«Τελετές θεμελίωσης»


Τα κτήρια και οι λέξεις τρέφονται με αίμα για να εξασφαλίσουν τη σταθερότητα τους.

Οι τελετές θεμελίωσης έχουν μακρά παράδοση και ξεκινάνε από την προ-Χριστιανική εποχή στην Ευρώπη, σκοπό έχουν την εξασφάλιση της σταθερότητας ενός κτηρίου.
Οι παραδοσιακές τελετές θεμελίωσης έρχονται από το παρελθόν. Κάποτε απαιτούσαν την θυσία ενός ζωντανού πλάσματος έτσι ώστε να στεριώσει ο θεμέλιος λίθος του κτηρίου.
Στην Ελλάδα συνήθως έσφαζαν ένα κόκορα.
Το έθιμο προέρχεται από τον Μεσαίωνα.
Πλέον η επαναλαμβανόμενη εικόνα είναι: άντρες και γυναίκες με κουστούμια και κράνη εργασίας, υψηλόβαθμα μέλη κάποια πολυεθνικής εταιρίας, οι οποίοι
ποζάρουν, ρίχνοντας με επιχρυσωμένα φτυάρια το πρώτο χώμα στο σημείο ανέγερσης του κτηρίου.

Το ανεπιθύμητο εδώ είναι η κατάρρευση. Στις λέξεις το ανεπιθύμητο είναι ο αποπροσανατολισμός που ισούται με υποτιθέμενη καταστροφή.

Όταν κανείς βλέπει τέτοιες φωτογραφίες, το ανοίκειο εισχωρεί μέσα του. Πλέον οι τελετές θεμελίωσης είναι κάτι παραπάνω από γεγονότα δημοσιότητας. Είναι σφάλματα που γίνονται για να αποφευχθούν άλλα σφάλματα.
Ο αποπροσανατολισμός παίρνει τη μορφή της μη σταθερότητας και της αποτυχίας. Η αποξένωση μας προς τα πράγματα φανερώνει πάραυτα την δύναμη που ασκούν επάνω μας και ταυτόχρονα την απόλυτη άγνοια μας για την δική τους εσωτερική ζωή, η οποία πιθανότατα είναι το ίδιο προβληματική με την δική μας.
Ένα αντικείμενο ή μία ακολουθία (όπως τα κτήρια ή οι λέξεις) είναι ικανά να μελετηθούν από τον απόκεντρο με μία αίσθηση απόστασης έτσι ώστε να αποκαλυφθεί η πραγματική τους ουσία ή η μεταξύ τους σχέση.

Η επανάληψη βρίσκεται στην καρδιά του ανοίκειου.

Μία τελετή θεμελίωσης είναι ένα ανοίκειο γεγονός. Την ίδια στιγμή όμως παρουσιάζεται ως ένας εχθρός του ανοίκειου.

Το οικείο βρίσκεται μέσα στο ανοίκειο και το αντίθετο.

Μία τελετή θεμελίωσης είναι η αρχή μίας ροής εργασίας, εργατικών χεριών, υλικών και κεφαλαίου.
Ας υποθέσουμε εδώ πως ένα σύνολο λέξεων βαλμένο σε συγκεκριμένη σειρά μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί μία τελετή θεμελίωσης ενός κειμένου. Ένα κείμενο είναι η αρχή μίας συνεχόμενης ροής γραμμάτων, προτάσεων και παύσεων. Ποιο είναι όμως αυτό που θυσιάζεται για να θεμελιωθεί ένα κείμενο;
Μία τελετή θεμελίωσης είναι μία χοντροκομμένη παντομίμα της εργασίας που θα ακολουθήσει από τους αληθινούς εργάτες. Οργανώνεται και «παίζεται» από τους ανθρώπους οι οποίοι θα κλέψουν από τα αληθινά εργατικά χέρια την αξία του ίδιου του κτηρίου.

Η πραγματική ουσία ενός κτηρίου ή μίας λέξης μπορεί να είναι απόλυτα banal, τόσο επαναλαμβανόμενη που να μας φέρνει σε σημείο εξάντλησης.

Αν κάποιος δει μία σειρά από φωτογραφίες τελετών θεμελίωσης θα χαμογελάσει αλλά την ίδια στιγμή ίσως και να ανατριχιάσει με το παράταιρο της εικόνας.
Ο απόκεντρος έχει την εντύπωση πως οφείλει να «κτίσει» την ύπαρξη του εντός μίας κατασκευής ή μίας λέξης έτσι ώστε να χαρίσει στον εαυτό του την παύση μιας διαδικασίας. Αυτό ακούγεται ακραίο αλλά αν το ξανασκεφτεί κανείς μπορεί να παραλληλιστεί νοητικά με την παύση της σκέψης.
Ο απόκεντρος αποδέχεται τα πάντα όπως είναι. Βρίσκει στις τελετές θεμελίωσης κάτι το γοητευτικό.
Οι τελετές θεμελίωσης όμως δεν είναι τόσο αθώες όσο δείχνουν.
Γιατί οι άνθρωποι που τις τελούν δεν έχουν καμία σχέση με την ίδια την ανέγερση του κτηρίου; Προς τι όλα εκείνα τα χρυσά φτυάρια; Όλα δηλώνουν αποξένωση. Αποξένωση στην εργασία αλλά και στα ίδια τα σύμβολα που την αντιπροσωπεύουν.

Πώς είναι δυνατόν να αισθανθεί κανείς ότι βρίσκεται στον τόπο που του αρμόζει μόνο και μόνο επειδή μόλις συνειδητοποίησε πως είναι απόλυτα χαμένος εντός του κειμένου;
Πώς είναι δυνατόν να αισθανθεί ολόκληρη την ευτυχία της ουσίας του εντός του κενού μία λέξης;

Για τον απόκεντρο το κενό είναι η αρχή ενός καινοφανούς κόσμου, η απαραίτητη προϋπόθεση για μία προοπτική της άνθισης. Για τον απόκεντρο το κενό είναι η μόνη τελετή θεμελίωσης στην οποία παρευρίσκεται καθημερινά.

Οι τελετές θεμελίωσης είναι ιεροτελεστίες. Μπορεί να διαφαίνονται ως αμιγώς αισιόδοξα γεγονότα είναι όμως κάτι πολύ διαφορετικό απ’ αυτό. Οι τελετές θεμελίωσης μοιάζουν με αντίδοτα στην βασκανία του κενού, στο σφάλμα του αγνώστου. Αυτό τα κάνει λίαν σκοτεινά και αιματηρά. Άλλωστε το λέει σύσσωμη η Ιστορία.

Μία εσωτερική τελετή θεμελίωσης μπορεί να διενεργείται από τον καθένα για την κάθε ελάσσονα πράξη του βίου μας.

Όλοι έχουμε υποπέσει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή μας στο σφάλμα του αποπροσανατολισμού ή της κατάρρευσης. Όλοι έχουμε αναγκαστεί να γίνουμε προληπτικοί λόγω του φόβου ενός σαρκοβόρου αγνώστου.
Μία τελετή θεμελίωσης είναι μία πράξη ανόσια προς ό,τι ζωντανό υπάρχει γύρω από το κτήριο που πρόκειται να ανεγερθεί. Πριν ριχτούν τα θεμέλια, κάτι παλαιότερο θα πέσει, δέντρα θα ξεριζωθούν, οικοσυστήματα θα καταρρεύσουν, άνθρωποι θα εκδιωχθούν ή θα εξοντωθούν και μαζί μ’ αυτούς, όλη η κουλτούρα και η παράδοση τους.
Τα κτήρια και οι λέξεις υποτίθεται πως βοηθάνε στο να εξαλείψουμε από εντός μας την αίσθηση ότι είμαστε χαμένοι, με μία δεύτερη ματιά όμως συνειδητοποιούμε πως ίσως αυτά τα ίδια να είναι η αιτία του αποπροσανατολισμού μας.
Μία τελετή θεμελίωσης προϋποθέτει τρομερή απώλεια ενώ την ίδια στιγμή παρουσιάζεται σαν την απαρχή του αντιθέτου της. Την αναγέννηση.
Η αχνή πορεία του αστού είναι κάτι που σου αποκαλύπτεται εξαίφνης, εκεί που κάθεσαι ένα όμορφο απόγευμα στο γραφείο σου, μετά από ένα ήσυχο περίπατο στο πάρκο. Η μη-σταθερότητα δεν παύει ποτέ εντός του απόκεντρου αστεακού όντος και το να αποστάξει τις στιγμές του σε κάτι το πολύ συγκεκριμένο είναι ίσως και το πιο ανίερο έργο του στο βίο. Η προσωπική του τελετή θεμελίωσης γίνεται μέσω των λέξεων.
Οι τελετές θεμελίωσης αλλάζουν σε κάθε τόπο και σε κάθε χρόνο. Όλες όμως περιλαμβάνουν κάποιου είδους θυσίας. Ο μύθος θέλει τη θυσία να «θεμελιώνει» το κτήριο και να εξασφαλίζει την σταθερότητα του. Οι περισσότερες αναφορές έρχονται από τον δέκατο ένατο αιώνα, από αρχαιολογικά ευρήματα, ανθρωπολογικά κείμενα αλλά και από folklore παραδόσεις.
Η τελετή θεμελίωσης είναι μία έμμεση πράξη προς την κατανόηση των αντικειμένων που στέκουν (ή πέφτουν) ομπρός μας.

«Κανένα αντικείμενο δεν αποκαλύπτει την ιδιωτικότητα του σε κάποιο άλλο αντικείμενο, μόνο έμμεσες σχέσεις μπορεί να δημιουργηθούν κατά καιρούς».[1]

Εδώ όμως τίποτε δεν χρειάζεται να γίνει. Ο απόκεντρος δεν έχει ανάγκη από τελετές θεμελίωσης. Ή μήπως όχι; Ο αποπροσανατολισμός είναι ένα δώρο από τους θεούς. Ο αστός δεν είναι υποχρεωμένος να απολογείται στην οποιαδήποτε ειμαρμένη του νου του για την σταθερότητα του οικοδομήματος του εαυτού. Ετούτο όμως δεν τον απαλλάσσει από τα βάρη του νοητικού του θανάτου, του χαρίζει όμως μια χαριτωμένη γοητεία του εσφαλμένου.
Όσο αφορά τις τελετές θεμελίωσης των κτηρίων δεν υπάρχει κάποιο πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούμε να καταλάβουμε με τη λογική αυτή την διαδικασία. Παρόλα αυτά οι τελετές θεμελίωσης συνεχίζουν να στοιχειώνουν τις δημόσιες αλλά και τις ιδιωτικές ζωές μας.
Το γνωστό αγγλικό παιδικό παιχνίδι «London Bridge Is Falling Down» είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα της folklore παράδοσης των τελετών θεμελίωσης. Τα παιδιά σηκώνουν τα χέρια τους καθώς τραγουδάνε το ομότιτλο τραγούδι μιμούμενα την διάσημη γέφυρα στον Τάμεση, ενώ την ίδια στιγμή από κάτω περνάνε τα υπόλοιπα παιδιά χορεύοντας, μέχρι οι δύο που μιμούνται τη γέφυρα να ρίξουν τα χέρια στο κεφάλι ενός από τους παίχτες. Πολλές θεωρίες θέλουν το ίδιο το παιχνίδι να προέρχεται από ένα actual γεγονός θυσίας που έγινε στην τελετή θεμελίωσης της γέφυρας του Λονδίνου. Λέγεται πως κάποιο παιδί θυσιάστηκε εκεί για να εξασφαλισθεί η σταθερότητα του κτίσματος.

Όποιος έχει σφάλει ολοκληρωτικά δεν έχει να λογοδοτήσει πλέον για την ίδια του την ύπαρξη.

Τα κτήρια και οι λέξεις είναι έξω από εμάς, εμείς όμως ψάχνουμε εντός μας μία πανομοιότυπη με τη δική τους σταθερότητα, η οποία φυσικά έχει άμεση σχέση με ιδιαίτερες προλήψεις, δηλαδή τις ιδιωτικές μας τελετές θεμελίωσης.

Μπορεί να μην υπάρχουν αρχαιολογικές αποδείξεις για τον μύθο του London Bridge, ανθρώπινα οστά όμως έχουν βρεθεί κάτω από τον ναό του Αγίου Παύλου στο Holsworthy, ο οποίος κτίστηκε την ίδια περίοδο, δηλαδή τον 13ο αιώνα. Ένας ολόκληρος σκελετός ανθρώπου στην εκκλησία του Wickenby στο Lincolnshire και δύο σκελετοί κάτω από εκκλησία στο Brownsover. Παιδικά οστά βρέθηκαν κάτω από την Γέφυρα της Βρέμης στη Γερμανία – επίσης κτισμένη την ίδια περίοδο.[2]
«Η απολύτρωση, εάν όντως τη θέλουμε, πρέπει να προέρχεται από εμάς: δεν πρέπει να την ψάχνουμε αλλού […] Αυτό ωστόσο συμβαίνει σε κάθε πνεύμα διψασμένο για το απόλυτο».[3] Το απόλυτο όμως έχει τις ρίζες του στο απόλυτο σφάλμα. Το ανοίκειο στο οικείο κ.ο.κ.
Στη Ρουμανία ένας συγκεκριμένος μύθος θέλει τον αρχιτέκτονα Manole ο οποίος προσλήφθηκε από τον πρίγκιπα Radu Negru, να χτίζει το μοναστήρι της Curtea De Arges, με σκοπό να γίνει το πιο όμορφο κτήριο της περιοχής. Όταν ο Manole και οι εννιά εργάτες του αντιμετώπισαν τους ασταθείς τοίχους του κτίσματος, ο ίδιος ο αρχιτέκτονας ονειρεύτηκε τη λύση, σύμφωνα πάντα με το τραγούδι:

A voice from Heaven
Told me clearly
That all our works
Will collapse
Until we together
Swear here
To seal up in the wall
The first woman
Wife or sister
Who appears
Tomorrow at dawn
Carrying a living thing
[4]


Ο απόκεντρος το μόνο που κατέχει είναι η σιγουριά του εσφαλμένου, η δικαιολογία του αποπροσανατολισμού – δεν πάσχει από κανενός είδους ανάγκης για θεμελίωση. Η μοχθηρία του ή η αποτυχία του είναι και το απάγκιο του. Το ότι ο απόκεντρος ή ο αποπροσανατολισμένος είναι μοχθηρός ή αποτυχημένος, τον περισώζει από την διάλυση του. Περιχαρακώνεται πίσω από την επιτήδευση έτσι ώστε να μην φανούν οι αδυναμίες του. Τη στιγμή όμως που συνειδητοποιεί πως κι αυτός έχει αδυναμίες και δεν είναι θεός, τότε αμέσως κατεβάζει τα αμυντικά του τείχη και προκρίνει το στήθος του προς τον εχθρό, δηλαδή την ίδια την πρόληψη.
Η συμφωνία που έκανε ο Manole με τους εργάτες του ήταν αποτρόπαια. Η πρώτη από τις συζύγους τους η οποία θα εμφανιζόταν στο εργοτάξιο, θα χτιζόταν ζωντανή στα θεμέλια του μοναστηριού. Τελικά πρώτη φάνηκε η γυναίκα του ίδιου του Manole η οποία ήταν έγκυος με το παιδί του. Παρότι βαθιά συντετριμμένος από τη λύπη του, ο αρχιτέκτονας τήρησε την υπόσχεση του. Παρέσυρε την άτυχη γυναίκα, προσποιούμενος πως παίζουν ένα παιχνίδι, και την έκτισε κυριολεκτικά μέσα σε ένα τοιχίο με την βοήθεια των εννέα εργατών του. Η συνέχεια της μπαλάντας περιγράφει με κάθε ακρίβεια τον αποτρόπαιο θάνατο της γυναίκας και του παιδιού της μέσα στην ασφυξία του τοίχου. Μετά από αυτή την θυσία το μοναστήρι στάθηκε για πρώτη φορά όρθιο.

Ο εχθρός είναι πάντα αόρατος.

Και να που ο αποπροσανατολισμός του απόκεντρου του χρησιμεύει ωσάν όπλο κατά του εχθρού. Πως είναι δυνατόν να τον ανακαλύψουν όταν ο ίδιος δεν υφίσταται; Ο εχθρός ποιος είναι; Μα ο ίδιος ο φόβος του, ο φόβος για το άγνωστο και τις λέξεις του. Για τον απόκεντρο ο εχθρός μπορεί να είναι ακόμη και η ίδια η αναπνοή. Ο αποπροσανατολισμός τον κάνει να ξεφεύγει ακόμη κι από τέτοιους δυνατούς εχθρούς.
Ο μύθος των τελετών θεμελίωσης μπορεί να βρεθεί σε πολλές χώρες στην Ευρώπη. Το δικό μας γιοφύρι της Άρτας είναι ένας τέτοιος μύθος. Ένα πουλί δελεάζει την γυναίκα του κτίστη μέσα στα θεμέλια της γέφυρας. Ενώ στον αλβανικό μύθο του κάστρου Rozafa το γυμνό στήθος της γυναίκας μένει έξω από τον τοίχο έτσι ώστε να μπορέσει να θρέψει το νεογέννητο παιδί της, εκπληρώνοντας τις μητρικές της υποχρεώσεις ακόμη και μετά θάνατον. Πλέον στις σύγχρονες κοινωνίες οι δυνάμεις που πρέπει να δελεαστούν από την θυσία είναι οι πολιτικές και καπιταλιστικές ομάδες οι οποίες εκμεταλλεύονται την μητρική μορφή και την βάζουν να προβεί στην υπέρτατη θυσία. Γυναίκες αναγκαίες αλλά την ίδια στιγμή αναλώσιμες. Εργάτες το ίδιο. Ο μύθος του Manole συνεχίζεται καθώς ο πρίγκιπας Radu Negru παγιδεύει μέσα στο μοναστήρι τους κτίστες έτσι ώστε να μην κατασκευάσουν ποτέ ξανά κάτι τόσο όμορφο. Εδώ ο μύθος γίνεται μία παντοδύναμη μεταφορά για την κατεδάφιση ολόκληρων φυλών και δικαιωμάτων για χάρη μίας ανέγερσης κτηρίου ή ενός οικισμού.

Ένας άλλος σημαντικός «εχθρός» μπορεί να είναι τα κτήρια και οι λέξεις. Ο απόκεντρος τα αναγνωρίζει και τα δύο γι’ αυτό και τα απαρνείται με τον τρόπο του.

Μπορεί να μην είναι πλέον ο Διάβολος ή ο Θεός ο οποίος ικανοποιείται με μία ανθρωποθυσία, είναι όμως σίγουρα η εργατική τάξη η οποία στερείται τα βασικά δικαιώματα της τεμπελιάς, της ηρεμίας, της ψυχικής υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας.
Τη στιγμή που βιώνουμε την αποξένωση μας προς τα κτήρια και τους ανθρώπους, το δευτερόλεπτο που απομακρυνόμαστε χωρίς γυρισμό από το οικείο, τότε ακριβώς συνειδητοποιούμε πως η ίδια η λέξη «λέξη» δεν μοιάζει να είναι γραμμένη σωστά.

Κάθε κτήριο και κάθε λέξη είναι μία αδιανόητη απώλεια.

Μία απώλεια τόσο κατακλυσμική που δεν θα μπορέσει ποτέ να υπολογισθεί μαθηματικά ή να αποφευχθεί από κάποιο υπερσύγχρονο σύστημα υπολογισμών.

Χτίζαμε και γράφαμε για πολύ καιρό και τώρα η κούραση μας είναι στο ανώτερο σημείο της, τα κτήρια, οι λέξεις και ο βίος ο ίδιος χάνουν το θεμέλιο του νοήματος τους, χάνουν την σταθερότητα τους. Όλα καταρρέουν και η πυξίδα γυρνάει ασταμάτητα προς όλες τις κατευθύνσεις.

Επιστρέφουμε επιτέλους στη γη, εντός της οποίας γεννιέται η ίδια η κατανόηση των πραγμάτων.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: