Διεθνές Συνέδριο Φόβου & άλλα ποιήματα

Μετάφραση: Ελένη Βλάχου



Ο Κάρλος Ντρουμόντ ντε Αντράντε (Carlos Drummond de Andrade, 1902-1987) έχει χαρακτηριστεί ως ο πιο επιδραστικός Βραζιλιάνος ποιητής του 20ού αιώνα. Πέρα από ποίηση, έγραψε χρονικά, διηγήματα και παιδικά βιβλία. Είχε σπουδάσει Φαρμακευτική, που δεν την εξάσκησε ποτέ, και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εργαζόμενος ως δημόσιος υπάλληλος, παράλληλα με τη συγγραφική του δραστηριότητα, που συνεχίστηκε μέχρι το θάνατό του, το 1987, δώδεκα μόνο μέρες μετά το θάνατο της κόρης του. Ο Ντρουμόντ υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του βραζιλιάνικου μοντερνισμού, χρησιμοποιώντας κυρίως ελεύθερο στίχο και αξιοποιώντας στην ποίησή του στοιχεία του προφορικού λόγου και δη της διαλέκτου του τόπου καταγωγής του, της πολιτείας Μίνας Ζεράις. Στα ποιήματά του πραγματεύτηκε υπαρξιακά ερωτήματα, σοσιαλιστικά ιδεώδη, ζητήματα της καθημερινότητας αλλά και ερωτικές θεματικές, αν και ο μεγάλος όγκος των ερωτικών του ποιημάτων είδαν το φως της δημοσιότητας μετά τον θάνατό του. Ο Βραζιλιάνος συγγραφέας Αφόνσο Ρομάνο ντε Σαντ’ Άννα κατηγοριοποίησε το έργο του με βάση τη διαλεκτική σχέση μεταξύ του λυρικού Εγώ απέναντι στον κόσμο, χωρίζοντάς την ως εξής:

Α) Εγώ μεγαλύτερο από τον κόσμο, στην περίπτωση της ειρωνικής ποίησης,
Β) Εγώ μικρότερο από τον κόσμο, στην περίπτωση της κοινωνικής ποίησης και
Γ) Εγώ ίσο με τον κόσμο, στην περίπτωση της μεταφυσικής ποίησης.


Είναι αυτή η κατανομή κάθετη, αυστηρή; Πιθανότατα όχι, αλλά μπορεί να αποτελέσει ένα εργαλείο-αφετηρία για την προσέγγιση του έργου του Ντρουμόντ. Στο πρώτο ποίημα της εδώ ανθολόγησης, μπορούμε να δούμε κάποια στοιχεία ειρωνείας, αν μη τι άλλο στη μορφή του, αν και αναγνώσεις του ανά τις δεκαετίες έχουν αναδείξει και τον υπαρξιακό του πυρήνα. Το «Στο μέσο της πορείας» προκάλεσε σάλο όταν πρωτοδημοσιεύτηκε, το 1928, στο έντυπο-όχημα του μοντερνισμού Revista de Antropofagia. Οι επίμονες επαναλήψεις, το απλό ύφος και ο προφορικός του λόγος θεωρήθηκαν στοιχεία σκανδαλώδη και ανούσια, αν και μια λίγο πιο προσεκτική ανάγνωση μπορεί να φανερώσει τον διάλογο με τους εναρκτήριους στίχους της Θείας Κωμωδίας του Δάντη, καθώς και με το σονέτο “Nel mezzo del camin...”, του Βραζιλιάνου Ολάβο Μπιλάκ. Σε αντίθεση με τον Μπιλάκ, ο Ντρουμόντ επεξεργάζεται ένα παρόμοιο θεματικό υλικό με πλήρως διαφορετικό ύφος, σηματοδοτώντας τη ρήξη μεταξύ παρνασσισμού και μοντερνισμού. Η πέτρα στο μέσο του δρόμου, το επαναλαμβανόμενο εμπόδιο, μπορεί να ερμηνευτεί ως μια μεταφορική υπενθύμιση των εμποδίων τη ζωής αλλά και ως μια κυριολεκτική αναφορά στο θάνατο του πρώτου γιου του Ντρουμόντ, που έζησε μόνο για μισή ώρα. Εδώ, η πέτρα είναι συμβολικά ο τύμβος, ο θάνατος στο μέσο της ζωής.
Πάνω από δέκα χρόνια μετά, και ακριβώς δέκα χρόνια μετά τη δημοσίευση της πρώτης του ποιητικής συλλογής, με τίτλο Alguma Poesia, ο Ντρουμόντ δημοσιεύει τη συλλογή Sentimento do Mundo, μεσούντος του Β’ Π.Π, από την οποία προέρχεται το «Διεθνές Συνέδριο Φόβου». Είναι εμφανής ο κοινωνικός χαρακτήρας του, και η ανησυχία που κατακλύζει ολόκληρο το ποίημα και τον κόσμο που διαγράφεται εντός του, από τους ανθρώπους ως τα τοπία. Από τα τοπία, έχει νόημα να ξεχωρίσουμε το σερτάο, όπως ονομάζονται οι ημιάνυδρες εκτάσεις στο εσωτερικό της Βραζιλίας, που εκτείνονται στο Αλαγκόας, τη Μπαΐα, το Σιαρά, το Μαρανιάο, το Ρίο Γκράντε ντου Νόρτε, το Μπερναμπούκο, την Παραΐμπα, το Σερζίπε, το Πιαουί και, χαρακτηριστικά, στο Μίνας Ζεράις. Μεταφράζεται το σερτάο; Ίσως όσο (και όπως) μεταφράζεται η τάιγκα ή η στέπα. Η παρουσία του στο βραζιλιάνικο φαντασιακό, πάντως, είναι καταλυτική, όπως φαίνεται καθαρά στο magnum opus της σύγχρονης βραζιλιάνικης λογοτεχνίας, το Grande Sertão: Veredas, του Guimarães Rosa.
Φεύγοντας από το σερτάο, ας επανέλθουμε στο τελευταίο ποίημα της ανθολόγησης αυτής. Στο μεταφυσικής υφής «Αιώνιος», ο Ντρουμόντ προσεγγίζει την έννοια της αιωνιότητας μέσα από διαφορετικούς τρόπους, πρώτα στρέφοντας το βλέμμα σε αρχετυπικές φράσεις που παραπέμπουν στην αιωνιότητα, και ύστερα στη φιλοσοφία του Πασκάλ (βλ. απόσπασμα στα γαλλικά), αλλά και στον κλασσικό συγγραφέα των βραζιλιανικών γραμμάτων, Μασάντο ντε Ασίς, αφού ο διάλογος σε πλάγια γραφή προέρχεται από το διήγημά του “Eterno!” [Αιώνιος!]. Στη συνέχεια, μέσα από λεξιπλασίες που παραπέμπουν σε μια αέναη δημιουργία και αλλαγή, οδηγείται σε στοχασμούς πάνω σε στιγμές φευγαλέες μα τόσο έντονες που συνοψίζουν την αιωνιότητα. Εν τέλει, η προσέγγιση του Ντρουμόντ στην αιωνιότητα, όπως αυτή διαφαίνεται σε αυτό το ποίημα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βαθιά μοντερνιστική, σε συνέπεια εξάλλου με το λογοτεχνικό ρεύμα που εκπροσώπησε.
Στο σημείο αυτό, η προσεκτική αναγνώστρια και ο προσεκτικός αναγνώστης θα έχουν ήδη αναρωτηθεί γιατί στο συνοδευτικό κείμενο αυτό αναφέρουμε τον συγγραφέα ως «Ντρουμόντ» και όχι ως «ντε Αντράντε», με το τελευταίο δηλαδή επώνυμο, όπως είθισται στον πορτογαλόφωνο κόσμο. Η σύμβαση αυτή οφείλεται στις πολλαπλές συνωνυμίες των μοντερνιστών ντε Αντράντε: εκτός από τον Κάρλος Ντρουμόντ ντε Αντράντε, έχουμε τον Μάριο ντε Αντράντε (1893-1945) (στα ελληνικά: Αγαπώ, Ρήμα Αμετάβατο: ειδύλλιο, 2016, εκδ. Printa-Ροές, μτφρ. Νίκος Πρατσίνης και «Η γαλοπούλα των Χριστουγέννων», Χάρτης 24, μτφρ. Ελένη Βλάχου) και τον Όσβαλντ ντε Αντράντε (1890-1954) (στα ελληνικά: Ανθρωποφαγικό μανιφέστο, 2019, εκδ. Bibliothèque, μτφρ. Χρίστος Αγγελακόπουλος). Αλλά αυτοί είναι μια άλλη ιστορία, που θα την πούμε κάποια άλλη φορά.

Διεθνές Συνέδριο Φόβου & άλλα ποιήματα



Στο μέσο της πορείας

Στο μέσο της πορείας είχε μια πέτρα
είχε μια πέτρα στο μέσο της πορείας
είχε μια πέτρα
στο μέσο της πορείας είχε μια πέτρα.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω το γεγονός ετούτο
για όσο ζουν οι τόσο εξαντλημένοι βολβοί των ματιών μου.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω ότι στο μέσο της πορείας
είχε μια πέτρα
είχε μια πέτρα στο μέσο της πορείας
στο μέσο της πορείας είχε μια πέτρα.

Από το Revista de Antropofagia (1928)



Διεθνές Συνέδριο Φόβου

Προσωρινά δεν θα τραγουδούμε τον έρωτα,
που κατέφυγε πιο κάτω κι από τα υπόγεια.
Θα τραγουδούμε τον φόβο, που αποστειρώνει τις αγκαλιές,
δεν θα τραγουδούμε το μίσος, επειδή αυτό δεν υπάρχει,
υπάρχει μόνο ο φόβος, πατέρας μας και σύντροφός μας,
ο μέγας φόβος των σερτάο, των θαλασσών, των ερήμων,
ο φόβος των στρατιωτών, ο φόβος των μανάδων, ο φόβος των εκκλησιών,
θα τραγουδούμε τον φόβο των δικτατόρων, τον φόβο των δημοκρατών,
θα τραγουδούμε τον φόβο του θανάτου και τον φόβο του μετά το θάνατο.
Μετά θα πεθάνουμε από φόβο
και πάνω στους τάφους μας θα βγουν κίτρινα και τρομοκρατημένα άνθη.

Από το Sentimento do Mundo (1940)


Aιώνιος

Μα τι ενόχληση κατάντησε να ‘ναι κανείς μοντέρνος.
Τώρα θα γίνω αιώνιος.

Αιώνιος! Αιώνιος!
Ο Πατέρας ο Αιώνιος,
η ζωή η αιώνια,
το πυρ το αιώνιο.

(Le silence éternel de ces espaces infinis m’effraie).

Τι είναι αιώνιο, Δεσποινίς Λιντίνια;
Αχάριστε! Η αγάπη μου για σένα είναι.

Αιωνιοσύνη αιωνίτης αιωνιαλλιώς
            Αιωνιώναμε
                                Αιωνιότατο
Κάθε στιγμή γεννιούνται νέες κατηγορίες του αιώνιου.

Αιώνιο είναι το λουλούδι που μαραίνεται
αν είχε ζήσει ν’ ανθήσει
και το νεογέννητο αγοράκι
πριν του δώσουν όνομα
και του περάσουν το αίσθημα του εφήμερου
και η κίνηση της αγκαλιάς και του φιλιού
όταν ο έρωτας έρχεται και βρίσκει τις ψυχές
αιώνιο είναι το καθετί που ζει ένα κλάσμα του δευτερολέπτου
αλλά με τέτοια ένταση που γίνεται πέτρα και
                        καμία δύναμη δεν το επαναφέρει
είναι η μητέρα μου μέσα μου που την σκέφτομαι
που τόσο πολύ την έχασα με το να μην τη σκέφτομαι
είναι όλα όσα o καθένας μέσα του σκέφτεται αν είμαστε τρελοί
είναι όλα όσα πέρασαν, επειδή πέρασαν
είναι όλα όσα δεν περνούν, επειδή δεν υπήρξαν
αιώνιες οι λέξεις, αιώνιες οι σκέψεις. Και
                        παροδικά τα έργα.

Αιώνιος, αλλά ως πότε; Είναι αυτή η αντάρα μέσα μας μιας
                        βαθιάς θάλασσας.
Ναυαγούμε δίχως ακτή. Και στην μοναξιά των κητών
                        βυθιζόμαστε.
Είναι πειρασμός και ίλιγγος. Και είναι και η πιρουέτα των μεθυσμένων.

Αιώνιοι! Αιώνιοι, θλιβερά.
Το ρολόι στον καρπό είναι έμπιστος φίλος μας.

Αλλά εγώ τίποτε άλλο δεν θέλω να είμαι, μόνο αιώνιος.
Να σαπίσουν οι αιώνες και να μην μείνει τίποτα άλλο παρά μια ουσία
ή ούτε καν αυτό.
Και να χαθώ αλλά να μείνει αυτό το σαρωμένο χώμα που πάνω του
                        στάθηκε μια σκιά
και να μη μείνει το χώμα ούτε η σκιά να μείνει
αλλά η επείγουσα ανάγκη του να είμαι αιώνιος να επιπλέει σαν
                        σφουγγάρι στο χάος
και ανάμεσα σε ωκεανούς από τίποτα
να γεννάει ρυθμό.

Από το Fazendeiro do Ar (1954)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: