Μικρό ποιητικό ανθολόγιο

Μικρό ποιητικό ανθολόγιο

Ει­κο­νο­γρά­φη­ση: πί­να­κες του Caspar David Friedrich
_____________



Η ωραία μυλωνού [1820]


Ο ποι­η­τής, σαν πρό­λο­γος* (Der Dichter, als Prolog)

Σας προ­σκα­λώ, κυ­ρί­ες μου ευ­ει­δείς και κύ­ριοι ευ­φυ­είς,
Κι εσάς εδώ που θέ­λε­τε κά­τι κα­λό να δεί­τε,
Σε έρ­γο κα­τα­καί­νουρ­γο
Με ύφος άκρως νε­ω­τε­ρι­κό,
Δο­σμέ­νο απλά και ατέ­χνως συρ­ραμ­μέ­νο,
Ντυ­μέ­νο με γερ­μα­νι­κή ωμό­τη­τα, ευ­γε­νι­κή,
Σαν πα­λι­κά­ρι ξέ­θαρ­ρο μέ­σα στο στρα­το­λόι,
Για σπί­τι κα­θώς πρέ­πει ολί­γον ασε­βές.
Αυ­τό μπο­ρεί σαν σύ­στα­ση να εί­ναι αρ­κε­τό,
Ελ­πί­ζω, μιας και εί­μα­στε μες στο βα­ρύ χει­μώ­να,
Μια ώρα έξω στο πρά­σι­νο κα­κό να μην σας κά­νει.
Να ξέ­ρε­τε πως σή­με­ρα με το τρα­γού­δι αυ­τό
Η άνοι­ξη με τ’ άν­θια της στή­νει τρε­λό χο­ρό.
Κι ελεύ­θε­ρη κά­τω απ' το φως γυ­ρί­ζει η ανέ­μη,
Στον κα­θα­ρό αέ­ρα και μα­κριά από την πό­λη πέ­ρα,
Σε δά­ση, σε χω­ρά­φια, λι­βά­δια και βου­νά.
Κι ό,τι ’ναι μες στους τέσ­σε­ρις τοί­χους να μας συμ­βεί,
Μέ­σα από το μι­σά­νοι­χτο θα δεί­τε πα­ρα­θύ­ρι,
Θα ’χου­νε γί­νει έτσι πολ­λά για σας και για την τέ­χνη.

    […]

Προ­βάλ­λει από τα σύν­νε­φα τ’ ολό­γιο­μο φεγ­γά­ρι
Με τον θλιμ­μέ­νο λύ­χνο του, που λεν κι οι ποι­η­τές.
Δά­σος τρι­γύ­ρω υψώ­νε­ται, το φό­ντο στε­φα­νώ­νει,
Χυ­μά­ει το κυ­νη­γό­σκυ­λο, το κέ­ρας αντη­χεί,
Ξε­χύ­νε­ται η δρο­σο­πη­γή από κρη­μνώ­δη βρά­χο
Και στην κοι­λά­δα ρο­βο­λά νε­ρό αση­μω­τό.
Βρυ­χά­ται γύ­ρω η φτε­ρω­τή και τρί­ζει μέ­σα ο μύ­λος,
Μό­λις που ακούς κε­λαη­δι­σμούς στο κο­ντι­νό δα­σά­κι.
Κι αν κά­ποια τρα­γου­δά­κια πια σας φαί­νο­νται ωμά,
Σκε­φτεί­τε, ο μύ­λος προ­κα­λεί την αί­σθη­ση αυ­τή.
Την πιο ωραία μου­σι­κή την κά­νουν οι τρο­χοί.
Αυ­τό θα σας το πει, ασφα­λώς, ο πρω­τα­γω­νι­στής.
Για­τί αν το προ­δώ­σω εγώ, θα του χα­λά­σω το έρ­γο.
Κα­λή δια­σκέ­δα­ση, λοι­πόν! Υγεία και χα­ρά!

(Μτφρ. Λίνα Φιλοπούλου)

__________________________
*Όπου δεν ανα­φέ­ρε­ται η πη­γή, ή ανα­φέ­ρε­ται η με­τά­φρα­ση ως συλ­λο­γι­κή, το ποί­η­μα προ­έρ­χε­ται από την επι­κεί­με­νη δί­γλωσ­ση έκ­δο­ση Ποι­η­μά­των και Πε­ζών του Μύλ­λερ από το «Ίδρυ­μα Τά­κης Σι­νό­που­λος», με επι­μέ­λεια Ανα­στα­σί­ας Αντω­νο­πού­λου και Συ­με­ών Στα­μπου­λού.



Πε­ρι­πλά­νη­ση
(Wanderschaft)

Του μυ­λω­νά εί­ν' η χα­ρά
Να φεύ­γει!
Άξιος δεν θα ’ναι μυ­λω­νάς,
Ο που δεν σκέ­φτε­ται με μιας
Να φεύ­γει.

Απ’ το νε­ρό το μά­θα­με,
Απ’ το νε­ρό!
Πο­τέ δεν έχει ανα­πα­μό,
Και το φευ­γιό έχει στο μυα­λό του
Το νε­ρό.

Τις φτε­ρω­τές δες τες κι αυ­τές,
Τις φτε­ρω­τές!
Που ακί­νη­τες δεν στέ­κου­νε,
Που κού­ρα­ση δεν ξέ­ρου­νε
Οι φτε­ρω­τές.

Κι οι πέ­τρες κι αν εί­ναι βα­ρειές,
Οι πέ­τρες!
Χο­ρεύ­ου­νε με μου­σι­κές,
Να γί­νουν θέ­λουν πιο γορ­γές
Οι πέ­τρες.

Ω, φεύ­γω, φεύ­γω, τι χα­ρά,
Ω, φεύ­γω!
Αφέ­ντη κύ­ρη και κυ­ρά,
Αφή­στε με αθό­ρυ­βα
Να φεύ­γω.

(Μτφρ. Λίνα Φιλοπούλου)

Πρω­ι­νός χαι­ρε­τι­σμός (Morgengruss)

Γεια και χα­ρά σου, ωραία μυ­λω­νού!
Πώς σκύ­βεις το κε­φά­λι βια­στι­κά;
Μην έκα­να κά­τι κα­κό;
Σ' ενό­χλη­σε τό­σο πο­λύ ένα μου γεια;
Σε πεί­ρα­ξε μια μου μα­τιά;
Τό­τε ας πη­γαί­νω στο κα­λό.

Άσε με να στα­θώ από μα­κρυά,
στο λα­τρευ­τό σου πα­ρα­θύ­ρι να κοι­τώ,
Μα­κρυά πο­λύ!
Ξαν­θό μου κε­φα­λά­κι, έλα μπρο­στά!
Απ΄την ου­ρά­νια πύ­λη σας φα­νεί­τε
Αστέ­ρια γα­λα­νά του πρω­ιού!
Δρο­σά­τα της αυ­γής αστέ­ρια!

Μά­τια στον λή­θαρ­γο σβη­σμέ­να
Λου­λού­δια δρο­σο­σκέ­πα­στα
τον ήλιο τι θω­ρεί­τε φο­βι­σμέ­να;
Σας πή­ρε της νυ­χτιάς η σι­γα­λιά
Τό­σο που τη δι­κή της αγκα­λιά
Ζη­τά­τε πά­λι με­θυ­σμέ­να;

Διώξ­τε του ονεί­ρου τον αν­θό
Κι ολό­φρε­σκα στα­θεί­τε ορ­θά,
Χα­ρά θε­ού είν΄ το πρω­ι­νό!
Σαν πε­τα­ρί­ζουν τα που­λιά
Από τα βά­θη της καρ­διάς
Βά­σα­να ο έρω­τας τρα­βά.

(Μτφρ. Αγγελική Λυσικάτου)



Μικρό ποιητικό ανθολόγιο
Τα τραγούδια των Ελλήνων [1821-1824]

Το Υδραιό­που­λο (Der kleine Hydriot)

Ήμου­να μι­κρό παι­δά­κι και μα­ζί του μιαν ημέ­ρα
ο πα­τέ­ρας μου με πή­ρε στα μα­κριά πε­λά­γη πέ­ρα.
Μου ’μα­θε εύ­κο­λα κο­λύ­μπι μ’ ένα χέ­ρι δυ­να­τό
μες στα κύ­μα­τα να πέ­φτω κι ώς την άμ­μο να βου­τώ.
Αση­μό­φρα­γκο πε­τού­σε τρεις φο­ρές μες στο νε­ρό,
και για δώ­ρο μου τ’ αφή­νει, μό­νο αν τρεις φο­ρές το βρω.
Ύστε­ρα κου­πί μου δί­νει και στη βάρ­κα του με βά­ζει,
ενώ ακού­ρα­στος κο­ντά μου στέ­κε­ται και με γυ­μνά­ζει.
Μου ’μα­θε να σπω το κύ­μα μ’ ένα χτύ­πο κο­φτε­ρό,
τα μπου­ρί­νια ν’ απο­φεύ­γω, τα κο­τρώ­νια ν’ αψη­φώ.
Κι από τη μι­κρή βαρ­κού­λα στο κα­ρά­βι του με παίρ­νει,
που στους βρά­χους και στις ξέ­ρες άγρια τρι­κυ­μιά μας σέρ­νει.
Πά­νω στο ψη­λό κα­τάρ­τι κοί­τα­ζα στο πε­ρι­γιά­λι,
να περ­νούν βου­νά και κά­στρα πί­σω μας με βια με­γά­λη.
Κά­θε πέ­ταγ­μα μου δεί­χνει των που­λιών να με­λε­τώ,
κά­θε φύ­ση­μα του αγέ­ρα, κά­θε νέ­φος να κοι­τώ.
Κι αν λυ­γού­σε το κα­τάρ­τι μέ­σα στην ανε­μο­ζά­λη
κι αν με ρά­ντι­ζε το κύ­μα λού­ζο­ντάς με ώς το κε­φά­λι,
ο πα­τέ­ρας μου στα μά­τια μ’ έβλε­πε με προ­σο­χή·
στο κα­λά­θι εγώ κα­θό­μουν δί­χως φό­βου τα­ρα­χή.
Τό­τε μ’ όψη φλο­γι­σμέ­νη, λέ­ει, και μά­τι αστρα­φτε­ρό:
«Βλο­γη­μέ­νο το σπα­θί σου, Υδραιό­που­λο μι­κρό!».
Σή­με­ρα σπα­θί στο χέ­ρι μού ’βα­λε και μ’ άγια ελ­πί­δα
μ’ όρ­κι­σε να πο­λε­μή­σω για Θεό και την Πα­τρί­δα.
Με το βλέμ­μα του απ’ τα πό­δια με με­τρού­σε ώς την κορ­φή
και το βύ­θι­ζε, θαρ­ρού­σες, στην καρ­διά μου σαν καρ­φί.
Απ’ το χέ­ρι το σπα­θί μου ξάφ­νου μια στιγ­μή τ’ αρ­πά­ζει
και κρα­τώ­ντας το σαν άντρας προς τον ου­ρα­νό κοι­τά­ζει.
Κι εί­πε μ’ όψη φλο­γι­σμέ­νη και με μά­τι αστρα­φτε­ρό:
«Βλο­γη­μέ­νο το σπα­θί σου, Υδραιό­που­λο μι­κρό!».

(Μτφρ. Γεώργιος Στρατήγης, περ. Νέα Εστία, τόμ. 3, 1928, 311)

Ο μι­κρός Υδραί­ος (Der kleine Hydriot)

Μι­κρό παι­δί σαν ήμου­να, μό­λις που περ­πα­τού­σα,
Με σή­κω­σε ο πα­τέ­ρας μου στο στι­βα­ρό του χέ­ρι
Και μ' έμα­θε να κο­λυ­μπώ στη θά­λασ­σα κο­ντά του,
Βα­θιά στο κύ­μα να βου­τώ χει­μώ­να κα­λο­καί­ρι.
Νό­μι­σμα μου έρι­χνε αρ­γυ­ρό να ψά­ξω στο βυ­θό,
Δώ­ρο, αν πέ­σω τρεις φο­ρές και τρεις φο­ρές το βρω.
Στο χέ­ρι μού έβα­ζε κου­πί, στη βάρ­κα του μα­ζί,
Κι αυ­τός πλάι μου ακού­ρα­στος να με κα­θο­δη­γεί.
Το κύ­μα να πα­λεύω μ' ένα χτύ­πη­μα σκλη­ρό
Μπου­ρί­νια ν' απο­φεύ­γω, φουρ­τού­νες ν' αψη­φώ.
Κι απ' τη βαρ­κού­λα μ' έφε­ρε στο πλοίο με­μιάς να μπω,
Που θύ­ελ­λες το σέρ­να­νε σε ξέ­ρες πρωί βρά­δυ.
Απ' το ψη­λό κα­τάρ­τι του να βλέ­πω τις στε­ριές
Βου­νά να φεύ­γουν πί­σω μου και κά­στρα και πλα­γιές.
Κά­θε που­λιού το πέ­ταγ­μα να το πα­ρα­τη­ρώ,
Τον άνε­μο, τα σύν­νε­φα που πά­ν' με τον και­ρό.
Κι αν το κα­τάρ­τι λύ­γι­ζε μέ­σα στο χα­λα­σμό,
Κι αν μ' έλου­ζε πα­τό­κορ­φα το κύ­μα αγριω­πό,
Ατά­ρα­χος πα­ρέ­με­να κι ας μ’ έγδερ­νε ο αγέ­ρας,
Και τό­τε στά­θη­κε αντι­κρύ θω­ρώ­ντας με ο πα­τέ­ρας.
Μου μί­λη­σε με πρό­σω­πο αναμ­μέ­νο, φλο­γε­ρό:
«Τι­μή σου κι ευ­λο­γία, Υδραιό­που­λο μι­κρό!»
Κι ευ­θύς σπα­θί μού έδω­σε στο χέ­ρι να κρα­τή­σω,
όρ­κο για την πα­τρί­δα, το θεό, να πο­λε­μή­σω.
Το μά­τι του με μέ­τρη­σε απ’ τη κορ­φή ώς τα νύ­χια,
Βα­θιά το βλέμ­μα του ένοιω­σα ώς της καρ­διάς τα μύ­χια.
Έστρε­ψα τό­τε το σπα­θί ψη­λά στον ου­ρα­νό,
Και μέ­σα μου αι­σθάν­θη­κα τον άντρα τον τρα­νό.
Ψυ­χή, ορ­μή και λε­βε­ντιά ένοιω­σα στο κορ­μί μου,
Μη­δέ καρ­διά μου έλει­πε να υψώ­νω το σπα­θί μου.
Με πρό­σω­πο μου μί­λη­σε ο πα­τέ­ρας φλο­γε­ρό:
«Τι­μή σου το σπα­θί σου, Υδραιό­που­λο μι­κρό!».

(Μτφρ. Ελένη Βίσκα)

Η ελ­πί­δα της Ελ­λά­δας (Griechenlands Hoffnung)

Eλ­πί­δα ξέ­νη, αδέλ­φια μου, δεν πρό­κει­ται να ρθεί
Στα βά­θη της ψυ­χής σας, εκεί έχει κρυ­φτεί.
Από αλ­λού εγ­γύ­η­ση, πο­τέ δεν θα δο­θεί,
Πο­τέ, αδέλ­φια μου, πο­τέ, από την ξέ­νη Αυ­λή.
Μό­νη σου επω­μί­στη­κες αβά­στα­χτο ζυ­γό,
Ελ­λά­δα, τον κου­βά­λη­σες σή­με­ρα ώς εδώ,
Πο­τέ σου να μην καρ­τε­ρείς Ελ­λά­δα παι­νε­μέ­νη,
Στον τό­πο σου τη λύ­τρω­ση ξέ­νο να φέ­ρει χέ­ρι,
Πο­λέ­μη­σε, μο­νά­χη σου, για να λευ­τε­ρω­θείς,
Δι­κό σου εί­ναι το χρέ­ος κι οι δάφ­νες της τι­μής.
Πολ­λοί θα κά­νουν προ­σευ­χές, πολ­λοί θα σε θρη­νούν,
Πολ­λοί με κού­φιες συμ­βου­λές θε' να με­σο­λα­βούν.
Της λευ­τε­ριάς προ­πύρ­για μη χτί­ζεις στην ελ­πί­δα
Χτί­σμα­τα τέ­τοια κα­τα­ντούν ερεί­πια σω­ρός.
Της λευ­τε­ριάς σου η τι­μή, το δί­κιο εί­ναι του κό­σμου,
Κι ο ελεύ­θε­ρος στο μνή­μα του κοι­μά­ται σαν τον δού­λο.
Τα άρ­μα­τά σου ακού­μπη­σε στο θρό­νο του Σουλ­τά­νου,
Με­τα­νιω­μέ­νος γύ­ρι­σε στην γνώ­ρι­μη σκλα­βιά σου:
Στου Τούρ­κου τη συγ­χώ­ρε­ση να ελ­πί­ζεις τα­πει­νά,
Στην πί­στη σου σαν σκλά­βος στη­ρί­ξου τη βα­θειά
Ει­ρή­νη θέ­λ’ η Ευ­ρώ­πη. Ελ­λά­δα τι ζη­τάς;
Μην μέ­θυ­σες απ' το γλυ­κό κρα­σί της λευ­τε­ριάς;
Ν’ αφή­σεις την ελ­πί­δα σου στου ξέ­νου το σπα­θί;
Το στρώ­μα του Σουλ­τά­νου αυ­τός θρό­νο το κα­λεί.
Πού έστρε­ψες το βλέμ­μα σου; Ελ­λά­δα, πού κοι­τάς;
Ψη­λά, παι­δί μου, το ’στρε­ψα, κοι­τά­ζω το Θεό,
Τη σκέ­πη μου στον πό­νο μου και στον πι­κρό χα­μό!

(Μτφρ. Παναγιώτα Καλογερά)

Ο γέ­ρος της Ύδρας (Der Greis auf Hydra)

Σε βρά­χο στά­θη­κα ψη­λό, στα πό­δια μου κα­τα­κλυ­σμός.
Ξάφ­νου η ψυ­χή μου σκίρ­τη­σε με θέ­λη­ση γε­μά­τη,
Το βλέμ­μα μου μα­κρύ­θω­ρο σε θά­λασ­σες, στε­ριές.
Ού­τε αλυ­σί­δας κλάγ­γα­σμα δε φτά­νει ώς εκεί,
Μα­κριά στα πέ­ρα­τα που καν φεγ­γά­ρι δεν θα δεις,
Σε όρη, πύρ­γους, σε ιστούς, σκιρ­τούν οι τί­μιοι σταυ­ροί
Μέ­χρις εκεί που ολω­νών υψώ­νο­νται τα στή­θη
Στης πί­στης μέ­σα τη φω­τιά, στον πό­θο, στην αγά­πη,
Και τα δε­σμά που μας κρα­τούν, κι αυ­τά που μας λυ­γί­ζουν,
Όσα μας θλί­βουν την καρ­διά και όσα μας μα­γεύ­ουν,
Τα ρί­χνου­με όλα στη φω­τιά, στου χεί­μαρ­ρου το διά­βα,
Που ξε­χει­λί­ζει απ’ τις καρ­διές σε φλό­γα ιε­ρή.
Βλέ­πω τα πλοία να περ­νούν, τον άγριο πα­φλα­σμό,
Της λευ­τε­ριάς τη θύ­ελ­λα που τα πα­νιά μα­νιά­ζει.
Ώρα κα­λή, τα­ξι­δευ­τές, σε σας και στ’ άρ­μα­τά σας!
Τρα­βά­τε μες στο χα­λα­σμό για τον κα­λό σκο­πό!
Στο αί­μα σας πο­τί­ζε­ται της νί­κης ο αν­θός.
Αχός βα­ρύς ακού­γε­ται, της μά­χης ο αχός.
Το κύ­μα σκά­ζει αγριω­πό στην πέ­τρα, στο για­λό·
Θα σπά­σει μέ­σα μου η καρ­διά στο βρο­ντε­ρό αχο­λόι.
Για μά­χες εί­μαι γέ­ρος πια χω­ρίς κα­νέ­να γιο.

(Μτφρ. Λίνα Φιλοπούλου)

Η Ελ­λά­δα και ο κό­σμος (Hellas und die Welt)

Χω­ρίς τη λευ­τε­ριά, τι θα ’σου­να, Ελ­λά­δα;
Χω­ρίς εσέ­να, Ελ­λά­δα μου, τι θα ’τα­νε ο κό­σμος;
Ελά­τε οι λα­οί της γης
Δεί­τε τα στή­θη που σας θή­λα­σαν
Με αγνό, σο­φί­ας γά­λα! ―
Θ’ αφή­σε­τε να τα σπα­ρά­ξουν βάρ­βα­ροι;
Δεί­τε τα μά­τια που σας φώ­τι­σαν
Με θεία λάμ­ψη ομορ­φιάς!
Θ’ αφή­σε­τε να τα τυ­φλώ­σουν βάρ­βα­ροι;
Δεί­τε τη φλό­γα που σας ζέ­στα­νε
Βα­θιά μέ­σα στο στή­θος,
Που όλοι τό­τε νoιώ­σα­τε
Ποιοι εί­στε και τι θέ­λε­τε,
Το χρέ­ος σας ποιο εί­ναι,
Του αν­θρω­πι­σμού σας την ευ­γέ­νεια,
Τη λευ­τε­ριά σας! ―
Θ’ αφή­σε­τε να τ’ αφα­νί­σουν βάρ­βα­ροι;
Ελά­τε οι λα­οί της γης,
Βοη­θά­τε να λευ­τε­ρω­θούν
Όσοι σας λευ­τε­ρώ­σαν!
Χω­ρίς τη λευ­τε­ριά, τι θα ’σου­να, Ελ­λά­δα;
Χω­ρίς εσέ­να, Ελ­λά­δα μου, τι θα ’τα­νε ο κό­σμος;

(Μετάφραση συλλογική)

Η Σπαρ­τιά­τισ­σα (Die Mainottin)

Εφτά λε­βέ­ντες βύ­ζα­ξαν το γά­λα των στη­θιών μου
Και στους εφτά πα­ρά­δω­κα τ’ άγιο σπα­θί στο χέ­ρι,
Σπα­θί για την ελευ­θε­ριά, την πί­στη, την πα­τρί­δα.
Σκλά­βος κα­νείς δεν έγι­νε ―χα­ρά σ’ εμέ!― απ’ τους γιους μου.
Για τους πο­λέ­μους με χα­ρά κι­νή­σαν και λα­χτά­ρα,
Κι εγώ απο­χαι­ρε­τώ­ντας τους καρ­διά βα­ριά δεν εί­χα·
―Γυ­ρί­στε πί­σω ελεύ­τε­ροι, τους εί­πα, ή μη γυ­ρί­στε!
Ελά­τε ’δω να ψά­ξου­με, των Σπαρ­τια­τών μα­νά­δες,
Ίσως κι ευ­ρού­με της πα­λιάς της Σπάρ­της τα συ­ντρίμ­μια,
Για να συ­νά­ξω­με απ’ αυ­τά για χού­φτω­μα λι­θά­ρια,
Σκλη­ρά να χαι­ρε­τή­σω­με τον πρώ­το άτι­μο σκλά­βο,
Που αλά­βω­τος κι αμά­τω­τος θε­λά γυ­ρί­σει πί­σω,
Και για το σπί­τι του ο δει­λός δε φέ­ρει ένα στε­φά­νι.

(Μτφρ. Άγις Θέρος, περ. Μπουκέτο, τχ. 89, 3 Ιανουαρίου 1926, 9)



Ο Χιώ­της
(Der Chier)

Εί­χα ένα ωραίο αρ­χο­ντι­κό, ψη­λό, με τό­ξα φεγ­γε­ρά,
Και τα κου­ζι­νι­κά μα­λά­μα­τα κι ασή­μια στη σει­ρά∙
Κι όταν γυ­ρό­φερ­να το βλέμ­μα απ’ την κορ­φή στο δώ­μα κά­τω,
Λει­μώ­νας γί­νο­νταν το σπι­τι­κό στο μά­τι το χορ­τά­το.
Εί­χα γυ­ναί­κα ευ­γε­νι­κή, της νιό­της κά­μα πο­θη­τό,
Μ’ όλες τις χά­ρι­τες προι­κιά, τις αρε­τές για φυ­λα­χτό.
Τρεις γιους εί­χα σαν άλι­κο λου­λού­δι που σκιρ­τά τη ζή­ση,
Πνεύ­μα ορ­θρι­νό η ελ­πί­δα μέ­σα στη νυ­χτιά να πρω­ταν­θί­σει,
Πα­ντο­τι­νό, κα­θά­ριο ήλιο που η μέ­ρα προ­μη­νά.
Και μια κο­ρού­λα, γλυ­κα­σμό δει­λό της μά­νας που αγρυ­πνά,
Ού­τε παι­δί ού­τε κο­πέ­λα ακό­μη, ανή­συ­χο που­λά­ρι
Που βλέ­πει μες στα σπλά­χνα του να ορ­γά του λου­λου­διού η χά­ρη. –
Τώ­ρα δεν έχω τί­πο­τα. Λε­πί­δι μό­νο κο­φτε­ρό
Που τ’ ανε­μί­ζω στον εχθρό ατσά­λι­νο, θα­να­τε­ρό,
Κι ευ­φραί­νο­μαι μ’ αυ­τό. Και ό,τι χά­θη­κε, γυ­ρί­ζει πά­λι,
Κά­θε πού πέ­φτει και κου­τρου­βα­λά ένα τούρ­κι­κο κε­φά­λι,
Κι όλα στοι­βά­ζο­νται σω­ρός, του γδι­κιω­μού ση­μα­τω­ρός.
Και τό­τε η δί­ψα η φλο­γε­ρή γί­νε­ται άγριος χα­λα­σμός
Για την καρ­διά μου που έσπα­σε, στους θη­σαυ­ρούς μου επά­νω
Να γεί­ρω και φτε­ρού­γα ν’ απλω­θώ, βα­θιά να ξα­να­σά­νω.

(Μτφρ. Συμεών Σταμπουλού, στον τόμο: Ο Αγώνας του 1821 στην ελληνική και ξένη ποίηση. Ανθολογία, 2021, 833-834)



Μικρό ποιητικό ανθολόγιο
Στιχάκια καραμέλας [1823]



Το αγριο­κό­ρι­τσο
(Der Wildfang)

Σαν αγριο­κά­τσι­κο πη­δά,
Τρέ­χει αλα­φια­σμέ­νο
Κό­ντρα στο δρο­σε­ρό βο­ριά!
Κο­ρί­τσι αγα­πη­μέ­νο.

Ξέ­πλε­κα έχει τα μαλ­λιά,
Θαρ­ρείς θ’ αγ­γί­ξουν τα κλα­διά,
Μ' αυ­τά λυ­γί­ζου­νε δει­λά,
Και το αφή­νουν και περ­νά.

Τα πι­κρα­γκά­θια δεν τολ­μούν
Τη νιό­τη του να αγ­γί­σουν,
Ού­τε κι απλώ­νουν να πια­στούν
Το ρού­χο μην τρυ­πή­σουν.

Τι καρ­τε­ρά­με, έρω­τα,
Άπρα­γοι εδώ και μο­να­χοί;
Το αγριο­κό­ρι­τσο ψη­λά,
Ποιος πρώ­τος θα το πα­ρα­βγεί;

(Μτφρ. Φιλαρέτη Καρκαλιά)

Της αγά­πης έαρ (Frühling der Liebe)

Έξω λυσ­σά κα­κός χει­μώ­νας,
Και τ’ άν­θη τα τσα­λα­κω­μέ­να
Χλευα­στι­κά πε­τά στα τζά­μια
Ωχρές, ακί­νη­τες ει­κό­νες.
Χει­μώ­να, όρ­μη­σε και τρέ­ξε!
Δεν τρέ­μω πια εγώ για σέ­να
Για­τί απ’ τα βά­θη της καρ­διάς
Αφή­νω ν’ ανα­βλύ­σει έαρ,
Το χιό­νι πια δεν το σκε­πά­ζει
Κι ο πά­γος άλ­λο δεν πα­γώ­νει,
Αυ­τό το έαρ με τον ήλιο
Τα μά­τια εί­ναι της αγά­πης
Το φυ­λα­χτό της ευω­διά
Τα ρό­δα της εί­ναι τα χεί­λη,
Πε­τώ κι εγώ σαν το που­λά­κι
Με το τρα­γού­δι κα­τά ’κεί.

(Μτφρ. Ειρήνη Κορώνη)

Έρω­τας, γλωσ­σο­δι­δά­σκα­λος (Amor, ein Sprachlehrer)

Δια­φθο­ρέ­ας εί­ν’ της λέ­ξης,
Γλωσ­σο­δέ­της, ηχο­πλέ­χτης,
Στης Βα­βέλ τον Πύρ­γο ο Έρως
Φτιά­χνει λέ­ξεις παι­χνι­διά­ρες.
Κι όταν κλαίω, ψι­θυ­ρί­ζει
Λό­για ευ­χά­ρι­στα στο αφτί.
Και σαν λειώ­νω από μα­ρά­ζι,
Με γλυ­κο­πα­ρη­γο­ρεί.
Στης γιορ­τής το σα­μα­τά
Πρέ­πει σαν τον δά­σκα­λό μου
Να δη­λώ­νω ότι εί­μαι μό­νος
Και στο έρη­μο δα­σά­κι
Να μη λέω τη μο­να­ξιά μου.
Μια γλυ­κά και μια πι­κρά,
Ήπϊα, βα­σα­νι­στι­κά
Λό­για έχει ένα σω­ρό
Στ' άπει­ρά του λε­ξι­κά
Που οι με­γά­λοι γλωσ­σο­λό­γοι
Δεν τολ­μούν να μου εξη­γή­σουν,
Και με δαύ­τον κά­θε μέ­ρα
Φτιά­χνω τα γερ­μα­νι­κά μου.
Ξε­μα­θαί­νω τη λα­λιά μου.

(Μτφρ. Ειρήνη Κορώνη, Φιλαρέτη Καρκαλιά, Λίνα Φιλοπούλου)

Μικρό ποιητικό ανθολόγιο
Το χειμωνιάτικο ταξίδι [1824]



Η φλα­μου­ριά
(Der Lindenbaum)

Στη βρύ­ση τη βου­νί­σια
σι­μά εί­ν’ η φλα­μου­ριά,
στον ίσκιο της κα­θό­μουν
να ονει­ρευ­τώ συ­χνά.

Εχά­ρα­ζα στη φλού­δα
ονό­μα­τα ιε­ρά
και πά­ντα εκεί γυρ­νού­σα
σε λύ­πη ή σε χα­ρά.

Μια μέ­ρα τα­ξι­δεύω
σε μέ­ρη μα­κρι­νά
περ­νώ να χαι­ρε­τή­σω
στερ­νά τη φλα­μου­ριά.

Βουί­ζαν τα κλα­διά της
σαν να μου κρά­ζαν: «Ω,
κο­ντά μου πά­ντα μεί­νε,
θα βρεις γα­λή­νη εδώ».

Μα­κριά τώ­ρα στα ξέ­να
δεν έχω τη χα­ρά
που ένοιω­θα εκεί πά­νω,
κο­ντά στη φλα­μου­ριά.

(Μτφρ. αγνώστου.  Βλ. ΕΔΩ και Λουκιανός Κηλαηδόνης, στον δίσκο «Αχ πατρίδα μου γλυκιά», 1992)


Το Τα­χυ­δρο­μείο (Die Post)

Από το δρό­μο ακού­γε­ται η σάλ­πιγ­γα του τα­χυ­δρό­μου.
Τι εί­ν’ αυ­τό που σε κά­νει να σκιρ­τάς έτσι
         Καρ­διά μου;

Ο τα­χυ­δρό­μος δεν έχει γράμ­μα­τα για σέ­να:
Για­τί χτυ­πάς έτσι αλ­λό­κο­τα
                 Καρ­διά μου;

Νά­τος λοι­πόν ο τα­χυ­δρό­μος που ’ρ­χε­ται από την πό­λη
Όπου κά­πο­τε εί­χα μι’ αγά­πη γλυ­κιά,
                 Καρ­διά μου!

Θα ’θε­λες να πας να ρω­τή­σεις
Πώς πά­ν’ τα πράγ­μα­τα εκεί πέ­ρα,
                 Καρ­διά μου;

(Μτφρ. Αλέξανδρος Ίσαρης, Το χειμωνιάτικο ταξίδι, Άγρωστις 1989)

Μικρό ποιητικό ανθολόγιο
Μεσολόγγι [1826]



Η Ανά­λη­ψη του Με­σο­λογ­γί­ου
(Missolunghis Himmelfahrt)

Έπε­σες, Με­σο­λόγ­γι; Έπε­σε η πό­λη, πάρ­θη­κε;
Όχι. Μέ­σα σε θρί­αμ­βο βρο­ντής,
Σε λα­μπη­δό­νες αστρα­πής,
Υψώ­θη­κε στον ου­ρα­νό,
Πέ­τρα και γη, πύρ­γος και ανά­χω­μα πνο­ής,
Της νί­κης άρ­μα­τα και ήρω­ες, κομ­μά­τια,
Μέ­σα σε πά­τα­γο θα­να­τε­ρό!
Και τους νε­κρούς ακό­μα που έκρυ­βες
Στη μαύ­ρη του τά­φου αγκα­λιά,
Ελεύ­θε­ρους τους σή­κω­σες
Για ν’ αντα­μώ­σουν πά­λι
Ψη­λά στου αι­θέ­ρα
Τον λεύ­τε­ρο αέ­ρα,
Όπου τους αγκα­λιά­σα­νε οι ψυ­χές
Αγαλ­λιά­ζο­ντας, όλο χα­ρά,
Που λυ­τρω­θή­καν απ’ τη συμ­φο­ρά.
Την πό­λη, δες, την Ιε­ρή,
Τις ντά­πιες των μαρ­τύ­ρων,
Στά­χτη σω­ρός, μια ερη­μιά
Στη μα­τω­μέ­νη ακτή.
Ελά­τε σεις,
Των Χρι­στια­νών οι κε­φα­λές
Που με της δύ­να­μης το σκή­πτρο
Ει­ρή­νη δια­κη­ρύ­ξα­τε και τά­ξη
Κι ένα Συμ­βού­λιο Σο­φών
Για να την δια­φυ­λά­ξει
[…]

(Μτφρ. Συμεών Σταμπουλού, περ. Νέα Ευθύνη, τχ. 52-53, Ιαν.-Ιούλ. 2021)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: