Η «Ωραία μυλωνού» των Μύλλερ και Σούμπερτ

Ο ποιητής και ο συνθέτης
Ο ποιητής και ο συνθέτης



Λίγοι είναι οι ποιητές που, αν και έχουν διαβαστεί τόσο λίγο, έχουν τραγουδηθεί τόσο πολύ. Ο Βίλ(χ)ελμ Μύλλερ αποτελεί μια τέτοια περίπτωση. Αν δεν τον έχουμε λησμονήσει μέχρι σήμερα, οφείλεται στην τύχη που είχε να προσελκύσει την προσοχή και το ενδιαφέρον του Αυστριακού συνθέτη και μουσικού Φραντς Σούμπερτ (1797-1828). Αναφέρομαι κυρίως σε δύο εξαιρετικά δημοφιλείς κύκλους τραγουδιών, την Ωραία μυλωνού (Die schöne Müllerin) και το Χειμωνιάτικο ταξίδι (Die Winterreise) που μελοποίησε ο Σούμπερτ. Αν και οι σύντομες ζωές τους ήταν παράλληλες και κινούνταν στους ίδιους λογοτεχνικούς κύκλους, ο συνθέτης και ο ποιητής δεν συναντήθηκαν ποτέ. Τυχαία κατέληξε στα χέρια του Σούμπερτ ο πρώτος τόμος του έργου Εβδομήντα επτά ποιήματα από τα κατάλοιπα ενός περιπλανώμενου κορνίστα του δάσους (Sieben und siebzig Gedichte aus den hinterlassenen Papieren eines reisenden Waldhornisten) και πιθανόν ο μουσικός δεν ζήτησε καν την άδεια του ποιητή για να μελοποιήσει τους δύο αυτούς κύκλους τραγουδιών. Ο ποιητής δεν άκουσε ποτέ τους στίχους του μελοποιημένους και ο μουσικός δεν πρόλαβε να δει το δεύτερο μέρος του κύκλου τυπωμένο.

Η καλλιτεχνική συνάντηση του Σούμπερτ και του Μύλλερ σφράγισαν την ευρωπαϊκή ρομαντική μουσική μια για πάντα και μας προσκαλούν μέχρι σήμερα ως συνοδοιπόρους στο υπέροχο σύμπαν τους, στην περιπλάνηση μέσα στη φύση, μέσα στην απόγνωση και τη μοναξιά, εκεί που ο πόνος του έρωτα γίνεται σπαραγμός για την ανθρώπινη ύπαρξη.

Σε αυτό το σημείο έχει αξία να αναφερθεί ότι το καλλιτεχνικό και πνευματικό κίνημα του Ρομαντισμού γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου μέσα από την ανάγκη έκφρασης και ανάδειξης μιας διαφορετικής προσέγγισης στον τρόπο αντίληψης του κόσμου, μιας αντίληψης περισσότερο συγκινησιακά φορτισμένης. Ο Ρομαντισμός ακολουθεί ιστορικά το φιλοσοφικό κίνημα του Διαφωτισμού, αντιτίθεται, όμως, στον ορθολογισμό που προτείνει ο Διαφωτισμός. Η εποχή σηματοδοτεί[1] τη στροφή στη λογοτεχνική περιουσία του «λαού», και πιο συγκεκριμένα στα παραμύθια, στις παραδόσεις, στα δημοτικά τραγούδια, στα λαϊκά βιβλία, καθώς και στην αξιοποίησή της για την προσωπική καλλιτεχνική δημιουργία. Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, όπως στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ισπανία, ο Ρομαντισμός βρίσκει πρόσφορο έδαφος και ανθίζει ως αντιδιαστολή στο μπαρόκ και το ροκοκό του «παλαιού καθεστώτος», στον γαλλικό νεοκλασικισμό, και μετουσιώνεται αρχικά σε λογοτεχνικό κείμενο, σε ζωγραφική απεικόνιση και μουσική σύνθεση με κυρίαρχο το στοιχείο της πρόκλησης του συναισθήματος, της λυρικής απόδοσης μιας εσωτερικής ψυχικής διάθεσης και της εμβάθυνσης στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου. Οι βάσεις του γερμανικού Ρομαντισμού έχουν τεθεί ήδη πριν από το ιστορικό γεγονός της Γαλλικής Επανάστασης (1789) και συγκεκριμένα στα πρωτορομαντικά έργα των Γερμανών ποιητών, συγγραφέων και φιλοσόφων που εντάσσονται στο επαναστατικό λογοτεχνικό κίνημα Θύελλα και Ορμή (Sturm und Drang), το οποίο κυριάρχησε στη δεκαετία του 1770. Σπουδαίες μορφές του κινήματος υπήρξαν οι Γκότχολντ Έφραϊμ Λέσσινγκ (Gotthold Ephraim Lessing, 1729–1781), Φρήντριχ φον Σίλλερ (Friedrich von Schiller, 1759-1805), Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (Johann Wolfgang von Goethe, 1749-1832) κ.ά.

O Σούμπερτ[2] αποτέλεσε το χαρακτηριστικότερο πρότυπο ρομαντικού καλλιτέχνη στον τομέα της μουσικής, ο οποίος καθιέρωσε και σφράγισε το γερμανικό τραγούδι για φωνή και πιάνο (Lied). Η απλότητα της μουσικής δομής (στροφή, στροφικό τραγούδι) και η αμεσότητα της μελωδίας είναι τα βασικά του χαρακτηριστικά και αναγνωρίσιμα στα τραγούδια του. Το μεγάλο του ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, το οποίο μπορούμε να δούμε στις συνθέσεις τραγουδιών του, διατηρήθηκε αμείωτο και από τον κύκλο των φίλων του, ο οποίος διεύρυνε διαρκώς τους λογοτεχνικούς ορίζοντες του Σούμπερτ και τον οδήγησε στη βαθύτερη κατανόηση της ποίησης και της πεζογραφίας. Και έτσι, οι συνθέσεις των τραγουδιών του δεν είναι απλές ρυθμίσεις της γλώσσας, αλλά μουσικοσυνθετικές αντανακλάσεις της ποίησης.

Ο Σούμπερτ θεωρείται η επιτομή του ιδιοφυούς και δημιουργικού συνθέτη. Στα τριανταένα χρόνια της σύντομης ζωής του συνέθεσε περισσότερα από 600 τραγούδια. Ωστόσο, η μεγαλοφυία του δεν αποκαλύπτεται στη συνθετική πολυπλοκότητα και διαφοροποίηση των έργων του –όπως για παράδειγμα στα έργα του Μπαχ, του Χάιντν ή του Μπετόβεν–, αλλά στην απροσδόκητη, σχεδόν φυσική παραγωγή τους.

Ο Σούμπερτ πέθανε σε ηλικία τριανταενός ετών, το 1828, ο Μύλλερ στα τριαντατρία του, έναν χρόνο πριν. Ο κύκλος Η ωραία μυλωνού κατατάσσεται στον κατάλογο των έργων του Σούμπερτ του Αυστριακού μουσικολόγου Ότο Έριχ Ντόιτς (Otto Erich Deutsch, 1883-1967) με τον αριθμό D. 795.[3] Το βιεννέζικο κοινό γνώρισε το έργο του μόλις το 1856, όταν ο βιεννέζος βαρύτονος Γιούλιους Στόκχαουζεν (Julius Stockhausen, 1826–1906) έδωσε την πρώτη δημόσια εκτέλεση[4] του κύκλου αποδίδοντας το λιτό αρχικό κείμενο των τραγουδιών. Είναι γνωστό ότι έδωσε δύο συναυλίες στη Βιέννη, στις 27 Απριλίου και στις 4 Μαΐου εκείνης της χρονιάς, και στη δεύτερη από αυτές τραγούδησε όλα τα τραγούδια της Ωραίας μυλωνούς στο μέγαρο μουσικής της Βιέννης, το Μουζίκφεράιν (Musikverein).

Κατά τη διάρκεια της εποχής του Ρομαντισμού μελοποιήθηκαν πολλά ποιήματα. Ανάμεσα σε πολλά από τα τραγούδια του Μύλλερ, ειδικά στην Ωραία μυλωνού, και στα παλαιότερα λαϊκά/δημοτικά τραγούδια (Volkslieder) υπάρχει μια προφανής συγγένεια[5] ως προς τη δομή και το πνεύμα. Ο Μύλλερ, ωστόσο, δεν περιορίστηκε από το λαϊκό τραγούδι, αντίθετα το διεύρυνε.

Το γερμανικό λαϊκό/δημοτικό τραγούδι[6] απόλαυσε την υψηλότερη και ωραιότερη εκλέπτυνσή του στον Γκαίτε. Είναι γνωστό ότι πολλά από τα ωραιότερα τραγούδια του, ιδίως τα ρομαντικά, είναι απόηχοι ή απηχήσεις της γερμανικής και ξένης λαϊκής ποίησης.

Ο κύκλος Η ωραία μυλωνού εντάσσεται στο κίνημα του Ρομαντισμού[7] και πιο συγκεκριμένα στην παράδοση του ρομαντικού τραγουδιού της περιπλάνησης (Wanderlied). Είναι ένας κύκλος είκοσι πέντε τραγουδιών που έγραψε ο Μύλλερ το 1820 και ουσιαστικά αποτελεί εξέλιξη ενός κωμειδυλλίου (Liederspiel)[8] που γράφτηκε το 1816 στον κύκλο μιας λογοτεχνικής συντροφιάς, με τον ίδιο τον Μύλλερ στον ρόλο του νεαρού μυλωνά! Ο Σούμπερτ καταπιάστηκε με θέρμη για τη μελοποίηση της Ωραίας μυλωνούς επί δύο χρόνια, μεταξύ του 1822 και του 1823, μεταφέροντας την περιπέτεια του ανεκπλήρωτου έρωτα ενός, ασήμαντου κατά τ’ άλλα, νεαρού μυλωνά σε μια εξαιρετική μουσική ατμόσφαιρα. Οι στίχοι των τραγουδιών του λυρικού ποιητή Μύλλερ του ενέπνευσαν μερικά από τα πιο σημαντικά και αγαπημένα αριστουργήματα ρομαντικής ποίησης του 19ου αιώνα. Δεν είναι μικρό πράγμα να βρεις τον πιο ευθύ δρόμο προς την καρδιά μέσα από μια πολύ απλή και σύντομη μελωδία.[9]

Στην Ωραία μυλωνού βρίσκει κανείς όλα τα μοτίβα[10] της ρομαντικής λογοτεχνίας· τη νοσταλγία, την απαισιοδοξία, το όνειρο και το ονειροπόλημα, την αέναη κίνηση και την άσκοπη περιπλάνηση, την ανησυχία και το ανικανοποίητο, την αναζήτηση του φανταστικού και του αλλόκοτου και, μαζί με αυτά, το πάθος, την ειρωνεία και τη σάτιρα, τη σύζευξη της ποίησης με τη μουσική, της λογοτεχνίας με την τέχνη και τη φιλοσοφία. Επί πλέον, οι φιγούρες της όμορφης μυλωνούς, του νεαρού μυλωνά ως αποδιωγμένου εραστή, ο μύλος και κάποιες ειδυλλιακές, ρομαντικές, εξωραϊσμένες εικόνες της υπαίθρου και τα στοιχεία της φύσης, π.χ. ένα δέντρο ή ένα ρυάκι, δεν είναι επινοήσεις του Μύλλερ. Αποτελούν μοτίβα[11] που επανέρχονται στη γερμανόφωνη λογοτεχνία και τα τραγούδια από τα τέλη του 18ου αιώνα.

Η Ωραία μυλωνού αφηγείται με μια ρομαντική απαισιοδοξία τη δυστυχισμένη και παραληρηματική ιστορία ενός νεαρού μυλωνά που βιώνει έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις, από τον φλογερό έρωτα για την κόρη του μυλωνά μέχρι τις αβυσσαλέες σκέψεις, από την ελπιδοφόρα καλή πίστη μέχρι την οργισμένη ανημπόρια, από το πλήρες υπαρξιακό αδιέξοδο μέχρι τη μοναξιά και την επιθυμία θανάτου.

Ο Σούμπερτ επενέβη στον ποιητικό κύκλο του Μύλλερ μετατρέποντας το περίτεχνο και διανθισμένο ποιητικό μονόδραμα σε μουσικό κείμενο, από το οποίο αφαίρεσε τον πρόλογο, τον επίλογο και τρία εσωτερικά ποιήματα. Μελοποίησε συνολικά είκοσι ποιήματα. Ο λόγος, όσον αφορά τη μουσική, έγκειται στο γεγονός ότι ο πρόλογος και ο επίλογος είναι ποιητικά μέσα ειρωνείας και αποστασιοποίησης. Επί πλέον, έχουν μια υπεροχή στροφών, κάτι που δύσκολα μπορεί να εξισορροπηθεί μουσικά[12] σε σχέση με τα υπόλοιπα ποιήματα που έχουν λιγότερες στροφές.

Ο Σούμπερτ τροποποίησε τον τίτλο ενός ποιήματος του Μύλλερ μετατοπίζοντας την έμφαση από το ουσιαστικό «Wanderschaft» (περιπλάνηση) στο ουσιαστικοποιημένο / έναρθρο απαρέμφατο «Das Wandern» (το περιπλανάσθαι). Η μετατόπιση καθιστά σαφή την πρόθεση του Σούμπερτ, τον οποίο απασχολεί η διαδικασία της περιπλάνησης, ως λαχτάρα μετακίνησης προς έναν καλύτερο, διαφορετικό, ίσως πιο ευτυχισμένο κόσμο, και αποτελεί την αρχική σπίθα για ολόκληρο τον κύκλο:

Του μυλωνά είν' η χαρά
Να φεύγει!
Άξιος δεν θα ’ναι μυλωνάς,
Ο που δεν σκέφτεται με μιας
Να φεύγει.

(«Περιπλάνηση»)

Σε αντίθεση με το ταξίδι στις πιο σκοτεινές πλευρές της ζωής του Μύλλερ, ο νεαρός μυλωνάς του Σούμπερτ είναι ένα πιο υγιές πλάσμα. Πιστεύει αληθινά ότι η μυλωνού τρέφει παρόμοια συναισθήματα και χαίρεται με τη μουσική που είναι αμόλυντη από τον υπαινιγμό του ποιητή για πλάνη. Τα πάντα υποτάσσονται στις παρορμήσεις της μουσικής, η οποία κανονικοποιεί ό,τι συναντά και το μετατρέπει σε χορό. Ο Σούμπερτ δημιουργεί ένα αυτόνομο μουσικό πλαίσιο, το οποίο ταυτόχρονα μπορεί να ανταποκρίνεται ερμηνευτικά στα ποιήματα.

Το Χειμωνιάτικο ταξίδι (D. 911) είναι έργο σταθμός. Θεωρείται ο πιο γνωστός και τελειότερος κύκλος τραγουδιών του είδους και καταφέρνει να λάμψει ως αριστούργημα του Ρομαντισμού. Η ζοφερή ερημιά και η απόγνωση του περιπλανώμενου αφηγητή εξιστορούνται στα είκοσι τέσσερα ποιήματα που έγραψε ο Μύλλερ και μελοποίησε ο Σούμπερτ το 1828 –ολοκλήρωσε τη σύνθεσή τους λίγο πριν πεθάνει κι ενώ ήταν βαριά άρρωστος– με πένθιμο τόνο, αλλά και με μια ανεπανάληπτη πολυπλοκότητα και έντονες ψυχικές και συναισθηματικές εναλλαγές που επιτείνουν την αίσθηση της απόγνωσης. Σε αντίθεση με τον προηγούμενο κύκλο, ο Σούμπερτ μελοποίησε και τα είκοσι τέσσερα ποιήματα. Και στο Χειμωνιάτικο ταξίδι τα τραγούδια μιλούν άλλη μια φορά για τα συναισθήματα χωρίς ανταπόκριση ενός μοναχικού και μελαγχολικού νέου κατά την περιπλάνησή του μέσα στο χιονισμένο τοπίο.

Και στους δύο κύκλους είναι παντού χειμώνας. Τα τραγούδια διασχίζουν τη χειμωνιάτικη φύση και τον ανεκπλήρωτο έρωτα, την οδύνη και το πένθος, για να συναντήσουν την καταστροφή και το θάνατο ή να ξαναβρούν τον χαμένο τους δρόμο.




«H Ωραία Μυλωνού»

Η πολύ ξεχωριστή εκτέλεση της Ωραίας μυλωνούς από το τιρολέζικο σχήμα Musicbanda Franui και τους Florian Boesch  (μπασοβαρύτονος) και Nikolaus Habjan (κουκλοπαίχτης, φωνή, σκηνοθεσία), που συνδυάζει παραδοσιακά μουσικά στοιχεία από τις Άλπεις με κουκλοθέατρο. Έκανε πρεμιέρα στις 31 Μαΐου 2023 στη Φιλαρμονική του Έλβα στο Αμβούργο:[13]



ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: