Το άγγιγμα του χειμερινού ταξιδιώτη

Από το μνημείο του Hermann Schubert στον Μύλλερ, στη γερμανική πόλη Ντέσσαου: (αριστερά) «Ελλαδα», (δεξιά) «Γερμανία»
Από το μνημείο του Hermann Schubert στον Μύλλερ, στη γερμανική πόλη Ντέσσαου: (αριστερά) «Ελλαδα», (δεξιά) «Γερμανία»




Ο μπάρμπα-Γιάννης, κατά κόσμον Ιωάννης Μάνεσης, ήταν φίλος μου, πολύ δικός μου άνθρωπος. Σαν πατέρας καλόγνωμος μου στάθηκε. Συχνά μιλούσε για τα περασμένα, για τα παλιά χρόνια. Για τους χωματόδρομους του κέντρου της Αθήνας. Για τις δυσκολίες και την δουλειά του. Απ’ τις εφτά το πρωί ώς τις εφτά το βράδυ στην αποθήκη του Τσίτα κι ύστερα στη Νυχτερινή Εμπορική Σχολή. Συχνά, βέβαια, μιλούσε και για τις αξιοσημείωτες επιδόσεις του ως τερματοφύλακας στους μικρούς του Παναθηναϊκού.

Εσύ καλός, παίζει καλά, αλλά ντεν προπονείσαι!,

του έλεγε και του ξανάλεγε ο Ούγγρος προπονητής, ο πρώτος ξένος που είχε φέρει η ομάδα κι έμενε στ’ αποδυτήρια κάτω από τις κερκίδες σ’ ένα υποτυπώδες σπίτι με την τεραστίων διαστάσεων γυναίκα του. Μα πού προπόνηση; Δουλειά, νυχτερινό σχολείο και γήπεδο, όλα μαζί δεν γίνονται. Πάει και το ποδόσφαιρο, το παράτησε. Το καλοκαίρι του ‘36, ήταν δεν ήταν δεκαεφτά χρονών, ζήτησε άδεια, δυο-τρεις εβδομάδες, να πάει με φίλους της γειτονιάς στις κατασκηνώσεις του Δήμου Αθηναίων.

Τ’ ακούς αυτό; Θέλει και άδεια,

είπε στους άλλους το αφεντικό, ο Τσίτας που ήταν Σμυρνιός και θείος του. Έτσι, ο Γιαννάκης τελικά έκανε διακοπές για πρώτη φορά στη ζωή του πολύ αργότερα. Λίγο πριν βγει στη σύνταξη στα 65 του.

Τα νεανικά του χρόνια, που δεν ήταν καθόλου ανέμελα, έκλεισαν με την στρατιωτική του θητεία. Και η μονάδα του βρέθηκε στο Ρέθυμνο, Μάιο με Ιούνιο του ‘41.

2023. Ο καθηγητής Αντρέας Κέλλετατ είχε έρθει από το Αμβούργο, προσκεκλημένος των εν Ελλάδι Γερμανών του συλλόγου «Φιλαδέλφεια» («Philadelphia»). Ο σύλλογος είχε για σήμα ένα κεφαλαίο ελληνικό Φ, όπως ακριβώς και η εταιρεία των Γερμανών φυσικών. Ο καθηγητής Κέλλετατ θα μιλούσε για τον φιλέλληνα ποιητή Γουλιέλμο Μύλλερ.
Στην Ελλάδα ελάχιστοι γνώριζαν τον ποιητή της Ωραίας μυλωνούς, αυτόν που ενέπνευσε τον Φραντς Σούμπερτ στα τραγούδια του, τον ταξιδευτή μας μέσα στον χειμώνα. Ακόμη περισσότερο, κανένας δεν γνώριζε τα 48 ποιήματα του Αγώνα, που τραγουδούσαν ερχόμενοι στην επαναστατημένη Ελλάδα του ‘21 νέοι Γερμανοί εθελοντές έχοντας χαράξει την ψυχή τους με τον μέγιστο κίνδυνο. Έμενε μια αινιγματική επιγραφή, ένας οδοδείκτης κάπου στο κέντρο της Αθήνας: «Οδός Μυλλέρου». Καμία άλλη αναφορά στον ποιητή που μετέγραψε στη γερμανική γλώσσα, κατά προτροπή του ίδιου του Γκαίτε, δημοτικά τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδας. Καμία μνεία στον νεαρό Γερμανό που δεν δίστασε να στρέψει τη γραφίδα του, για να χτυπήσει τον Μέττερνιχ, με αποτέλεσμα να απαγορευτούν τα ποιήματά του στη γερμανόφωνη Ευρώπη.

«Οδός Μυλλέρου». Ένα όνομα ξεχασμένο, κάπως παράξενο, που ίσως κινούσε το ενδιαφέρον σε ελάχιστους για την ξενική του προέλευση και την ευγενική του ελληνοπρέπεια. Και μόνον η αγωνιώδης αναζήτηση εδώ και λίγα χρόνια του φιλολόγου Συμεών Σταμπουλού έδειξε πως η οδωνυμία στην περιοχή του Μεταξουργείου ήταν φόρος τιμής στον ξεχωριστό φιλέλληνα ποιητή Γουλιέλμο Μύλλερ.

Λίγο πριν από την ομιλία του φιλοξενούμενου Γερμανού καθηγητή, και κατά την παρουσίασή του από την προεδρεύουσα της συνάντησης, κυρία Ελισάβετ Χαϊντενράιχ, άκουσα με έκπληξη, αλλά και ταραχή, για το βιβλίο του Ο ήρωας του Ρεθύμνου.

Πρόκειται για τον πατέρα του. Ήταν με τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές που ρίχτηκαν και κατέλαβαν το Ρέθυμνο το ‘41. Ο Κέλλετατ χρειάστηκε πολύ κουράγιο για να το γράψει και ν’ αποστασιοποιηθεί από το πατρικό παρελθόν. Ο πατέρας του θεωρούσε τους κρητικούς κατσαπλιάδες. «Γι’ αυτό τους εκτελούσαμε», έλεγε και ξανάλεγε στον γιό του.

Ήταν τα λόγια του Συμεών. Είχε διαβάσει στα γερμανικά το βιβλίο και σκοπεύει, όταν βρει τον καιρό, να το μεταφράσει στα ελληνικά.

Ο στρατιώτης Γιάννης Μάνεσης, τότε στα 21του, και όλοι οι άνδρες της μονάδας του αιχμαλωτίστηκαν από τους Γερμανούς. Τους κρατούσαν καταηλιού στην παραλία του Ρεθύμνου. Πείνα και κυρίως δίψα. Δίψα ατελείωτη, ενώ οι κατακτητές έτρωγαν κι έπιναν επιδεικτικά, προκλητικά και χλευαστικά απέναντί τους. Ώσπου οι κρατούμενοι αποφάσισαν κι έβγαλαν μια επιτροπή έξι ανδρών, μαζί τους και ο Γιάννης Μάνεσης που είχε τελειώσει το εξατάξιο γυμνάσιο, και ζήτησαν ως αιχμάλωτοι πολέμου ακρόαση από τον Γερμανό διοικητή. Τους δέχτηκε και τους μίλησε προσβλητικά.

Δεν είστε Έλληνες εσείς. Τόσα και τόσα χρόνια δεν έχουν μείνει πια Έλληνες, και δεν μ΄ ενδιαφέρετε, τους είπε ο απόγονος του Φαλμεράιερ.

Η πείνα κι η δίψα συνεχίζονταν. Το ίδιο και η χλεύη. Τίποτα απ’ αυτά δεν αντέχεται για πολύ. Μα πιο πολύ η χλεύη των ανερυθρίαστων κατακτητών.

Έτσι ο Γιάννης Μάνεσης, ο διοικητής του, ένα νεαρό παιδί, ανθυπομοίραρχος, κι άλλοι τρεις κατάφεραν και δραπέτευσαν κατά τη μεταφορά τους κοντά στην Αθήνα. Πέρασαν σε μια μικρή πατριωτική ομάδα. Ο μπαρμπα-Γιάννης μου έλεγε συχνά πως έκρυβε τον ασύρματο της οργάνωσης, μερικές φορές στα πιο απίθανα σημεία, ακόμη στα πράγματα του μικρότερου αδερφού του ή σ’ ένα κασόνι που είχε και πουλούσε κουλούρια ο μικρός στην οδό Σταδίου. Ίσως η πιο σημαντική του δουλειά ήταν όταν τον έστελνε η οργάνωση κάπου εκεί που κατέληγε η παλιά εθνική στην Ελευσίνα. Καθόταν στο καφενείο και κατέγραφε τα γερμανικά φορτηγά που πήγαιναν για το λιμάνι κι από εκεί κατ’ ευθείαν στην Αφρική. Κατέγραφε και τα σήματά τους ― έπιανε το χέρι του, ζωγράφιζε καλά. Έτσι γνώριζαν ποιες μονάδες κατέβαιναν. Αργότερα ο απλός αυτός άνθρωπος καμάρωνε.

Στην Κατοχή ήμουν στην κατασκοπία. Δύσκολη δουλειά κι επικίνδυνη,

έλεγε και καμάρωνε δίπλα στην κορνιζαρισμένη εύφημο μνεία που ήταν γραμμένη στ’ αγγλικά και είχε την υπογραφή Άγγλου ταξίαρχου.

Είχα ξεχάσει το όνομα της οργάνωσης. Θυμάμαι πως την είχε περιλάβει με λίγες γραμμές στον δεύτερο τόμο του σχετικού έργου του ο Χάγκεν Φλάισερ (Η Ελλάδα υπό την Κατοχή του Άξονα, 1984). Εκεί ο ιστορικός έγραφε για τη δράση της, για την ύπαρξη ασυρμάτου μέσω του οποίου επικοινωνούσαν με τη Μέση Ανατολή, αλλά και για όλα όσα μου είχε μιλήσει ο μπαρμπα-Γιάννης.

Ελλάδα, πώς να υπάρξεις χωρίς τη λευτεριά;
Πώς να υπάρξει ο κόσμος χωρίς εσένα, Ελλάδα;

Μ’ αυτούς τους στίχους του Μύλλερ ολοκλήρωσε την ομιλία του ο Αντρέας Κέλλετατ στο χώρο του εντευκτηρίου της «Φιλαδέλφειας». Ο ομιλητής είχε κατορθώσει να ζωντανέψει το παλιό, ξεχασμένο φιλελληνικό πνεύμα. Όμως κάτι άλλο ήταν αυτό που με ξεσήκωνε. Ο πατέρας του κι ο άνθρωπός μου είχαν βρεθεί στην ίδια μάχη ο ένας απέναντι στον άλλο, στον ίδιο τόπο, και είχαν επιζήσει. Έτσι ζήτησα να μιλήσω μαζί του. Σχετικά με τον πατέρα του μου είπε:

Στο Ρέθυμνο τραυματίστηκε στο στήθος. Το στρατιωτικό νοσοκομείο που τον πήγαν, ήταν στο Πολυτεχνείο της Αθήνας. Εκεί γιατρεύτηκε, κατάφερε να ζήσει. Ήταν χριστιανός που αργότερα πέρασε στον εθνικοσοσιαλισμό, πίστεψε στον Χίτλερ. Ήταν μόλις 21 χρονών, τι περιμένεις;

Του μίλησα για τον δικό μου άνθρωπο. Πως ήταν στο Ρέθυμνο, πως συνελήφθη αιχμάλωτος από την μονάδα του πατέρα του και πως δραπέτευσε κοντά στην Αθήνα. Ήταν κι αυτός μόλις 21 χρονών. Με τη συζήτηση προστέθηκαν κι άλλες συμπτώσεις. Ο πατέρας του Γερμανού καθηγητή και φίλου μας είχε γεννηθεί στις 8 Δεκεμβρίου του 1919, ο μπαρμπα-Γιάννης, εκεί κοντά, στις 15 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Η σύμπτωση μου φάνηκε πως ξέφευγε από τα συνηθισμένα. Σκεφτόμουν πως η πιθανότητα να συμβεί μια τέτοια συγκυρία ήταν απειροελάχιστη, ίσως μηδενική. Ενώ προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω τα γεγονότα, του έσφιξα θερμά το χέρι. Με το αριστερό μου τον χάιδεψα στα μαλλιά του με πολύ τρυφερότητα. Κι όχι από ανούσιο φιλοευρωπαϊσμό, αλλά επειδή οι άνθρωποί μας είχαν βάλει στην ψυχή τους την ίδια φρίκη, που σίγουρα τους είχε ακολουθήσει σε όλη τους τη ζωή. Τον κρατούσα από το χέρι και είδα τη συγκίνησή του να σβήνει και να δίνει τη θέση της στην αμηχανία. Νομίζω πως ήθελε να τελειώσει η συνάντησή μας. Κατάλαβα πως η στάση του αυτή έκρυβε αόριστη ενοχή ανάμικτη με την κλασική καθηγητική υπεροψία.
Εξακολουθούσε να με παιδεύει η κατά τη γνώμη μου ανεξήγητη συγκυρία. Δυο άνθρωποι γεννημένοι τις ίδιες μέρες, του ίδιου μήνα και χρόνου πριν από ένα αιώνα σε διαφορετικούς τόπους, είχαν βρεθεί είκοσι ένα χρόνια αργότερα αντιμέτωποι έως θανάτου. Πέρασαν πολλά χρόνια και τώρα τα παιδιά τους τυχαία μοιράζονταν τις αναμνήσεις στον ίδιο χώρο, υπό το άκουσμα των στίχων του Μύλλερ. Στον κήπο του συλλόγου Φιλαδέλφεια θρόιζαν τα φύλλα της ψηλής Φλαμουριάς.
Την επόμενη εσπέρα, πηγαίνοντας με ταξί στο βιβλιοπωλείο του Ιανού με τον φίλο Θανάση Γαλανάκη, του ιστορούσα τα της προηγουμένης. Σαν έφτασε η αφήγηση στην οργάνωση του μπάρμπα-Γιάννη, της οποίας το όνομα είχα ξεχάσει, παρενέβη ο οδηγός και μας είπε:

― Η οργάνωση λεγόταν «Αγωνιζόμενη Ελλάδα». Ήταν κι ο πατέρας μου σ’ αυτή. Είχε δημιουργηθεί από πατριώτες που έκρυβαν τον ασύρματο στα σπίτια μελών, πότε εδώ πότε εκεί, συχνά στο Κολωνάκι, για να χάνουν το σήμα οι Γερμανοί.

Οι συγκυρίες και οι συμπτώσεις είχαν πολλαπλασιαστεί. Με την επίμονη παρουσία τους, μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο, σε δύο διαδοχικά απογεύματα, υποδήλωναν κάτι που σίγουρα δεν άντεχε σε ρεαλιστική εξήγηση. Τότε τι συνέβαινε; Ίσως ένας άγγελος, ο άγγελος των αναμνήσεων, δεν άφηνε τόπο στη λησμοσύνη. Έδινε χώρο στους παλιούς εχθρούς να σμίξουν κι επιτέλους, έστω διά των επιγόνων, να δώσουν τα χέρια. Και τότε η φρίκη κι ο φόβος που είχαν κυριεύσει την ψυχή τους, απομακρύνθηκαν. Ποτέ δεν ήμουν εύκολος σε τέτοιες, ας τις πούμε, μεταφυσικές εξηγήσεις. Όμως εδώ; Ο άγγελος των αναμνήσεων, ή καλύτερα η παρουσία του Μύλλερ με την ποίησή του, έστειλε το μήνυμά του. Και τότε ένα μουσικό άγγιγμα, το άγγιγμα του χειμερινού ταξιδιώτη έδωσε την αφορμή, έκανε το ξεκίνημα. Διάβασα το ποίημά του «Η Ελλάδα και ο κόσμος» μεταφρασμένο, ενώ ο Κέλλετατ διάβαζε στο πρωτότυπο:


Δείτε τη φλόγα
Που σας θέρμανε
Βαθιά μέσα στα στήθια,
Ώστε να νοιώσετε
Ποιοι είσαστε,
Τι λαχταράτε,
Τι σας μέλλεται.
Του ανθρωπισμού σας την ευγένεια
Και την Ελευθερία σας
Θ’ αφήσετε να τα κουρσεύουν βάρβαροι
;
Ελάτε οι λαοί όλης της γης,

Ελάτε και προστρέξτε να λευτερωθούν,
Αυτοί που όλους σας λευτέρωσαν!


Η διπλή ανάγνωση, στα ελληνικά και στα γερμανικά, του μυλλερικού ποιήματος έγινε όρκος και διαπίστευμα φιλίας. Έτσι η φρίκη κι ο φόβος που άθελά τους ο Γερμανός αλεξιπτωτιστής και ο Έλληνας φαντάρος του Ρεθύμνου είχαν σταλάξει στις ψυχές των παιδιών τους, άρχισαν να σβήνουν.



Υ.Γ. Όλα τα γεγονότα και οι συζητήσεις είναι πραγματικές. Τα πρόσωπα που συμμετέχουν και συνομιλούν, αναφέρονται με το όνομά τους.

    Νέα Ιωνία, Μάρτιος 2024

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: