι­μό τους ή ευ­φά­ντα­στα τε­λεί­ως όρ­γα­να, χρή­σι­μα προ­φα­νώς στα αλ­λη­γο­ρι­κά δρώ­με­να μιας ανα­γεν­νη­σια­κής θε­α­τρι­κής γιορ­τής.

Ξεχασμένες επέτειοι
Ξεχασμένες επέτειοι
Ξεχασμένες επέτειοι

Από τις χει­ρό­γρα­φες σε­λί­δες των διά­φο­ρων ση­μειω­μα­τά­ριων θα κυ­κλο­φο­ρή­σει με­τά θά­να­τον μια επι­λο­γή, που θα απο­τε­λέ­σει το πρώ­το Libro di Pittura di M. Lionardo da Vinci pittore et scultore fiorentino με επι­μέ­λεια του μα­θη­τή του Francensco Melzi, γνω­στό­τε­ρο αρ­γό­τε­ρα ως Trattato de la Pittura, με­τά την πρώ­τη έντυ­πη μορ­φή του το 1651 στο Πα­ρί­σι, έκ­δο­ση που θα συ­μπλη­ρώ­νε­ται συ­νε­χώς σχε­δόν ως τις μέ­ρες μας με την προ­σθή­κη και σχο­λια­σμό διά­φο­ρων σκόρ­πιων σε­λί­δων. Σε αυ­τό το πε­ρί­φη­μο Trattato de la Pittura έφτα­σαν ως εμάς και κά­ποιες από­ψεις του Leonardo για τη μου­σι­κή και τη θέ­ση της ανά­με­σα στην ποί­η­ση και τη ζω­γρα­φι­κή με καί­ρια εκτί­μη­ση πως: «Ma la pittura eccelle e signoreggia la musica perché essa non muore immediate dopo la sua creazione, come fa la sventurata musica, anzi, resta in essere, e ti si dimostra in vita quel che in fatto è una sola superficie» («Αλ­λά η ζω­γρα­φι­κή υπε­ρέ­χει και κυ­ριαρ­χεί στη μου­σι­κή, για­τί αυ­τή δεν χά­νε­ται αμέ­σως με­τά τη δη­μιουρ­γία της, όπως πα­θαί­νει η δύ­στυ­χη μου­σι­κή, αντί­θε­τα μέ­νει υπαρ­κτή και σου απο­δεί­χνε­ται ζω­ντα­νή, αυ­τή που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν εί­ναι πα­ρά μια μό­νον επι­φά­νεια»).

Αν ξα­να­γυ­ρί­σου­με τώ­ρα στον πί­να­κα, μπο­ρού­με να πα­ρα­τη­ρή­σου­με πιο προ­σε­κτι­κά κά­ποια στοι­χεία, που κα­τά την άπο­ψη του Leonardo ανα­δει­κνύ­ουν τη ζω­γρα­φιά από μια απλή επι­φά­νεια (superficie) σε κά­τι ζω­ντα­νό (in vita): η εκτε­θει­μέ­νη στο πε­ρισ­σό­τε­ρο φως ίρι­δα του αρι­στε­ρού μα­τιού εί­ναι φυ­σι­κά μι­κρό­τε­ρη από την δε­ξιά και η άσπρη κη­λί­δα χρώ­μα­τος, που πα­ρι­στά­νει το εί­δω­λο του φω­τός εδώ ελα­φρά με­γα­λύ­τε­ρη, το αντί­στοι­χο άνω βλέ­φα­ρο χρω­μα­τι­κά πιο ανοι­κτό από το σκιε­ρό­τε­ρο δε­ξί και αντί­στρο­φα το λε­πτό άνω χεί­λος στο στό­μα σκο­τει­νό­τε­ρο από το πιο πλα­τύ κά­τω. Όλα αυ­τά υπο­βά­λουν μια αδιό­ρα­τη προς τα αρι­στε­ρά στρο­φή του κε­φα­λιού, κά­ποια αμ­φί­βο­λη έκ­φρα­ση και μια ανε­παί­σθη­τη κί­νη­ση στο στό­μα σαν ο μου­σι­κός να τε­λεί­ω­σε μό­λις το τρα­γού­δι, που και η μι­σο­δι­πλω­μέ­νη παρ­τι­τού­ρα υπο­ση­μαί­νει.

Ξεχασμένες επέτειοι

Κά­ποιοι συ­νυ­πο­λο­γί­ζο­ντας την αρ­μο­νία στο πρό­σω­πο, το φευ­γα­λέο χα­μό­γε­λο και τη με­λαγ­χο­λία στο βλέμ­μα, μι­λούν για μια αλ­λη­γο­ρία του χρό­νου και της με­λω­δι­κής, αλ­λά άτυ­χης (sventurata) μου­σι­κής που τε­λέ­στη­κε και χά­θη­κε συγ­χρό­νως μπρο­στά μας. Τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αλ­λοιώ­νο­νται στο χρό­νο, η μου­σι­κή νό­τα με­τα­τρέ­πε­ται σε μια νό­τα – σχό­λιο της μα­ταιό­τη­τας, η ζω­γρα­φι­κή μό­νο μέ­νει μπρο­στά μας να μας θυ­μί­ζει το χα­μέ­νο κάλ­λος και «Ο Μου­σι­κός» πα­ρα­μέ­νει ου­σια­στι­κά ένας πί­να­κας ανώ­νυ­μος.

Ωστό­σο αυ­τός ο τύ­πος ει­κο­νο­γρα­φί­ας ενός προ­σώ­που με παρ­τι­τού­ρα στο χέ­ρι βρί­σκε­ται στην αρ­χή μιας σχε­τι­κής πα­ρά­δο­σης απει­κό­νι­σης λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο επώ­νυ­μων μου­σι­κών.
Έτσι ο Leopold Amelius Radoux, γλύ­πτης και ζω­γρά­φος στη Βόν­νη στην Αυ­λή του Πρί­γκι­πα – Εκλέ­κτο­ρα της Κο­λω­νί­ας, ζω­γρά­φι­σε στα 1773 το πορ­τραί­το του Φλα­μαν­δού Διευ­θυ­ντή Χο­ρω­δί­ας (Hofkapellmeister) Lodewijk van Beethoven («Portrait», γνω­στό και ως «Beethovens Großvater», λά­δι σε μου­σα­μά, 81x65 cm, Historischen Museen der Stadt, Βιέν­νη). Ο πί­να­κας ει­κο­νί­ζει τον παπ­πού και νο­νό του διά­ση­μου Γερ­μα­νού μου­σι­κο­συν­θέ­τη Ludwig van Beethoven, ενώ το κε­ντη­τό με λου­λού­δια μα­ντή­λι (γερ­μα­νι­κό έθι­μο του αρ­ρα­βώ­να) στο δε­ξί χέ­ρι και οι τσα­κι­σμέ­νες σε­λί­δες στην παρ­τι­τού­ρα, όπου δια­κρί­νο­νται ανά­πο­δα οι λέ­ξεις «se amore…» («αν η αγά­πη…») υπο­δη­λώ­νουν συμ­βο­λι­κά τη δρα­μα­τι­κή από­φα­ση του Αρ­χι­μου­σι­κού, να κλεί­σει σε μο­να­στή­ρι την μέ­χρι πα­ρά­νοιας αλ­κο­ο­λι­κή γυ­ναί­κα του.

Ξεχασμένες επέτειοι

Ανά­λο­γες σκέ­ψεις του Beethoven για τη σχέ­ση ζω­γρα­φι­κής και μου­σι­κής με εκεί­νες του Da Vinci δεν φαί­νε­ται να σώ­ζο­νται στα εξί­σου πο­λυ­σέ­λι­δα ση­μειω­μα­τά­ρια, τεύ­χη επι­κοι­νω­νί­ας, επι­στο­λές προς διά­φο­ρους, τε­τρά­δια σχε­δια­σμά­των (συσ­σω­μα­τώ­νο­νται σή­με­ρα σε 40 πε­ρί­που τό­μους). Ο μου­σι­κός εί­ναι δο­σμέ­νος από­λυ­τα στην τέ­χνη του, στις συν­θέ­σεις του και την προ­βλη­μα­τι­κή τους: «Δεν έχω δει ακό­μα κα­νέ­ναν καλ­λι­τέ­χνη πιο συ­γκε­ντρω­μέ­νο, πιο ενερ­γη­τι­κό, πιο εσω­τε­ρι­κό» γρά­φει για τον Beethoven ο Γκαί­τε (γράμ­μα στη σύ­ζυ­γό του Κρι­στιά­νε στις 19 Ιου­λί­ου 1812). Και βέ­βαια δεν τί­θε­ται θέ­μα για τη δύ­να­μη της μου­σι­κής τέ­χνης του στην απε­λευ­θέ­ρω­ση της φα­ντα­σί­ας και του αι­σθή­μα­τος: «Η Μου­σι­κή εί­ναι μια υψη­λό­τε­ρη Απο­κά­λυ­ψη από ό,τι το όλον της σο­φί­ας και το όλον της φι­λο­σο­φί­ας… Αυ­τός που διεισ­δύ­ει στο νό­η­μα της Μου­σι­κής μου θα απε­λευ­θε­ρω­θεί από όλη τη δυ­στυ­χία που πλήτ­τει τους άλ­λους» (στη Μπε­τί­να το 1810).

Ίσως το πιο κο­ντι­νό νό­η­μα στην προ­βλη­μα­τι­κή του Da Vinci να βρί­σκε­ται στο πα­ρα­κά­τω ση­μεί­ω­μα: «Οι πε­ρι­γρα­φές μιας ει­κό­νας ανή­κουν στη ζω­γρα­φι­κή· ακό­μα και ο ποι­η­τής σ’ αυ­τό το ζή­τη­μα μπο­ρεί, σε σύ­γκρι­ση με την δι­κή μου τέ­χνη, να θε­ω­ρεί τον εαυ­τό του τυ­χε­ρό, λό­γω του ότι η εξου­σία του υπ’ αυ­τή την άπο­ψη δεν εί­ναι τό­σο πε­ριο­ρι­σμέ­νη όσο η δι­κή μου· και όσο ακό­μη ο τε­λευ­ταί­ος επε­κτεί­νε­ται πε­ραι­τέ­ρω σε άλ­λες πε­ριο­χές, και το να φτά­σει στο βα­σί­λειό μας δεν εί­ναι εύ­κο­λο» (στον Wilhelm Gerhardi, Ιού­λιος 1817). Η ζω­γρα­φι­κή εδώ στέ­κε­ται σε έναν πε­ρι­γρα­φι­κό ρό­λο, η ποί­η­ση εί­ναι σί­γου­ρα πιο διεισ­δυ­τι­κή, αλ­λά η Μου­σι­κή μέ­νει πά­ντο­τε απρό­σι­τη και μυ­στι­κή.
Ξε­κί­νη­σε με το να μα­θαί­νει πρώ­τα βιο­λί, όπως και ο Leonardo, και όμοια μπή­κε στην υπη­ρε­σία ενός Πρί­γκι­πα, παί­ζο­ντας στην ορ­χή­στρα του βιό­λα, όμως στην πε­ρί­πτω­ση του Beethoven έχου­με στην συ­νέ­χεια την απο­δέ­σμευ­ση από αυ­τήν την οι­κο­νο­μι­κή εξάρ­τη­ση, κα­θώς ο ίδιος ανα­λαμ­βά­νει μό­νος του πλέ­ον την επι­κοι­νω­νία και τη δια­χεί­ρι­ση του ακρο­α­τη­ρί­ου του με τα ανά­λο­γα οφέ­λη ή τις όποιες αβε­βαιό­τη­τες (μα­θή­μα­τα, συ­ναυ­λί­ες, έκ­δο­ση και πώ­λη­ση έρ­γων, συν­δρο­μές). Πράγ­μα που δεν συμ­βαί­νει ακό­μη με τους Mozart και Haydn για πα­ρά­δειγ­μα.

« Το πι­στεύ­εις ότι σκέ­φτο­μαι ένα θεϊ­κό βιο­λί, όταν το Πνεύ­μα μου μι­λά, και γρά­φω ό,τι μου υπα­γο­ρεύ­ει;» δη­λώ­νει στον Ignaz Schuppanzigh. Στα 1805 ο Γερ­μα­νός ζω­γρά­φος Joseph Willibrord Mähler δη­μιουρ­γεί ένα ολό­σω­μο πορ­τραί­το του Beethoven (λά­δι σε καμ­βά, Historischen Museen der Stadt, Βιέν­νη) με μια lyre-guitar, ένα έγ­χορ­δο της επο­χής, στο αρι­στε­ρό χέ­ρι, κλα­σι­κί­στι­κη ανα­φο­ρά στο θεό Απόλ­λω­να, έν­δει­ξη της από­λυ­της αφο­σί­ω­σής του στη Μου­σι­κή. Για κά­ποιους η σχε­δί­α­ση πέ­ντε μό­νο χορ­δών, αντί των κα­νο­νι­κών έξι, εί­ναι ένας συμ­βο­λι­σμός της κώ­φω­σης, που εί­χε εμ­φα­νι­στεί τό­τε στον συν­θέ­τη.

Ξεχασμένες επέτειοι

Κα­τά μία πε­ρί­ερ­γη σύμ­πτω­ση όλες οι πε­ρι­γρα­φές του Beethoven επι­κε­ντρώ­νο­νται στα ίδια βα­σι­κά φυ­σιο­γνω­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, που συ­να­ντά­με και στο «Μου­σι­κό» του Leonardo: πυ­κνά, μα­κριά μαλ­λιά, εκ­φρα­στι­κό, ζω­ντα­νό βλέμ­μα, λε­πτό στό­μα (Dr W.​C.​Muller 1820, Sir Jullius Benedict 1823) και την αδιό­ρα­τη με­λαγ­χο­λία. « Ma quel che nessun incisore saprebbe mai esprimere à la tristezza indefinibile che emana dal suo volto…» («Μα τί θα ξέ­ρει πο­τέ κα­νείς χα­ρά­κτης για να εκ­φρά­σει την ακα­θό­ρι­στη με­λαγ­χο­λία που προ­έρ­χε­ται από την όψη του»), σκέ­φτε­ται ο Gioachino Rossini, όταν τον συ­να­ντά­ει στη Βιέν­νη το 1822.

Τέ­ρα­τα ερ­γα­σί­ας, με επί­γνω­ση της με­γα­λο­φυ­ΐ­ας τους, ιδιό­τρο­ποι και εμ­μο­νι­κοί, ο Leonardo και ο Beethoven, εί­ναι και οι δύο στην ηλι­κία των σα­ρά­ντα δη­μιουρ­γοί ανα­γνω­ρι­σμέ­νοι από τον κοι­νω­νι­κό τους πε­ρί­γυ­ρο. Ωστό­σο ο πρώ­τος αμ­φι­βάλ­λει: «Dimmi se mai fu fatto alcuna cosa» («Πες μου αν πο­τέ τέ­λειω­σε κά­τι»), «Dimmi se mai face cosa che mi di…» («Πες μου αν κα­τά­φε­ρα πο­τέ κά­τι…») ση­μειώ­νει. Ήδη από την επο­χή του Vasari που πα­ρα­τη­ρεί ότι «κα­τα­πια­νό­ταν με πολ­λά πράγ­μα­τα χω­ρίς να τε­λειώ­νει κα­νέ­να, φαι­νό­ταν ως η τέ­χνη του να μην φτά­νει στην τε­λειό­τη­τα των ιδε­ών του, πως η σύλ­λη­ψή τους ήταν τό­σο ιδα­νι­κή, που πί­στευε πως τα χέ­ρια του, όσο επι­δέ­ξια κι αν ήταν, δεν θα μπο­ρέ­σουν πο­τέ να τις κα­τα­κτή­σουν», ως τον Kenneth Clarc: «η ει­κό­να του μας φαί­νε­ται τό­σο με­τα­βλη­τή, όσο ένα σύν­νε­φο. Εί­ναι ο Άμ­λετ της ιστο­ρί­ας της Τέ­χνης…» και τον Lionello Venturi: « Εί­ναι ο άν­θρω­πος με τα απέ­ρα­ντα σχέ­δια, εί­ναι ο ζω­γρά­φος που γί­νε­ται ιδρυ­τής του στυλ που βα­σί­ζε­ται στο φως ή εί­ναι ο προ­φή­της των επι­στη­μών;» το έρ­γο του Leonardo μοιά­ζει να μην έχει ολο­κλη­ρω­θεί. Αντί­θε­τα ο Beethoven («δεν υπάρ­χει πα­ρά ένας Μπε­τό­βεν», δή­λω­σε ορ­γι­σμέ­νος στον πρί­γκι­πα Karl Lichnowsky στα 1806) πε­πει­σμέ­νος για τις ικα­νό­τη­τές του και για την πρω­το­τυ­πία των συλ­λή­ψε­ών του άφη­σε ένα κο­λοσ­σιαίο έρ­γο από σο­νά­τες, συμ­φω­νί­ες και κουαρ­τέ­τα εγ­χόρ­δων, που το μέ­γε­θος, ο πλού­τος, η ανά­πτυ­ξη απο­τέ­λε­σαν κα­νό­να για το κά­θε εί­δος σε όλους τους με­τα­γε­νέ­στε­ρους.

Και οι δύο με την ελευ­θε­ρία της φα­ντα­σία τους, το βά­θος του στο­χα­σμού τους, τις συ­ναρ­πα­στι­κές και­νο­το­μί­ες τους, την τολ­μη­ρό­τη­τα των κα­τα­κτή­σε­ων τους, δη­μιούρ­γη­σαν έρ­γο δια­χρο­νι­κό στην ευ­ρω­παϊ­κή αξία του. Ο πρώ­τος Ιτα­λός πέ­θα­νε ήρε­μα στην αγκα­λιά ενός Γάλ­λου βα­σι­λιά, ο άλ­λος Γερ­μα­νός εμπο­τι­σμέ­νος από τον Δια­φω­τι­σμό και τα δι­δάγ­μα­τα της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης σε ένα μί­ζε­ρο και ακα­τά­στα­το σπί­τι την ώρα που ξέ­σπα­γε θύ­ελ­λα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: