Απριλιάτικα ανέκδοτα

Σερ Τζον Γκίλμπερτ, «Τα Έργα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ», 1849 (λάδι σε καμβά, 105.4  x 127.6 εκ.), Dahesh Museum of Art, Νέα Υόρκη
Σερ Τζον Γκίλμπερτ, «Τα Έργα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ», 1849 (λάδι σε καμβά, 105.4 x 127.6 εκ.), Dahesh Museum of Art, Νέα Υόρκη

Πε­ρί­ερ­γος μή­νας ο Απρί­λιος και για πολ­λούς δύ­σκο­λος.
Πε­ρί τα μέ­σα του μη­νός γιορ­τά­ζει η Εκ­κλη­σία τον άγιο Μαρ­τί­νο, Ιτα­λό Πά­πα Ρώ­μης του 7ου αιώ­να, πο­λέ­μιο του Μο­νο­θε­λη­τι­σμού. Για­τί, αν και Δυ­τι­κός που ήρ­θε σε ρή­ξη με τον Πα­τριάρ­χη Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως και τον τό­τε αυ­το­κρά­το­ρα Κών­στα Β΄, υπο­στη­ρι­κτές της αί­ρε­σης, υπήρ­ξε υπέρ­μα­χος της Ορ­θο­δο­ξί­ας, εξού και το προ­σω­νύ­μιο Ομο­λο­γη­τής.
Προ­φα­νώς το όνο­μα Μαρ­τί­νος (o A΄, στη σει­ρά συ­νο­νό­μα­των αρ­χιε­ρέ­ων), προ­έρ­χε­ται, όπως και το Μάρ­τιος, πρώ­τος ανοι­ξιά­τι­κος μή­νας και πα­λιά αρ­χή του ρω­μαϊ­κού ημε­ρο­λο­γί­ου, από το όνο­μα του θε­ού Mars (γεν. Martis), που ταυ­τί­ζε­ται με τον θεό Άρη της ελ­λη­νι­κής μυ­θο­λο­γί­ας.
Ένας άλ­λος Μαρ­τί­νος, ο Saint Martin de Tours, άγιος στην Κα­θο­λι­κή πα­ρά­δο­ση, όσιος- επί­σκο­πος Φρα­γκί­ας κα­τά τους Ανα­το­λι­κούς, εί­ναι ο κα­τα­γό­με­νος από την Παν­νο­νία, ρω­μαί­ος στρα­τιω­τι­κός, ει­ση­γη­τής του μο­να­χι­σμού στους Γα­λά­τες και θαυ­μα­τουρ­γός Επί­σκο­πος Του­ρώ­νης (Tours), που την ελε­ή­μο­να πρά­ξη, να σχί­σει με σπα­θί τον χι­τώ­να του, προ­κει­μέ­νου να τον προ­σφέ­ρει σε γυ­μνό επαί­τη, αρ­χή της αγιο­σύ­νης του, απει­κό­νι­σε εξαί­σια ο Γκρέ­κο (περ. το 1598, τώ­ρα στην Εθνι­κή Πι­να­κο­θή­κη της Ουά­σινγ­κτον). Λαϊ­κός άγιος του 4ου αιώ­να, επε­κτεί­νε­ται η λα­τρεία του κα­τά τον Με­σαί­ω­να σε όλη την Κ. Ευ­ρώ­πη και τη Βρε­τα­νία με ονο­μα­στές βα­σι­λι­κές.

Απριλιάτικα ανέκδοτα

Δεν γιορ­τά­ζει αυ­τόν τον μή­να, όμως μας φέρ­νει στον πε­ρί­φη­μο ναό του, τον St. Martin-in- the-Fields στο Λον­δί­νο, όπου στα σαιξ­πή­ρεια χρό­νια της βα­σι­λεί­ας του Ια­κώ­βου Α΄, κα­θώς το μή­κος του κτι­ρί­ου αυ­ξά­νε­ται ση­μα­ντι­κά, απο­κτά τα πρώ­τα ερεί­σμα­τα λα­μπρό­τη­τας. Υπό την αι­γί­δα του να­ού εί­ναι η Σχο­λή Saint Martin’s School of Art και η ορ­χή­στρα μπα­ρόκ Aκα­δη­μία του αγί­ου Μαρ­τί­νου των Αγρών.
Εκεί­νο που ίσως δεν εί­ναι πο­λύ γνω­στό εί­ναι ότι ο πρώ­τος πρό­ε­δρος της Σχο­λής, ο Sir John Gilbert, ένας ακα­δη­μαϊ­κός ζω­γρά­φος και χα­ρά­κτης του 19ου αιώ­να, υπήρ­ξε ο κυ­ριό­τε­ρος και πιο συ­στη­μα­τι­κός ει­κο­νο­γρά­φος των έρ­γων του Σαίξ­πηρ.

Εί­ναι ο καλ­λι­τέ­χνης που, εκτός από τα πε­ρί­που 750 σχε­τι­κά σχέ­δια, επι­χει­ρεί γύ­ρω στα 1849 να απο­δό­σει τις κυ­ριό­τε­ρες σκη­νές και τους εξή­ντα βα­σι­κούς χα­ρα­κτή­ρες των σαιξ­πη­ρι­κών έρ­γων σε ένα μνη­μεια­κό πί­να­κα.
Το 1862 εκ­δί­δει ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­να τα ποι­ή­μα­τα του Σαίξ­πηρ και το 1865-7 όλα τα θε­α­τρι­κά σε μια τρί­το­μη έκ­δο­ση, κλα­σι­κή ως σή­με­ρα.

Απριλιάτικα ανέκδοτα
Απριλιάτικα ανέκδοτα
Απριλιάτικα ανέκδοτα

Εκτός αυ­τών, ο Sir John Gilbert υπήρ­ξε δη­μο­φι­λής ει­κο­νο­γρά­φος με χι­λιά­δες σχέ­δια και χα­ρα­κτι­κά σε εφη­με­ρί­δες, ποι­η­τι­κά βι­βλία και παι­δι­κές εκ­δό­σεις, πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νος πλέ­ον όπως το όλο βι­κτω­ρια­νό στυλ. Η αι­σθη­τι­κή του ωστό­σο, μπο­ρεί να δια­πι­στω­θεί σή­με­ρα, πό­σο επη­ρέ­α­σε άμε­σα την προ­σέγ­γι­ση, θε­α­τρι­κή εί­τε κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή, του σαιξ­πη­ρι­κού έρ­γου.

Απριλιάτικα ανέκδοτα

Απρί­λιο γεν­νή­θη­κε και Απρί­λιο πέ­θα­νε ο William Shakespeare. Ο Άγ­γλος ηθο­ποιός, θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας και ποι­η­τής που το έρ­γο του ση­μά­δε­ψε τη δυ­τι­κή δρα­μα­τουρ­γία. Ως μι­κρό αφιέ­ρω­μα, λοι­πόν, του απρι­λιά­τι­κου Χάρ­τη πα­ρα­θέ­του­με τρία ιδιαί­τε­ρα απο­σπά­σμα­τα.
Σε κά­θε ιστο­ρι­κή τρα­γω­δία του Σαίξ­πηρ, εκεί όπου η προ­δο­σία, η βία και οι απο­κε­φα­λι­σμοί για τη δια­δο­χι­κή άνο­δο και πτώ­ση των βα­σι­λέ­ων κυ­ριαρ­χεί με μια ανα­τρι­χια­στι­κή φυ­σι­κό­τη­τα, υπάρ­χουν συ­χνά νυ­χτε­ρι­νές σκη­νές συ­νή­θως με πο­λί­τες να τρέ­χουν ανή­συ­χοι και τρο­μαγ­μέ­νοι στους δρό­μους.

Sir John Gilbert, 1865-7
Sir John Gilbert, 1865-7

Στον Βα­σι­λιά Ερ­ρί­κο τον ΣΤ΄, Δεύ­τε­ρο Μέ­ρος, ωστό­σο, και για μο­να­δι­κή φο­ρά, μια σκη­νή εξε­λίσ­σε­ται νύ­χτα σε από­με­ρη ακτή του Ντό­βερ, ακού­γο­νται κα­νο­νιές από τη θά­λασ­σα και από μια βάρ­κα απο­βι­βά­ζο­νται ένας κα­πε­τά­νιος και πει­ρα­τές με αιχ­μά­λω­τους ευ­γε­νείς, που τους ζη­τούν λύ­τρα για να μην τους απο­κε­φα­λί­σουν. Με επτά στί­χους ο Σαίξ­πηρ σχε­διά­ζει ένα ζο­φε­ρό κλί­μα άγριας νύ­χτας, ει­σα­γω­γή στην τρα­γι­κή συ­νέ­χεια.

LIEUTENANT
The gaudy, blabbing, and remorseful day
Is crept into the bosom of the sea,
And now loud-howling wolves arouse the jades
That drag the tragic melancholy night,
Who, with their drowsy, slow, and flagging wings
Clip dead men’s graves, and from their misty jaws
Breathe foul contagious darkness in the air.
Therefore bring forth the soldiers of our prize;
For, whilst our pinnace anchors in the Downs,
Here shall they make their ransom on the sand,
Or with their blood stain this discolored shore.—
Master, this prisoner freely give I thee.—
And, thou that art his mate, make boot of this.—
(ΠΡΑ­ΞΗ Δ΄, ΣΚΗ­ΝΗ 1, στ. 1-13)

ΚΑ­ΠΕ­ΤΑ­ΝΙΟΣ
Η φλύ­α­ρη, φα­ντα­χτε­ρή κι όλη καη­μούς ημέ­ρα / ελού­σθη μες στης θά­λασ­σας τον κόρ­φο, και / τώ­ρα με τα ουρ­λια­χτά τους λύ­κοι σα­λα­γάν τα / πα­λιά­λο­γα που σέρ­νου­νε τη με­λαγ­χο­λι­κή / τρα­γι­κή νύ­χτα, αυ­τά με τα φτε­ρά τους τ’ αρ­γο­κί­νη­τα, / τα χα­λα­ρά και νυ­στα­λέα, προ­σκρού­ουν στα μνή­μα­τα, / κι απ’ τα κα­τα­χνια­σμέ­να τους σα­γό­νια ξε­φυ­σάν / μο­λύ­σμα­τα, μια­ρά σκο­τά­δια στον αέ­ρα. / Γι’ αυ­τό φέρ­τε εδώ τους στρα­τιώ­τες της πρέ­ζας μας, / τι, όσο η φε­λού­κα μας αρά­ζει μες στο Ντά­ουνς, / στην άμ­μο εδώ τα λύ­τρα τους να δώ­σουν ή / με το αί­μα τους να βά­ψουν την ξε­θω­ρια­σμέ­νη αχτή. / Μά­στο­ρη τού­τον τον αιχ­μά­λω­το σ’ τον δί­νω τζά­μπα. - / Κι εσύ, ο σύ­ντρο­φός του, βγά­λε από τού­τον ό,τι / βγά­λεις. (Με­τά­φρα­ση Βα­σί­λη Ρώ­τα, Βού­λας Δα­μια­νά­κου)

Sir John Gilbert, 1865-7
Sir John Gilbert, 1865-7
Charles Knight, The Pictorial Shakespeare έκδ. 1838-1841
Charles Knight, The Pictorial Shakespeare έκδ. 1838-1841

Στο επό­με­νο από­σπα­σμα, από το πα­ρα­μυ­θό­δρα­μα Το χει­μω­νιά­τι­κο πα­ρα­μύ­θι, η γοη­τευ­τι­κή, μι­κρή βο­σκο­πού­λα Περ­ντί­τα «no sherpherdess, but Flora peering in April’s front» («όχι βο­σκο­πού­λα, αλ­λά η ίδια η Άνοι­ξη στο μέ­τω­πο του Απρί­λη»), προ­σφέ­ρει αγριο­λού­λου­δα από το χτή­μα της στον βα­σι­λιά και τους άρ­χο­ντες επι­σκέ­πτες. Ο διά­λο­γός τους κα­τα­λή­γει σε έναν από τους κα­λύ­τε­ρους μο­νό­λο­γους του σαιξ­πη­ρι­κού έρ­γου, γε­μά­τος λυ­ρι­σμό, ευαι­σθη­σία, εκ­φρα­στι­κή δύ­να­μη, ται­ρια­στός στην χα­μέ­νη (όπως μαρ­τυ­ρά και το όνο­μά της) κό­ρη, που δια­πλά­στη­κε από το ιδα­νι­κά αγνό, βου­κο­λι­κό πε­ρι­βάλ­λον.

PERDITA
Here’s flowers for you:
Hot lavender, mints, savory, marjoram,
The marigold, that goes to bed wi’ th’ sun
And with him rises weeping. These are flowers
Of middle summer, and I think they are given
To men of middle age. You’re very welcome.

CAMILLO
I should leave grazing, were I of your flock,
And only live by gazing.

PERDITA
Out, alas!
You’d be so lean that blasts of January
Would blow you through and through. (To
Florizell.) Now, my fair’st friend,
I would I had some flowers o’ th’ spring, that might
Become your time of day, (to the Shepherdesses)
and yours, and yours,
That wear upon your virgin branches yet
Your maidenheads growing. O Proserpina,
For the flowers now that, frighted, thou let’st fall
From Dis’s wagon! Daffodils,
That come before the swallow dares, and take
The winds of March with beauty; violets dim,
But sweeter than the lids of Juno’s eyes
Or Cytherea’s breath; pale primroses,
That die unmarried ere they can behold
Bright Phoebus in his strength—a malady
Most incident to maids; bold oxlips and
The crown imperial; lilies of all kinds,
The flower-de-luce being one—O, these I lack
To make you garlands of, and my sweet friend,
To strew him o’er and o’er.
(ΠΡΑ­ΞΗ Δ΄, ΣΚΗ­ΝΗ 3, στ. 126-152)

Sir John Gilbert, 1865-7

Sir John Gilbert, 1865-7

Sir John Gilbert, 1865-7

ΠΕΡ­ΝΤΙ­ΤΑ
Εδώ ’ναι αν­θοί για σας: / αψιά λε­βά­ντα, μέ­ντα, δυό­σμος, μα­τζου­ρά­να / κα­λέ­ντου­λα που πέ­φτει σε ύπνο με τον ήλιο / και με τον ήλιο κλαί­ο­ντας ξυ­πνά­ει, αυ­τά’ ναι / με­σο­κα­λο­και­ριά­τι­κα άν­θη, που ται­ριά­ζουν / νο­μί­ζω στους με­σό­κο­πους, κα­λω­σο­ρί­σα­τε.

ΚΑ­ΜΙΛ­ΛΟΣ
Αν ήμουν πρό­βα­τό σου, δε θα βό­σκα­γα, θα κοί­τα­ζα.

ΠΕΡ­ΝΤΙ­ΤΑ
Θα λί­γνευ­ες, φο­βά­μαι, τό­σο, που ο Γε­νά­ρης / με τα φυ­σή­μα­τά του θα σε πέρ­ναε πέ­ρα πέ­ρα. / Για σέ­να, ωραίε μου φί­λε, θα ’θε­λα ανοι­ξιά­τι­κα / λου­λού­δια, ται­ρια­χτά με της ημέ­ρας σου την ώρα, / και για σας, και για σας, που ακό­μη με­γα­λώ­νουν / τα πρω­το­λού­βια πά­νω στους παρ­θε­νι­κούς σας κλά­δους. / Ω Περ­σε­φό­νη, ω, να ’χα τώ­ρα τα λου­λού­δια / που απ’ τον τρό­μο σου ’πε­σαν από του Πλού­τω­να / τ’ αμά­ξι ! μα­νου­σά­κια, που έρ­χο­νται προ­τού / ξε­θαρ­ρευ­τεί το χε­λι­δό­νι και μα­γεύ­ουν / τους αέ­ρη­δες του Μάρ­τη με την ομορ­φιά τους, / γιού­λια μαυ­ρι­δε­ρά, μα πιο γλυ­κά απ’ της Ήρας / τα βλέ­φα­ρα ή της Αφρο­δί­της την ανά­σα, / πρω­ι­μού­λες άχρω­μες, που ανύ­πα­ντρες πε­θαί­νουν, / πριν δουν τον Φοί­βο τον λα­μπρό στη δύ­να­μή του, / αρ­ρώ­στια που συ­χνά πα­θαί­νουν τα κο­ρί­τσια, / βιο­λέ­τες πε­τα­χτές και κρί­να απ’ όλα τα εί­δη / κι απ’ τα ιρι­δέ­νια, να ’φτια­να γερ­λά­ντες για όλους / και τον κα­λό μου εδώ να τον εσκέ­πα­ζα όλον. (Με­τά­φρα­ση Βα­σί­λη Ρώ­τα)

Τέ­λος, στον Έμπο­ρο της Βε­νε­τιάς, στον ει­δυλ­λια­κό διά­λο­γο των δύο ερω­τευ­μέ­νων Λο­ρέν­τσο – Τζέ­σι­κα ένα εκτε­τα­μέ­νο σχή­μα επα­νά­λη­ψης, μο­να­δι­κό σε ολό­κλη­ρο το έρ­γο του Σαίξ­πηρ, συσ­σω­ρεύ­ει τέσ­σε­ρα μυ­θο­λο­γι­κά θέ­μα­τα σε αντί­στι­ξη μιας ελα­φρά ει­ρω­νι­κής από­δο­σης της κα­τά­στα­σής τους. Πρό­κει­ται για την αντι­πα­ρα­βο­λή τεσ­σά­ρων δύ­στη­νων ερω­τι­κών επει­σο­δί­ων με τη δι­κή τους αντί­δι­κη σχέ­ση μέ­σα σε ένα ρο­μα­ντι­κό σκη­νι­κό και με έναν σπά­νια τό­σο αρ­μο­νι­κό λό­γο.

LORENZO
The moon shines bright. In such a night as this,
When the sweet wind did gently kiss the trees
And they did make no noise, in such a night
Troilus, methinks, mounted the Trojan walls
And sighed his soul toward the Grecian tents
Where Cressid lay that night.

JESSICA
In such a night
Did Thisbe fearfully o’ertrip the dew
And saw the lion’s shadow ere himself
And ran dismayed away.

LORENZO
In such a night
Stood Dido with a willow in her hand
Upon the wild sea-banks, and waft her love
To come again to Carthage.

JESSICA
In such a night
Medea gathered the enchanted herbs
That did renew old Aeson.

LORENZO
In such a night
Did Jessica steal from the wealthy Jew,
And with an unthrift love did run from Venice
As far as Belmont.

JESSICA
In such a night
Did young Lorenzo swear he loved her well,
Stealing her soul with many vows of faith,
And ne’er a true one.

LORENZO
In such a night
Did pretty Jessica, like a little shrew,
Slander her love, and he forgave it her.

JESSICA
I would out-night you did nobody come,
But hark, I hear the footing of a man.
(ΠΡΑ­ΞΗ Ε΄, ΣΚΗ­ΝΗ 1, στ. 1-30)

Sir John Gilbert, 1865-7
Sir John Gilbert, 1865-7
Henry Courtney Selous, 1864-8
Henry Courtney Selous, 1864-8
Charles Knight, The Pictorial Shakespeare, έκδ. 1838-1841
Charles Knight, The Pictorial Shakespeare, έκδ. 1838-1841

ΛΟ­ΡΕΝ­ΤΖΟ
Δες το φεγ­γά­ρι ολό­φω­το πως λά­μπει! Τέ­τια νύ­χτα / όταν τ’ αγέ­ρι τα δε­ντρά φι­λού­σε αγά­λια αγά­λια / δί­χως κα­νέ­να ψί­θυ­ρο να βγά­ζουν, τέ­τια νύ­χτα / στης Τρί­ας λεν τον κα­στρό­τοι­χο ανέ­βη­κε ο Τρω­ί­λος / και την ψυ­χή του στέ­να­ζε προς τα αντι­κρύ κα­λύ­βια / όπου έμε­νέ του η άπι­στη Χρυ­σού­λα.

ΓΕ­ΤΣΙ­ΚΑ
Τέ­τια νύ­χτα / δει­λά δει­λά απάς στη δρο­σιά νυ­χο­πα­τού­σε η Θί­σβα, / και το λιο­ντά­ρι πριν το δει, τον ίσκιο του εί­δε πρώ­τα / και τρο­μα­σμέ­νη γύ­ρι­σε να φύ­γει.

ΛΟ­ΡΕΝ­ΤΖΟ
Τέ­τια νύ­χτα / απά­νου στά­θη­κε η Δι­δό στο πε­ρι­γιά­λι τά­γριο / κι’ έγνε­φε με κλω­νά­ρι ιτιάς στο φί­λο της καρ­διάς της / πί­σω να πά­ει να σμί­ξου­νε και πά­λι.

ΓΕ­ΤΣΙ­ΚΑ
Τέ­τια νύ­χτα / μά­ζε­βε ρί­ζες μα­γι­κές η Μή­δια για να δώ­κει / του γέ­ρο-Αί­σο­να ζωή και­νούρ­για.

ΛΟ­ΡΕΝ­ΤΖΟ
Τέ­τια νύ­χτα / ξέ­κο­ψε η Γέ­τσι­κα κρυ­φά από του πλού­σιου Οβραί­ου, / και μ’ άτσα­λο αγα­πη­τι­κό πα­ραί­τη­σε τη χώ­ρα / της Βε­νε­τιάς για το όμορ­φο Μπελ­μό­ντο.

ΓΕ­ΤΣΙ­ΚΑ
Τέ­τια νύ­χτα / ο νιος Λο­ρέν­τζος άμω­σε πως τη γλυ­κα­γα­πού­σε, / και την ψυ­χή της έκλε­ψε μ’ όρ­κους πολ­λούς αγά­πης, / πολ­λούς όμως αλη­θι­νό κα­νέ­ναν.

ΛΟ­ΡΕΝ­ΤΖΟ
Τέ­τια νύ­χτα / κα­κο­λο­γού­σε η Γέ­τσι­κα, σαν όμορ­φη στριγ­γλί­τσα, / το φί­λο που τη λά­τρε­βε, κι’ αφτός τη συ­μπα­θού­σε.

ΓΕ­ΤΣΙ­ΚΑ
Θα σε ξε­πα­ρα­νύ­χτι­ζα, αν δεν ερ­χό­τα­νε κά­ποιος. Όμως / στά­σου! Ακούω πά­τη­μα.
(Μτ­φρ. Αλέ­ξαν­δρος Πάλ­λης, 1894)

ΛΟ­ΡΕΝ­ΤΖΟ
Λα­μπρό φεγ­γά­ρι από­ψε, μια τέ­τοια νύ­χτα, / που γλυ­κό αε­ρά­κι φι­λού­σε απα­λά τα δέ­ντρα / κι εκεί­να δεν βγά­ζαν ού­τε ψί­θυ­ρο, μια τέ­τοια νύ­χτα / θα ήτα­νε που ο Τρω­ί­λος ανέ­βη­κε στα τεί­χη της Τροί­ας / και η ψυ­χή του στέ­να­ζε προς τις σκη­νές των Ελ­λή­νων, / όπου κοι­μό­ταν η Χρυ­ση­ί­δα.

ΤΖΕΣ­ΣΙ­ΚΑ
Μια τέ­τοια νύ­χτα, κα­θώς δει­λά ελα­φο­πα­τού­σε η Θί­σβη / επά­νω στη δρο­σιά του χορ­τα­ριού, εί­δε μπρο­στά της / άξαφ­να τη σκιά του λέ­ο­ντα, πριν δει τον ίδιο, / κι έφυ­γε κα­τα­τρο­μαγ­μέ­νη.

ΛΟ­ΡΕΝ­ΤΖΟ
Μια τέ­τοια νύ­χτα, η Δι­δώ, μ’ ένα κλει­δί ιτιάς στο χέ­ρι, / στε­κό­τα­νε στην πα­ρα­λία μπρο­στά στ’ αγριε­μέ­νο πέ­λα­γος / και στον κα­λό της έκα­νε σι­νιά­λο να γυ­ρί­σει στην Καρ­χη­δό­να.

ΤΖΕΣ­ΣΙ­ΚΑ
[Μια τέ­τοια νύ­χτα η Μή­δεια μά­ζε­ψε τα μα­γι­κά βό­τα­να / που ξα­νά­νιω­σαν τον γέ­ρο Αί­σο­να]

ΛΟ­ΡΕΝ­ΤΖΟ
Μια τέ­τοια νύ­χτα, η Τζέσ­σι­κα το έσκα­σε σαν κλέ­φτης / από το σπί­τι του πλού­σιου Εβραί­ου μ’ έναν άσω­το νέο, / κι οι δυο τους φύ­γα­νε από τη Βε­νε­τία για το Μπελ­μόντ.

ΤΖΕΣ­ΣΙ­ΚΑ
Μια τέ­τοια νύ­χτα, ο νε­α­ρός Λο­ρέν­τζο της ορ­κί­στη­κε / ότι τρε­λά την αγα­πού­σε, κλέ­βο­ντας την καρ­διά της / με χί­λιους όρ­κους πί­στης, όμως ού­τ’ έναν αλη­θι­νό.

ΛΟ­ΡΕΝ­ΤΖΟ
Μια τέ­τοια νύ­χτα η ωραία Τζέσ­σι­κα – τέ­τοια στριγ­γλί­τσα που εί­ναι - / συ­κο­φά­ντη­σε τον κα­λό της κι εκεί­νος τη συγ­χώ­ρε­σε.

ΤΖΕΣ­ΣΙ­ΚΑ
Θα μπο­ρού­σα ν’ απα­ντάω συ­νέ­χεια και να σε ξε­νυ­χτή­σω, / αλ­λά ακούω βή­μα­τα: κά­ποιος έρ­χε­ται.

(Μτ­φρ. Ερ­ρί­κος Μπε­λιές)

Sir John Gilbert, 1865-7
Sir John Gilbert, 1865-7
Henry Courtney Selous, 1864-8
Henry Courtney Selous, 1864-8
Charles Knight, The Pictorial Shakspere, έκδ. 1838-1841
Charles Knight, The Pictorial Shakspere, έκδ. 1838-1841
John Edmund Buckley, The moon shines bright, ακουαρέλα σε χαρτί, 1859
John Edmund Buckley, The moon shines bright, ακουαρέλα σε χαρτί, 1859
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: