Της νύχτας τα καμώματα

Έργο του Αλαά Αουάντ (λεπτομέρεια)
Έργο του Αλαά Αουάντ (λεπτομέρεια)

Η βραδινή προσευχή τέλειωσε. Το στοιβαγμένο χόρτο ήταν κρύο. Η νύχτα σκοτεινή και ασημένια. Ο καιρός βαρύς, τα σύννεφα κινούνταν στον ουρανό με τους κυματισμούς του ανέμου σαν τα μαλακά λευκά μαντήλια των ερωτευμένων. Παραδίπλα, το χωριό μας ζαρωμένο σαν σκαντζόχοιρος, με τα αγκάθια, τις λύπες, τα δέντρα και εμάς ανεβασμένους πάνω στο χόρτο να λέμε τα δικά μας· όχι σαν τους μεγάλους που αναμασούν συνέχεια τα προβλήματά τους. Μια σκοτεινή δύναμη κατέτρωγε τα κορμιά μας, φέρνοντας αλλαγές που γίνονταν κάθε μέρα πιο χειροπιαστές. Τις δεχόμαστε με ανάμιχτα συναισθήματα χαράς και ταραχής. 

Αν και είχαμε πολλές δυσκολίες, δεν τις κουβεντιάζαμε ποτέ. Δουλεύαμε σκληρά, όπως οι άντρες, ίσως ακόμα σκληρότερα, γιατί εκείνοι το γύριζαν στην τεμπελιά, κάθονταν στη σκιά, ενώ άφηναν εμάς να ψηνόμαστε από τον ήλιο και τη σκληρή δουλειά στα χωράφια. Φορές μάς παρακαλούσαν, άλλες μάς διέταζαν, όμως σε κάθε περίπτωση ήμασταν χαρούμενοι. Να δουλεύεις σημαίνει πως έγινες άντρας, εξάλλου το λαχταρούσαμε. Αν είμαστε φτιαγμένοι για να δουλεύουμε, σήμαινε πως μεγαλώσαμε, γίναμε άξιοι εμπιστοσύνης και αρχίσαμε τη ζωή με υποσχέσεις για το μέλλον μας. Σύντομα θα παντρευόμασταν και θα οργανώνονταν παρελάσεις, γαμήλιες τελετές και πανηγυρισμοί για χάρη μας.
H κούραση ολόκληρης της μέρας μάς έφερνε μεγάλη όρεξη. Καταβροχθίζαμε ό,τι βλέπαμε, οι μανάδες μας χαίρονταν που μας έβλεπαν να μεγαλώνουμε. Μας τάιζαν στα κρυφά, όπως ακριβώς με το ζόρι τάιζαν τις πάπιες και τις χήνες, κρατώντας για μας τα εκλεκτότερα κρέατα, αυγά και τυριά. Μεγαλώναμε γρήγορα για να αναπληρώσουμε τον χαμένο χρόνο, αφήνοντας πίσω τη χλομάδα της παρατεταμένης παιδικής ηλικίας και την περίοδο των ισχνών αγελάδων. Τα πρόσωπά μας στρογγύλεψαν, παίρνοντας το χρώμα της πλούσιας λάσπης, τα πόδια σκλήρυναν και τα λαρύγγια χόντρυναν από την αγριάδα των φωνών μας.
Τις νύχτες καθόμασταν όλοι μαζί πάνω στο χόρτο με τα κορμιά σκυμμένα, σε στάση προσευχής, προς τη δύναμη που μας δυνάστευε, χωρίς να βρίσκουν διέξοδο τα όνειρά μας. Ανήμποροι πάλι να τα βάλουμε χαλινάρι. Η νύχτα ανατρίχιαζε από τις αγριοφωνάρες και την αρσενικάδα μας, καθώς, καθισμένοι σε εκείνο το απόμακρο μέρος δίνοντας διέξοδο στις ανομολόγητες σκέψεις, μονάχα εκεί μπορούσαμε να καταφύγουμε στην ψυχρή παρηγοριά της θημωνιάς.
Η κουβέντα ερχόταν από μόνη της. Κανένας δεν ήξερε πώς άρχιζε, αλλά όταν ξεκινούσε ξεχύνονταν ασταμάτητα. Η νύχτα ήταν μια φυγή. Τη λατρεύαμε σαν όμορφη γυναίκα που ξυπνούσε τα ναρκωμένα πάθη μας, λεία, τρυφερή και εβένινα μελαχρινή, τόσο πολύ, που μισούσαμε το σκληρό και απειλητικό φως της ημέρας.
Συνηθίζαμε να μετριόμαστε κάθε φορά που συναντιόμασταν, θέλοντας ο καθένας να αποδείξει ότι αυτός ήταν ο ψηλότερος. Στοιχηματίζαμε, και ο χαμένος έκανε ότι πονούσε και πρήστηκε το μπούτι του, δείχνοντάς το στους άλλους, οι οποίοι καθησύχαζαν τις ανησυχίες του· το πρήξιμο ήταν απόδειξη ότι μεγάλωνε. Και ύστερα συνεχίζαμε με τις διηγήσεις των ονείρων, που είχαμε δει, ή συγκρίναμε τις φωνές μας, νιώθοντας ο ένας το λαρύγγι του άλλου. Σταθερά, καταλήγαμε μιλώντας για γυναίκες. Οι γυναίκες του χωριού μας έμοιαζαν με τα περισσότερα σπίτια, σκοτεινά και επίπεδα δίχως καμπύλες. Ορισμένα, όμως, ήταν ασπρισμένα και μας άρεσε να φανταζόμαστε ότι εκεί μέσα ζούνε ωραίες γυναίκες. Άλλωστε γι’ αυτές μιλούσαμε συχνότερα. Οι ωραίες γυναίκες πρέπει να είναι εύκολες, ήμασταν βέβαιοι, ειδάλλως δεν υπάρχει λόγος να είναι ωραίες.
Κάποτε οι φαντασίες μας οργίαζαν, οδηγώντας μας σε τρελές στιγμές έξαψης, ώσπου πετούσαμε σανό ο ένας στον άλλον και στριφογυρίζαμε και κραυγάζαμε και ουρλιάζαμε σαν λύκοι. Γρήγορα, όμως, αναγκαζόμασταν να ηρεμήσουμε, πριν μας ανακαλύψει κανένας νυχτοφύλακας και μας ξαποστείλει πίσω στα σπίτια μας, όπου δεν είχαμε τίποτε άλλο να κάνουμε, παρά να σωριαστούμε στις ψάθες μας πάνω στην κορυφή του φούρνου, να καταπολεμήσουμε τη μοναξιά, τη βαριεστιμάρα και τους εσωτερικούς πειρασμούς που δε μας άφηναν να κοιμηθούμε. Μονάχα συντροφιά όλοι μαζί, εκεί πάνω στη θημωνιά, οι πειρασμοί ησύχαζαν και βρίσκαμε ανακούφιση στις κουβέντες μας.
Ο Μωχάμεντ ήταν ο άξονας γύρω από τον οποίο όλοι εμείς περιστρεφόμασταν. Αν και μεγαλύτερος, δεν ήταν λιγότερο συγχυσμένος από εμάς, παρόλη τη μεγαλύτερη πείρα που είχε. Είχε εγκαταλείψει το χωριό πολύ μικρός για να δουλέψει στην πόλη. Βρισκόταν πάντα μέσα στα πράγματα και είχε πάντοτε κάτι να πει. Κανένας μας δεν μπορούσε να καυχηθεί ότι γνώριζε καλύτερα από αυτόν τις γυναίκες. Κανένας μας δεν είχε αποκτήσει κάποια πραγματική εμπειρία με γυναίκες. Συνήθως τις γλυκοκοιτάζαμε από μακριά, με φόβο και πόθο συνάμα, αλλά δειλιάζαμε στη σκέψη για κάποια στενότερη επαφή. Έτσι, μας άρεσε να ακούμε τον Μωχάμεντ και αχόρταγα χάφταμε τις ιστορίες με τα κατορθώματά του που συνήθιζε να μας λέει. Τον γουστάραμε πολύ με το αφημένο μουστάκι και τα μαλλιά που του επέτρεπαν να τα αφήσει όσο μακριά ήθελε, τη στιγμή που οι πατεράδες μας μάς ανάγκαζαν να τα κουρεύουμε γουλί. Είχε ένα ξανθό τσουλούφι που τρελαινόταν να το αλείφει με βαζελίνη, την οποία δανειζόταν από το σταθμάρχη, ή, όταν υπήρχε έλλειψη, με βούτυρο. Το μάλλινο σκουφί του το είχε πάντα τραβηγμένο πίσω στο κεφάλι, για να δείχνει το λαμπερό τσουλούφι του. Όμως είχε ένα λαγώχειλο που τον έκανε να φαίνεται άγριος, κάτι που στην πραγματικότητα δεν ίσχυε. Ήταν κεφάτος, καλοφτιαγμένος, διασκεδαστικός, και το δέρμα του μελαψό από τον καυτό ήλιο της υπαίθρου. Συνήθως καλλιεργούσε τη γη, μέχρι που πήγε στην πόλη για κάποιον λόγο, και, έχοντας πάρει μια γεύση, ορκίστηκε να μην ξαναπατήσει στα χωράφια. Μερικές φορές που καθόμασταν μαζί του νιώθαμε ότι δεν ήταν σαν κι εμάς, αλλά ότι ήταν κάποιος ξένος. Ένας από εκείνα τα σβέλτα και έξυπνα αγόρια της πόλης που τα φοβόμασταν πολύ. Στο τέλος τέλος δεν ρέπαμε προς το κακό, και μας φόβιζε η παρανομία, αλλά παίρναμε θάρρος από το παράδειγμά του. Αυτός μάς έδειξε πώς να γεμίζουμε τις τσέπες με χαλίκι όταν μπαίναμε στα σπίτια μας και να το αντικαθιστούμε με καλαμπόκι ή κριθάρι ή βαμβάκι για να βγαίνουμε αθόρυβα. Αυτός ήταν που αναλάμβανε να πουλήσει τα λάφυρα, κρατώντας ένα μερίδιο από τα κέρδη για τον εαυτό του και με ό,τι άφηνε μπορούσαμε να αγοράζουμε για τους εαυτούς μας χαλβά, μανταρίνια και καλάμια από μπαμπού, τα οποία μάς άρεσε να περιφέρουμε κορδωμένοι τις ημέρες που είχε παζάρι.
Εκείνη τη βραδιά μαζευτήκαμε καμιά δωδεκαριά χωριατόπαιδα με λασπωμένα και όλο σκασίματα πόδια, με κουρελιασμένα ρούχα και με αδιόρατες τις μελανιές στα πρόσωπα που είχαν γίνει από χτυπήματα. Αράξαμε στον ανοιχτό καλοκαιριάτικο αέρα αναδίδοντας μυρωδιές από το βραδινό φαγητό: κρεμμύδια, τυρί, πιπεριές τουρσί, σαρδέλες και πράσα. Τα στάχυα απλώνονταν ολόγυρά μας, κάποια λικνίζονταν στα χωράφια και άλλα ήταν ήδη στοιβαγμένα σε θημωνιές, οι οποίες, μικροί σωροί, παρατάσσονταν σε σειρά σαν τους σκυμμένους σε ώρα προσευχής πιστούς.
Παραδίπλα, η θεριστική μηχανή ζάρωνε σαν τη γονατισμένη καμήλα, και η οσμή από τη φρεσκοκομμένη σοδειά πλημμύριζε τον αέρα ανακατεμένη με το άρωμα της γης, υγρής από τη δροσιά, και την μπόχα του ιδρώτα μας που, όπως κι εμείς, άλλαζε αποκτώντας μια βαριά αρσενική μυρωδιά.
Υπήρξαν νύχτες σαν κι αυτή, που τα λόγια του Μωχάμεντ έδιναν ένα ξεχωριστό μεγαλείο. Η φωνή του, έχοντας αποκτήσει από καιρό ανδρική χροιά, αντίθετα από τις δικές μας, ήταν σταθερή και μας μάγευε με τον τρόπο που ξετύλιγε μια ιστορία. Μας μιλούσε για πολλούς κοντινούς ή μακρινούς τόπους, κάποιους γνώριμους και άλλους πάλι άγνωστους σ’ εμάς, όχι όμως και σ’ εκείνον. Παράξενα, εξωτικά μέρη που έφερναν στο μυαλό μας εικόνες από καλοντυμένους ανθρώπους, σταθμούς τραίνων και ψηλά κτίρια. Συνήθως τον κρατούσαμε για το τέλος, αφού πρώτα εξαντλούσαμε όλα τα κουτσομπολιά για το χωριό μας και τις γυναίκες του, πώς τις γλυκοκοιτάζαμε και πώς εκείνες μας γλυκοκοίταζαν. Ύστερα από όλα αυτά δίναμε τον λόγο στον Μωχάμεντ.
Εκείνη τη νύχτα θα μπορούσαμε να υποψιαστούμε, από τον τρόπο που άρχισε, ότι ήθελε να μας μιλήσει για τη Βεδουίνα που είχε συναντήσει στο παζάρι του χωριού. Τον κόψαμε, όμως, όταν είδαμε ότι μας εξαπατούσε λέγοντας χιλιοειπωμένα πράγματα. Ζητήσαμε κάτι καινούριο, γιατί τον ξέραμε καλά. Άρχιζε αριστοτεχνικά με ένα μακρύ πρόλογο, σταματούσε ξαφνικά στη μέση, εξαναγκάζοντάς μας να τον καλοπιάσουμε με γλυκόλογα για να συνεχίσει και να του υποσχεθούμε ψωμί, μεζέδες και αυγά άμα τελειώσει. Άλλες φορές πάλι σφάλιζε το στόμα του απροειδοποίητα, χωρίς λόγο, και με τίποτα δεν μπορούσαμε να του αλλάξουμε τα κέφια.

«Ακούστε», άρχισε εκείνο το βράδυ. «Θα σας πω κάτι που μου έτυχε, με τον όρο ότι δεν πρόκειται να βγάλετε τσιμουδιά σε κανένα».
«Υποσχόμαστε».
«Ορκίζεστε στο Ιερό Κοράνι;»
«Ορκιζόμαστε».
«Και όποιος μαρτυρήσει…»
«Είναι ένας άθλιος χαφιές».
«Και σκύλας γιος».
«Σκύλας γιος».
«Εντάξει», κι άρχισε: «Κάποια μέρα πήγα στη Μανσούρα για δουλειά…»
«Ψεύτη, ποτέ δεν πήγες στη Μανσούρα».
«Πήγα, ορκίζομαι στο Ιερό Βιβλίο».

Τον πιστέψαμε, ασθμαίνοντας από υπερδιέγερση. Αδυνατούσαμε να τον βοηθήσουμε. Ξεκίνησε να μας μιλάει για τη Μανσούρα, την οποία κανένας μας δεν είχε δει ποτέ. Είχαμε, όμως, ακουστά πολλά, κάθε είδους φανταστικά πράγματα. Τη φανταστήκαμε σαν απέραντο κήπο της Εδέμ, γεμάτη Ευρωπαίους, λευκά σαν το γάλα κορίτσια και γυναίκες στολισμένες με φανταχτερές μελάγιες που έλαμπαν με το περπάτημα. Ονειρευτήκαμε τα τροφαντά σώματά τους, την απαλή και μαλακιά σάρκα τους σαν τούρκικο σιροπιαστό. Φανταστήκαμε τους άνδρες τους ξενέρωτους, αταίριαστους για τις γυναίκες τους, οι οποίες ποθούσαν αληθινούς άνδρες. Άνδρες σαν εμάς, άξεστους χωριάτες με βουβαλίσια δύναμη.

«Συνέχισε», προστάξαμε το Μωχάμεντ.

Μόλις κατέβηκε από το τρένο, είπε, τακτοποίησε τη δουλειά που τον οδήγησε εκεί και βλέποντας ότι του ’μενε λίγος καιρός ακόμα, προτού πάρει το τρένο για την επιστροφή, ψώνισε μερικές πίτες ψωμιού και τις μασουλούσε, ενώ έκοβε βόλτες στο δρόμο όπου βρισκόταν ο σταθμός. Τα σπίτια ήταν ψηλά με φαρδιές βεράντες. Ήταν προχωρημένο απόγευμα και πολλές γυναίκες κάθονταν έξω για να πάρουν αέρα. Ήταν μια αρμαθιά. Αν είχαν μοιραστεί στους άνδρες του χωριού μας, ο καθένας θα έβγαινε έξω με ένα μπουκέτο λουλούδια.
Λοιπόν, καθώς προχωρούσε, η ματιά του έπεσε σε μια βεράντα, όπου μια γυναίκα καθόταν ακουμπισμένη στα κάγκελα φορώντας ένα κόκκινο πενιουάρ.

«Τι είναι το πενιουάρ;»
«Να, κάτι σαν ρόμπα».

Ήμασταν πάντοτε καχύποπτοι για όσα μας έλεγε. Τον παρακολουθούσαμε σαν δικαστές που ταλαντεύονται μεταξύ αληθινού και απίστευτου. Είχαμε πάντα την υποψία ότι μας τραβούσε από τα πόδια. 
Ο Μωχάμεντ συνέχισε την ιστορία του. Περπατούσε κάτω από το μπαλκόνι, όταν η γυναίκα τού χάρισε ένα χαμόγελο. Νόμισε ότι χαμογελούσε σε κάποιον άλλο, αλλά δεν υπήρχε στο δρόμο κανένας άλλος εκτός από αυτόν και, όταν την ξανακοίταξε τον ξαναχαμογέλασε. Αρπάξαμε τον Μωχάμεντ από την κελεμπία του.

«Πρόσεξε καλά μην ξεχάσεις κάτι», είπαμε με κομμένη την ανάσα.
«Μην ανησυχείτε. Θα σας τα πω όλα».
Δε μας ένοιαζε αν η ιστορία του ήταν αληθινή ή ψεύτικη, αρκεί να τραβούσε σε μάκρος.
«Λοιπόν», συνέχισε, «έσκασε ξανά ένα χαμόγελο, παιδιά, η καρδιά μου πήγε να σπάσει και είπα στον εαυτό μου αυτή είναι η τυχερή σου μέρα, αγόρι μου. Προσποιήθηκα ότι δεν αντιλήφθηκα τίποτα, της έριξα μια ματιά και της χαμογέλασα. Μπορώ να τα καταφέρω με ένα ποτήρι ζιμπίμπ, σκέφτηκα».
«Τι είναι το ζιμπίμπ;»
«Ένα είδος μπράντι, ρε παιδιά».
«Και τι είναι το μπράντι;»
«Ένα ποτό, λικέρ».

Τότε φοβηθήκαμε. Ο Μωχάμεντ πίνει λικέρ; Του επιτρέπαμε να πάει με γυναίκες, αλλά όχι να πίνει και λικέρ. Τέλος πάντων, για χάρη του κάναμε τα στραβά μάτια.

«Και ύστερα;»
«Βρήκα μια ταβέρνα ανοιχτή, κάποιου Ευρωπαίου. Έτσι μπήκα μέσα. «Χαίρετε, κύριε», είπα. «Γεια σου», απάντησε. «Δώστε μου ένα ζιμπίμπ. Θέλω καλό πράμα και αγγουράκια για σνακ».
«Σνακ; Τι είναι αυτό πάλι;»
«Αγγουράκια».

Δεν τολμήσαμε να επαναλάβουμε την ερώτηση, γιατί ήμασταν πολύ περίεργοι να ακούσουμε τη συνέχεια.

«Το ήπια μονορούφι και τι νομίζετε ότι έγινε; Με άναψε. Το αίμα μου πήρε φωτιά. Για να σιγουρευτώ καλύτερα, παράγγειλα άλλο ένα προτού ξαναγυρίσω στον δρόμο της».
«Και ξαναγύρισες πίσω στο σπίτι της;»
«Βέβαια».
«Και σου χαμογέλασε;»
«Ένα χαμόγελο που έδωσε φτερά στην ψυχή μου, αγόρια. Μια κόλαση μιας πανέμορφης γυναίκας, και φορούσε…»
«Τι;»
«Φορούσε κεντημένα πασουμάκια, μπορούσα να διακρίνω τις καμπύλες του κορμιού της κάτω από το πενιουάρ και χαμογελούσε. Την κοίταξα χαμογελώντας. Εκείνη μου ανταπέδωσε το χαμόγελο».
«Πώς κι έτσι;»
«Καλά, φορούσα τα καλύτερα ρούχα μου. Το σκούφο μου από καμηλότριχα, τα λουστρινένια παπούτσια μου και το μεταξωτό κασκόλ ριγμένο πάνω στους ώμους μου. Άλλωστε, είμαι μούρλια, μην το ξεχνάτε, νέος και όλα αυτά. Λοιπόν, της ανοιγόκλεισα το μάτι, εκείνη μπήκε μέσα και ξαναβγήκε φορώντας καινούριο πενιουάρ από πράσινο μετάξι. Ύστερα μου ’κανε νόημα να ανέβω επάνω».

«Επάνω;»
«Έτσι ακριβώς. Πρέπει να ομολογήσω, βέβαια, ότι έτρεμα λιγάκι. Στο κάτω κάτω ήμουνα ένας ξένος που έμπαινε σε ξένο σπίτι να συναντήσει μια άγνωστη γυναίκα. Ας πούμε ότι μ’ έπιαναν, τι θα γινόμουν; Ή ας υποθέσουμε ότι υπήρχαν συγγενείς. Τέλος πάντων, ανέβηκα. Ήταν τα δυο ποτήρια ζιμπίμπ που έκαναν τη δουλειά».
«Και μπήκες μέσα στο σπίτι της;»
«Δε μπορείτε να είστε λίγο υπομονετικοί; Χτύπησα το κουδούνι…»
«Τι κουδούνι;»
«Το κουδούνι της πόρτας με τον διακόπτη…»
«Κουδούνι με διακόπτη;»
«Άσχετοι, ηλίθιοι χωριάτες. Ποτέ δε θα μάθετε. Φυσικά, ανόητοι, τα κουδούνια έχουν διακόπτες. Καλά, λοιπόν, άνοιξε την πόρτα και με προσκάλεσε να μπω μέσα… μια φωνή ζάχαρη άχνη…»
«Και εσύ μπήκες μέσα;»
«Πάψτε να με διακόπτετε, ειδάλλως σταματάω».
«Εντάξει, συνέχισε».
«Στάθηκα στην πόρτα, κάπως αβέβαιος. “Έλα μέσα”, μου είπε, “μη φοβάσαι, ο άνδρας μου λείπει”. Τότε, είπα στον εαυτό μου, εμπρός αγόρι μου, σύνελθε, μια φορά κανείς πεθαίνει».
«Έτσι μπράβο, Μωχάμεντ, ανάθεμά σε. Μπες κατευθείαν μέσα».
«Λοιπόν μπήκα μέσα και κάθισα στο καθιστικό. Επιχρυσωμένες πολυθρόνες, παιδιά, αντάξιες για βασιλιά, καθρέφτες στους τοίχους και χρωματιστά μπιχλιμπίδια και μικροαντικείμενα. Ύστερα από λίγο την είδα να έρχεται με ένα μπλε φόρεμα, κάτι εξωπραγματικό. Είχε μαζί της ένα μπουκάλι και δυο ποτήρια. Ρώτησε, “πώς σε λένε, νεαρέ;”. “Δούλος σας, Μωχάμεντ, απάντησα”. ‘‘Εσύ είσαι ο αφέντης μου”, είπε. “Στην υγειά σου. Θέλεις να καθίσεις στην πολυθρόνα, ή όπου αλλού σε κάνει να νιώθεις ευχάριστα…».
«Στην πολυθρόνα, φυσικά, μην είσαι βλάκας».
«Όχι. Δε συνηθίζω να κάθομαι σε πολυθρόνες. Φοβήθηκα μήπως ζαλιστώ. Καλά, ύστερα τη ρώτησα πως τη λένε. “Φιφή”, απάντησε, και αμέσως με ρώτησε αν ήθελα ένα ποτό. Αποκρίθηκα θετικά και καθίσαμε πίνοντας το ένα ποτήρι μετά το άλλο, ώσπου το δωμάτιο άρχισε να στριφογυρίζει. “Τι συμβαίνει;” ρώτησε. “Μέθυσες;” “Οοο… όχι”, απάντησα. “Θέλεις κάτι να σε συνεφέρει;” ρώτησε. Δεν τόλμησα να απαντήσω ναι».
«Ανόητε. Σου έφερε τίποτε;»
«Να είστε βέβαιοι. Την είδα να πλησιάζει φέρνοντας έναν τεράστιο δίσκο φορτωμένο με φαγιά».
«Τι είχε;»
«Γαλοπούλα ψητή, περιστέρι γεμιστό, βραστές πατάτες και αρνίσιο κρέας»
«Τυχεράκια! Τα έφαγες όλα αυτά;»
«Δεν καταλάβαινα τι έκανα. Εκείνη φρόντιζε να με ταΐζει…»
«Δε ντρέπεσαι καθόλου;»
«Να τη βράσω την ντροπή. Ήμουνα αναμμένος, άπλωσα το χέρι μου και την έπιασα».
«Χωρίς να πλύνεις τα χέρια σου;»
«Τα έπλυνα, ανάθεμά σας. Κοιτάξτε, ποιος λέει την ιστορία; Άρχισα να κουράζομαι μαζί σας».
Τον παρακαλέσαμε να συνεχίσει, αν και δεν ήθελε παρακάλια. Ήταν τόσο απορροφημένος από τη διήγησή του, που τίποτε δεν ήταν ικανό να τον σταματήσει.
«Την άγγιξα, αγόρια μου, και η σάρκα της ήταν σα μέλι».
«Το δέρμα της ήταν μαλακό;»
«Πιο απαλό κι από επεξεργασμένο βαμβάκι».
«Και τα μαλλιά της ήταν μαύρα;»
«Μαύρα σαν πίσσα, μακριά ίσαμε τα γόνατα».
«Προχώρα, μίλα αγόρι μου, τι άλλο; Κοίταξε μόνο μην παραλείψεις τίποτα».
«Και το δέρμα της, φίλοι μου! Ήταν λείο και απαλό σαν μετάξι. Είπα, “σε παρακαλώ, δεν αντέχω άλλο”. Εκείνη είπε, “εντάξει, εμπρός έλα”. Με τράβηξε στο κρεβάτι και κατέβασε την κουνουπιέρα. Ήταν ροζ, το ορκίζομαι, και ύστερα έσβησε το φως».
«Ηρέμησε τώρα, βάλ’ το στο μυαλό σου να προχωράς σιγά σιγά».
«Λοιπόν, κοίταξα και είδα την κουνουπιέρα να τρεμοφέγγει. Πρέπει να ήρθε η Ημέρα της Κρίσης, αναλογίστηκα. Ξέρετε τι ήταν; Είχε ανάψει άλλο φως μέσα στην κουνουπιέρα. Ήταν μικρά πολύχρωμα λαμπιόνια στην κορυφή, κόκκινα, πράσινα, μπλε, κίτρινα… γύρισα και την είδα μπροστά μου, πανέμορφη, μαγευτική. Ήταν πολύχρωμη σα νεράιδα…»
«Τι έγινε τότε;»
«Τίποτα. Τι νύχτα, αγόρι μου! Καλύτερη απ’ όλες τις Αραβικές Νύχτες».
«Τι έγινε; Προχώρα, πρέπει να μιλήσεις. Τι έγινε μετά;»
«Τίποτα. Αυτό ήταν όλο».
«Έλα τώρα, τι έγινε ύστερα; Μη τσιγκουνεύεσαι φίλε.»

Καταδέχτηκε να προσθέσει ένα δυο πράγματα που δεν ικανοποίησαν με τίποτα την περιέργειά μας.

«Αφήστε τον μόνο, είναι ψευταράς», παρατήρησε κάποιο αγόρι.
«Ορκίσου ότι όλα είναι αληθινά», είπε κάποιο άλλο.

Ο Μωχάμεντ ορκίστηκε και ενθουσιαστήκαμε ακόμα περισσότερο. Δεν τον πιστέψαμε. Ορκίστηκε στον τάφο της μάνας του ότι όλα ήταν αληθινά, ακόμα και το παραμικρό.

«Σας έχω πει ποτέ ψέματα;» ρώτησε.
«Τώρα δα μας λες».
«Ωραία, αποδείξτε το».
«Αν υποτεθεί ότι πάμε στη Μανσούρα, θα μας οδηγήσεις στο μέρος;»
«Σίγουρα».
«Εντάξει, πάμε τώρα αμέσως».

Ήταν μια σπουδαία ιδέα. Βγάλαμε ένα μουγκρητό, ζητωκραυγάσαμε, σκούξαμε και ουρλιάξαμε πιέζοντας και σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον. Σηκώσαμε τον Μωχάμεντ από τους ώμους και τα πόδια και τον κουνούσαμε πάνω κάτω, ώσπου τον πετάξαμε πάνω στη θημωνιά! Ύστερα κάναμε μια γυροβολιά γύρω από τη θεριστική μηχανή. Ήμασταν αγριεμένοι για τα καλά. Λίγα σύννεφα από άχυρα σκορπίστηκαν στον αέρα, κατακάθισαν στα μάτια μας και μας κάλυψαν με σκόνη.

«Εμπρός αγόρια, κατευθείαν για τη Μανσούρα».
«Φύγαμε για τη Μανσούρα!» κραύγαζαν όλοι.
«Είναι πολύ σκοτάδι, αγόρια».
«Και έχουμε πολύ σκάψιμο για αύριο…»

Τίποτε, όμως, δεν μας συγκρατούσε από τον πηγεμό μας στη Μανσούρα και ξεκινήσαμε.
Αφού προχωρήσαμε για λίγο, αναγνωρίσαμε ότι είχαμε καλύψει ένα μεγάλο τμήμα από την απόσταση. Το χωριό μας με τα όρια και τα χωράφια του βρισκόταν πίσω. Μόνο τότε καταλάβαμε ότι στην πραγματικότητα βρισκόμασταν στον δρόμο για τη Μανσούρα. Ήδη μυρίζαμε το ξένο χώμα κάτω από τα πόδια μας.
Είχε διαφορετική αίσθηση από το πατρογονικό που μας ήταν γνώριμο και κινούμασταν ελεύθερα. Κάθε χουρμαδιά, κάθε χωράφι, κάθε σπίτι που παίζαμε και τρέχαμε, όταν ήμασταν παιδιά, μας ήταν οικείο και κάθε κάτοικος ήταν συγγενής μας. Ο καθένας μας, με κλειστά μάτια, μπορούσε να διακρίνει το χώμα του χωριού μας από οποιοδήποτε άλλο. Ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε ότι ήμασταν μακριά από την έδρα μας.
Πανικοβληθήκαμε, όταν, με καρφωμένα τα μάτια στο σκοτάδι, αναγνωρίσαμε ότι δεν ξέρουμε πού μας οδηγεί αυτός ο δρόμος. Κανένας, όμως, δεν τόλμησε να μιλήσει για τον φόβο του. Κινηθήκαμε όλοι μαζί σαν ένας πελώριος γίγαντας με πολλά κεφάλια, χέρια και πόδια, προσπαθώντας ο καθένας να ρίξει τους φόβους του στους ώμους των άλλων. Συνεχίσαμε την απερίσκεπτη πορεία μας, σκυθρωποί, αμίλητοι, ασυγκράτητοι από κάθε λογική, παρασυρμένοι από το μαγευτικό κάλεσμα της Μανσούρας, οδηγημένοι σε πείσμα του εαυτού μας.
Ακουγόταν μονάχα ο υπόκωφος ήχος από τα ξυπόλυτα πόδια μας πάνω στον δρόμο, σαν ένα καραβάνι από καμήλες. Όσοι φορούσαν παπούτσια τα είχαν βγάλει από ώρα και τα κουβαλούσαν στα διπλωμένα μπράτσα τους. Λαχανιάζαμε, τα πρόσωπά μας γυάλιζαν, και σκόνη σηκώνονταν πίσω μας. Η νύχτα ήταν απέραντη, κατασκότεινη και φοβερή, γεμάτη μυστικούς ψιθύρους. Οι φυτείες απλώνονταν σαν μια ατέλειωτη, χωρίς ακτή θάλασσα. Τα σπαρτά στέκονταν ακίνητα, κινούμενα μόνο από την αύρα, αργά, νεκρά. Οι υδροτροχοί έτριζαν από μακριά σαν τις μοιρολογίστρες που θρηνούν το νεκρό. Τουφεκιές ακούγονταν από μακριά, έξω από το πουθενά μέσα στο πουθενά, και τα κοκόρια κακάριζαν πριν την ώρα τους. Τα γαυγίσματα των σκύλων έρχονταν από άγνωστες μεριές, και ένας δυνατός αέρας φυσούσε πάνω σε μια αχανή έκταση, η γη μουρμούριζε, αξεδιάλυτοι ψίθυροι αναδύονταν από απόκρυφα μέρη, ύπουλοι και άπιαστοι, όπως ο ήχος από τεράστιες φάλαινες που χορεύουν και στριφογυρίζουν σε μια ερεβώδη θάλασσα.
Κάποιος τέντωσε το χέρι, χτύπησε μπηχτά κάποιον άλλον στα πλευρά και πήδηξε κραυγάζοντας. Σύντομα μεταδόθηκε, και αρχίσαμε όλοι μια φασαρία, φωνάζοντας, πηδώντας και πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλον.

«Πες μας για τα πόδια της, Μωχάμεντ. Ήταν σαν και τα δικά μας;»
«Εννοείς τα πόδια σαν τα κλαδιά δέντρου, φίλε μου;»
«Πώς ήταν τα πόδια της;»
«Λευκά σαν το γάλα».
«Σαν της Σαφέγιας, της χορεύτριας;»
«Μη γίνεσαι βλάκας, της Σαφέγιας δεν πιάνουν μπάζα μπροστά στα δικά της».
«Και είχε ένα ψάρι τατουάζ στην κοιλιά της;»
«Τι ψάρι, ανόητε! Για ποιο πράγμα μιλάς;»
«Καλά και τι είχε πάνω στην κοιλιά της;»
«Τίποτα. Μια τέτοια κοιλιά δεν είναι φτιαγμένη για τατουάζ».
«Είχε μακιγιαρισμένο το πρόσωπό της;»
«Δεν το πρόσεξα».
«Έλα τώρα, βρε χαζούλη! Δεν κοίταξες;»
«Μου φαίνεται πως ήταν».
«Πώς ήταν η προφορά της; Μιλούσε σαν τους ανθρώπους της πόλης ή σαν εμάς;»
«Φυσικά σαν τους ανθρώπους της πόλης».

Όλοι μαζί ξεσπάσαμε πάλι σε παραλήρημα. Η γυναίκα απόκτησε υπόσταση και στεκόταν ολοζώντανη μπροστά στα μάτια μας πανέμορφη, χειροπιαστή, ακριβώς όπως την ποθούσαμε. Προχωρούσαμε σιγά σιγά, με σκουντιές, σπρωξιές, γέλια και κουβεντολόι. Κάθε λίγο και λιγάκι κάναμε υποθέσεις για την απόσταση που έμενε μέχρι να φτάσουμε στη Μανσούρα.

Ξαφνικά, αντιληφθήκαμε ότι ο Μωχάμεντ είχε εξαφανιστεί.

Το σοκ ήταν σα μαχαιριά. Απλωθήκαμε αγριεμένοι σε όλες τις κατευθύνσεις για να τον πιάσουμε. Δεν είχαμε καμιά αμφιβολία ότι δεν έλεγε την αλήθεια. Κάθε παραμικρή λεπτομέρεια της ιστορίας του χαράχτηκε ανεξίτηλα στο μυαλό μας. Η γυναίκα με το κόκκινο πενιουάρ και το μπουκάλι μετατράπηκε σε ολοζώντανη πραγματικότητα και όχι απλά σε ένα ακόμη δημιούργημα του μυαλού του Μωχάμεντ. Ήταν η γυναίκα που την κατείχε ο καθένας χωριστά. Έμοιαζε να λιποθυμάμε από ευτυχία όταν ο ένας μετά τον άλλον θα σκαρφαλώναμε στο καγκελόφραχτο μπαλκόνι της. Μέσα στη χαρά της θα χάριζε από ένα χαρτονόμισμα μιας λίρας στον καθένα, γιατί ήμασταν οι πιο γεροδεμένοι, γενναίοι και ασύγκριτοι σε ολόκληρη τη Μανσούρα.
Και το γουρούνι τη σκαπουλάρει και εξαφανίζεται.
Απλωθήκαμε γύρω σα σφιχτοδεμένο δίχτυ ανάμεσα στο νεκροταφείο, τη σιδηροδρομική γραμμή και τη γέφυρα. Δε σκοπεύαμε να εγκαταλείψουμε το τόλμημα, τη στιγμή μάλιστα που η Μανσούρα ήταν τόσο κοντά. Ακόμα ένα άπλωμα και θα πετυχαίναμε τον στόχο μας. Εκατοντάδες Ευρωπαίες, άσπρες σαν το γάλα, τόσο όμορφες για να τις πιεις ολοζώντανες, γλυκύτερες από τη γεύση του μελιού και της κρέμας.

«Να τος παιδιά», ακούστηκε μια φωνή από μακριά.

Ακολουθήσαμε την κατεύθυνση της φωνής και βρήκαμε εκεί τον Μωχάμεντ να παλεύει με το παιδί που τον έπιασε. Ριχτήκαμε πάνω του. Δεν δυσκολευτήκαμε να τον υποτάξουμε. Πάλευε ρωμαλέα, καταφέρνοντας δυνατά χτυπήματα σαν άνδρας. Τον περικυκλώσαμε, όμως, σαν στρατιά από μυρμήγκια που ρίχνονται σε ένα ψίχουλο, μέχρι που τον ακινητοποιήσαμε και έπαψε την αντίσταση. Ένα αγόρι του τράβηξε την κελεμπία και τον έδεσε μ’ αυτή.

«Τι θέλετε τώρα;» ρώτησε προκλητικά ο Μωχάμεντ.
«Να μας δείξεις το μέρος».
«Δε θέλω».
«Κι όμως θέλεις».
«Δε μπορείτε να με εξαναγκάσετε».
«Περίμενε και θα δεις».
«Θα σας δείξω εγώ, γυναικούλες».
«Για σήκω επάνω!»

Σύρθηκε γρήγορα στο έδαφος και τον τραβήξαμε απότομα, ενώ τραύλιζε από το θυμό του.

«Είναι πολύς δρόμος για τη Μανσούρα, σας λέω».
«Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά».
«Σας προειδοποιώ. Μην πείτε ότι δε σας το είπα».

Προχωρήσαμε σιωπηλά, με τεντωμένα νεύρα. Σκεφτήκαμε να εκτονώσουμε την ένταση. Δεν ξέραμε, όμως, κανένα τραγούδι. Μόνο τα κορίτσια ήταν καλά στο τραγούδι. Κάποιος ήξερε τον πρώτο στίχο από ένα παλιό δημοτικό τραγούδι και ξεκίνησε να το τραγουδάει, αλλά η φωνή του ήταν τόσο παράτονη που τον αναγκάσαμε να σταματήσει. Μικροσκοπικές, φωτεινές κουκκίδες άρχισαν να σχηματίζονται στον ορίζοντα σαν τα μάτια των ακριδών, όταν φωτίζονται. Ήταν τα φώτα της Μανσούρας, που σήμαινε ότι σχεδόν φτάσαμε. Το ρίξαμε στο τρεχαλητό σέρνοντας τον Μωχάμεντ ώσπου μας βγήκε η γλώσσα. Ύστερα βραδύναμε το βήμα μας. Περπατήσαμε πολλή ώρα και ακόμα τα φώτα παρέμεναν εκεί βυθισμένα στο σκοτάδι, σα να ξεμάκραιναν όσο πλησιάζαμε.

«Ας γυρίσουμε πίσω, παιδιά», είπε ο Μωχάμεντ.
«Βούλωσ’ το. Βιαστείτε, παιδιά, είναι αργά».

Συγκεντρώσαμε όση δύναμη μας είχε απομείνει και συνεχίσαμε. Ένας ξαφνικός, δυνατός ήχος από γέλια ξέσχισε την ερημιά του δρόμου. Ήταν ο Μωχάμεντ. Είχε διπλωθεί, ανήμπορος να ελέγξει τον εαυτό του, και όταν μας αντιλήφθηκε να τον κοιτάζουμε, δυνάμωσε τα χαχανητά του.

«Σας κατάλαβα!», έλεγε ανάμεσα σε αγκομαχητά. «Σας κατάλαβα εγώ, παρέα ηλιθίων!»
«Τι εννοείς;»

«Είσαστε μια βρωμοπαρέα ηλιθίων. Πιστέψατε ό,τι σας είπα. Ποτέ δεν πήγα στη Μανσούρα και δεν συνάντησα ποτέ καμιά γυναίκα.»
«Ψεύτη!»
«Σας ορκίζομαι, ποτέ δεν είδα τη Μανσούρα».
«Γιε σκύλας!»
«Παλιοβλάκες!»

Μια βαριά σιωπή έπεσε, καθώς κοιτάξαμε τα φώτα της Μανσούρας, που φαίνονταν τόσο κοντά, ώστε μπορούσαμε να τα ακουμπήσουμε με τα χέρια μας. Στην ξαναμμένη φαντασία μας η πόλη πήρε τη μορφή γυναίκας με σάρκα σα μαλακό ζυμάρι, ντυμένης με ένα πενιουάρ, γερμένης στο μπαλκόνι, γνέφοντάς μας να την πλησιάσουμε. Ξανακοιτάξαμε τον Μωχάμεντ που γελούσε μέχρι σκασμού.

«Σου τραβάει το πόδι», φώναξε κάποιος.
«Δε θα μας δείξει τη γυναίκα. Δε θέλει να δούμε το μέρος».
«Τι εννοείς, γουρούνι;» είπε θυμωμένα ο Μωχάμεντ.

Τον βρίσαμε λέγοντας ότι δε θα τον αφήναμε να φύγει αν δε μας οδηγούσε στο σπίτι. Ανταπέδωσε τις βλαστήμιες, μας χλεύασε και μας αποκάλεσε ηλίθιους και βλάκες. Ορκιστήκαμε να μην τον αφήσουμε να φύγει έτσι. Δε θα ’μενε μόνος να κάνει συντροφιά στη γυναίκα. Τον διατάξαμε να προχωρήσει, αλλά αρνήθηκε, και τον σύραμε. Κλότσησε κάποιον στο στομάχι και άρχισε να επιτίθεται άγρια με χέρια και με πόδια.
Τον πλακώσαμε όλοι μαζί και τον ρίξαμε στο χώμα, με γροθιές και χτυπήματα στο πρόσωπο. Αντιστάθηκε απαντώντας με άγρια χτυπήματα, ώσπου εξαντλήθηκε και τον ξαναδέσαμε. Πασαλείψαμε το πρόσωπό του με λάσπη και ένας τον έφτυσε. Προσπάθησε να φωνάξει, αλλά τον φιμώσαμε. Προς στιγμή λίγο έλειψε να πνιγεί από το σφίξιμο. Χαλαρώσαμε τότε λίγο το σφίξιμο και τον αφήσαμε να πάρει ανάσα.

«Σύρτε τον στο χωράφι και βάλτε του φωτιά, παιδιά», πρότεινε ένας.
«Ναι, εμπρός, ελάτε». Τον σύραμε μέσα σ’ ένα χωράφι και ψάξαμε μάταια για σπίρτα. Αποφασίσαμε ν’ ανάψουμε μια σπίθα, αρχίσαμε να ψάχνουμε για τσακμακόπετρα και βρήκαμε κάποια πέρα στη σιδηροδρομική γραμμή. Τώρα χρειαζόμασταν ένα καρφί ή ένα κομμάτι σίδερο. Βρήκαμε μόνο ένα υπόλειμμα από τενεκέ. Κάποιο αγόρι κάθισε στο στήθος του Μωχάμεντ και έσυρε το κομμάτι του τενεκέ πάνω στα πόδια του.

«Θα μας δείξεις το σπίτι της γυναίκας ή προτιμάς να πεθάνεις;»

Εκείνος δεν έβγαλε τσιμουδιά. Χώσαμε τα νύχια μας στη σάρκα του και την γρατσουνίσαμε. Ύστερα τον δείραμε, όμως εκείνος δεν έλεγε τίποτα. Στο τέλος, καταλάβαμε ότι δεν ωφελεί, μας έλεγε ψέματα συνέχεια και ξαναρχίσαμε την επίθεση με πρωτόγνωρη μανία.

«Εμπρός, ομολόγησέ μας, ομολόγησε ότι είσαι αδερφή», σφύριξε μέσα από τα δόντια του το αγόρι που κρατούσε τον τενεκέ.

Ο Μωχάμεντ τον κλώτσησε και έβρισε τους πατεράδες μας.

«Εντάξει, αφήστε τη δουλειά σ’ αυτόν, αγόρια». Συνεχίσαμε να δουλεύουμε την τσακμακόπετρα προσπαθώντας να ανάψουμε μια σπίθα. Κάποιοι από εμάς δεν βοηθούσαν θαυμάζοντας το θάρρος του, αλλά οι περισσότεροι τον μισούσαμε που μας κορόιδευε όλο τον καιρό.

Επιτέλους εξασφαλίσαμε μια σπίθα που έπιασε σ’ ένα κομμάτι υφάσματος. Κραυγάσαμε από χαρά και φυσήξαμε καταπάνω. Ήταν μια χλωμή, αδύναμη, κρύα φλόγα. Φυσήξαμε δυνατότερα, αλλά έγινε πιο ωχρή. Ούτε κουβέντα πόσο δυνατά φυσήξαμε, η φλόγα όμως παρέμενε χλωμή και κρύα.
Όχι μόνο η φλόγα, αλλά καθετί γύρω μας άρχιζε να εξασθενίζει. Ύστερα, κάτι σαν κλάμα, που καλούσε σε βοήθεια, σφύριξε στ’ αυτιά μας και νιώσαμε με φρίκη ότι ήμασταν στο κέντρο του κυκλώνα. Αλληλοκοιταχτήκαμε σαστισμένοι, καθώς αρχίσαμε σιγά σιγά να επανερχόμαστε στην πραγματικότητα. Τα πρόσωπά μας ήταν μελανιασμένα και βρόμικα, και τα ρούχα μας βουτηγμένα στη σκόνη. Και μύγες. Χιλιάδες κολλώδεις μύγες βούιζαν και πετούσαν γύρω μας ακατάπαυστα.
Πώς οδηγηθήκαμε σ’ αυτό το μαρτύριο; Τι θα ’λεγαν οι γονείς μας; Στα σίγουρα θα μας έδερναν και θα μας έβριζαν, όταν θα γυρίζαμε. Κάποιοι είχαν να σηκωθούν από τα χαράματα. Οι υδροτροχοί έπρεπε να συναρμολογηθούν, οι σιταποθήκες να καθαριστούν, ενώ ήμασταν ξάγρυπνοι και τα μάτια μας ήταν κατακόκκινα. Μήπως αρπάξαμε καμιά αρρώστια; Θα ανατείλει ξανά ο ήλιος πίσω στο χωριό μας; Γιατί ήταν σοκαρισμένα, ένοχα και μετανοιωμένα τα πρόσωπά μας; Γιατί ήταν πανιασμένα, αρρωστημένα και αλλαγμένα από τα εξανθήματα; Γιατί μόλις τώρα συνειδητοποιήσαμε ότι ήμασταν άθλια φτωχοί και ότι τα σπίτια μας δεν είχαν τίποτε άλλο παρά μόνο σκυλιά που γάβγιζαν, εξαγριωμένους πατεράδες, στριγκλιάρικες μανάδες και καπνούς με αναθυμιάσεις που έβγαιναν από τους φούρνους;
Τρομαγμένοι αρχίσαμε να νιώθουμε τα κορμιά μας και ψαχουλεύαμε τα ρούχα μας να δούμε πόσο είχαν φθαρεί. Αντικρίσαμε τους εαυτούς μας με τόση καθαρότητα, που μας τρόμαζε να ψαχτούμε μέχρι το βάθος.
Ο Μωχάμεντ κείτονταν στον δρόμο σα σφαγμένο ζώο, η κελεμπία του κουρελιασμένη, το σώμα του παραδομένο και καλυμμένο από μύγες. Αιμάτινες πληγές έχασκαν από τη σάρκα του, το αίμα ήταν πηγμένο στα ρουθούνια, στις άκρες του στόματος και στο σκισμένο λαγώχειλό του.
Αργά, ψύχραιμα χαλαρώσαμε το δέσιμό του. Μούγκρισε από τον πόνο και οι καρδιές μας λύγισαν από συμπόνια.
Για άλλη μια φορά βρεθήκαμε να περιπλανιόμαστε, παίρνοντας πίσω τον ίδιο δρόμο, που μας είδε να ερχόμαστε, οδηγημένοι παρά τη θέλησή μας. Κουτσαίναμε, βογκούσαμε και γέρναμε ο ένας πάνω στον άλλον. Οι σκέψεις μας ήταν στραμμένες στην επερχόμενη αυγή, που ανέτειλε ξαφνικά, δίνοντας σχήμα στη γη, με λύπη και φροντίδα στην αγκαλιά της. Και η σκληρή, αμείλικτη ημέρα πρόβαλε σαν πελώριο τέρας, μεγαλύτερο από τον ήλιο. Άκαμπτη, άσπλαχνη, ανυπόμονη, τρομακτική, με τα μάτια της να ξερνούν φλόγες όσο μας πλησίαζε, προκαλώντας μας τρόμο και ρίγη, συνειδητοποιήσαμε για τα καλά πως δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγουμε.



Το διήγημα ανήκει στη συλλογή Arkhas Layali (1954). Η μετάφραση έγινε από τις εκδόσεις: Yusuf Indris, The cheapest nights and other stories, μτφρ. Wadida Wassef, Heinemann, Λονδίνο 1978. Manzalaoui Mahmoud (επιμ.), Arabic short stories, The American University in Cairo Press, Κάιρο 1985. Yusuf Indris, Arkhas layali, Dar Ruz al-Yusuf, Κάιρο 1954.

Της νύχτας τα καμώματα

Ο Γιούσουφ Ιντρίς (1927-1991) γεννήθηκε σε χωριό του Δέλτα του Νείλου, σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου και εργάστηκε για χρόνια ως επιθεωρητής υγείας. Για τη συμμετοχή του στις αντιβρετανικές εξεγέρσεις του 1951-1952 φυλακίστηκε και αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο. Στην αρχή υποστήριξε με θέρμη τη διακυβέρνηση της χώρας από τον Νάσερ, αλλά σύντομα απογοητεύτηκε από τη σταδιακή εγκατάλειψη των αρχικών οραμάτων και των μεγάλων προσδοκιών που διακήρυξαν οι πρωταγωνιστές της επανάστασης (thawra) του 1952. Εξαιτίας των διαφωνιών του με το νασερικό καθεστώς, οδηγήθηκε στη σύλληψη και στη φυλάκισή του. Στη φυλακή συνδέθηκε με το Αιγυπτιακό Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά σύντομα απομακρύνθηκε από τις τάξεις του. Στα 1960 εγκατέλειψε το επάγγελμά του, έγινε συντάκτης της εφημερίδας Al Gomhouryia (Η Δημοκρατία) και αφοσιώθηκε στο γράψιμο. Τον επόμενο χρόνο πήρε μέρος στον αντιαποικιακό αγώνα του λαού της Αλγερίας εναντίον της γαλλικής κατοχής. Μετά τον τραυματισμό του επέστρεψε στην Αίγυπτο.
Ξεκίνησε να γράφει από τα φοιτητικά του χρόνια. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων Arkhas Layali (Οι πιο ευτελείς νύχτες) εκδόθηκε το 1954 και κέρδισε αμέσως την προσοχή του κοινού και των κριτικών. Έκτοτε ακολούθησαν πολλές συλλογές διηγημάτων, νουβέλες, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Αρκετά έργα του μεταφράστηκαν σε ευρωπαϊκές γλώσσες. Το 1964 δημοσίευσε το θεατρικό Al farafir wa al mahzalah al ardiyyah (Farfours and the terrestrial comedy), μια αλληγορική αναπαράσταση των μεθόδων που χρησιμοποιούν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί της εξουσίας για να καταπιέζουν τις ατομικές και τις συλλογικές ελευθερίες. Με το έργο αυτό εισάγει μια θεατρική γραφή αντίστοιχη με εκείνη του ευρωπαϊκού θεάτρου του παραλόγου, και θεωρείται η πιο σημαντική συμβολή του Ιντρίς στο αιγυπτιακό δράμα. Το 1969 το θεατρικό έργο Al Mukhattatin (Οι δολοπλόκοι) απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία, εξαιτίας της κριτικής που ασκούσε στην πολιτική του προέδρου Νάσερ.

Ο Ιντρίς είναι από τους πρώτους αραβόφωνους συγγραφείς που χρησιμοποιεί τη δημοτική αραβική στους διαλόγους των πλασματικών χαρακτήρων. Εισάγει μια ηθελημένη αντίθεση μεταξύ της προφορικής δημοτικής γλώσσας, στην οποία εκφράζονται οι, συνήθως, λαϊκοί χαρακτήρες και της λόγιας αραβικής που εκφέρεται από τον αφηγητή. Το πλούσιο αυτό χαρμάνι των διαλέκτων αποδείχτηκε ιδεώδες μέσο για το ζωντάνεμα και τη ρεαλιστική απόδοση της αιγυπτιακής ζωής και των αντιπροσωπευτικών ανθρώπινων τύπων.
Οι αγώνες και τα όνειρα των εργαζόμενων τάξεων, που ζουν σε καθεστώς εξαθλίωσης στις μεγάλες πόλεις, και των υποτελών αγροτικών στρωμάτων για βελτίωση των συνθηκών ύπαρξής τους, αποτελούν το βασικό υλικό από το οποίο αντλούνται η πλοκή, οι χαρακτήρες και η υπόθεση των διηγημάτων του. Το γεμάτο συμπόνια και κατανόηση βλέμμα του Ιντρίς τοποθετείται σε θέση αντιπαράθεσης με την απαξιωτική και, σε μεγάλο βαθμό, οριενταλιστικού τύπου οπτική της ευρωπαϊκής αποικιακής αφήγησης για την αιγυπτιακή κοινωνία. Τα σκληρά παιδικά του χρόνια ανάμεσα στους φελάχους και οι φιλικές σχέσεις που ανέπτυξε μαζί τους, όταν εργαζόταν για χρόνια στην Επιθεώρηση Υγείας, τον βοήθησαν να γνωρίσει από κοντά το καθεστώς έσχατης ένδειας και τις σε μεγάλο βαθμό απραγματοποίητες προσδοκίες τους. Όξυναν την ευαισθησία του και του προσέφεραν τα χρήσιμα εφόδια για να αναπαραστήσει με ρεαλιστική πειστικότητα την πλούσια σε αντιθέσεις και πολιτισμικές διαφορές ανθρωπογεωγραφία της αιγυπτιακής υπαίθρου.
Στα ελληνικά κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του Η πόλη του έρωτα και της φωτιάς από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: