Προσεχώς Τώρα

Προσεχώς Τώρα
Αποσπάσματα από την αλληλογραφία μου με τον Φλομπέρ




Μεταξύ Σεπτεμβρίου 1851 και Ιουλίου 1852, την περίοδο δηλαδή κατά την οποία γράφονταν Η Μαντάμ Μποβαρί και το Τώρα, οι αντίστοιχοι συγγραφείς τους, Γκιστάβ Φλομπέρ (εφεξής Φλ.) και Ηλίας Φραγκάκης (εφεξής Φρ.), είχαν μιαν αλληλογραφία περί ποιητικής, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύονται για πρώτη φορά εδώ.

Φρ.: Σου γράφω σχετικά με το βιβλίο που ετοιμάζω ή, τέλος πάντων, θα ήθελα να γράψω. Μου ’χει καρφωθεί το θέμα και με παρασέρνει σαν χείμαρρος· γιατί έτσι είναι και ο κεντρικός μου χαρακτήρας. Λέω να τον ονομάσω Τραμπ και να είναι διαγαλαξιακός ταξιδιώτης. Έχει μιλήσει με τον Χριστό. Ο πιο στενός συνεργάτης του, ένας ονόματι Κένεντι, είναι αρκτούριος, όπως και η γυναίκα του Τραμπ, που είναι πνεύμα αρκτούριο. Ανήκουν στις φωτεινές δυνάμεις και είναι απεσταλμένοι του Θεού. Πες μου πώς σου φαίνεται. Αναμένω.

Φλ.: Προβλέπω υφολογικές δυσκολίες που με τρομάζουν θανάσιμα. Το να είναι κανείς απλός στη φαντασία δεν είναι και τόσο εύκολο. Φοβάμαι μήπως καταλήξεις στο ύφος του Πολ ντε Κοκ ή αρχίσεις να γράφεις ένα είδος σατωμπριανίζοντος Μπαλζάκ. Μα είναι φανταστικά τα πρόσωπα;

Φρ.: Εντελώς φανταστικά, αλλά μπορεί και όχι ― εξαρτάται αν το βλέπεις με τα μάτια του καιρού σου ή του δικού μου. Δεν είναι φαντασία· πρόκειται για ιστορικές αναγωγές, πρόσωπα που θα γνωρίσεις. Προσεχώς. Τρομάζω στη σκέψη να καταλήξω εκεί που λες. Εσύ πώς τα πας; Τι γράφεις;

Φλ.: Νομίζω πως δεν μπορείς να φανταστείς τι είδους βιβλίο γράφω. Στα άλλα μου βιβλία ήμουν τσαπατσούλης· σ' αυτό προσπαθώ να είμαι άμεμπτος και να ακολουθώ μια γεωμετρικά ευθεία γραμμή. Ούτε λυρισμός, ούτε σχόλια, η προσωπικότητα του συγγραφέα απούσα. Σκοτεινή θα είναι η ανάγνωσή του· θα περιέχει φρικαλέα πράγματα δυστυχίας και αθλιότητας.

Φρ.: Τα ίδια συμβαίνουν και σ’ εμένα, αγαπητέ. Ξέχνα τους διαγαλαξιακούς και τους αρκτούριους. Ξεκίνησα κάτι εντελώς καινούργιο. Τώρα γράφω με εντελώς διαφορετικό τρόπο, καθώς και το θέμα είναι διαφορετικό. Υπήρξες έμπνευση· κυρίως (γιατί να το αρνηθώ;) με τις απειλές σου περί Πολ ντε Κοκ ή σατομπριανίζοντος Μπαλζάκ. Θεός φυλάξοι! Καλύτερα ο τύφος ή η πανούκλα! Βρήκα τη φώτιση ή το σκοτάδι της συγγραφής ― όπως το πάρει κανείς. Προσυπογράφω τα λόγια σου, γιατί είναι και δικά μου: Αυτό που μου φαίνεται ωραίο, αυτό που θέλω να κάνω Τώρα είναι ένα βιβλίο για το Τίποτα, ένα βιβλίο χωρίς εξωτερικές εξαρτήσεις, που θα διατηρεί τη συνοχή του από μόνο του μέσω της εσωτερικής δύναμης του ύφους του […] ένα βιβλίο που δεν θα έχει ουσιαστικά θέμα ή που το θέμα του θα ήταν σχεδόν αόρατο, αν κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει. Προσθέτω: που δεν θα ’χει αρχή, μέση και τέλος, ούτε ηθικά διδάγματα, και θα μπορούσε να διαβαστεί με οποιαδήποτε σειρά.

Φλ.: Στριφογυρίζω, ξύνομαι. Το μυθιστόρημά μου δυσκολεύεται να βρει το δρόμο του. Υποφέρω από αποστήματα ύφους και οι φράσεις με τρώνε χωρίς να μπορούν να βγουν. Πάω να σκάσω τόσο πολύ απ’ το κακό μου, που το διασκεδάζω αφάνταστα. Τα χρώματα στα οποία βυθίζω το πινέλο μου είναι τόσο καινούργια, που ανοίγω τα μάτια μου κατάπληκτος… Βρίσκομαι σ’ έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο τώρα, εκείνον της προσεκτικής παρατήρησης των πιο ανιαρών λεπτομερειών. Τα μάτια μου είναι καρφωμένα στους σπόρους της μούχλας που φυτρώνουν στην ψυχή. Μακρύς είναι ο δρόμος από κει μέχρι τα μυθολογικά και θεολογικά πυροτεχνήματα του Αγίου Αντωνίου. Και καθώς το θέμα είναι διαφορετικό, γράφω με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Στο βιβλίο μου δεν θέλω να υπάρχει ούτε μία κίνηση, ούτε μία σκέψη του συγγραφέα. [….] Τα βιβλία που φιλοδοξώ περισσότερο να γράψω είναι ακριβώς εκείνα για τα οποία διαθέτω τη μικρότερη ικανότητα. Με αυτή την έννοια, η Μποβαρί θ’ αποτελεί το πιο ανήκουστο tour de force που θα γνωρίσω ποτέ: θέμα, χαρακτήρες, αποτέλεσμα, κ.λπ., τα πάντα έρχονται απ’ έξω. Αυτό θα πρέπει να με κάνει αργότερα να τολμήσω ένα μεγάλο βήμα μπροστά. Γράφοντας αυτό το βιβλίο μοιάζω με έναν άνθρωπο που προσπαθεί να παίξει πιάνο έχοντας μολυβένιες μπάλες σε κάθε δάχτυλο. Όταν, όμως, θα έχω μάθει τις κινήσεις των δακτύλων μου, αν πετύχω έναν τόνο του γούστου μου και μπορώ να παίξω με τα χέρια ανασηκωμένα, ίσως τότε καταφέρω κάτι καλό. Νομίζω, μάλιστα, πως απ’ αυτή την άποψη είμαι σε καλό δρόμο.

Φρ.: Το θέμα είναι πως στην εποχή μου έχει αντιστραφεί το πρόβλημα. Εσύ, ας πούμε, θέλεις να καταρρίψεις τη μεταφορά, την παρομοίωση. Εδώ, σ’ εμάς, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Όλη η τέχνη (ας μην υπερβάλλω, όχι όλη) έχει στραφεί στην κυριολεξία. Χάθηκαν επομένως η μεταφορά, η αλληγορία, η αμφισημία. Όλοι επιζητούν την κυριολεξία. Αν ισχύει η ρήση ενός φίλου που λέγεται Φόκνερ –δεν τον έχεις γνωρίσει ακόμη, μα πού θα πάει, είμαι σίγουρος πως θα συναντηθείτε προσεχώς– αν ισχύει, λοιπόν, τότε το παρελθόν και η Ελλάδα έχουν κάτι κοινό: ποτέ δεν πεθαίνουν. «Το παρελθόν ποτέ δεν πεθαίνει· για την ακρίβεια, δεν έχει καν παρέλθει» είπε ο φίλος Φόκνερ. Που σημαίνει ότι αυτός ο τύπος στο μυαλό του οποίου πλοηγούμαι σε τούτο το βιβλίο μου, ταξιδεύει στο παρελθόν που είναι ταυτόχρονα παρόν και μέλλον, αφού κάθε μέρα, κάθε τώρα, προστίθεται στο παρελθόν. Αλλά και κάθε αύριο ελάχιστα παραμένει στη θέση του: μετατρέπεται κι αυτό στιγμιαία σε παρόν, κι αμέσως εντάσσεται στη μεγάλη δεξαμενή του παρελθόντος. Ώστε η μεγαλύτερη αξία είναι αυτό που κατ’ ευφημισμόν ονομάζουμε παρελθόν, αφού είναι το διηνεκές Τώρα της ανθρωπότητας. Οπότε και τούτος ο Ιούλιος (έτσι ονομάζεται ο ήρωάς μου) μπορεί να μασκαρεύεται δηλαδή και να ταξιδεύει οπουδήποτε και με οποιαδήποτε ιδιότητα ή ηλικία, ακόμη και σε γεγονότα που δεν είναι δυνατόν να έχει ζήσει, ακόμη και στον Άδη να πηγαίνει ο αθεόφοβος σαν άλλος Οδυσσέας, Αινείας, Ηρακλής, Ορφέας ή Ντάντε Αλιγκέρι. Και δεν είναι Κάτω Κόσμος λέει, είναι Πάνω λέει, ο λόφος του Χόλιγουντ, τέτοια αυθάδεια δηλαδή. Θα ξεχάσουμε κι αυτά που ξέρουμε με δαύτον, με αποσυντονίζει. Αλλά μ’ αρέσει, το διασκεδάζω αφάνταστα, όπως λες κι εσύ.

Φλ.: Αν η Μποβαρί αξίζει κάτι, δεν θα της λείπει η ψυχή. Η ειρωνεία, ωστόσο, μου φαίνεται πως κυβερνά τη ζωή…

Φρ.: Η ειρωνεία… ναι… Κοίτα, με ανησυχεί λίγο που δείχνεις να ’σαι στον κόσμο σου και δε με ρώτησες καν τι είναι Χόλιγουντ. Μήπως κάνεις κάποια χρήση; Δεν ξέρω. Ανησυχώ, αν και, πού θα πάει, θα το γνωρίσεις κι αυτό. Το Χόλιγουντ λέω. Προσεχώς. Αλλά έχεις δίκιο στα υπόλοιπα. Για την ειρωνεία, πρωτίστως. Αλλά μήπως κι εγώ πάω πίσω; Η σχέση μου με αυτόν τον Ιούλιο εξελίσσεται σαν στην Πρώτη Πράξη της Τρικυμίας – αυτόν που την έγραψε τον ξέρεις; Εκείνος όχι, αλλά θα σε μάθει. Προσεχώς. Εξηγούμαι: Όταν αποκαλώ τον Ιούλιο «αυτός», μου ακούγεται σαν παραφθορά του «εγώ». Του δανείζω εμπειρίες ή ό,τι κάνει το κάνει μόνος του; Είναι αυτός μια περσόνα δική μου ή εγώ περσόνα δική του; Ακόμα και τ’ όνομά του θυμίζει λίγο το δικό μου. Να σου εξομολογηθώ κάτι; Μ’ αρέσει που ’χω χαθεί μες στις συνάψεις του, σ’ αυτόν τον συνειρμικό χείμαρρο που πλημμυρίζει τους υποδοχείς του μυαλού του. Εντέλει, αν και όχι τελειωτικά, θα σου ’λεγα πως ο Ιούλιος Βερν-ίκος είναι τόσο εγώ όσο και μη-εγώ. Οι ρόλοι μας, όμως, είναι διακριτοί. Αυτός σκέφτεται, αναστοχάζεται και δρα· εγώ καταγράφω.

Δικός σου,

Φρ.

Ένας φίλος που θα γνωρίσεις. Προσεχώς.





ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Τα σημεία με πλάγια γράμματα είναι αποσπάσματα από επιστολές του Γκιστάβ Φλομπέρ στην ερωμένη του, Λουίζ Κολέ, μεταξύ φθινόπωρου του 1851 και καλοκαιριού του 1852, μεταφρασμένα από την Αθηνά Βαλδραμίδου για λογαριασμό του ΕΚΕΒΙ (Πύλη για την ελληνική γλώσσα). Το κείμενο διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του μυθιστορήματός του Ηλία Φραγκάκη Τώρα (Εκδόσεις Όταν, 2024) στο Café-bar Βυσσινόκηπος, στις 14.12.2024.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: