Πήρα να δω πώς είστε

Η Λούλα Αναγνωστάκη με τον Κάρολο Κουν
Η Λούλα Αναγνωστάκη με τον Κάρολο Κουν

Τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται, κατά κύριο λόγο, σε καθεστώς μετακίνησης. Έτοιμα να τραπούν σε φυγή.

Έτοιμα να φύγουν για κάπου.

Για πού;

Πού θέλουνε να πάνε; Αγαπούνε να ταξιδεύουν, αορίστως; Δεν θα το ‘λεγα. Καθόλου μάλιστα.

Αν βρεθείς όμως μαζί τους σ’ ένα δωμάτιο, το αισθάνεσαι ότι δεν μπορούν να μείνουν εκεί. Σου δημιουργούν μια αίσθηση ανησυχίας ότι ανά πάσα στιγμή θα ανοίξουν την πόρτα και θα φύγουν.

Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να φύγουν. Κινδυνεύουν.

Από τι; Από ποιoν; Γιατί κινδυνεύουν;

Ανεξήγητο.

Έχουν μέσα τους μια μεγάλη ζωή που όσο πάει, λέει, και μικραίνει.

«μια μεγάλη ζωή. Αλλιώτικη, που όλο μικραίνει χρόνο με τον χρόνο, μέρα με τη μέρα, γίνεται πιο μικρή και δεν πρέπει, έτσι που μικραίνει, να χαθεί εντελώς..»

Αόρατα νήματα που γίνονται χοντρές αλυσίδες. Τους κρατάνε κάτω. Αν μείνουν εκεί, θα τους πατήσει, θα τους λιώσει ο οδοστρωτήρας.

Από πού έρχονται; Πού θα πάνε;

Και ποια είναι αυτά τα άτομα; Αυτοί οι άνθρωποι. Ποιοί είναι;

Έρχονται από μακριά. Εξαφανίστηκαν μια μέρα ξαφνικά.

Η Δήμητρα με τον μικρό Άγη.

Εκατόν ογδόντα χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Μάντσεστερ.

Σ’ ένα μεγάλο σκοτεινό σπίτι. Περιμένανε κάποιον.

Η Δήμητρα ξάφνου φωνάζει: «Είναι καλύτερα να περιμένεις κάποιον που ξέρεις πως δεν θα ‘ρθει, παρά να αγωνιάς, περιμένοντας!»

Μετά, χωριστήκανε. Ο μικρός Άγης χωρίστηκε από τη μητέρα του.

«Τα αισθήματα; Τι είναι αυτά που ρωτάτε – Αν υπάρχουν τα αισθήματα;

Ρωτάτε αν έχουν οι καλλιτέχνες αισθήματα;

Μόνο αισθήματα έχουν. Αλλά είναι άλλης ποιότητας. Ε, αυτό δεν εξηγείται! Δεν θα το καταλαβαίνατε και σας εύχομαι να μην το καταλάβετε ποτέ. Άλλης ποιότητας

Ο Άγης. Χωρίς τη Δήμητρα.

Κολωνάκι. Οδός Καψάλη.

Απομεσήμερο καλοκαιριού. Επίσκεψη στη Λούλα.

Στέκομαι, πάντα, λίγο έξω από την πόρτα, πριν χτυπήσω.

Μου ανοίγει, περνάω πρώτος στο σαλόνι και, όσο εκείνη πλησιάζει, μου λέει πάντα την ίδια φράση: «Μη με κοιτάτε».

Τώρα καθόμαστε σε δυο πολυθρόνες αντικριστά.

Το φως του απογευματινού ήλιου μπαίνει από τα λίγο κατεβασμένα στόρια. Πλάι στην μπαλκονόπορτα μια φωτογραφία του Τ.Σ. Έλιοτ. Στους τοίχους και σκόρπια στα έπιπλα κάδρα και πίνακες ζωγραφικής. Μια σελίδα του Αδερφού υπέροχα κεντημένη από την Έρση Μαλικένζου. Ένα πορτρέτο και μια μεγάλη φωτογραφία του Γιώργου, ένα σκίτσο του Θανάση μικρού, ζωγραφισμένο από τον Γιώργο. Εξώφυλλα βιβλίων του.

Θαμπό χρυσαφί χρώμα φιλτράρει τα πάντα. Αύγουστος.

Οι ακτίνες του ήλιου από τις γρίλιες. Η μπαλκονόπορτα μισάνοιχτη.

Ο Παλιός μπρούτζινος καθρέφτης.

Ο Καπνός των τσιγάρων μας.

Στο τραπέζι, ανάμεσά μας, σταχτοδοχεία. Το κουτί με τα σοκολατάκια που της πήγα. Λύνει τη γαλάζια κορδέλα του μαγαζιού και το ανοίγει. Δοκιμάζει και μου λέει να πάρω.

«Γιατί αργήσατε;» Ποτέ δεν είχα αργήσει.

Δυο τρεις κουβέντες και μετά σιωπή. Τότε, ήταν ακόμα όλα αλλιώς. Οι παύσεις μας, όμως, δεν μου προκαλούν πια αμηχανία.

Περιμένω πάντα κάτι σπουδαίο. Το ξέρει. Νομίζω της αρέσει. Δεν αναλωνόμαστε στα τρέχοντα.

Στο τέλος, έστω και στα τελευταία πέντε λεπτά, το παίρνω.

Τι είναι αυτό. Ποτέ δεν μπόρεσα να πω. Ήταν όμως σπουδαίο.

Πολλές φορές με τάραζε. Μου έπεφτε πολύ και μ’ έκανε να θέλω να φύγω.

Η ώρα περνούσε.

Αρχίσαμε να συζητάμε για ένα πρόσωπο. Του έδινε μια μυστηριώδη διάσταση την οποία στην πραγματικότητα δεν ξέρω αν είχε. Ένα πρόσωπο που μετά από καιρό δεν θα είχε καμιά σημασία, δεν θα μας απασχολούσε ξανά. Όμως εκείνο το απόγευμα καταλήγουμε να μιλάμε γι’ αυτό το πρόσωπο.

Μια φράση που είπε. Κάτι που υπαινίχθηκε. Ασήμαντο, μάλλον. Επιμένουμε στη φράση. Μου γεννιέται ένα συναίσθημα σαν να λυπάμαι το πρόσωπο αυτό.

Η Λούλα κοιτάζει κάτω και μετά στρέφεται και με κοιτάζει μ’ ένα πλάγιο βλέμμα που δεν μπορώ ακριβώς να αποσαφηνίσω πίσω από τα μαύρα της γυαλιά.

Ο ήλιος δύει.

Πάλι παύση.

Στα δάχτυλά της βλέπω ξαφνικά τη γαλάζια κορδέλα. Την ισιώνει με αργές μαλακές κινήσεις σαν να τη χαϊδεύει.

Μοιάζει με ενζενί.

Αναρωτιέμαι αν κράταγε την κορδέλα όλη την ώρα που καθόμασταν και μιλούσαμε. Πώς βρέθηκε ανάμεσα στα δάχτυλα της, ξαφνικά, πάνω σ’ αυτήν την παύση;

Κοιτάζω γύρω. Τα αμπαζούρ αναμμένα. Κανένας μας δεν σηκώθηκε να τα ανάψει. Ήταν έτσι από την ώρα που πήγα και δεν το πρόσεξα;

Από την ανοιγμένη μπαλκονόπαρτα το αυγουστιάτικο δειλινό.

Η γαλάζια κορδέλα. Τα μαύρα γυαλιά. Ο μπρούτζινος καθρέφτης. Τα αμπαζούρ.

Η Λούλα κι εγώ καθόμαστε αντικριστά, σωπαίνοντας.

Σαν σε σκηνή που κλείνει.

Η φαντασμαγορία του θεάτρου στο διαμέρισμα της οδού Καψάλη.

Σκοτάδι.

Κατηφορίζω τη Βουκουρεστίου και τη σκέφτομαι.

Δεν ξέρω γιατί. Τη σκέφτομαι πάντα μόνη της. Ενώ η Λούλα δεν έμεινε μόνη ποτέ.

Ως το τέλος είχε γύρω της ανθρώπους.

Το σπίτι της ήταν ανοιχτό κι άνθρωποι την επισκέπτονταν (όταν έπαψε πια να βγαίνει εντελώς τα τελευταία της χρόνια), φίλοι, καλλιτέχνες, άλλοι –ταλαντούχοι και λιγότερο ταλαντούχοι– τους δεχόταν, κάποιοι την αγαπούσαν πολύ κι εκείνη το ίδιο.

Ακόμα και πριν τη γνωρίσω εγώ, όσο ζούσε ο Γιώργος, την εποχή που άνθρωποι μπαινόβγαιναν στο σπίτι της, στη ζωή της, ταράζοντας την ηρεμία που σπάνια μπορούσε να έχει, ακόμα και τότε, τη φαντάζομαι μόνη.

Μια μοναξιά στην οποία εξανάγκαζε τον εαυτό της, όπως οι βασιλιάδες ή οι πολύ περήφανοι άνθρωποι.

Όπως η Άννα στα Διαμάντια. Άνθρωποι δικοί της και ξένοι. Εισβάλλουν και αναποδογυρίζουν τη ζωή της, την προδίδουν – στα ανθοδοχεία λουλούδια που αγοράζει εκείνη, η μεγάλη βραδιά με σαμπάνιες και μπίρες κι αυτή στο τέλος μόνη, κλονισμένη κι αλώβητη, καθισμένη στο πιάνο, παίζοντας και τραγουδώντας το μπλουζ στον δικό της ρυθμό κάτω από τα δυνατά φώτα. Μια λάμψη αστραπής και μετά απότομο σκοτάδι.

Έτσι έμοιαζε κι η Λούλα. Πριν και μετά την εποχή των εισβολέων. Αλώβητη.

Κι αν αφουγκραζόσουν καλύτερα, αισθανόσουν έναν μεγάλο αδικαίωτο θυμό που ούτε μπορεί να υποψιαστεί κανείς από ποια βάθη προερχόταν.

Ποια λύπη τον μαλάκωνε. Ποια μνήμη τον ξύπναγε.

Ποιες σκέψεις κράταγαν την ίδια άγρυπνη.

Ποια δύναμη την έκανε χαλύβδινη. Άτρωτη. Εύθραυστη. Ευμετάβλητη. Αμετακίνητη.

Αντιφατική, όπως όλες οι ηρωίδες και όλοι οι ήρωες των έργων της.

Ο Άγης με τα άλλης ποιότητας αισθήματα.

Η Δήμητρα. Στη συνέντευξη Τύπου να λέει: «Δε μ’ αρέσουν οι κριτικοί. Δε μ’ αρέσει καμιά κριτική.
Δε θέλω να με κριτικάρουν για τίποτα. Πώς; Μα καθόλου δε μ’ ενδιαφέρει να τα ξέρουν όλα για μένα –Δεν έχω να κρύψω τίποτα– Αλλά όχι κριτική –Από κανέναν! Αυτό δεν το ανέχομαι. Μια ζωή με σχόλια και κριτική

Ξανά ο θυμός. Και μια άλλη στιγμή, ξαφνικά:

«Θύμωσα γιατί θες να φύγεις. Νόμισα πως θα ‘μενες απόψε κοντά μου.

Σε θυμάμαι. Μόνο εσένα θυμάμαι.

Πες πως το ξέρεις.

Καθόσουν πάντα στο ίδιο παγκάκι.

Με τ’ άσπρα σου ρούχα.

Έβλεπα το σημάδι σου και σκεφτόμουν, Είναι όπως οι παλιοί ευγενείς – Μ’ ένα σημάδι στο πρόσωπο από ξιφομαχίες.»

Έτσι ήταν κι η Λούλα που γνώρισα.

Δεν έλεγε σχεδόν ποτέ αυτό που περίμενες να ακούσεις. Το ίδιο και τα πρόσωπα των έργων της.

Απρόβλεπτα σαν εκείνη. Ο λόγος τους διφορούμενος μετεωρίζονταν, όπως κι ο δικός της.

Συγκάλυπτε και αποκάλυπτε.

Μια ανοιχτή καρδιά.

Ένα άτομο τεράστιας ευαισθησίας. Αισθήματα άλλης ποιότητας.

Γενναιόδωρη. Δίκαιη. Αλλά και ακραία υποκειμενική.

Αν αγαπούσε, αγαπούσε απόλυτα.

Απόλυτη σε όλες τις αποφάσεις της.

Απόλυτη στην αγάπη της για τον Γιώργο.

Απόλυτη κι απόλυτα ερωτική.

Αιρετική – δεν συντάχθηκε ποτέ με τον μέσο όρο, ούτε τον απαξίωσε.

Υπερασπιζόταν όμως σχεδόν πάγια εκείνον που χτύπαγαν οι πολλοί. Ή όσοι νόμισαν ότι εκπροσωπούν τους εκλεκτούς.

Κάποτε στο τηλέφωνο μου είπε: «Αυτοί δεν ξέρουν τίποτα, ούτε για σας, ούτε για μένα, ούτε για κανέναν.»

Μιλούσαμε πολύ στο τηλέφωνο. Και πάντοτε, αμφότεροι στον πληθυντικό. Το είχαμε από κοινού αποφασίσει. Μας άρεσε έτσι.

Τα πρώτα χρόνια, πριν αρρωστήσει, τηλεφωνιόμασταν τη νύχτα. Πολύωρα, μεταμεσονύκτια τηλεφωνήματα. Η επαφή μας ήταν κατά κύριο λόγο τηλεφωνική, καθώς εγώ έμενα στη Θεσσαλονίκη.

Βλέπαμε μια αμερικάνικη σειρά στην τηλεόραση και όταν τελείωνε το επεισόδιο, τηλεφωνιόμασταν και σχολιάζαμε τους χαρακτήρες.

«Παρατηρήσατε πως περπατάει πάντα με το κεφάλι λίγο σκυφτό;»

«Πράγματι» της απαντούσα και ο χαρακτήρας ξαφνικά φωτιζόταν αλλιώς μέσα μου.

Είχε το χάρισμα μέσα από ανεπαίσθητες λεπτομέρειες να τα φωτίζει αλλιώς όλα.

Να τους δίνει ένα κρυμμένο βάθος.

Το ίδιο έκανε και στα έργα της. Στα πρόσωπά της. Ένα αναίτιο χαμόγελο.

Μια φράση ειπωμένη ξεκομμένα από τις προηγούμενες.

Μια αδικαιολόγητη κίνηση του σώματος.

Μια γεμάτη ηλεκτρισμό σιωπή. Ένα διαπεραστικό βλέμμα. Ένα ξέσπασμα θυμού που γινόταν αμηχανία. Όλα υπέθαλπαν κρυφά ανομολόγητα αισθήματα. Άλλης ποιότητας;

Άλλης ποιότητας, έστω.

Έτσι έκανε και η ίδια. Έλεγε κάτι με φοβερό χιούμορ, παραδείγματος χάριν «θα κρατήσουμε τη σχέση μας κρυφή» και αμέσως στον ίδιο τόνο, αλλά ξεκομμένα, συνέχιζε: «γιατί να ξέρετε, στο βάθος όλων η ζήλεια».

Καμιά φορά, ακόμα και τώρα, τηλεφωνώντας σ’ έναν αριθμό σταθερού τηλεφώνου, στους φίλους μου το μεσημέρι, εντελώς ασυναίσθητα, πληκτρολογώ τα πρώτα νούμερα του αριθμού της Λούλας.

Μένουν τα δάχτυλά μου μετέωρα.

Σκέφτομαι να άκουγα τη φωνή της στον τηλεφωνητή κι εγώ με λίγο τρακ πάντα να αφήνω μήνυμα, λέγοντας: «γεια, πήρα να δω πώς είστε» κι εκείνη να σηκώνει το ακουστικό και να ρωτάει με αγωνία στη φωνή «τι κάνετε;»

Να της μιλάω αόριστα κι εκείνη να επιμένει να μάθει τι με απασχολεί.

Αν γράφω.

Αν χιονίζει. Αν στέκομαι και κοιτάζω μόνος το χιόνι.

Κι εγώ να της πω ότι έχω την εικόνα της να κάθεται με τον Κουν και να συζητάνε για τον Νίκο από το έργο της.

Και να της πω πάλι για τότε που την είδα με τον Γιώργο στην Επίδαυρο.

Και να της πω ότι ακόμα και μετά από όλα αυτά τα χρόνια και μετά από όλα όσα μεσολάβησαν, όταν ακούω τον τίτλο Ο Ήχος του Όπλου, αισθάνομαι κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω.

Και να της πω ότι τις θυμάμαι, μετά το τέλος μιας παράστασης, σαν από πολύ μακριά, στο καμαρίνι της Ρένης, όρθιες να κοιτούν.

Και ότι πάντα –πάντα!– όλα, μέσα μου, παραμένουν μυθικά.

Κι ότι ακόμα και τώρα, θα στεκόμουν λίγα δευτερόλεπτα να κυριαρχηθώ, πριν χτυπήσω το κουδούνι της οικίας Χειμωνά.

Κι ότι αυτά τα πρόσωπα, ποια πρόσωπα. Ο Παύλος. Ο Θύμιος. Ο Ιβάν. Η Κάτια, ο Μιχάλης. Η Δήμητρα, ο Άγης κι η Μυρτώ. Είναι μέσα μου ολοζώντανα.

Ότι και σήμερα τη φαντάζομαι κάπου μόνη σ’ ένα διαμέρισμα που δεν έχω επισκεφθεί, μιας άγνωστης πόλης.

Στητή στον μοβ καναπέ της. Με το τηλέφωνο στο πλάι.

Και –για το τέλος θα της έλεγα αυτό– θα της έλεγα ότι δεν μπορώ να σβήσω από τις επαφές του δικού μου τηλεφώνου τον αριθμό της.

Δεν ξέρω, θα της έλεγα, γιατί.

Δεν σβήνεται.

«Να μην τον σβήσετε ποτέ, μ’ ακούτε; Ποτέ.» θα μου απαντούσε.

[ 20/2/23 ]


Τα πλάγια γράμματα εντός των εισαγωγικών αποτελούν αποσπάσματα από τα έργα της συγγραφέως Η κασέτα και Ταξίδι μακριά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: