Τα δάκρυα του βουνού

Τα δάκρυα του βουνού

Με­σά­νυ­χτα 9ης προς 10η Αυ­γού­στου, προ­βλή­θη­κε στην Ετ2 η ται­νία του Στέ­λιου Χα­ρα­λα­μπό­που­λου Τα δά­κρυα του βου­νού. Η προ­βο­λή με βρή­κε στην καρ­διά της ορο­σει­ράς της Πίν­δου, κο­ντά στα Τζου­μέρ­κα, όπου ερ­γά­ζε­ται ακά­μα­τα επί δε­κα­ε­τία μία ομά­δα χτι­στών πέ­τρας, πριν ξε­κι­νή­σει την Οδύσ­σεια της επι­στρο­φής. Δεν θα υπει­σέλ­θω στην αι­σθη­τι­κή πλευ­ρά της ται­νί­ας που έγι­νε ήδη, επι­ση­μαί­νω την πο­λύ­πλευ­ρη πα­ρου­σί­α­ση του Κώ­στα Βούλ­γα­ρη. Θα στα­θώ σε τρία ση­μεία-άξο­νες: ΧΡΟ­ΝΟΣ, ΦΥ­ΣΗ, ΙΣΤΟ­ΡΙΑ.
Η έκ­βα­ση του κι­νη­μα­το­γρα­φι­κού χρό­νου, αρ­γή και κο­πιώ­δης όπως το έρ­γο των χτι­στών, απο­τε­λεί έναν καμ­βά σχό­λιο για τον χρό­νο τό­τε και τώ­ρα. Στην Ήπει­ρο του 1899, ο χρό­νος της αν­θρώ­πι­νης δρά­σης αλ­λά και της εν­συ­ναί­σθη­σης, ρέ­ει εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κά από την υστε­ρι­κή πυ­ρε­τώ­δη με­τα­νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα. Το άσκο­πο τρέ­ξι­μο, την τα­χύ­τη­τα αν­θρώ­πων και μέ­σων μα­ζι­κής με­τα­φο­ράς, την αμε­σό­τη­τα εκ­πλή­ρω­σης «κά­θε» αι­τή­μα­τος με όχη­μα την σύγ­χρο­νη τε­χνο­λο­γία.
Στην ται­νία, η κα­θη­με­ρι­νή δρα­στη­ριό­τη­τα της ερ­γα­σί­ας στο βου­νό, με υπο­μο­νή και επι­μο­νή, οι συ­νο­μι­λί­ες, η απο­τύ­πω­ση συ­ναι­σθη­μα­τι­κών διερ­γα­σιών, οι συ­νε­λεύ­σεις της ομά­δας, τα γράμ­μα­τα στους οι­κεί­ους που ενί­ο­τε φτά­νουν με­τά θά­να­τον, συν­θέ­τουν ένα δια­φο­ρε­τι­κό χρο­νι­κό κά­δρο το οποίο μας ει­σά­γει στον «Βίο». Η τα­χύ­τη­τα έχει να κά­νει με την επι­βί­ω­ση, ο αρ­γός ρυθ­μός ει­σά­γει το νό­η­μα.
Τα γράμ­μα­τα που γρά­φο­νται και απο­στέλ­λο­νται χρειά­ζο­νται τον «χρό­νο» τους για να φτά­σουν. Θυ­μί­ζουν μιαν άλ­λη ται­νία που προ­βλή­θη­κε πριν από με­ρι­κά χρό­νια στην αυ­λή του Δη­μο­τι­κού σχο­λεί­ου στο Βρο­ντε­ρό της Πίν­δου, στην σκιά του Κό­ζια­κα. Αφο­ρού­σε την πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία της ζω­ής του τα­χυ­δρό­μου της πε­ριο­χής ο οποί­ος ξε­κι­νού­σε την πο­ρεία του και μπο­ρού­σε για μέ­ρες να απο­κλει­στεί σε κά­ποιο ορει­νό χω­ριό όπου συμ­με­τεί­χε στην εντό­πια ζωή. Ενί­ο­τε πά­ντρευε ζευ­γά­ρια νέ­ων που δεν εί­χαν την δυ­να­τό­τη­τα να γνω­ρι­στούν. Τα­χυ­δρο­μι­κός Ερ­μής του έρω­τα…
Ο χρό­νος της ται­νί­ας και της ζω­ής «τέ­μνε­ται» από το ύψι­στο συμ­βάν του θα­νά­του με την δύ­να­μή του αλ­λά και την φυ­σι­κό­τη­τά του. Οι ερ­γά­τες πέ­τρας θά­βουν τους συ­ντρό­φους τους, στην ίδια την μή­τρα-γη την οποία σμι­λεύ­ουν, και συ­νε­χί­ζουν. Ο θά­να­τος δεν απω­θεί­ται όπως στη σύγ­χρο­νη πό­λη ού­τε με­γα­λο­ποιεί­ται.Βιώ­νε­ται.
Τα ηπει­ρώ­τι­κα πο­λυ­φω­νι­κά του Πω­γω­νί­ου τα οποία εκ­κι­νούν τα πλά­να της ται­νί­ας και τα συ­νο­δεύ­ουν έως το τέ­λος, με­του­σιώ­νουν σε ήχο τα δά­κρυα του βου­νού και των αν­θρώ­πων, την οδύ­νη, τον μό­χθο, την αγά­πη, την απώ­λεια.

Το δεύ­τε­ρο στοι­χείο της ται­νί­ας εί­ναι η κυ­ριαρ­χία της φύ­σης. Τα βου­νά, τα δέ­ντρα, τα το­πία, πά­νω απ’ό­λα η πέ­τρα. Το σμί­λε­μα της πέ­τρας που δια­τρέ­χει επί­σης ως ήχος με­γά­λο μέ­ρος του κι­νη­μα­το­γρα­φι­κού χρό­νου, πα­ρα­πέ­μπει σε αρ­χέ­γο­να στοι­χεία της φύ­σης, εν πα­ραλ­λή­λω και του ψυ­χι­σμού, τα οποία σμι­λεύ­ο­νται με το κα­λέ­μι της ερ­γα­σί­ας και της γρα­φής επι­χει­ρώ­ντας να δια­πραγ­μα­τευ­τούν ένα Πραγ­μα­τι­κό-Réel που μας δια­φεύ­γει διαρ­κώς και μας κα­θι­στά γλύ­πτες της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Η φύ­ση που θε­ω­ρού­με υπε­ρο­πτι­κά πως έχου­με κα­τα­κτή­σει με την επι­στή­μη και την τε­χνο­λο­γία, έρ­χε­ται διαρ­κώς να υπεν­θυ­μί­σει την δύ­να­μή της. Στην ται­νία η φύ­ση ενώ­νει. Το μπά­νιο στο πο­τά­μι, το ξύ­ρι­σμα, το φα­γη­τό πλάι στην κοί­τη του πο­τα­μού, κά­τω από τα δέν­δρα, συν­δέ­ει τους αν­θρώ­πους με αδιάρ­ρη­κτους δε­σμούς φι­λί­ας τους οποί­ους απο­κλεί­ουν τα τσι­με­ντέ­νια κτί­ρια των με­γα­λου­πό­λε­ων (βλέ­πε την απο­ξέ­νω­ση στις ται­νί­ες του Βιμ Βέ­ντερς, «Η Αλί­κη στις Πό­λεις», «Πα­ρί­σι-Τέ­ξας»).

Η ιστο­ρία εί­ναι το τρί­το συ­στα­τι­κό στοι­χείο αυ­τής της Οδύσ­σειας. Με την ίδια την ανα­φο­ρά του σκη­νο­θέ­τη στο επι­κό αυ­τό έρ­γο που επα­να­λαμ­βά­νε­ται στις ζω­ές μας, υπεν­θυ­μί­ζο­ντας ότι η πί­στη πως ο Οδυσ­σέ­ας θα επι­στρέ­ψει γί­νε­ται πρά­ξη, αλ­λά και ο Τη­λέ­μα­χος έχει λό­γο να πε­ρι­μέ­νει τον πα­τέ­ρα να επι­στρέ­ψει (βλέ­πε το βι­βλίο του Ιτα­λού ψυ­χα­να­λυ­τή Μά­σι­μο Ρε­καλ­κά­τι, Το σύ­μπλεγ­μα του Τη­λέ­μα­χου, Γο­νείς και παι­διά με­τά την δύ­ση του πα­τέ­ρα, εκδ.Κέ­λευ­θος). Η επά­νο­δος γί­νε­ται εδώ έστω και μέ­σα από το γράμ­μα και την φω­το­γρα­φία του πε­θα­μέ­νου πα­τέ­ρα που φέ­ρει ο φί­λος του στη γυ­ναί­κα και στα παι­διά του. Ο μι­κρός πλη­σιά­ζει την μη­τέ­ρα ρω­τώ­ντας: Ο πα­τέ­ρας; Ο πα­τέ­ρας ως σύμ­βο­λο, ως με­τα­φο­ρά που στη­ρί­ζει, εμπνέ­ει.

Η πο­ρεία των ερ­γα­τών στα βου­νά δια­τρέ­χει μέ­σα από την φι­λία και την φύ­ση την ίδια την ιστο­ρία του τό­που. Οι μά­χες στα βου­νά και στα πέ­τρι­να γιο­φύ­ρια. Μά­χες στην πε­ρί­ο­δο της Τουρ­κο­κρα­τί­ας, στην κα­το­χή, στον εμ­φύ­λιο. Οι δια­δρο­μές με τα ζώα δια­περ­νούν τους ίδιους τό­πους που διέ­τρε­ξαν οι προ­γό­νοί μας. Δια­δρο­μές στα ίχνη των οποί­ων κι­νού­μα­στε στα ορει­νά χω­ριά που συ­νε­χί­ζουν εν πολ­λοίς και σή­με­ρα την πα­ρά­δο­ση και τους αρ­γούς ρυθ­μούς ζω­ής.

Η ται­νία του Χα­ρα­λα­μπό­που­λου κά­νει να ανα­δυ­θεί η διά­στα­ση του Ιε­ρού της Φύ­σης ,των βου­νών, της ιστο­ρί­ας τους. Στοι­χείο που έχει θα­φτεί στην επο­χή μας. Όταν όμως κα­τα­πα­τεί­ται, ανα­δύ­ε­ται η Νέ­με­ση. Μέ­σα από τα στοι­χειά της φύ­σης που απε­λευ­θε­ρώ­νουν τον δαι­μο­νι­κό τους χα­ρα­κτή­ρα, πνί­γουν, κα­τα­στρέ­φουν, αφαι­ρούν ζω­ές και «ομι­λούν» για όποιον ακού­ει. Η κα­τα­στρο­φή ως δυ­να­τό­τη­τα επί­γνω­σης.
Αυ­τή την ύβρι που ζού­με σή­με­ρα με τε­ρα­τώ­δη έρ­γα που κα­τα­πα­τούν τους φυ­σι­κούς τό­πους έχουν πε­ρι­γρά­ψει ο Μι­χά­λης Μα­κρό­που­λος στο βι­βλίο του Μαύ­ρο νε­ρό, εκδ.Κί­χλη και ο Δη­μή­τρης Κου­τσια­μπα­σιά­κος στο ντο­κι­μα­ντέρ του Ο Ηρα­κλής, ο Αχε­λώ­ος και η Με­σο­χώ­ρα. Γε­ω­τρή­σεις στην Ήπει­ρο, φράγ­μα­τα στον Αχε­λώο και τώ­ρα ανε­μο­γεν­νή­τριες στα βου­νά, έρ­γο «γερ­μα­νι­κών» εται­ριών, κα­θι­στούν την ται­νία του Στέ­λιου Χα­ρα­λα­μπό­που­λου εξαι­ρε­τι­κά επί­και­ρη, δί­νο­ντας και μια άλ­λη διά­στα­ση στον τί­τλο της. Αν δεν στα­μα­τή­σει η ύβρις, τα «Δά­κρυα του Βου­νού» θα τρέ­ξουν αστα­μά­τη­τα, βυ­θί­ζο­ντας τις πό­λεις…

Τα δάκρυα του βουνού