Σκάβοντας βυθιζόμουν διαρκώς

Παγκόσμιος χάρτης από την Βιρμανία (Μπούρμα), 1906
Παγκόσμιος χάρτης από την Βιρμανία (Μπούρμα), 1906

Σω­τή­ρης Λυ­κουρ­γιώ­της, Γε­ω­γρα­φί­ες της Απου­σί­ας, Κουρ­σάλ 2021
——————


Μέσα στο ζο­φε­ρό το­πίο των ημε­ρών, όπου τα πά­ντα μοιά­ζει να έχουν ει­πω­θεί και όλες οι υπο­σχέ­σεις τής σκέ­ψης να εί­ναι πλέ­ον αθε­τη­μέ­νες από τη βί­αιη ενη­λι­κί­ω­ση της, η τέ­ταρ­τη, αι­σί­ως, ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή τού Σω­τή­ρη Λυ­κουρ­γιώ­τη συ­νι­στά μια πρό­κλη­ση.
Κι αυ­τή η δια­τύ­πω­ση ξε­φεύ­γει από τους όρους τής κοι­νο­το­πί­ας, αν κα­νείς ανα­λο­γι­στεί πως για όσους του­λά­χι­στον εξα­κο­λου­θούν να υπε­ρα­σπί­ζο­νται την ευαι­σθη­σία ως βα­σι­κό συ­στα­τι­κό της στοι­χείο, η ποί­η­ση εί­ναι πά­ντα μια πρό­κλη­ση· μια πα­ρά­βα­ση που αν και δε γί­νε­ται (μό­νον) για λό­γους αι­σθη­τι­κούς, δια­τη­ρεί την παι­δι­κή χει­ρο­νο­μία τού υψω­μέ­νου με­σαί­ου δα­κτύ­λου απέ­να­ντι σε ό,τι απει­λεί να την κα­θυ­πο­τά­ξει: στην ιδε­ο­λο­γία δη­λα­δή τής εφαρ­μο­σμέ­νης τε­χνι­κής τού όψι­μου ολο­κλη­ρω­τι­κού κα­πι­τα­λι­σμού.
Έτσι, εί­ναι ο ίδιος ο τί­τλος, Γε­ω­γρα­φί­ες της Απου­σί­ας, τής υπό συ­ζή­τη­ση ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής που φαί­νε­ται εν πρώ­τοις να πα­ρα­δο­ξο­λο­γεί, να εγκολ­πώ­νει φρα­στι­κά μια —φαι­νο­με­νι­κή— αντί­φα­ση: αυ­τήν τής υπαρ­ξια­κής κα­τά­στα­σης μιας άχρο­νης Απου­σί­ας με τη γε­ω­γρα­φι­κή της επι­σή­μαν­ση.
Υπο­ψιά­ζε­ται κά­νεις πως δεν εί­ναι μό­νον η επαγ­γελ­μα­τι­κή δια­στρο­φή του ποι­η­τή (επι­στή­μο­νας του χώ­ρου ο ίδιος) που τον οδη­γεί σε αυ­τήν την αντι­μα­χία και τε­λι­κά στη συμ­φι­λί­ω­ση μέ­σω τής ποί­η­σης· του χώ­ρου με την αί­σθη­ση τής απου­σί­ας αλ­λά κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο: η σχε­δόν μα­ζο­χι­στι­κή ανά­γκη «να ζή­σει» την απου­σία μέ­σα στο απ’ το κα­θη­με­ρι­νό πε­ρί­γραμ­μα τής ζω­ής. Για πα­ρά­δειγ­μα, από την αρ­χή γρά­φει:

Επει­δή έμα­θα να ζω
απ’ τις εκλάμ­ψεις
του φω­τός που φέγ­γει
όταν χα­ράσ­σε­ται
το πα­ρα­πέ­τα­σμα του κό­σμου
αδυ­να­τώ να ζή­σω μα­κριά σου

για­τί εσύ
ήσου­να για μέ­να
το ξυ­ρά­φι

Υπάρ­χει εξ αρ­χής ένας συν­δυα­σμός αί­σθη­σης κί­νη­σης και ακι­νη­σί­ας στην ανά­γνω­ση των ποι­η­μά­των τού Λυ­κουρ­γιώ­τη. Δια­κιν­δυ­νεύ­ο­ντας να προ­βά­λω στον δη­μιουρ­γό τους μια ανά­γνω­ση που ανή­κει απο­κλει­στι­κά σε εμέ­να, θα έλε­γα πως στους στί­χους τής συλ­λο­γής απη­χεί­τε η προ­αιώ­νια φι­λο­σο­φι­κή δια­μά­χη με­τα­ξύ ηρα­κλεί­τειας και παρ­με­νί­δειας θε­ώ­ρη­σης. Γρά­φει, για πα­ρά­δειγ­μα:

Το κα­λο­καί­ρι δεν θα 'ρ­χε­ται για πά­ντα
υπάρ­χουν όρια στις επι­στρο­φές του
όπως κι ο πο­τα­μός που χύ­νε­ται
μέ­σα απ’ τα μά­τια σου [...]

Ή άλ­λου:

Εδώ κά­τω έφτα­σα σκά­βο­ντας,
επι­χει­ρώ­ντας να ξε­θά­ψω το πτώ­μα μου
Σκά­βο­ντας βυ­θι­ζό­μουν διαρ­κώς [...]

Πα­ρά τις σα­μα­νι­κές συν­δη­λώ­σεις των τε­λευ­ταί­ων στί­χων και σε πεί­σμα ενός υπο­βλη­τι­κού ρο­μα­ντι­κού το­πί­ου που η ίδια δια­νοί­γει, η ποί­η­ση τού Λυ­κουρ­γιω­τη πα­ρα­μέ­νει μια ποί­η­ση φι­λο­σο­φι­κή. Αυ­τό βέ­βαια δεν την κα­θι­στά λι­γό­τε­ρο τρα­γι­κή, ίσα-ίσα. Διό­τι η ίδια η φι­λο­σο­φι­κή ευ­συ­νει­δη­σία εί­ναι τε­λι­κά που υπα­γο­ρεύ­ει στην ποι­η­τι­κή αυ­το­συ­νεί­δη­ση το αδιέ­ξο­δό της. Έτσι, συ­να­ντά­με το εξής συ­γκλο­νι­στι­κό όσο και σπα­ρα­κτι­κό:

Έρ­χο­μαι με τις λέ­ξεις
δεν έχω άλ­λο δρό­μο
στους άλ­λους δρό­μους χά­θη­κα
στους άλ­λους δρό­μους πνί­γη­κε η φω­νή μου [...]

Το γε­γο­νός τής γνώ­σης πως και «με τις λέ­ξεις» ο δρό­μος τού χα­μού εί­ναι προ­ση­μειω­μέ­νος και προ­δια­γε­γραμ­μέ­νος, αυ­τή η γνώ­ση πως και «με τις λέ­ξεις» θα χα­θεί τε­λι­κά, αλ­λά πα­ρό­λα αυ­τά η εξα­κο­λου­θη­τι­κή εμ­μο­νή του να «έρ­χε­ται» με αυ­τές, εί­ναι από το πιο έντι­μα τεκ­μή­ρια τής ποι­η­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας.
Η γνώ­ση τού προ­δια­γε­γραμ­μέ­νου τέ­λους, τού μά­ταιου των κό­πων και των προ­σπα­θειών μα­ζί με την απο­φα­σι­σμέ­να ποι­η­τι­κή στά­ση, δη­λα­δή τη στά­ση τής αν­θρώ­πι­νης δη­μιουρ­γί­ας, σε αντί­στα­ση προς την ανα­πό­φευ­κτη επερ­χό­με­νη κα­τα­στρο­φή και τον θά­να­το, εί­ναι που κα­τα­ξιώ­νει τού­τη τη γρα­φή που μας υπεν­θυ­μί­ζει:

Τον πό­νο μη φο­βη­θείς
ο κό­σμος που θα ζή­σου­με θα εί­ναι στα­λαγ­μί­της
φτιαγ­μέ­νος απ’ το άλας των δα­κρύ­ων

Συ­να­ντά­με όμως και την «αντί­στρο­φη» στά­ση —που ίσως εί­ναι τε­λι­κά να εί­ναι η ίδια, με αλ­λα­γή φο­ράς. Εκεί­νη της υπε­ρή­φα­νης, έντι­μης και ει­λι­κρι­νούς αμη­χα­νί­ας και απρα­γί­ας (που φτά­νει στα όρια τής κα­τα­στρο­φής και τής αυ­το­χει­ρί­ας), σε πεί­σμα μιας δή­θεν «δη­μιουρ­γί­ας» που πι­θη­κί­ζει απλά τα πρό­τυ­πα τής τε­χνο­κρα­τι­κής πό­ζας. Εν­δει­κτι­κά:

τώ­ρα που βρή­κα­με του Ερα­το­σθέ­νη το σχοι­νί
τώ­ρα που με­τρή­σα­με τε­λε­σί­δι­κα τη γη
τώ­ρα τι...

τώ­ρα τι κά­νου­με;

Εί­πα­με πως η ποί­η­ση του Λυ­κουρ­γιώ­τη εί­ναι μία ποί­η­ση φι­λο­σο­φι­κή σε όλα τα στά­δια της εξέ­λι­ξής της. Αυ­τό δεν ση­μαί­νει όμως πως εί­ναι μία ποί­η­ση από­μα­κρη και απο­μα­κρυ­σμέ­νη από τα γή­ι­να και με­μο­νω­μέ­να, από εκεί­να που βα­σα­νί­ζουν τον απλό άν­θρω­πο. Εί­ναι στοι­χείο ανα­γνω­ρί­σι­μο της ποί­η­σης τού Λυ­κουρ­γιώ­τη πό­σο εντυ­πω­σια­κά μπο­ρεί να εναρ­μο­νί­ζει και να συμ­φι­λιώ­νει την ακρο­βα­σία στα υψη­λό­τε­ρα νο­ή­μα­τα των και­ρών με την πα­ρα­μο­νή και την αλ­λη­λεγ­γύη στον κα­θη­με­ρι­νό άν­θρω­πο που κα­τα­τρώ­γε­ται από την ερω­τι­κή απώ­λεια:

Φεύ­γο­ντας άφη­σε πί­σω της
—εκ­μα­γείο του κορ­μιού της—
κά­τι λί­γα ρού­χα

Κι εγώ ακό­μα εδώ
προ­σμέ­νω τη λά­σπη
το χώ­μα, το νε­ρό

να πλά­σουν πά­λι το σχή­μα της

Μία, εν εί­δει κρι­τι­κής, γρα­πτή απο­τύ­πω­ση των σκέ­ψε­ων που απο­κο­μί­ζει κα­νείς από την ανά­γνω­ση μιας ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής, δεν μπο­ρεί επ’ ου­δε­νί να υπο­κα­τα­στή­σει την ίδια την ανά­γνω­ση της. Η τε­λευ­ταία συ­νι­στά πά­ντα ένα τα­ξί­δι, μια δια­δρο­μή που κα­λεί­ται να την ακο­λου­θή­σει ο κα­θείς κα­τά μό­νας. Η άπο­ψη αυ­τή ενι­σχύ­ε­ται στην πα­ρού­σα πε­ρί­πτω­ση από την πα­ρα­δο­χή ότι μο­νά­χα μία συ­γκε­κρι­μέ­νη «οπτι­κή ανά­γνω­ση» πα­ρου­σιά­στη­κε εδώ.
Διό­τι εί­ναι ο πλού­τος (τό­σο με την πο­σο­τι­κή όσο και με την ποιο­τι­κή έν­νοια) τής συλ­λο­γής των ποι­η­μά­των τού Λυ­κουρ­γιώ­τη που προ­σφέ­ρε­ται για μία ευ­ρεία αξιο­λό­γη­ση. Κι αν ισχύ­ει τε­λι­κά η πε­ρί­φη­μη φι­λο­σο­φι­κή γνώ­μη ότι κά­θε έρ­γο τέ­χνης δια­τη­ρεί ένα ου­το­πι­κό πλε­ό­να­σμα αυ­το­νο­μί­ας, το έλ­λειμ­μα ζω­ής που το ίδιο εμπε­ριέ­χει, απο­κρυ­σταλ­λω­μέ­νο και φε­τι­χι­σμέ­νο, θα μέ­νει εκεί­νο που θα μας τα­λαι­πω­ρεί αλ­λά και θα μας σπρώ­χνει πά­ντα ένα βή­μα πιο πέ­ρα από το σκα­λο­πά­τι της απελ­πι­σί­ας

Διό­τι όπως ο Λυ­κουρ­γιώ­της μας λέ­ει, σε ένα δί­στι­χο — επί­γραμ­μα που το επι­γρά­φει «Ηρά­κλειες στή­λες»:

                                στο χεί­λος του γκρε­μού
                                    έχει υπέ­ρο­χη θέα




 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: