Υποβολέα λάβδανο

Υποβολέα λάβδανο

Ο υποβολέας είναι ο θεράπων ιατρός μας μπροστά στο ιερό ατύχημα του παρόντος.

Ο βίος, για τον καθένα μας προσωπικά, είναι μία αγαπημένη μα παρωδική θεά, ένα γλυκύ αποκύημα της σάρκας που ξιφουλκεί απέναντι στο πεισματικό αιφνίδιο του θανάτου. Η ζωή ξεφεύγει ξώφαλτσα των τροχών της λήθης μ’ ένα τρόπο χαριτωμένο κι αμερόληπτα ακροβατικό –όπως γλιτώνουν οι γάτες καμιά φορά απ’ τ’ αυτοκίνητα– αγκιστρωμένη καθώς είναι πάνω στις προπλασματικές εμπειρίες που κυοφορεί μέσα της και που στην συνέχεια γεννά ωσάν ξεσκολισμένη λεχώνα, χαρίζοντας τις απλόχερα στην ιστορία.

Το ζην του καθενός υψώνει το οικόσημο των σάρκινων βιωμάτων του ενάντια στο απαράδεχτο του τίποτα, όχι μόνο διότι δεν μπορεί να κάνει κι αλλιώς, αλλά και γιατί επιθυμεί να διαχωριστεί πάραυτα απ’ τις άλλες ζωές που κι αυτές αδημονούν να δοξαστούν σε κάποιο ξέμπαρκο κι αποσυνάγωγο πάνθεο.

Μπορεί ο νους να λοιδορεί τη μίμηση αλλά τα κορμιά μας τη λατρεύουν. Μπορεί όλο μας το σώμα και το πνεύμα να οικτίρει την πίεση του θανάτου, δεν παύει όμως να προετοιμάζει τον εαυτό του για το τέλος, διαμέσου ενός στιγμιαίου της λήθης που μέσα τους αποκρύπτουν όλα τα πράγματα. Με το που κάτι αρχίσει, μαζί ξεκινά κι ο καταγωγικός τελειωμός του.

Ο άνθρωπος είναι και η εμπειρία του σαν να λέμε και τίποτε παραπάνω. Οι εμπειρίες όμως όσο ανήκουν σ’ εμάς ανήκουν και στους άλλους, οπότε ο καθένας μας είναι κι ο άλλος την κάθε δεδομένη στιγμή. Περπατάμε ωσάν υπνοβάτες διαρκώς μέσα στα ξεπατωμένα παπούτσια των άλλων χωρίς να το παίρνουμε πρέφα. Η προγονική συνάφεια της μίμησης των όντων έχει καθολικό κύρος κι αντανακλάται στην επιτακτική σύμπτυξη χώρου και χρόνου.

Ο Roland Barthes δεν φανταζόταν πως ίσως η στιγμιαία κι αρχική λήθη των πραγμάτων και των ζωντανών να ’ναι κι ο ηθικός αυτουργός όλων των μύχιων ιδιόλεκτων του καθενός μας, οπότε τελικά ίσως και να υπήρξε αυστηρός κριτής των απανταχού ονειροπόλων:

«Υπάρχουν φαινόμενα που τα ονομάζω ιδιόλεκτα∙ υπάρχει ένα ιδιόλεκτο που είναι η παρουσία του κορμιού. Το κορμί μπορεί να μην είναι προσωπικό, είναι ωστόσο ατομικό. Το κορμί κατά κάποιο τρόπο περνάει στη γραφή. Επομένως, υπάρχουν, φυσικά, ιδιόλεκτα του συγγραφέα. Μα πρέπει να συνεχίσουμε να αντιτιθέμεθα σ’ αυτό το μύθο που τοποθετεί από τη μία μεριά, πριν από το έργο, ένα φτιαγμένο υποκείμενο, ένα εγώ, ένα πρόσωπο που γίνεται ο πατέρας και ο ιδιοκτήτης του προϊόντος, του έργου, κι από την άλλη μεριά, αυτό το έργο, αυτό το εμπόρευμα» (Ρολάν Μπαρτ, Μωρίς Ναντώ, Για την Λογοτεχνία, μτφρ. Γ. Εμίρης, εκδ. Ερατώ, σ. 27).

Κάπως έτσι χωνόμαστε στο στρώμα μαζί με την αρνητική πλευρά της ονειροπόλησης που κείται ομπρός απ’ τ’ αμάλαγο κατώφλι του στιγμιαίου, εκλιπαρώντας για μία υπερβολική δόση λησμονιάς ωσάν άτεγκτοι κι επαγγελματίες επαίτες. Ο Κίρκεγκαρντ μιλούσε ακριβώς γι’ αυτό όταν έλεγε πως «η ονειροπόληση είναι η πιο ελεεινή απ’ όλες τις τέχνες, έτσι κι ο οίκτος με το νόημα που συνήθως γίνεται αντιληπτός, είναι η πιο άθλια απ’ όλες τις κοινωνικές δεξιοτεχνίες» (Σόρεν Κίρκεγκαρντ, Η έννοια της Αγωνίας, μτρφ. Γ. Τζαβάρας, εκδ. Δωδώνη, σ.144).

Τι προκαλεί όμως ο οίκτος όταν εισέρχεται ακάλεστος μέσα στις αρτηρίες και στις εγκεφαλικές διασταυρώσεις, χορεύοντας ένα διάστροφο βαλς μαζί με το αιφνίδιο του θανάτου; Αρχικά σε κάνει να φαίνεσαι –στον ίδιο τον καθρέπτη σου αλλά και σ’ αυτόν των συνδαιτημόνων σου– ένας καλός ακόλουθος της πίστεως που λατρεύει όλα τα πλάσματα της πόλης, που τα κατανοεί και τα συναισθάνεται (ζητιάνους, δυστυχισμένους, απατεώνες, πρεζάκια, ημίτρελους) και μπορεί να σηκώσει το χέρι και να βάλει ένα καλόπιστο νόμισμα σε μια ροζιασμένη παλάμη. Σαν δεύτερη όμως εντύπωση –μάλλον τελικά είναι κι εκείνη που επικρατεί διότι έρχεται ακάλεστη και τελευταία– του μένει στο στόμα μία ελαφριά γεύση αηδιασμού∙ όχι προς εκείνους τους τυπικά αποσαθρωμένους σαλτιμπάγκους αλλά προς τον ίδιο τον αταξινόμητο εαυτό.

Τι είναι όμως το αιφνίδιο του θανάτου; Τι είναι το στιγμιαίο της λήθης;

Εκεί όπου είναι κανείς ωραία καθισμένος απολαμβάνοντας το κινούμενο τοπίο, βολεμένος στο ζεστό κάθισμα ενός τρένου, ξαφνικά συνειδητοποιεί πως ξεκινά διαρρήδην να σκηνοθετεί τον θάνατο του και στη συνέχεια τον θάνατο όλων όσων γνωρίζει, όντων αλλά και πραγμάτων. Τι έρχεται όμως πρώτο; Συνήθως ο άγνωστος υποβολέας ξεκινάει να «αναγιγνώσκει» το πένθιμο κείμενο των Άλλων, το αγγελτήριο των μελλοντικών εκλιπόντων του κόσμου του, εκφυλίζοντας το παρόν διότι δεν το αντέχει, ρίχνοντας πάνω του παυσίπονες σταγόνες νοητικού λαβδάνου.

Οι Άλλοι δεν η Κόλαση αλλά το άπελπι κι αναπόφευκτο ξεκίνημα της λήθης, η θύρα όπου κάθε σκοτάδι έχει την αφετηρία του.

Ένα μεγάλο μέρος της καθημερινότητας μας είναι απόλυτα κι αναντίρρητα μπουκωμένο από ένα πένθος που δεν ανθίζει ποτέ, μεταβιβασμένο διαρκώς στην πληγιασμένη πλάτη του κακομοίρη που την διασχίζει αναγκαστικά. Ο μελλοντικός πενθών κι αυτόκλητος σκηνοθέτης αφουγκράζεται διαρκώς τα συρραπτικά που τρυπάνε τους ξύλινους στύλους της ΔΕΗ, εγκαθιδρύοντας σε δημόσια θέα τα σημειώματα θανάτου των αγαπημένων του αλλά και των οχθρών του, των πραγμάτων του αλλά και των ιδεών του. Είναι πάραυτα αγκαρεμένος ν’ αρχίσει να σκηνοθετεί ελάσσονες σκηνές αποχαιρετισμού, λόγω ενός αμετάκλητου και παραδοσιακού οίκτου.

Ας πάμε όμως λιγάκι πιο βαθιά στην αρνητικότητα χωρίς να αισθανόμαστε υπόχρεοι να λερώσουμε τα βρακιά μας μέσα στη κλειστοφοβία του υποβολείου.

Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε αφουγκραστεί τον υποβολέα λίγο ή πολύ σε διάφορες στιγμές: σε τρένα, λεωφορεία, ταξί κ.ο.κ. – σε μέρη που συνήθως βρίσκονται εν κινήσει και που διενεργείται σχεδόν πάντα ένας αυθόρμητος διαλογισμός. Το ζήτημα που προκύπτει εδώ είναι αν ο εαυτός διαθέτει την απαραίτητη ευαισθησία για ν’ ακούσει την πένθιμη εκταγή. Ο υποβολέας είναι κι ο αρχιερέας της εσωτερικής αυτής τελετής.

Ο επί σαράντα έτη υποβολέας της Όπερας του Σαν Φρανσίσκο, Philip Eisenberg (μόνο μία φωτογραφία του σώζεται που τον δείχνει εν δράση στο υποβολείο του) δεν είχε χαρεί ποτέ την δόξα που του έπρεπε για το σκληρό έργο που τελούσε. Η Μαρία Κάλλας, σε μακροσκελή περιοδεία της στις ΗΠΑ, ζήτησε έναν υποβολέα επί σκηνής. Κατά τη διάρκεια του ρεσιτάλ, η Κάλλας έσκυψε προς το υποβολείο, εκεί όπου ο Eisenberg καιροφυλακτούσε τρεμάμενος ομπρός της μεγάλης ντίβας, και καθώς εκείνη μιμήθηκε ένα ψεύτικο φιλί προς το κοινό της, απαίτησε μέσα απ’ τα δόντια της: «Forte! Più forte ti dico!».[1] Πιο δυνατά σας λέω! (Βλ. In Memoriam: Philip Eisenberg, https://www.sfcv.org/article/music-news-august-24-2010)

Ο Philip Eisenberg. Φωτ. Ira Nowinski
Ο Philip Eisenberg. Φωτ. Ira Nowinski

Η Κάλλας δεν άκουγε τι της έλεγε ο υποβολέας της.

Το παράδειγμα αυτό είναι μία ιδανική εικονική μετάφραση του ζητήματος του στιγμιαίου που θέτει ο υποβολέας. Η λησμονιά είναι παντού, και στην αρχή, και στο τέλος αλλά και στο ενδιάμεσο του βίου, του «έργου» ή του δράματος μας. Αυτό που μας κάνει έξω φρενών είναι όταν παύουμε ν’ αφουγκραζόμαστε τον υποβολέα μας. Έμπλεοι απελπισίας μέσα στο έκκεντρο παρόν, αναζητούμε το γνήσιο κι ανόθευτο παρηγορικν φάρμακον μας.

Ο υποβολέας τελεί χρέη μοιρολογίστρας, ακολουθώντας πιστά την μελλοντική νεκρική πομπή του νου μας, την ίδια την ανοίκεια ονειροπόληση μας. Ξενυχτά σιμά του νεκρού λόγω υποχρέωσης προς τα ήθη. Μας φέρνει ενώπιος ενωπίω με μία συγκλίνουσα παράνοια και μας προετοιμάζει για το μοιραίο. Ποιος είναι όμως εκείνος ο υποβολέας που τόσο μας ταλαιπωρεί και την ίδια στιγμή μας συνδράμει στο ανεκπλήρωτο κι ατελεύτητο πένθος μας; Είναι άραγε πάντα άδοξος διότι δεν φαίνεται ή μήπως θα έπρεπε να τον συγχαρούμε για την ακραιφνή διακριτικότητα του;

Το πένθος είναι από μόνο του απερίγραπτα υπόγειο και δύστοκο αλλά ακόμη πιο έντονη πρόκειται να γίνει η διαταγή μας για τη λήθη των πραγμάτων και των προσώπων κατά την έκταση των ημερών μας. Απ’ τη μία αυτό που επιθυμεί ο αυτόκλητος σκηνοθέτης εαυτός - κι έτσι απαιτεί απ’ τον υποβολέα του νου του να μιλάει ακόμη πιο δυνατά για να διαπεράσει τον μανδύα της αναισθησίας του - είναι να λησμονήσει, μέσω του «έργου» του, ότι μέχρι σήμερα γνώρισε. Απ’ την άλλη ο εαυτός, όταν δεν ακούει τον υποβολέα του, συγχίζεται, διότι τον φέρνει φανερά αντιμέτωπο με το ανήλεο παρόν. Ξεμασκαρεμένος πλέον, δεν διαθέτει αρκετά ψεύδη για να εξακοντίσει στο αόρατο κοινό του που τον περικυκλώνει απειλητικά με πρησμένους σιελογόνους.

Αυτή η αρνητική ή πένθιμη ονειροπόληση έχει ιδιότητες γενοκτονίας. Είναι βαλμένη στο θώκο της για ν’ αφανίσει ότι γνωρίσαμε, να μας κάνει ν’ αφαιρέσουμε τα οικεία μας και τ’ αναγκαστικά μας. Υποβολέας κι άκρατο πένθος αποτελούν ένα πλάσμα. Το ένα ζει μέσα στο άλλο και τελικά συγκροτούν μία ουσία. Είναι αυτό που λέει ο Ιωάννης Δαμασκηνός, έν ατ ν.

Αρνητική ονειροπόληση και βίος, ένα και το αυτό παρομοίως: πάρε για παράδειγμα τον «σκηνοθέτη» υποχονδριακό πατέρα όταν προειδοποιεί τον «μαθητευόμενο σκηνοθέτη» άβγαλτο κι αμούστακο υιό πως όταν πίνει δημόσια τον καφέ του στο καφενείο ή όταν παίρνει το δείπνο του στο εστιατόριο θα πρέπει πάντα να προοικονομεί και ν’ ακουμπάει τα χείλη του απέναντι απ’ το χερούλι του σκεύους (διότι πουθενά δεν πλένουν καλά τα ποτήρια και η απέναντι άκρη του ποτηριού είναι εκεί απ’ όπου κανείς δεν συνηθίζει να πίνει) ή να σκουπίζει διακριτικά το πιρούνι με μία χαρτοπετσέτα κάτω απ’ το τραπέζι λόγω σιχαμάρας.

Η πένθιμη ονειροπόληση διανυκτερεύει πολύ κοντά στο σώμα της παράνοιας. Πάντα όμως προσπαθεί να την αποφεύγει. Δεν παραδέχεται επ’ ουδενί πως είναι φίλες καρδιακές κι εραστές παράνομοι.

Η πράξη της εκσκαφής ενός μελλοντικού δράματος γίνεται για χάριν της εξαφάνισης και μόνο: συγγενείς, φίλοι, παιδιά, κατοικίδια, εραστές, πράγματα, ιδέες και πιστεύω, πίστη, καλοσύνη, ασχήμια κι ομορφιά, εμπειρίες, αναμνήσεις και πρωτότυπες αφετηρίες, αίσια προσκυνήματα κι αδιάβατες υποσχέσεις. Όλα περνάνε μέσα από το στόμα του υποβολέα που μας αναγιγνώσκει τον τελειωμό των πάντων ενώ εμείς απαιτούμε απ’ αυτόν να μας μιλάει λίγο πιο δυνατά έτσι ώστε να είμαστε πάντα προετοιμασμένοι για τα στρεβλά στόματα του βαμπιρικού όχλου.

Αυτό που πιο πολύ αποζητά ο κουρασμένος γελωτοποιός και τυμβωρύχος μέσα στο βίο είναι ο αφανισμός του. Σ’ αυτήν την αυτοχειρία ο υποβολέας είναι μανούλα μέγιστη, συμβουλάτωρ άρτιος, ο πιο κατάλληλος εκτελεστής της διαθήκης των απανταχού εξαντλημένων.

Σχεδόν κουφοί, μόνο σ’ εξαιρετικά σιωπηλές συνθήκες τον ακούμε, ιδιωτικές στιγμές που είμαστε διπλωμένοι μέσα μας ωσάν όχεντρες, θηλάζοντας γαληνεμένοι το μονάκριβο οπιούχο του υποβολικού μαστού.

Ο υποβολέας είναι ο νοσηλευτής μας μπροστά στο ιερό ατύχημα της ζωής. Είναι η καλοκάγαθη μαμή που ποτέ οι τυφλοί μας οφθαλμοί δεν αντίκρυσαν.

Ο μόνιμα αρνητικά χειμαρρώδης λόγος του Thomas Pynchon μας εμπλέκει ακόμη βαθύτερα στο λεγόμενο αρνητικό daydreaming και μας δείχνει μέχρι που μπορεί να φτάσει μία πένθιμη ονειροπόληση περασμένη βουλιμικά στο κείμενο. Ο Σλόθροπ βιώνει μία αχαλίνωτη και μακροχρόνια πένθιμη σχάση που τον φέρνει αντιμέτωπο διαρκώς με τα όρια της ύπαρξης του. Ολόκληρο το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας στην ουσία του είναι μία μασίφ αρνητική ονειροπόληση, εμβολιασμένη με τα ετερόκλητα συμπτώματα του λαβδάνου. Είναι αμφίβολο αν ο Σλόθροπ υπήρξε ποτέ πραγματικά μέσα στα κατακλυσμικά και λαβυρινθικά «γεγονότα» του μυθιστορήματος, κάτι τ’ οποίο φυσικά ο Pynchon σίγουρα είχε υποψιαστεί μέσα σε κάποιο ισχνό μεξικάνικο ξενοδοχείο πριν από μισό αιώνα. Εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ έναν πάρα πολύ καλό και δεξιοτέχνη υποβολέα:


« […] θα έχει ένα εξάχρονο ή επτάχρονο αγόρι που φορά βελούδινο κοστούμι να της βυζαίνει τα στήθη, και τα μουσκεμένα μαλλιά τους θα κυματίζουν μαζί αξεχώριστα όπως και τα βογκητά τους, και θα εξαφανιστούν μέσα στην ξαφνική λευκότητα που θα σκάει πάνω από την πλώρη…και οι κάλτσες θα χάνουν πόντους, και τα μεταξωτά φορέματα θα σχηματίζουν ζαρωματιές πάνω από εσώρουχα από ρεγιόν…στύσεις θα πέφτουν χωρίς προειδοποίηση, αρθρώσεις θα τρέμουν από φόβο…φώτα θα ανάψουν ξανά και το κατάστρωμα θα γίνει ένας εκτυφλωτικός καθρέπτης…και, όχι πολύ αργότερα, ο Σλόθροπ θα νομίσει πως τη βλέπει, θα νομίσει πως έχει ξαναβρεί την Μπιάνκα […] » (Thomas Pynchon, To ουράνιο τόξο της βαρύτητας, μτφρ. Γ. Κυριαζής, εκδ. Χατζηνικολή, σ. 649.)

Ο υποβολέας μπορεί να έρχεται βαθιά πίσω απ’ το παρελθόν μας αλλά πάντα μας μιλάει σε μελλοντικό χρόνο. Αν θα θέλαμε να τον υποβιβάσουμε λιγάκι στα μάτια μας, παίρνοντας εκδίκηση για τις ψευτιές που μας αραδιάζει καθημερινά, τότε θα λέγαμε πως μοιάζει μ’ έναν κουτοπόνηρο ψηφοθήρα της λήθης.

«Θα αποκαλούσαμε δίκαια περιφερόμενο ονειροπόλο εκείνον που, όντας ξύπνιος, θα παρέμενε τόσο απορροφημένος από τα επινοημένα πλάσματα και τις χίμαιρες που ξεπηδούν διαρκώς από την τόσο γόνιμη φαντασία του, ώστε να μη δίνει καθόλου προσοχή στην κατ’ αίσθηση αντίληψη του, η οποία εκείνη τη στιγμή θα του ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη» μας πληροφορεί ο Καντ στο πιο παράδοξο από τα βιβλία του. «(Βλ. Ιμμάνουελ Καντ, Τα όνειρα ενός αλαφροΐσκιωτου επεξηγημένα μέσα από τα όνειρα της μεταφυσικής, μτφρ. Σ. Γκαδρής, εκδ. Εκκρεμές, σ. 95.) Χρήσιμη για ποιο πράγμα;» ίσως και ν’ αναρωτιόταν ο Σλόθροπ μέσα στην παραζάλη του. Εκτός αν εδώ ο Καντ μιλάει για την πνευματικότητα που χάνει κανείς όταν δεν είναι διαρκώς συγκεντρωμένος και σφιγμένος ωσάν αφορδακός που του ‘χουν φερμαρισμένο ένα τσιγάρο στα σαγόνια με απώτερο σκοπό το σκασμό του.

Αν ο υποβολέας είναι μόνο ένας ίμερος που πρέπει να εκμηδενιστεί μπροστά σε μία μισάνθρωπη ηθική αρχή που έρχεται άνωθεν, ένα παιχνίδισμα του νου, μία χίμαιρα κι ένα επινοημένο πλάσμα, τότε η αρνητική ονειροπόληση μας πάει στράφι κι όλη της η τρυφερή και μαζοχιστική ιερότητα βουλοπλέει αναμεσίς των παραποτάμων της ανοησίας και της απροσεξίας μας. Αν τα πράγματα είναι τόσο απλά και σκληρά μέσα στο παρόν κι εμείς είμαστε ανήμποροι έστω και να σκηνοθετήσουμε τους θανάτους μας ή τους χαμούς των άλλων, τότε εναγκαλιζόμαστε αμαχητί έναν σιωπηλά κι απεριόριστα επίπονο βίο, στυγερά επίμοχθο, όπως θα έλεγες για ένα ποταπό βαναυσούργημα, όπως θα ένιωθε κανείς αντικρίζοντας ένα περίλυπο παζάρι σκλάβων. Μόνο γι’ αυτό το γεγονός, δικαίως απενοχοποιείται η οποιαδήποτε αναζήτηση σύντομης και λάθρας θεραπείας για τον μακρόσυρτο πόνο της ζωής, και μία απ’ τις μορφές αυτής της θεραπείας κάλλιστα ταιριάζουν σαν κομμένο και ραμμένο κουστούμι πάνω στο σώμα του υποβολέα.

«Έρημος» (1998) του Γιώργου Ζουμπουλάκη. Εθνικό Θέατρο: Πειραματική Σκηνή. Νίκος Μαγδαληνός (Υποβολέας), Σπύρος Φασιανός
«Έρημος» (1998) του Γιώργου Ζουμπουλάκη. Εθνικό Θέατρο: Πειραματική Σκηνή. Νίκος Μαγδαληνός (Υποβολέας), Σπύρος Φασιανός
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: