Περί κροτοφοβίας

Περί κροτοφοβίας


Μία σειρήνα ενός ασθενοφόρου, ένας πυροβολισμός, το υπόκωφο ουρλιαχτό ενός αρπαχτικού μέσα στο πάρκο. Έτσι ξυπνάει το άστυ. Οι τριγμοί και οι θόρυβοι της πόλεως αποτελούν σημαντικά θραύσματα της πανίδας της, της γένεσης της και τελικά της σαρκοπενίας της.

——≈≈≈≈≈≈——

Υπάρχουν ικανότητες με τις οποίες γεννιόμαστε. Κάπου στην πορεία του βίου ετούτες οι κλίσεις παραδέρνουν μπροστά από ένα απόξενο ρήγμα, ένα αδιέξοδο, ένα κενό.

——≈≈≈≈≈≈——

Περπατώ γύρω από τον περιφερειακό δρόμο του λόφου Στρέφη κρατώντας από το λουρί του ένα κροτοφοβικό αγγλικό σέτερ. Περιστέρια και γάτες η μοναδική, φανταστική, λεία του. Δεν κοιτάμε ποτέ ο ένας τα μάτια του άλλου αυτή την ώρα του λοξού κυνηγιού.

——≈≈≈≈≈≈——

Σιμά με τη σιωπή που έφερε το χιόνι κατέφθασε και η παλαιά, θρασεία ενόχληση στο στέρνο. Στην αρχή εκδηλώνεται ως μία αδιόρατη έλλειψη συγκέντρωσης μα στην συνέχεια μετουσιώνεται γοργά σε εξανθηματική φαγούρα στη βάση της σπονδυλικής στήλης. Ετούτη η ψυχογενής προμνησία παρασιτεί εντός του στομάχου.

——≈≈≈≈≈≈——

Το σέτερ το ανακάλυψε τυχαία μία φιλοζωική, παρατημένο στο βουνό, περιπλανιόταν υποσιτισμένο. Κάποιος κυνηγός το είχε «απολύσει» διότι ήταν άχρηστο. Σε κάθε ριπή του όπλου το ζωντανό κουλουριαζόταν σαν ημιθανές ερπετό στο έδαφος, τρέμοντας ακατάπαυστα.

——≈≈≈≈≈≈——

Κάποιες δεξιότητες τις κουβαλάμε από γεννησιμιού μας, σαν πύρινες σφραγίδες στα ψαχνά. Στην πορεία ανακαλύπτουμε απογοητευμένοι πως αυτές οι κλίσεις μας, ετούτα τα υποτιθέμενα δώρα του γενετικού κώδικα, δεν είναι παρά σκάρτο υλικό. Δεν υπάρχει εξολκέας ικανός να τ’ ανασύρει εκ της αχρηστίας τους.
Το σκυλί είναι κυνηγιάρικο σε ακραίο βαθμό. Τόσο που κάθε μήνα θρυμματίζει ένα ολοκαίνουργιο, δυνατό λουρί. Παρόλα αυτά δεν μπορεί να αποδώσει την κρίσιμη ώρα του κυνηγιού. Το θήραμα διαφεύγει. Η κροτοφοβία λειτουργεί σαν παραλυτικό δηλητήριο στα νεύρα. Ολόκληρη η ύπαρξη του έχει πλέον ζυμωθεί σ’ ένα λανθάνον κλαψούρισμα. Ο ακατάπαυστος κατοικίδιος ρόγχος του.

——≈≈≈≈≈≈——

Το σέτερ δεν μπορεί επ’ ουδενί ν’ απαρνηθεί την έμφυτη κλίση του, έτσι συμβιβάζεται στο να κυνηγάει περιστέρια και γάτες. Χώνει μανιασμένο τη μακριά του μουσούδα κάτω από τα αυτοκίνητα κι ανασηκώνεται στα δύο του πόδια για να κοιτάξει μέσα στους σκοτεινούς αυλόγυρους για κάποια απομίμηση θηράματος. Μία απομείωση του πραγματικού του εαυτού.

Κι εμείς όμως διαρκώς δεν αναζητάμε, βρυχώμενοι και σκυφτοί ωσάν δίποδα λαγωνικά, παράταιρα υποκατάστατα για να εκτονώσουμε προς στιγμήν τα παροπλισμένα από τη ζωή φυσικά μας χαρίσματα;

——≈≈≈≈≈≈——

Ξεστρατισμένο το σέτερ από την φυσική πορεία του, ξεστρατισμένος κι εγώ από το εργοστασιακό, ανθρώπινο συμβόλαιο μου. Δύο επί ματαίω πλάνητες που αναμασάμε το νόημα και τον πυρήνα της ύπαρξης μας.
Όποιος δεν μπορεί να κατοικήσει μέσα στον εαυτό του δεν μπορεί να κατοικήσει πουθενά.
Υπομένουμε λοιπόν τα ανέστια βάσανα μας εξ ανάγκης. Εγώ, με την απροσδιόριστη, παλαιά μου όχληση κι εκείνο με την αλάνθαστη μα παντελώς παράταιρη όσφρηση του.

——≈≈≈≈≈≈——

Πριν βγάλω βόλτα το σέτερ, άνοιξα σε μία τυχαία σελίδα την χαρτόδετη έκδοση του JesusSon του Dennis Johnson, την οποία απέκτησα τυχαία πριν πολλά χρόνια. Βρίσκω ένα μικρό απόσπασμα από το διήγημα με τίτλο «Emergency».

Εκείνες οι μέρες είχαν σβηστεί κι έχουν διπλωθεί σαν πάπυρος, βαλμένες κάπου. Ναι, μπορώ να τις ακουμπήσω με τα δάχτυλα μου. Αλλά που είναι;

Η ξηρά αχλύς των ημερών αγκαλιάζει ύπουλα τ’ ατελέσφορα μας τάλαντα. Ύλη αχρηστευμένη την οποία είμαστε υποχρεωμένοι να ζαλωνόμαστε στην πλάτη δια βίου. Πόνος διπλός διότι γνωρίζουμε πως εκτός της υποχρεωτικής άρσης του βάρους της, ετούτη η αλγόφιλη ύλη, είναι σε θέση να μας υπενθυμίζει διαρκώς τα φαντάσματα εκείνα τα οποία είχαμε φαντασιωθεί πως θα γινόμασταν κάποτε.
Αυτές τις μετέωρες, λάθρες υπάρξεις μπορούμε μόνο να τις χαϊδέψουμε για πολύ λίγο, ακριβώς πριν σφαλίσουμε τα πρησμένα βλέφαρα τη νύχτα. Μετά πνίγονται μέσα στη λάσπη του ύπνου.

——≈≈≈≈≈≈——

Το αγγλικό σέτερ φαίνεται να μην πτοείται διόλου από την εγγενή αποτυχία του να πιάσει το θήραμα. Τα ζώα δεν απογοητεύονται ποτέ. Αντιθέτως εγώ εκπίπτω διαρκώς στο κρύφιο βασανιστήριο της υπομονής.
Η κατάστικτη τροφή των αγίων.
Το μάθημα σε ετούτο το απόξενο σκολειό είναι πάντα το ίδιο: Η απογοήτευση θα σου κεντά το δέρμα μ’ ένα αόρατο αιχμηρό σίδερο, κι ετούτο διότι είσαι δειλός. Τρέμεις ομπρός στο είδωλο της αυτοχειρίας σου. Είσαι καταδικασμένος να ζεις μ’ ένα τάλαντο παροπλισμένο. Ο πνευματικός σου φαλλός κομμένος από τη ρίζα, χωρίς καν να κατανοείς τον λόγο και την αιτία, χωρίς να θυμάσαι τη μοιραία στιγμή της απώλειας.
Ένας άνθρωπος που ανίκανος οδύρεται, ανήμπορος να γονιμοποιήσει το σύμπαν ομπρός του, χύνει μονάχα ένα παχύ στέρφο δάκρυ στα ανοιχτά σκέλια της γης.

——≈≈≈≈≈≈——

Κατά καιρούς δυνατοί κρότοι αναδιπλώνονται στ’ αντιστηρίγματα των κτηρίων. Πυροτεχνήματα στον αέρα της νύχτας, σπασμένες εξατμίσεις, μπάζα που πέφτουν από ταράτσες, απορριμματοφόρα που γεμίζουν την κοιλιά τους, οχήματα που συγκρούονται, κομπρεσέρ που ανακαινίζουν, σκάβοντας τις αποστραγγισμένες φλέβες των πολυκατοικιών της δεκαετίας του πενήντα.
Το σέτερ κάθε φορά πέφτει έντρομο στο χώμα του λόφου ή στο ξύλινο πάτωμα του διαμερίσματος, τρέμοντας σύγκορμο.

——≈≈≈≈≈≈——

Σέρνουμε αγόγγυστα το βάρος του εαυτού. Οι ικανότητες βρίσκονται εντός μας, υποκύπτουν όμως σε μία συστηματική εμπλοκή, όπως κακοσυντηρημένα όπλα του Ελληνικού Στρατού. Τα τάλαντα μας πολλές φορές παθαίνουν αφλογιστία.
Οι παροπλισμένες μας χάρες προσθέτουν αεροδυναμική στην βαρύτητα της πτώσης μας, στην διαιώνιση μίας σισύφειας περιπλάνησης. Γι’ αυτό υπάρχει η υπομονή. Η υπομονή είναι το αρχέγονο σκληρό ναρκωτικό του κόσμου.
Ίσως το τρέμουλο του σκυλιού να είναι μία προσπάθεια να δραπετεύσει από την ειμαρμένη του σώματος του που είναι το κυνήγι.
Τρέμω κι εγώ καμιά φορά τις νύχτες όταν ο τρόμος με κατατρώει. Δεν είναι πως δεν διακρίνω το ανέφικτο του βίου, με λύσσα όμως επιθυμώ ν’ αποτινάξω την ασθένεια της πνευματικής ασιτίας μου.

——≈≈≈≈≈≈——

Η αδυναμία μας να φτάσουμε τον πυρήνα του πραγματικού εαυτού αχρηστεύει όποιες εγγενείς ικανότητες μας. Το απόξενο φως που εκπέμπει η ύπαρξη μας τρομοκρατεί.
Γυρνάω πίσω στο σπίτι λαχανιασμένος απ’ το ιδεατό τούνελ που πριν από λίγες ώρες είχα σκάψει, με νύχια και με δόντια, με συνεργό μου το σκυλί. Κάθομαι απογοητευμένος στο τραπέζι.
Το σέτερ υπομένει την βαθιά του στέρηση με τα ψίχουλα που πέφτουν στο μωσαϊκό, υπνωτίζοντας την ακόρεστη πείνα του.
Αυτό που μας εξαντλεί είναι η διαρκής αναζήτηση του ιδανικού παραπετάσματος, η ανεπίγνωστη σμίλευση ενός κατάλληλου προσωπείου.

——≈≈≈≈≈≈——

Τα ζώα ανακυκλώνουν τον πόνο τους όπως καμιά φορά τυχαίνει ν’ ανακυκλώσουν τα περιττώματα τους επειδή τα περνάνε για τροφή. Ίσως όμως και να είναι τελικά μόνο μία πράξη ακραίας ευγένειας προς τ’ αφεντικά τους.
Εμείς, στη θέα των περιττωμάτων μας, αποτραβιόμαστε αηδιασμένοι. Άδηλα καταβροχθίζουμε στη συνέχεια τα ψυχικά μας εκκρίματα όσο δύσοσμα κι αν είναι.

——≈≈≈≈≈≈——

Το αγγλικό σέτερ κοιμάται πλέον στα πόδια μας και το αναγνωρίζουμε σαν ένα επίσημο μέλος της οικογενείας. Η ανησυχία φλεγμαίνει στον ύπνο του κι αυτό αλυχτά, σαν να βιώνει στο χοϊκό ενύπνιο του μία αναπαράσταση του κυνηγιού για το οποίο κατάντησε ακραία εμμονικό.
Τώρα το ζωντανό ετούτο πλάσμα αρκείται στην μικροαστική ζωή ενός διαμερίσματος επί της Χαριλάου Τρικούπη. Την ίδια στιγμή όμως, αυτή η νέα συνθήκη, θεωρείται κι η μοναδική του σωτηρία από έναν βέβαιο αφανισμό.
Αποτραβιόμαστε στο κέλυφος μας για να επιβιώσουμε. Καμιά φορά κι ένα ξένο κέλυφος είναι αρκετό.

——≈≈≈≈≈≈——

Στα δικά μου όνειρα τελευταία επικρατεί ένα ημίφως που κάπου κάπου το αναγνωρίζω. Μόνο στις πρώτες ρανίδες της αυγής αντικρύζω πεντακάθαρα, ξανά και ξανά, το σώμα μου ν’ αποσυντίθεται σ’ έναν άγνωστο τόπο.
Η ζωή είναι μία διαρκής και πικρόγλυκη αποσύνθεση, μία κύλιση βαριά εντός σάρκινων και χημικά κατεργασμένων ρείθρων.

——≈≈≈≈≈≈——

Στις αναγκαστικές βόλτες μας επί των λόφων των Αθηνών, εγώ και το σέτερ, ανακαλύπτουμε ερείπια εξωτερικά αλλά κι εσωτερικά, σκάρτα υλικά που έχουν επαναστατήσει, γενναία καθώς φαίνονται στη θέρμη του ήλιου.
Κάτω από ετούτη την οξειδωμένη κατασκευή συγχωρούμε τους εαυτούς μας, ακόμη κι αν κείτονται, ακόμη κι αν ιδρώνουν, ακόμη κι αν μοχθούν πίσω από προσωπεία επίπλαστα. Εγώ και το σέτερ, ξεθεωμένοι και παροπλισμένοι, απολαμβάνουμε απλά τον ήλιο.
Μία ψηλή και σκουριασμένη πυραμίδα από ατσάλι —το στήριγμα μίας παράταιρης καμινάδας— στέκει σαν ξεχασμένος σκοπός από το τάγμα του στη μέση του Αττικού Τίποτα, πάνω στα αρχαία πλευρά του Λυκαβηττού.
Τουλάχιστον, αυτή η άχρηστη πλέον κατασκευή, κάποτε μπορεί να έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο σε μία άγνωστη προς ημάς διαδικασία.
Ενδόμυχα εύχομαι να χρησίμευσα κι εγώ έτσι για κάποιον ή για κάτι, έστω και για ένα έλασσον χρονικό διάστημα του βίου μου.

Ανέστιοι κι εξαντλημένοι, επιβιώνουμε μέσα στο ικτερικό όνειρο του πραγματικού φωτός μας.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: