Στη διαφάνεια του ελληνικού φωτός

Πάμπλο Πικάσο, «Ο Κόλπος των Καννών» (1958). Μουσείο Πικάσο, Παρίσι
Πάμπλο Πικάσο, «Ο Κόλπος των Καννών» (1958). Μουσείο Πικάσο, Παρίσι


Παναγιώτης Αγγελόπουλος, Ανάμεσα στου ήλιους, εκδ. Ίκαρος 2021

——————



Το φως δεν το εξηγείς, το βλέπεις
ΓΙΩΡΓΟΣ  ΣΕΦΕΡΗΣ


«
Με τη διαφάνεια και την απογύμνωση ανεβαίνεις ως το απόλυτα ωραίο», σημειώνει ο Λεβέκ (όπως μας υπενθυμίζει ο Σεφέρης στον Γ΄ τόμο των Δοκιμών του). Θυμήθηκα τη φράση διαβάζοντας το παρόν βιβλίο του Παναγιώτη Αγγελόπουλου, ένα μικρό αλλά πολύ ενδιαφέρον έργο με γνήσια ελληνοκεντρική ματιά. Πρόκειται για κείμενα χωρισμένα σε 4 ενότητες, τα οποία συνδυάζουν το αφηγηματικό είδος με το δοκιμιακό, την ταξιδιωτική εντύπωση με την ημερολογιακή αποτύπωση, τη συγχρονικότητα με τον καθαρό ρεαλισμό. Κείμενα διαπερασμένα από αυτή τη διαφάνεια, που προσκαλεί το βλέμμα να υπερβεί την υλική διάσταση για να γίνει θεατής μιας αποκάλυψης.
«Η Ελληνική Γραμμή χαρακτηρίζεται από σαφήνεια, διαύγεια, καθαρότητα, απαλότητα», πίστευε ο Περικλής Γιαννόπουλος. «Υπάρχει μια λειτουργία ενανθρωπισμού στο ελληνικό φως». Ο Σεφέρης συμφώνησε μαζί του γιατί τον ένιωσε ψυχικά συγγενή (χωρίς, βεβαίως, να συναινεί με τις εθνικιστικές του κορώνες).

Ομολογώ ότι με εξέπληξε ευχάριστα η ιδέα ότι ένας νέος συγγραφέας μοιάζει να βαδίζει πάνω στο εντύπωμα της Γενιάς του 30, η οποία, ως γνωστόν, συμπεριέλαβε στο κοσμοείδωλό της το ελληνικό φως ως ύψιστο σημείο πνευματικότητας, επαναφέροντας το στίγμα της αρχαίας παράδοσης. Λέω, «επαναφέροντας». Ο Σεφέρης έχει γράψει: «Καμιά από τις παραδόσεις μας, χριστιανικές ή προχριστιανικές δεν έχει πραγματικά πεθάνει […] Είναι το κλίμα, είναι η φυλή, δεν το ξέρω. Κατά βάθος νομίζω πως είναι το φως. Κάτι πρέπει να υπάρχει μέσα στο φως που μας κάνει έτσι». (Β΄ τόμος των Δοκιμών).

Ο Αγγελόπουλος ξαναπιάνει το νήμα εκεί που το άφησε ο Σεφέρης, για να μας κοινωνήσει την αύρα του Αιγαίου, τη μαγεία «των ήλιων», τη φωτιά του καλοκαιρινού μεσημεριού, δείχνοντας μέσα σε όλα αυτά την ενσάρκωση μιας ερωτικής ζωής: το «φάος» στην ολοκληρωμένη εκδήλωσή του. Και –τουλάχιστον για μένα– δεν υπάρχει εδώ κανένα στοιχείο φολκλόρ, ούτε συνθέσεις καρποστάλ για φτηνή συγκίνηση. Υπάρχει μόνο η ζωντανή ελληνική ψυχή, που ανακαλύπτει το ίδιο το πρόσωπό της στην αντανάκλαση του φωτός.

Ο Χένρι Μουρ, μετά το ταξίδι του στην Ελλάδα, θα σημειώσει: «Το ελληνικό φως είναι όπως λένε όλοι, δεν μπορείς να το φανταστείς αν δεν το βιώσεις. Στην Αγγλία, το μισό φως, κατά κάποιο τρόπο, απορροφάται μέσα στο αντικείμενο, όμως στην Ελλάδα, το αντικείμενο μοιάζει να αναδίδει το φως, σαν να φωτίζεται το ίδιο από μέσα».

Στο παρόν βιβλίο παρακολουθούμε την ψυχική διαθεσιμότητα του Αγγελόπουλου να αφήνεται ολοκληρωτικά στην ομορφιά – τουτέστιν να γοητεύεται ο ίδιος από όσα αισθάνεται – και όχι την κοπιώδη προσπάθεια ενός επαγγελματία συγγραφέα να μας γοητεύσει. Γιατί δεν υπάρχει πουθενά ναρκισσισμός και κραυγαλέα συγγραφικά τεχνάσματα. Μόνο ο παλμός ενός εκλεπτυσμένου πνεύματος, που συντηρεί ολοζώντανες τις μνήμες των παιδικών χρόνων, και ένα αυθεντικό αίσθημα συντονισμένο με τη φωτεινότητα των τοπίων.
Η αφήγηση ξετυλίγεται σε πρώτο πρόσωπο και αναφέρεται στα ταξίδια του γράφοντος στο Ανατολικό Αιγαίο με ιστιοπλοϊκό. Πρωταγωνιστές τα ελληνικά νησιά, με τα λιμάνια, τους ναούς, τις κοινωνίες, τα ιδιαίτερα τοπία: Σίφνος, Αστυπάλαια, Δήλος, Σπέτσες, Σέριφος, Κίμωλος, Σίκινος, Ανάφη, Φολέγανδρος. Και μαζί τους το ελληνικό φως, το ελληνικό κάλλος, το ελληνικό καλοκαίρι: Η «μάγια» που συνενώνει Φύση και Ψυχή, μεταφυσική και εγκοσμιότητα, νηπιακή αθωότητα και μυστηριακή ζωή.
Παρακολουθώντας τον διπλό ρόλο του Αγγελόπουλου, ως αφηγητή ενός ατομικού βιώματος, αλλά και ως συνομιλητή του Σεφέρη, όπου στη δεύτερη αυτή περίπτωση αναπτύσσει την καθαρά κριτική του ματιά, αντιλαμβάνομαι ότι οι δυο γραφές κινούνται σκοπίμως διαχωρισμένες. Από τη μια το καθαρό αίσθημα σε πλήρη ανάπτυξη, και μαζί του αξεχώριστη η έννοια του κάλλους. Από την άλλη, η τάση μιας βαθύτερης ανίχνευσης –όπως προωθείται από την ίδια την ιστορία της λογοτεχνίας (και τη σεφερική οξυδέρκεια)–, που μας βοηθά να παρακολουθήσουμε την επιτυχή συνάντηση ενός επίγονου με τον μεγάλο «Πρόγονο» …«Έχει ειπωθεί, πως σε αυτή τη γωνία της Ανατολικής Μεσογείου δεν υπάρχουν τοπία, αλλά οράματα», σημειώνει ο Αγγελόπουλος. «Η αλληλουχία «αίσθημα – κλονισμός – τρόμος – θάμπωμα» (η διατύπωση ανήκει στον Σεφέρη) «αυτό το δέος ότι υπάρχει κάτι από κάτω» δεν γεννιέται από σκέτα τοπία. Ο Αγγελόπουλος, μέσω του Σεφέρη, αθροίζει τη βαθύτερη εικόνα: το ρίγος που αναδύεται από τη μεταφυσική του φωτός.

Το εν λόγω βιβλίο τείνει να επαναφέρει την ισχύ της παράδοσης, όσα έχει καταθέσει η σκέψη του μεγάλου νομπελίστα, καθώς και τη βαθιά του προσήλωση σε ένα καθαρά ελληνοκεντρικό σύμπαν. Ώστε, εμμέσως, ο αναγνώστης να μεταφερθεί σε προηγούμενο χρόνο, πριν τη λαίλαπα του μεταμοντέρνου, τότε που υπήρχαν ακόμη οράματα, θαύματα, μυστικιστική ζωή, ιδεολογία. Υπό την έννοια αυτή, το παρόν έργο, ενώ αποφεύγει τις θεωρητικές επιβαρύνσεις, κατορθώνει να μας συγκεντρώνει (μέσω του δοκιμιακού μέρους) στα παράλληλα βιώματα δύο δημιουργών που διακρίνονται από αισθαντικότητα, γνώση, κριτικό πνεύμα, και τιμούν την ελληνική καταγωγή.
Στο αφηγηματικό κομμάτι, ο Αγγελόπουλος διαθέτει το προσόν του ρεαλισμού (επομένως, την ιδιαίτερη ζωντάνια), αλλά και την αρετή της απλότητας: Απλή γλώσσα, έμφαση μόνο σε αναγκαία επίθετα, ζυγισμένα συναισθήματα, καθαρές εικόνες, καλά οργανωμένος λόγος. Εντούτοις, κάτω από αυτή την απλότητα μοιάζει να ρέει κάτι που πνευματοποιεί την περιγραφή, ανυψώνει την εικόνα, προσδίδει στη δράση μυστηριακό βάρος. Είναι η πίστη του προς το ίδιο το φως, όπως την εξέφρασαν ο Παπαδιαμάντης και ο Πεντζίκης – στο φως ως αισθητηριακή ζωή, αλλά και ως απερινόητη δημιουργία.
Τα σεφερικά κείμενα για το Αιγαίο παρεμβάλλονται σοφά στη ροή του βιβλίου, όχι μόνον προς χάριν της συνομιλίας και της ανταλλαγής συγκινησιακών φορτίων. Ο Αγγελόπουλος (αισθάνομαι) επιλέγει την αναφορά στον Σεφέρη για «να συμπληρωθεί». Γιατί ο Σεφέρης συντηρεί στο βλέμμα του ένα βαθύ πένθος. (Όπως σημειώνει στο έργο του «Σκηνοθεσία για την Κίχλη»: Ο κόσμος του ελληνικού τοπίου «είναι οι γραμμές που γίνονται και ξεγίνονται. Η τραγικότητα ενός προσώπου».) Ενώ ο Aγγελόπουλος, μέσα από τις αφηγήσεις του μεταφέρει κυρίως μια φωτεινή διάσταση, αθώα και δοξαστική. Εντούτοις, και αυτός θα συνταχθεί ιδεολογικά με την ελληνική γραμμή, για να πει: «Το φως είναι αξεδιάλυτο από την πληγή. Το μαύρο κυλάει στο αγγελικό» Σκότος και φως εν ταυτώ»).

Στα Ανοιχτά Χαρτιά, ο Ελύτης μας δίνει λίγες γραμμές που με βοηθούν να ολοκληρώσω τις παρατηρήσεις μου για το παρόν βιβλίο: «Μίλησαν πολλοί για το φως, αλλά, προσθέτω, ποιος μάς είπε ποτέ, στο αναπεπταμένο πεδίο της κριτικής σκέψης, τι σημαίνει «φως»; Είναι πιο φρόνιμο νομίζω να φτάνει κανείς από την αναλογία μιας κλίμακας ταπεινής στα ουσιαστικά και στα μεγάλα». Κατά τη δική μου αίσθηση τουλάχιστον, ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος έχει επιτύχει εδώ ακριβώς αυτό.

Ένα έργο που, μαζί με την ίδια τη λάμψη της ελληνικής ταυτότητας –μια λάμψη σχεδόν σβησμένη στις μέρες μας–, ξαναζωντανεύει μέσα στην ψυχική μας χωροταξία την μυστικιστική υφή του ελληνικού καλοκαιριού και την αύρα του Αιγαίου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: