Οι κασέτες: Δεκατρείς εγγραφές

Η Λούλα Αναγνωστάκη Η Λούλα Αναγνωστάκη Η Λούλα Αναγνωστάκη Η Λούλα Αναγνωστάκη Η Λούλα Αναγνωστάκη

 

 

ΕΓΓΡΑΦΗ ΠΡΩΤΗ

Φόραγα ένα κόκκινο παλτό. Σπάνιο κόκκινο –με τι να το παρομοιάσεις τώρα αυτό; Με τίποτα δεν έμοιαζε, με κανένα κόκκινο που ξέρω… Ας είναι… Ξανά. (Ανάσα) Φόραγα ένα κόκκινο παλτό και στεκόμουν στο κέντρο μιας φωτογραφίας απ’ αυτές τις παλιές, τις πολαρόιντ, σήμερα δεν υπάρχουν πια τέτοιες. (Μικρή παύση) Μάλλον όχι, δεν στεκόμουν στη μέση, στην άκρη ήμουν, στην άκρη αριστερά αλλά έκανε τόσο θόρυβο εκείνο το κόκκινο παλτό μου που ήταν σαν να έπιανε όλο τον χώρο… Γι’ αυτό δεν μ’ αρέσουν τα χρώματα: είναι φωνακλάδικα, ξεσηκώνουν τον κόσμο. Αν και το κόκκινο μου αρέσει, αλλά να είναι φιλοσοφημένο. Να είναι βαθύ, να λέει πράγματα.[1] Όχι το οποιοδήποτε κόκκινο. (Μικρή παύση) Τέλος πάντων. Στεκόμουν στην άκρη, δίπλα στη Βέρα. Τους άλλους δεν τους θυμάμαι. Γιατί ήταν, βέβαια, κι άλλοι, δεν γίνεται ολόκληρη φωτογραφία με δυο γυναίκες μόνο. Δηλαδή γίνεται αλλά αυτή ήταν μια φωτογραφία με πολλά πρόσωπα. Πολλά αδιάφορα πρόσωπα, εκτός από της Βέρας. Το πρόσωπο της Βέρας ήταν το πιο ενδιαφέρον σε κείνη τη φωτογραφία της στιγμής που κρατούσα απ’ τις άκρες και την ανέμιζα σαν να περίμενα να εμφανιστεί, να φανερωθώ με το κόκκινο παλτό μου πλάι στη Βέρα και στους αόρατους άλλους καμαρώνοντας που ξεχώριζα. (Μικρή παύση) Τι ματαιοδοξία!

ΕΓΓΡΑΦΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Ο χρόνος κρατιέται από πάνω μου σαν γέρος. Πάμε κι οι δυο τρεκλίζοντας. Ή χορεύοντας –δεν ξέρω ποιο από τα δύο περιγράφει καλύτερα το βήμα μας. Μουσική πάντως δεν υπάρχει. Μόνο ένας αργόσυρτος αέρας. (Μικρή παύση) Θα ‘πρεπε να υπάρχει κάποιος τρόπος να γερνάς. Οδηγίες χρήσεως του χρόνου που λιγοστεύει. Της ζωής καθώς μικραίνει, της μικρής ζωής, της ζωής που εκδικείται, γιατί τη ζήσαμε, τολμήσαμε να τη ζήσουμε. Δεν υπάρχει. Κανένας τρόπος ν’ αποχωρείς δεν υπάρχει. Γιατί αυτός είναι ο σκοπός: η αποχώρηση. (…) Δεν πάσχω από κάτι, πάσχω απ’ όλα αλλά όχι από «κάτι». Απλώς το περπάτημά μου γίνεται όλο και λιγότερο αγέρωχο –αγέρωχο! Τι λέξη!–. Δεν διασχίζω πια, μόνο πάω. Πηχτά, μαλακά βήματα, σαν να κυλάω σε σιφόν βελούδο. Κοντοστέκομαι συχνότερα πιάνοντας το στήθος μου. Εκεί όπου θαμπώνει η αναπνοή μου, εκεί μένω για λίγο. Εμβρόντητη. Σαστισμένη που δεν με νοιάζει. Αλλά γιατί θα έπρεπε να με νοιάζει, γιατί να με απασχολεί; Έχω ανασάνει τόσες φορές, τόσες αμέτρητες φορές, λογικό η ανάσα μου να σκαλώνει. Ίσως και πιο βολικό, πιο ξεκούραστο. Αυτό είναι που κάνει, εξάλλου, κάθε καινούργια αναπνοή και μια έκπληξη, μια, ας πούμε, κάπως ευχάριστη έκπληξη. (Βαθιά ανάσα) Γιατί τα λέω αυτά... Όλ' αυτά είναι αστεία.

ΕΓΓΡΑΦΗ ΤΡΙΤΗ

Όλος αυτός ο ουρανός… Πόσο ενοχλητικός. Μα, από πού μπαίνει;

ΕΓΓΡΑΦΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Δεν τα πάω καλά με τις αφίξεις, ποτέ δεν τα πήγαινα. Κάποιος σού χτυπάει το κουδούνι, μια φωνή σε περιμένει στο τηλέφωνο, ο ταχυδρόμος σού ζητά να παραλάβεις ένα συστημένο –μ’ αναστατώνουν όλ’ αυτά, μ’ εξαντλούν. Ενώ, στο βάθος, μπορεί και να τα περιμένω. Τους ανθρώπους –κάποιους ανθρώπους–, τα νέα τους. Ή τα παλιά τους, τα πρώτα τους. (Μικρή παύση) Υπάρχουν βέβαια και ωραίες αφίξεις. Εκείνες που έχω προετοιμάσει χωρίς να ξέρω τον χρόνο τους. Η Νάταλι Γουντ, ας πούμε, δεν ξέρω πότε θα εισβάλλει στο δωμάτιο. Ή η γυναίκα του περιπτερά της πλατείας –ίσως είναι και η ερωμένη του, δεν ξέρω. Φαντάζομαι το όνομά της: Μαρίτσα. Κάθεται πάντα μπροστά στη θυρίδα του περιπτέρου και του μιλά. Τους χειμώνες, φορά μια εσάρπα με λαχούρια, κάπως κραυγαλέα, αλλά μ’ αρέσει. Τα καλοκαίρια ένα φόρεμα με τιραντάκια, αδιόρατα τιραντάκια, η πλάτη της γυμνή, λευκή, κατάλευκη. Όταν έρχεται πελάτης, παραμερίζει, πάντα δεξιά. Μετά, ξαναπαίρνει τη θέση της στο κέντρο. Συνεχίζει να του λέει εκείνο που διέκοψε. Πεθαίνω να μάθω τι του λέει. Ασημαντολογίες ίσως. Ναι, αλλά εγώ πεθαίνω για τις ασημαντολογίες.

ΕΓΓΡΑΦΗ ΠΕΜΠΤΗ

(Βαθιά ανάσα)

Κανένα ταλέντο δεν έχω. Μόνο έναν τρόπο να κοιτάω. Να κοιτάς και ν’ ακούς –τι υπέροχος ίλιγγος! Κι ύστερα ν’ απομονώνεις τα πιο πολύτιμα θραύσματα και να τα εμφανίζεις στον σκοτεινό σου θάλαμο για να τα ξαναβρείς μπροστά στα μάτια σου να σχηματίζουν μια μεγάλη κινούμενη εικόνα που ξεκινάει από ένα παρόν πάντα δυσοίωνο, απλώνεται όμως προς ένα μέλλον που υπόσχεται μια κάποια μετατόπιση. Δεν το επεδίωξα ποτέ. Απλώς έτσι γινόταν. Πώς άλλες τα καταφέρνουν στα γεμιστά; Εγώ ήμουν πάντα δυνατή στο βλέμμα. Στα γεμιστά καθόλου, στο βλέμμα ναι. (Μικρή παύση) Στο δικό μου βλέμμα. Των άλλων με απέλπιζε.

ΕΓΓΡΑΦΗ ΕΚΤΗ

Οι συμπτώσεις είναι εφιαλτικές. Παύση.

(Η εγγραφή διακόπτεται απότομα. Γρυλίσματα, η ταινία σαν να τρίβεται. Που και που σκόρπιες λέξεις… Πλατύσκαλο… Επαναστατικό… Για μένα… Τίποτα, τίποτα… Θήραμα… Αύγουστος… Ενδιάμεσα, φθαρμένοι ήχοι πόλης σαν από ανοιχτό μπαλκόνι: λερωμένες φωνές, κορναρίσματα αυτοκινήτων, μια σειρήνα ασθενοφόρου, ένας επίμονος χτύπος σαν από κασμά στο τσιμέντο… Οι τελευταίοι στίχοι από «Το τρένο για την Κατερίνη». Μετά σιωπή.)

ΕΓΓΡΑΦΗ ΕΒΔΟΜΗ

Εκθαμβωτικός –αυτός ο άντρας ήταν εκθαμβωτικός. Όχι, δεν μ’ αρέσει αυτό. Αδυσώπητος. Ούτε αδυσώπητος, ούτε. –Εγώ και τα επίθετα. Ένας ακήρυχτος πόλεμος.– Εφήμερος ίσως;… Ναι, εφήμερος είναι καλύτερα –ωραία λέξη το εφήμερο. (Μικρή παύση) Αυτός ο άντρας ήταν εφήμερος και δάκρυζε. Ανεπαίσθητα, συνεχώς. Μπορεί από κάποια πάθηση των ματιών, δεν ξέρω. Τόσες παθήσεις υπάρχουν, θα υπάρχει και κάποια που μετατρέπει τα μάτια σε λίμνες.

ΕΓΓΡΑΦΗ ΟΓΔΟΗ

Θα μου άρεσε να τραγουδάω μπλουζ –αυτό ναι, θα μου άρεσε. Όρθια, μπροστά σ' ένα μικρόφωνο, λίγο χλομή μέσα σ' ένα ριχτό μαύρο φόρεμα από ελαφρύ μετάξι. Στόμα και φωνή κατακόκκινα, της ήττας. Αλλά όχι σε πίστα, ποτέ σε πίστα, όχι… Αν έπρεπε σώνει και καλά να βγω σε πίστα, θα απαιτούσα μια πίστα μακριά απ' το κοινό, να μην τους βλέπω. (Μικρή παύση) Δεν πρέπει να βλέπεις κανέναν στα μάτια, όταν τραγουδάς το όνειρο ενός άντρα που επιστρέφει, ενώ δεν πρόκειται να γυρίσει ποτέ, στον αιώνα τον άπαντα δεν πρόκειται να γυρίσει. Κι αυτό, λέω εγώ, είναι ο έρωτας: μια αδύνατη επιστροφή. Love me or leave me and let me be lonely. Τα άλλα, ζήλειες κι αγκαλιές, πυρετικά βλέμματα κι εκρήξεις δήθεν κατακλυσμιαίες, σημειώματα στην πόρτα του ψυγείου και παθιασμένοι όρκοι, ας μείνουν για τις άλλες, τις ανέραστες. (Μικρή παύση) It’s better to be lonely, απείρως καλύτερα…

ΕΓΓΡΑΦΗ ΕΝΑΤΗ

Χτες, πολύ μετά τα μεσάνυχτα, «Η Νύχτα» του Αντονιόνι στην τηλεόραση, σ’ ένα τυχαίο κανάλι. Σε μια στιγμή λέει ο Μαστρογιάννι στη Μορώ: «Δεν έχω πια εμπνεύσεις, έχω αναμνήσεις»… Έχω αναμνήσεις αλλά δεν τις εμπιστεύομαι –αυτό θα έπρεπε να της πει κανονικά.

ΕΓΓΡΑΦΗ ΔΕΚΑΤΗ

Δεν πρόκειται να καλέσω κανέναν, δεν είμαστε τώρα για καλέσματα. It’s better to be lonely, και σ’ αυτά τα γενέθλια. (Ανάσα) Τόση φασαρία επειδή γεννήθηκα! Ποιον αφορά πότε ήρθα στον κόσμο, ποιον; Ο κόσμος υπήρχε και χωρίς εμένα. Πάντα χωρίς εμάς υπάρχει ο κόσμος. Γι’ αυτό δεν θέλω να καλέσω κανέναν. Από σεμνότητα. Ούτε σαμπάνιες ούτε λευκά τραπεζομάντιλα. Μπίρα σε πλαστικό ποτήρι και τυρόπιτες από τον φούρνο. Ούτε στο τηλέφωνο θ’ απαντήσω. Καμιά ευχή, δεν δέχομαι ευχές. Όλα αυτά τα πολύχρονη… λες και δεν ξέρουν, λες και δεν ξέρω. Φωνές σαν το χαρτί καθώς το τσαλακώνεις στη χούφτα σου, το συνθλίβεις. Γεμίζουν τ’ αυτιά στραπατσαρισμένες λέξεις, οι παλάμες γεμάτες μελάνι. Όχι, όχι, καλύτερα εδώ, μόνη. Ας με πούνε αγενή, όπως θέλουν ας με πουν. Ας πουν ότι πέθανα, μπορεί να πέθανε ας πουν, γι’ αυτό δεν το σηκώνει. Εγώ παρούσα φυσικά. Θα το γλεντάω.

ΕΓΓΡΑΦΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ

Η Αριστερά είναι κάτι που τέλειωσε.[2] Αυτό αισθάνομαι. Όλος εκείνος ο οίστρος, οι ποιητές, η λαχτάρα τους –εκείνα τα φλογισμένα επεισόδια της Ιστορίας, τα ξενύχτια στους δρόμους, τα ιπτάμενα βήματα, η αγωνία ν’ αποφασίσουμε το καλύτερο… Μια ολόκληρη εποχή τράβηξε αυλαία χωρίς ούτε ένας να χειροκροτήσει. Αυτή η χώρα, λένε, και ξανά: αυτή η χώρα –ποια χώρα; Αυτή η χώρα θρυμματίζεται σαν ξεροκόμματο. Γεμίσαμε ψίχουλα. Κάποιοι τότε ορκίστηκαν σε μια άλλη ζωή. Τώρα οι πιο πολλοί είναι πεθαμένοι. Κι όσοι ζούνε έχουν πατήσει τον όρκο τους. Για έναν τραπεζικό λογαριασμό, για ένα καλάθι με κρασιά στη γιορτή τους. (Μικρή παύση) Ή νεκρός ή επίορκος –τι εξωφρενική μοίρα!

ΕΓΓΡΑΦΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ

(Το τραγούδι Send in the clowns με τη Sarah Vaughan και την Ορχήστρα του Count Basie. Ξανά και ξανά.)

ΕΓΓΡΑΦΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ

Για να δούμε.

(Βαθιά ανάσα)

Η σκηνή άδεια κι αμέσως μετά μπαίνει από την εξώπορτα η ΑΝΝΑ. Φορά ένα άσπρο φόρεμα σαν ράσο και εσπαντρίγιες άσπρες. Κρατά πολύχρωμα λουλούδια από το ανθοπωλείο που τα πετά πάνω στο τραπέζι. Τα μακριά μαλλιά της μαζεμένα πρόχειρα. Ανάβει όλα τα φώτα και η ατμόσφαιρα γίνεται λαμπερή. Πηγαίνει νευρικά στο τηλέφωνο (αριστερά μπροστά), χτυπά έναν αριθμό. Είναι ταραγμένη –σκουπίζει το πρόσωπο περιμένοντας.

(Ανάσα)

Ακούστε –είμαι πάλι εγώ– είχα πάρει απ’ έξω κι έκλεισε η γραμμή. Του είπατε ότι τον ζήτησα;[3]

(Παύση)

Κάπως έτσι… Ας πούμε πως αρχίζει κάπως έτσι.


[ Δεκέμβριος 2022 – Ιανουάριος 2023 ]

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: