The forces which are working out the great processes of evolution are blind, pitiless, and in themselves indifferent to pain or pleasure. All that we call evil and all that we call good are alike subservient to this cosmic tendency toward greater complexity, adaptability, and organization. Conflict, therefore, is not a regrettable accident, but a fundamental mechanism of progress […]
Herbert Spencer, The Study of Sociology
1
Σαν τον απόηχο της πρασινογάλανης θάλασσας μέσα στο κελί του κοχυλιού, έτσι και το Γκύζη σφύριζε τους φλοίσβους περασμένων μελαγχολικών εποχών, και όλοι λικνίζονταν στο γαρμπόηχο μουρμουρητό της συνοικίας, μα κάπου κάπου ξέφευγε ένα μιάου εκκωφαντικό ασύλληπτης θηλύτητας ― …Την «Αννούλα» την φρόντιζαν όλη στην γειτονιά, και ήτανε τουλάχιστον μισή ντουζίνα γερόντισσες που μεριμνούσαν ανελλιπώς και απαρέγκλιτα για την σχετική ευζωία της. Στα μάτια της, καφετιά, σαν φρεσκοψημένο κάστανο, πλανιόταν μια ζεστή αισιοδοξία, και τα πατούσια της ήτανε χνουδωτά, ακτινοβολώντας ένα λάμπος εφάμιλλο νύχτας έναστρης. Ήτανε γατούλα με δέρμα πότε τραχύ πότε μαλακό στ’ άγγιγμα, ως επί το πλείστον λευκόχρυσο, με πυρετικές, πορτοκαλί ούγιες τζίβας να ξεπετάγονται από τις άκρες του σώματος της σαν λυσσασμένες ηλιαχτίδες. Και όλη τη μέρα καθόταν σε ένα περβάζι, στην Γενναδίου 17, και έπλενε σχολαστικά και αμέριμνα το κορμάκι της, και συχνά όποτε ο Αντώνης την συναντούσε νωρίς τα πρωινά που θα έπαιρνε το λεωφορείο θα της έλεγε «Καλημέρα, παναγία γαλή», γιατί έτσι την προσφωνούσε, αρνούμενος πεισματικά να την βαφτίσει με το όποιο όνομα. Γι’ αυτόν, όπως και τις μισές γριές, ήτανε, απλούστατα, η γάτα, μα οι άλλες μισές, που έχουνε το κακό συνήθειο να ονοματίζουνε τα πάντα, εκδήλωναν μια τόσο ορμητική τάση να φωνάζουν «η Αννούλα, η Αννούλα!», ώστε τελικά το όνομα της κόλλησε, και όλοι σιγά σιγά εξοικειώθηκαν με αυτήν την ταμπέλα – κάτι που άφηνε τον Αντώνη παγερά αδιάφορο. Είχε σκεφτεί συχνά να την υιοθετήσει, μα φοβόταν ότι θα καταρήμαζε τα βιβλία του πατέρα του. Και σε όλο το σπίτι είχε παντού βιβλία, άρα ήτανε τι το παρακινδυνευμένο να υιοθετήσει γάτα, και πόσο μάλλον την Αννούλα, που δεν είχε, να πούμε, αφήσει λάστιχο για λάστιχο…
Το Γκύζη ήτανε αχνοφωτισμένο, ήτανε πολύ νωρίς, και το καλοκαίρι είχε σημανθεί επιτέλους, και φύσαγε από τις έξι παρά αγιάζι αξιοζήλευτο, μαλάσσοντας ζωντανά και αντικείμενα, και φανταζόσουν πως μέχρι και οι πλάκες στις άκρες των δρόμων και στις στροφές ή οι σκουπιδοτενεκέδες απολάμβαναν την θωπεία του γλυκού και φιλήσυχου αυτουνού ανέμου. Μα μετά, το καταμεσήμερο, άρχισε να φυσάει απαιτητικά ένας ανυπόφορος λίβας, και πάνω απ’ όλους, υπέφεραν απ’ την ορφνή ζέστα τα μαλλιαρά τετράποδα, σκύλους αδέσποτους δεν είχαμε, μα είχαμε πλειάδα από γάτες, με ποδηγέτη του τσούρμου της, φυσικά, την Αννούλα… Καλά ― ήτανε παλιά γειτονιά, λίγοι είχανε κλιματιστικό, οι πιότεροι εκ των γειτόνων αντιμάχονταν την ζέστη με παλιούς, ξεφτισμένους και αργοκίνητους ανεμιστήρες, ή τοποθετώντας στους κόρφους τους νοτερές και βρεγμένες πετσετούλες. Α, τώρα που είπαμε «αντιμάχονταν»! ― ήτανε αυτή η περίοδος που ο Αντώνης ήτανε ξετρελαμένος περισσότερο από κάθε άλλη εποχή με την Ελπίδα, γνήσια κόρη του θέρους αυτή, κρητικιά μέχρι το μεδούλι, κεντημένη απ’ τα ευγενή προαισθήματα ενός ανεξύπνητου πρωινού μπάνιου στο Αιγαίο, ανάμεσα σε πιτσιλίσματα ζεστά και κρύα μαζί αλαφιασμένων ονείρων, αιωνιότητας και φευγαλέας χάσης… τις περιόδους που ο Αντώνης έπασχε απ’ την, όπως την αποκαλούσε ο φίλτατος του Σάββας, παιδιόθεν φίλος, «Ελπιδο-μανία» του, πάθησις ανήκεστος, συχνά αναγκαζόταν, λόγω της οξυμμένης κατάστασης της νεύρωσης του, να βολιδοσκοπήσει βαθύτερα στον εαυτό του, σε βαθμό που η αυτο-βυθομέτρηση εκαθίστατο σχεδόν επίπονη. Και, για να δέσουμε το νήμα της αφήγησης από την μία άκρη του συνειρμού στην αντίπερα, την λυσιτελή, ο Αντώνης «αντιμαχόταν» τρεις αντικρουόμενες τάσεις εντός του: το παιδί, τον άντρα, και τον γέρο. Το παιδί κολυμπούσε στην τρυφηλή και λιγάκι θαλπερή λίμνη της ξάγρυπνης (με την έννοια της άσβηστης) τρυφερότητας, ο άντρας υπέφερε την διάψευση αυτής της παιδικής ψευδαίσθησης, και ο γέρος, ω ο γέρος, που συχνά προσβάλλει ο γεροντισμός του ψυχές νέες παρά μεγάλες, και γι’ αυτό παρατηρούμε τόσους νέους παραιτημένους, ήδη, απ’ τη ζωή, ο γέρος βουτούσε άτσαλα στην βαθύτατη λίμνη της ανίας, της θανατοφοβίας, της βίαιης γαλήνης και της προσμονής του Τέλους. Όποτε ο Αντώνης διαπίστωνε πόσο αγαπούσε την Ελπίδα, από παιδί πήγαινε στον γέροντα, και ποτέ δεν πέρναγε απ’ τον ενδιάμεσο όροφο του άντρα, την τάση του στωικισμού, δηλαδή. Διότι αποτελούσε μια ψυχοβιολογική φάση βαθιά απελπισμένη, και τέτοιες απελπισίες ακόμα ο Αντώνης τις σκιαζόταν, αφού ήσουν αναγκασμένος να ζήσεις στην τραγική τρίτη πράξη της διαψευσμένης παιδικότητας σου, στο μεγάλο θεατρικό έργο, όπου σκηνή με θεωρείο ήσαν αδιαχώριστα, της επιβεβλημένης ωρίμανσης, μιας και ο πόνος του άντρα εδραζόταν σε μια τόλμη, που δεν δοκίμαζε ούτε το παιδί, ούτε ο γέρος. Ήτανε μια τόλμη βαθιά στατική. Ο Αντώνης σπάνια έπινε απ’ την κρήνη αυτής της τόλμης. Η στατικότητα των μεγάλων, τον παρέλυσε. Ήτανε, απ’ την άλλη, γεννημένος ανώριμος. Με άλλα λόγια, σαν το παιδί και τον γέρο, που αμφότεροι βρίσκονται μιαν ανάσα, αντίστροφα όμως, απ’ την ανυπαρξία, φοβόταν διαρκώς. Άτολμος, αφιλότιμος, διακαώς φοβισμένος … με τα πάντα … πότε το παιδί έδινε απονενοημένα την σκυτάλη, απλά από φόβο, στον γέρο, και πότε ο γέρος, μην έχοντας που αλλού να την δώσει, στον διάβολο… μα δεν ήτανε ο χριστιανικός διάβολος: ήτανε απλά η δυστυχία της ανυπαρξίας πραγματωμένη… πάνω κάτω, απ’ όταν ο Αντώνης έκλεισε τα δεκαπέντε, το παιδί έπαιζε διελκυστίνδα με τον άντρα, και πότε κέρδιζε ο ένας και πότε ο άλλος. Όμως, ο άντρας ποτέ δεν είχε κατανικήσει ουσιαστικά το παιδί. Γι’ αυτό, κυρίως η κυρά Παρθενόπη, η μάνα του Αντώνη, έφριττε με τους παλιμπαιδισμούς του ήρωα μας, και του έλεγε «Αχ, τι έκανα λάθος! ― πότε θα μεγαλώσεις;!». Και τα άπεφθα, κατηφορικά στήθια της σπαρταρούσαν σαν ανεμόδαρτα κυκλάμινα … Το παιδί που ήθελε να γίνει άντρας ― Αυτόν τον ανήλεο και επίμονο αγώνα αφορά η παρούσα διήγηση. Μα ο Αντώνης, τουλάχιστον βαθιά μέσα του, τουλάχιστο σε ένα συνειρμικό επίπεδο, προτιμούσε τον άντρα: την ωριμότητα, την στωικά απελπισμένη γαλήνη. Μα δεν μπορούσε να ενηλικιωθεί. Όχι ― δε μπορούσε. Ήτανε στα είκοσι του, αλλά ένιωθε πως μόλις είχε περάσει τα εφτά. Τόσο μιαρά φοβισμένος είχε μεγαλώσει. Γηρασκοφοβία; ίσως. Το ζήτημα ίσως να είναι, όμως, βαθύτερο, και να μην επιδέχεται ιατρικοκεντρικούς ψυχαναλυτισμούς. Πραγματικά, παραήταν φοβισμένο παιδί για να αντέξει στον τεφρό, εφιαλτικό κόσμο των ενηλίκων. Όπου βασιλεύει πρωτίστως η διχόνοια και μετά οτιδήποτε άλλο. «Παναγία γαλή» είπε στη γάτα, Πέμπτη απόγεμα, ενώσω φύσαγε σβέλτος ο πυρός λίβας, και της έδωσε ένα ψαράκι, απ’ αυτά που τηγάνισε χθες: μαρίδες. «Έλα, καλό μου, αχ πόσο σ’ αγαπώ!». Πάντοτε ο Αντώνης ήτανε βαθύτατα δεμένος με τα ζώα ∙ πολύ περισσότερο απ’ ό τι ήτανε, δυστυχώς ή ευτυχώς, με τους ανθρώπους ― και η σχέση, δεν ήτανε μονοσήμαντη: τον αγαπούσαν και αυτά. Συχνά, με αυταπάρνηση. Είχε, άλλωστε, μεγαλώσει με σκυλιά και γατιά. Τον σκύλο του, τον Φρέντι, τον «έχασαν», όπως έλεγε πάντα η Παρθενόπη Αναγνώστου, σε αντίθεση με το λακωνικό «Πέθανε», τελεία, του Δημήτρη Αναγνώστου, τον έχασαν, λοιπόν, προ εξαετίας ― και ο Αντώνης έκανε δυο βδομάδες να κοιμηθεί συνεχή ύπνο. Μάλιστα, του πέρασε απ’ το μυαλό μια και δυο να πεθάνει και αυτός, και να βρει στην αντίπερα όχθη του υπαρκτού τον αγαπημένο του Φρέντι. Μα, όπως και όλα στη ζωή, και αυτό το ξεπέρασε, και η αγάπη του για τα ζώα διατρανώθηκε ακόμα περισσότερο. Ο Αντώνης, βέβαια, ακολουθώντας τα βήματα των συγγενών του, εξέλεξε το ποτό σαν ικανό μέσο μύησης στην ανδροπρέπεια. Στο ανδρικώς φέρεσθαι. Μα έσφαλε. Αυτό τον οδήγησε βαθύτερα στην ανωριμότητα, και κατάλαβε, πως όλοι οι άντρες που ανά τις χιλιετηρίδες γίνονταν κουρούμπελα, ήσαν στ’ αλήθεια οι πιο βαθιά ανώριμοι, άπλαστοι και παιδαριώδεις άνθρωποι στη γη. Όχι μόνον οι άντρες, αλλά κι οι γυναίκες, που έπιναν. Όλοι οι πότες, εν γένει. Άνθρωποι βάναυσα φοβισμένοι, που καταπνίγουν πάσα προϋπάρχουσα εσωγενή αρετή με την ναρκωτική αναρχία ενός άθλιου, ζοφείδελου μεθυσιού, πάντοτε φοβισμένοι, τόσο φοβισμένοι .. μικρά παιδάκια που τρέμουν να μεγαλώσουν, γιατί ο ενήλικος κόσμος δεν είναι παρά ο κόσμος της σκλαβιάς, της ψευτιάς, του κράτους, της ασθένειας και, τελικά, του αμετάκλητου θανάτου. Και οι άντρες που έπιναν ήτανε βαθιά πιο ανώριμοι απ’ τις γυναίκες που έπιναν, οι μεν έπιναν από φόβο του θανάτου, οι δε από επιθυμία, πιο συχνά, του θανάτου. Βέβαια, όλοι οι πότες διαδηλώνουν ανωριμότητα άλλης χροιάς: μάλλον θα λέγαμε μίας που θα προσιδίαζε περισσότερο στο κυριολεκτούν. Ένα σώμα που μεγαλώνει, μα μια καρδιά που δεν θέλει, παντί τρόπω, να μεγαλώσει … και ο Αντώνης όταν έπινε, αντί να μετουσιωθεί μαγικά σε ενήλικα, γινόταν πάλι παιδί, και, μετά το όγδοο ποτό, γέρος, ένας άντρας γέρος και κακοφορμισμένος και ανίκανος για την οποιαδήποτε δράση και βούληση έρμαιο του ζοφερού επικείμενου χαμού και ταπεινά παραιτημένος από τα πάντα εγκόσμια. Πιο ανδρικό του φαινόταν το κάπνισμα, που το απολάμβανε τρομερά ― πιο πολύ απ’ το ποτό. Το ποτό ήτανε μια διαφυγή, το κάπνισμα ήτανε κάποιου είδους επαναπατρισμός. Ένας λόγος που δεν έπαιρνε στο διαμέρισμα του στου Γκύζη ζωάκι, ήτανε επειδή, αρειμάνιος καπνιστής ων, έτρεμε μη τυχόν αρρωστήσει το ζωάκι απ’ τις αναθυμιάσεις του καπνού, γιατί προφανέστατα ένα ζώο αρρωσταίνει είκοσι φορές πιο εύκολα από τον άνθρωπο απ’ το τσιγάρο.
Και τώρα καθόταν στη βεράντα του, και κάπνιζε, και σκεφτόταν τι να πάει αύριο στη γατούλα, που, απ’ το υπερτάισμα, είχε γίνει σαν βουβάλι, αφού όλοι την φροντίζανε. Μάλλον θα της πάρω καμιά κονσέρβα απ’ το παντοπωλείο του Μοχάμεντ,* είπε, και έσβησε το άφιλτρο, χοντρό τσιγάρο στο μεγάλο, πορσελάνινο τασάκι του, κειμήλιο απ’ τη βάβω του. Κατέβασε κάτι παλιοσίδερα απ’ την αποθήκη του σε έναν τσιγγάνο, του έδωσε ένα δεκάρικο, και μετά περπάτησε μέχρι τα Εξάρχεια, με τα χειρόγραφα του, ατενίζοντας τον ουρανό, βραδιασμένο πια, που σελάγιζε μέσα μια ζεματιστή αχλή από αιφνίδιους, συνεχείς καλοκαιρινούς ιριδισμούς, σαν το ρεύμα που περνάει μέσα απ’ τα καλώδια πάνω στους γκριζόηχους δρόμους, τόσο γρήγορους, σαν σπέρματα φρενιτιώδη στη ταχύτητα, που ψάχνουν το ωάριο, και όταν γύρισε σπίτι του, μεσάνυχτα, κάτι φοβερό είχε συμβεί. Απ’ την ξεχασμένη ανοικτή μπαλκονόπορτα είχε τρυπώσει μέσα ένα περιστεράκι, λευκόχρυσο κι αυτό, σαν την Αννούλα, στέκοντας τρεμάμενο πάνω στο κόφι τέιμπλ, στο πλάι της ανοικτής, ακτινοβολούσας τηλεόρασης, απηχώντας οδυνηρό κλάμα, μάλλον απόρροια πόνου εξαιτίας κάποιας οργανικής βλάβης ― μπήγοντας συνεχώς κλαυθμούς στυγερούς και απαίσιους, μαρτυρώντας ασυστόλως έναν βαθύ, εσωτερικό πόνο, άγνωστο το πως και το γιατί.
«Αποσπάστηκε απ’ τη μάνα του…» συλλογίστηκε ο Αντώνης, ανάβοντας άφιλτρο τσιγάρο μέσα σε μια χίμαιρα μισοσκόταδου και ριγηλών ανακλάσεων, και με μια πικρία που θύμιζε στη γεύση βρεγμένη άμμο προσπάθησε να το διώξει, με την σκούπα ― εις μάτην. Αυτό, μετά από ένα τέταρτο της ώρας, είχε επιστρέψει, πιο όμορφο από ποτέ.
*Τοπικός παντοπώλης. Ινδός, γεννηθείς στο Μοσχάτο, διαμένων πλέον στου Γκύζη Αθηναίων.
2
Όταν ο Αντώνης ήτανε στο ζενίθ του φλογώδους έρωτά του προς την Ελπίδα, μέσα του ανασκουμπωνόταν ο άντρας, και μια παράξενη γαλήνη και νηνεμία της ψυχής σχηματιζόταν στις φαντασιώσεις του εν σχέσει προς το μέλλον, όταν το απείκαζε στενά δεμένο με εκείνο της Ελπίδας ― σε καθεστώς σφιχτής αγκάλης. Μα οι διαψεύσεις αυτουνού του έρωτα, η μη δυνατότητα, τουλάχιστο στο εγγύς μέλλον, της εκπλήρωσης του, προβίβαζαν την θέση του γέρου, και ο Αντώνης πέρναγε τα βράδια του σα θανάσιμα άρρωστος παππούς, κατηφής και δυσκίνητος, και βασίλευε μέσα του η ανία, πότε η θανατοφιλία και πότε η θανατοφοβία, πότε μια μάταιη αναπόληση ενός όχι και τόσο ωραίου παρελθόντος, και πότε η προσμονή μιας εκ των προτέρων χαμένης μεταθανάτιας πληρωμής. Και καμιά φορά από γέρος ξύπναγε παιδί, ευάλωτος, στα πάντα ευαίσθητος, ανίκανος για την επιβίωση σε έναν τόσο σκληρό κόσμο. Και αυτό το παιδί αναρωτιόταν: «Θα μεγαλώσω ποτέ;», και η Σελήνη έλεγε, τα βράδια, κατηγορηματικά «Όχι», μα ο Ήλιος έλεγε, τα απομεσήμερα τ’ Αυγούστου, «Ναι», και όλη αυτή η διελκυστίνδα ήτανε ανυπόφορα επίπονη για τη καρδιά. Μόνον η Ευτέρπη, το γράψιμο, φαινόταν να καταλαγιάζει τις ταραχές. Διάβαζε, τ’ απόβραδα, σουρωμένος, το Gerontion του Eliot ― και άκουγε το περιστέρι να κλαίει, μωρό θα’ ναι μάλλον, έλεγε μέσα του, και έκλαιγε και αυτός…
Η Ελπίδα, για τον άντρα Αντώνη, ήτανε το κρηπίδωμα που θα στέριωνε το, τάχατις, ευοίωνο μέλλον του ― αλλά αυτό προϋπέθετε, σαφέστατα, την αποδοχή του από μέρους, και … Μα και τώρα Αύγουστος ήτανε, όλο το Γκύζη άχνιζε σκαιά, έρμαιο του πενθίλυπου καύσωνα, τανυσμένα φύλλα από νεραντζιές αντιπάλευαν με τον πυρίκαυστο λίβα, τα σύννεφα χάνονταν μέσα στην τρεμουλιαστή αχλή της βίαιης ζέστης, παιδιά τσίριζαν πότε εφιαλτικά πότε ονειρικά, άκουγες από όλες τις παλιές πολυκατοικίες σύσσωμους τους αλαφιασμένους ανεμιστήρες να σκορπίζουν τη ζέστη έξω απ’ τα ανοιχτά παράθυρα και από εκεί στον μεγάλο ουρανό της Αθηναϊκής γης, και όλα τα αδέσποτα ζώα ήτανε τα μεγάλα θύματα του Αττικού Καύσωνα, παραπαίοντας στα περβάζια απονενοημένα, κυρίως δε η Αννούλα, η «παναγία γαλή». Ο Αντώνης κοίταξε το περιστέρι με βαθύτατο, ανείπωτο θαυμασμό. Φαινόταν λαβωμένο, και έσκουζε παραπονιάρικα, σχεδόν με μιαν απολύτως διαυγή ευθραυστότητα. Είχε καταχέσει το χολ, αλλά αυτό δεν έθιξε τον Αντώνη. «Μικρό μου» του’ πε, «πονάς; που είναι η μαμά σου;» ― γιατί ήτανε μωρό, «ξεκινοπούλια» τα έλεγε αυτά τα μωράκια ο Δημήτρης Αναγνώστου, που είχε μεγαλώσει σε χωριό. Η καρδιά του Αντώνη είχε σφιχτεί αφάνταστα απ’ το επίμονο κλαψούρισμα του μωρού. Προσπάθησε να το πιάσει, να εντοπίσει που είχε κτυπήσει, μα τον εκείνο τον ράμφισε, και μισοπέταξε σκούζοντας στην ανοιχτή βεράντα, γιομάτη κουτσουλιές. Ο Αντώνης πήγε στη κουζίνα, άνοιξε μια μπύρα, άναψε τσιγάρο, και θρυμμάτισε στη φούχτα του μια φέτα ψωμί, βγαίνοντας μισομεθυσμένος στο μπαλκόνι. «Έλα, καλό μου, φάγε» και σκόρπισε τα ψίχουλα μπροστά απ’ το περιστεράκι. Απ’ έξω, ένας νταλικέρης κορνάριζε επίμονα σε έναν διπλοπαρκαρισμένο ταξιτζή. «Δε πεινάς;» ρώταγε ο Αντώνης, ζαλισμένα, το μωρό πτηνό. Κι εκείνο, δώσ’ του να κλαίει. Μπήκε μέσα, και έβαλε δυνατά στο πικάπ του Bach. Τα κατά Ματθαίον Πάθη – και εκκλησιαστικό και φωνές και κόρνες και κλάματα συμφύρονταν σε ένα πουπουλένιο όνειρο αστικής αγωνίας, όπου κάθε εξατομικευμένη λύπη χάνονταν στην συλλογική δυσωδία της καλοκαιρινής πλήξης μιας μισοάδειας πόλης. Κάθισε στο γραφείο του, περιμένοντας το περιστέρι να πετάξει κάπου αλλού, μα οι κλαυθμοί του δεν τον άφηναν να συγκεντρωθεί στα χειρόγραφα του. Διάολε, σκέφτηκε, είναι μάλλον άρρωστο, το δύσμοιρο. Όσο πιο πολύ έκλαιγε, τόσο τα μάτια του ήθελαν και ατά τους να κλάψουνε. Μα δεν έκλαιγαν, όντας στην εμπροσθοφυλακή του πραγματισμού έψαχναν επιμόνως να βρουν μια λύση. Έψαξε στο internet πως να κουράρεις ένα άρρωστο περιστέρι. Δώστε του ασπράδι. «Χμμμ». Έβρασε δυο αβγά, τα θρυμμάτισε, και του τα έδωσε, και περίμενε να τα φάει. Μα το περιστεράκι, κοπάζοντας αιφνίδια το μουρμουρητό του, απλά τον κοίταζε επιμόνως, ίσως λιγάκι ανόητα, με μια φευγαλέα ποιότητα μαραζιού στα μάτια, και δεν έτρωγε μπουκιά. «Κακόμοιρο μου, πονάς; είσαι άρρωστο; τι τρέχει;». Έκλεισε τον Bach, ήπιε δυο τρεις μπύρες ακόμα, και αποκοιμήθηκε στο καναπέ, βλέποντας John Ford, και όλο το βράδυ του συνυφαινόταν με τα απέλπιδα βογκητά του μικρού πουλιού, που στιγμή δεν τιτίβισε, μα έκλαιγε, από μοναξιά; από άλγη; από απελπισία; δεν ήξερε, και είδε όνειρα φριχτά κείνο το βράδυ.
Μα το πρωί, το περιστεράκι είχε εξαφανίσει τα φαγιά. Πόσο χάρηκε ο Αντώνης! Και τώρα το μωράκι έκλαιγε καταπώς λιγότερο. Μπορεί ίσως, γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι, να τιτίβισε κομματάκι. Οι πρώτες του λέξεις. Ο Αντώνης θυμήθηκε τον Φρέντι, όταν επιδόθηκε, θαρρετά, στο πρώτο αλύχτημα ― αουυυύ. Και τώρα, η σειρά του περιστεριού: Γλουτ. Γλο- γλου- γλουτ. Γλουτ γλουπ. «Μπράβο, καλό μου, ψυχούλα μου». Με τις μέρες, όσο το κλάμα του κόπαζε, τόσο αύξαιναν τα τιτιβίσματα, τόσο έτρωγε περισσότερο αυτά που τα άφηνε εγκάρδια ο Αντώνης, μάλιστα μια φορά που ο ήρωας μας καθότανε και διάβαζε McCarthy στη βεράντα του, το περιστεράκι ήρθε και τρίφτηκε στο δεξιό καλάμι του, μπήγοντας μικρούς αλαφιασμένους μα γιομάτους αγάπη ήχους Γλουπ, γλουτ γλοοοοοουτ, και ο Αντώνης καταχαιρόταν, σχεδόν δοκίμαζε συγκίνηση. «Λοιπόν, πιτσιρίκο, θα σου δώσω ένα όνομα. Εγώ είμαι ο Αντώνης. Ποιητής. Χαίρω πολύ. Εσείς είστε ο … χμμ … ο Γαβριήλ. Ναι ― σας ταιριάζει, κύριε, αυτό το όνομα, μου βγάζετε μιαν ποιότητα, άκρως βιβλική! Λοιπόν, χάρηκα κ. Γαβριήλ…». Οι γείτονες τον έβλεπαν μέσα απ’ τις γρίλιες των παντζουριών να μιλάει με το περιστέρι, και έλεγαν Θεέ μου, αυτό το παιδί όλο και χειροτερεύει, άλλο που ο Αντώνης έκανε το κέφι της ζωής του, και είχε επιτέλους μιαν αθώα συντροφιά, ένα κατοικίδιο, το πρώτο μετά το χαμό του σκυλιού του. «Φρέντι, ο διάδοχος σου». Και άναβε το τσιγάρο του και κοίταζε το περιστεράκι και στεναχωριόταν βαθύτατα που δεν ήτανε με το είδος του, την μαμάκα και τον μπαμπάκα και τα άλλα τα πουλάκια, τ’ αδερφάκια του. Και έσβηνε το τσιγάρο, και έβραζε ασπράδια για τον Γαβριήλ, και τα βράδια κοιμόταν ήρεμος. Και οι μέρες περνούσαν, και το περιστεράκι ανακτούσε δυνάμεις, πότε πλατάγιζε μάταια πλην θαρρετά τις φτερούγες, καταφέρνοντας να αιωρηθεί για λίγην ώρα πάνω απ’ το έδαφος, σκούζοντας με βαθύ μένος, κοιτώντας περήφανα μέσα στην ασθένεια του τον θολερό τρούλο του ουρανού, σαν να έλεγε στον Αντώνη, «σε μια βδομάδα, Αντώνη, θα με δεις εκεί, να πετάω, στον θαμπερό τρούλο του ουρανού, σκίζοντας τον αμυδρό ορίζοντα, μαζί με τους δικούς μου». Και ο Αντώνης χαιρόταν με τις φαντασιώσεις του. Όταν τα κομμάτια του ψωμιού ήτανε μεγάλα και το περιστεράκι δεν μπορούσε να τα ραμφίζει καλά, ώστε πνιγόταν σε κάθε νέα μπουκιά, ο Αντώνης, μητρικά, έσκυβε, έπαιρνε τα ψίχουλα, και τα έσπαγε σε ακόμη πιο μικρά κομματάκια, που να μπορούσε το περιστέρι να διαχειριστεί επαρκώς. Και αυτό τα έτρωγε σε σμικρούς μπιρμπιλωτούς σβόλους ίδιους με κόκκους πυρακτωμένης σκόνης.
Προς τα τέλη Αυγούστου το ξεκινοπούλι είχε μάθει πως να πλαταγίζει τα φτερά του αρκετά γρήγορα και εύκαμπτα ώστε να μπορεί να πετάει τουλάχιστον μισό μέτρο πάνω απ’ το δάπεδο απρόσκοπτα για ένα με δυο λεπτά. Βρισκόταν κοντά. Ανάρρωνε. Και ο Αντώνης, μέσα απ’ τα τεράστια, θολά τετράγωνα γυαλιά του, το κοίταζε με μιαν κρυφή έπαρση, απόρροια οξυμμένης περηφάνιας, αυτής, της τόσο μεγάλης, που υπεκφεύγει την φυλακή του να αισθάνεσαι ωραία για κάποιον άλλον, και σε καταβυθίζει όσο ποτέ άλλοτε, για τελειωτική φορά, στο εγώ σου. Και δεν υπάρχει μετά νέα αντιστάθμιση, ικανότητα δραπέτευσης ― όχι, μένεις μέσα σου, εμμένοντας, και σου αρέσει το κελί της εγώτητας σου. Σε αυτήν την εγώτητα ήτανε τώρα εγκιβωτισμένος ο Αντώνης, και συντροφιά του ήτανε ο Γαβριήλ. Συμποσιάζονταν ανενδοίαστα κάτω απ’ το Αυγουστιάτικο λάμπος, και απολάμβαναν την λάβρα του καλοκαιριού…
Όταν, Τετάρτη βράδυ, του έκαμε επίσκεψη η Ελπίδα, ελαφρώς σουρωμένη, έχοντας παρκάρει βαρύγδουπα όσο ποτέ άλλοτε την μοτοσικλέτα της στην πυλωτή, τον ρώτησε τι ήτανε αυτά τα κλαψουρίσματα. «Α, ο Γαβριήλ.»
«Ποιος;»
«Έλα, θα σου δείξω.»
Η Ελπίδα κατασυγκινήθηκε. «Πόσο καιρό το έχεις εδώ πέρα;»
«Πάει ένας μήνας. Είναι σχεδόν έτοιμος να πετάξει.»
Ένα χαμόγελο δροσερό σαν παχνόλουστο δάσος διαγράφηκε στο ελαστικό σαν ρίγος, συνταρακτικά λεπτεπίλεπτο προσωπάκι της. «Αποδεικνύεις όλο και περισσότερο έμπρακτα ότι είσαι αναρχο-ρομαντικός.»
«Και εσύ αποδεικνύεις όλο και πιο έμπρακτα ότι απ’ όλους τους ανθρώπους μοναχά εσύ με κατάλαβες.»
Χαμογέλασαν, και οι δύο, με μιαν απόκρημνη ευχαρίστηση, και το ξεκινοπούλι σχεδόν χαμογέλασε και αυτό, αποπνέοντας την αυστηρή αύρα του παράπονου που αναχαιτίστηκε από ένα υπέροχο και ανέλπιστο χάδι.
Τότε, η Ελπίδα έβγαινε με ένα παιδί, τον Νικόλαο, έναν αρχισυντάκτη περιοδικού και περιστασιακού πεζογράφου. Ο Αντώνης τον μισούσε … με ένα μίσος σχεδόν γόνιμο … ένα μίσος που ποτές όμως δεν αποκότησε να της εκφράσει σε εκείνην … δειλός, πάντοτε, άβουλος. Είχανε κάτσει αντικριστά στο τραπέζι, καταβροχθίζοντας μακαρόνια. Τα γελάκια της Ελπίδας, όταν ο Αντώνης της απεύθυνε ένα γλυκερό κομπλιμέντο, εισέδυαν μέσα στο σώμα του σαν μορφίνη, και τα άκρα του μούδιαζαν και σχεδόν ένιωθε να πετάει, σαν το ξεκινοπούλι. Ο Νικόλαος, δεν μπορώ να πω, ήτανε ταλαντούχος γραφιάς ― μα, όπως οι πιότεροι, απροκάλυπτα επηρμένος και βαθιά ανασφαλής… συχνά, είχε πει η Ελπίδα, γινόταν επιθετικός, υπό την επήρεια του πιόματος. Η Ελπίδα, πάντοτε διατεινόταν ότι ήθελε σκληρούς άντρες, γιατί θεωρούσε και τον εαυτό της ως κορίτσι σκληρό. Αλλά αυτή, όπως καταλαβαίνετε, δεν ήτανε η αλήθεια ∙ η τόσο φυσική ανεμελιά της Ελπίδας, με σπάνιες αλλά απαραίτητες εκλάμψεις μαθημένης απαρέσκειας, συνιστούσε μια γυναίκα ευαίσθητη που ήθελε, ανά φορές, να το παίζει φουριόζα και σκληρή, απλώς επειδή, όπως και ο Αντώνης, έτρεμε την ουσία της ενηλικίωσης, και αυτή η αντιφατικότητα, την έκαμε τόσο το περισσότερο πιο μαλακιά, ανεμελιά νόστιμη σαν λουκουμάκι μαζί με τον καφέ η οποία και μπόλιαζε τον Αντώνη με ευεξία, και τότε ένιωθε μεγάλος πάλι, άνθρωπος ώριμος, και εκείνο το βράδυ, όπου διαπίστωνε, εμπράκτως, ότι τελικά ένωναν εκείνον και την Ελπίδα πολλά παραπάνω απ’ όσα, φαινομενικά μονάχα, τους χώριζαν, γίνηκε άντρας, για πρώτη φορά μετά από μήνες, μετά από χρόνια, εκείνην την Τετάρτη απόβραδα, ενηλικιωνόταν, όχι ― δεν ήτανε πια παιδάκι, και η ανενδοίαστη ανεμελιά της Ελπίδας ζωγράφιζε με ωχρά χρώματα ανάμεσα τους για πρώτη, ίσως, φορά τόσο έντονα την αχνή ομίχλη μιας μόνον ελαφρώς διαπιστωμένης έλξης, και πόσο ήθελε ο Αντώνης μας να την προστατέψει απ’ αυτόν τον κυνικό, ψευτο-μορφωμένο συγγραφέα! πόσα όνειρα είχε δει που τον σάπιζε στο ξύλο, που, μεθυσμένοι και οι δύο, επιδίδονταν σε σθεναρή μάχη, όπου ο νικητής θα κατακτούσε και την καρδιά τούτης της κρητικιάς Δουλθινέας: αχ, πως θα την έκανε δικιά του;! πως θα σου δώσω να καταλάβεις ότι εμείς οι δύο μοναχά μαζί μπορούμε να τελειωθούμε;! ― και για λίγο συνέλαβε εαυτόν να κλίνει ανεπαίσθητα, σαν μισοκοιμισμένος, προς το μέρος της, με νοτισμένα τα χείλια, και τον ουρανίσκο υγρό… μα… μα το φιλί δεν μπορούσε να γίνει ακόμα … όχι ― δεν μπορούσε να γίνει.
Το πουλάκι, επιτέλους, μέσα στο φευγάτο μηρυκασμό του κλάματος της σελήνης, αρχίνισε να τιτιβίζει. Γλουτ γλουτ γλ- γλουτ. Και τα λοιπά. «Τ’ ακούς;» είπε ο Αντώνης. «Ναι.». Διάφορα αυτοκίνητα ευθύηχα ρεκάζανε μέσα στην μεταμεσονύχτια αυγουστιάτικη αίγλη, μια υποψία κατωφερούς ρέμβης στάλαζε απ’ τα ωχροκίτρινα σύννεφα μιας Ελλάδας που, ξανά, για άλλον έναν χρόνο, κατακαιγόταν στα πιο όμορφα σημεία της, και το ξεκινοπούλι ήτανε για πρώτη φορά λες και χαιρόταν, λες και ― γελούσε!
«Είναι χαρούμενο πάλι». Και σκούπισε τον ιδρώτα στο κούτελο του με την σταχτερή παλάμη του, λουσμένη χόβολη απ’ τα ατέλειωτα τσιγάρα. Κάθισαν στη κουζίνα, ανοίξανε ένα μπουκάλι ροζέ κρασί Λήμνου, και άκουσαν Joy Division, παίζοντας απανωτές φορές το Twenty-Four Hours και το The Eternal. «Αντώνη, να σε ρωτήσω κάτι;»
«Ναι.»
Η Ελπίδα δίστασε για λίγο, μα τελικά μίλησε: «Θα’ θελες κάποτε να γίνεις μπαμπάς; Να κάνεις παιδιά;»
Ο Αντώνης το είχε σκεφτεί αυτό χιλιάδες φορές, απ’ τα παιδικά του χρόνια. «Ναι ― θα ήθελα παιδιά.»
«Κορίτσι ή αγόρι;»
«Κορίτσια. Πολλά.»
«Πολλά!»
«…Μόνο, όμως, αν έβρισκα την κατάλληλη γυναίκα» είπε, κοιτώντας με μια χυδαία πεισμοσύνη την Ελπίδα, πότε κατάματα και πότε περιφερειακά. «Αλλά … » ―
«Ναι;»
«Δεν θα ήμουν καλός πατέρας. Ζω πολύ ανθυγιεινή ζωή ― συν αυτού, κουβαλώ, φοβάμαι, τρέλα, πολλή τρέλα… ανά περιόδους, είμαι καλά ― ανά άλλες περιόδους… όταν φερ’ ειπείν με κατακλύζουν πάλι αυτές οι εικόνες, οι παράλογες σκέψεις … αλλά στα έχω πει … δεν θα ήθελα να κληροδοτήσω την τραγικότητα μου, σε ένα αθώο πλάσμα, όπου …».
Η Ελπίδα πλατάγισε τα χείλια της, στράβωσε εναγώνια το βλέμμα της, και μετά το στόμα της ανέβηκε γατίσια προς την αμυγδαλωτή μυτούλα της, μορφοποιώντας μιαν έκφραση που δεν ήτανε απαραίτητα σοβαρή, ούτε ασόβαρη. Και, σοβαρεύοντας ξάφνου απότομα, «Μήπως να πήγαινες σε κάποιον ειδικό;».
Ο Αντώνης γέλασε με έπαρση. Τα στήθια της Ελπίδας δεν χάρηκαν καθόλου. Παρέμειναν απαρασάλευτα, σάμπως δεν είχανε καθόλου αέρα μέσα τους. «Αχ, Αντώνη, εάν…».
«Όχι ακόμα, Ελπίδα. Όχι ακόμα. Δεν είμαι …».
Η Ελπίδα άλλαξε θέμα. Είπαν για τη δουλειά της, στο περιοδικό φωτογραφίας. Μα ξαφνικά, τους διέκοψε το πρόσχαρο τιτίβισμα του Γαβριήλ. «Θα πεινάει μάλλον», είπε ο Αντώνης.
Σηκώθηκε, πήγε στο πάγκο, άνοιξε την ψωμοθήκη, και θρυμμάτισε λίγη ψίχα στο χέρι του. «Επιστρέφω». «Έρχομαι κι εγω. Μ’ αρέσουν τα περιστέρια. Είναι…».
ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑααααααααααααργγγγ. «Τι διάολο ήτανε αυτό;»
Ο ήχος επανελήφθη δυο φορές, ένα κραύγασμα εξαιρετικά οχληρό στο πως αντηχούσε, εξαιρετικά διαπεραστικό. Έτρεξαν στο μπαλκόνι. Το πάτωμα ήτανε γεμάτο αίματα, απ’ τα ρείθρα ανάβλυζε πηκτό, μαυριδερό, μαβί αίμα, σβολιασμένο ανά σημεία, και ανά άλλα κελαρύζοντας σαν γάργαρο νεράκι, σχεδόν ροζουλί και τελείως αρυτίδωτο, σαν τανυσμένο μαγνάδι. Και σαν σφίγγα, δέσποζε με μεγαλαυχία στους μορφασμούς της η Αννούλα, με τον Γαβριήλ μέσα στα σαγόνια της, φτύνοντας μικρά κοκαλάκια και πούπουλα, νιαουρίζοντας σάμπως την είχε πιάσει ο Αντώνης να κάνει μια μικρή ζαβολιά. «Ααααααααααχ» έκραξε απελπισμένα ο Αντώνης, και σωριάστηκε δακρύβρεχτα στα στήθια της Ελπίδας. Ήτανε μαλακά και φουσκωτά σαν πανιά. Τα γέμισε δάκρυα, μαύρα και άηχα. «Θε μου…». Του’ ρθε λιγοθυμιά. Έκλαψε και η Ελπίδα. Έχωσε τα χέρια της στα βοστρυχωτά, πλούσια μαλλιά του. Πάλι, ο Αντώνης γινότανε παιδί, αγοράκι, ο άντρας γεννήθηκε μόνον για να πεθάνει αυτοστιγμεί, ένα ον από κάθε πλευρά του τρωτό, ευάλωτο, ανίκανο για δράση και για βούληση. Ναι ― ήτανε Τετάρτη και ο άντρας μέσα του είχε γεννηθεί μόνον για να πεθάνει λίγο μετά τη γέννα. Έμενε μόνο ο γέρος, να τον πάρει απ’ το χέρι, λίγες ώρες πιο έπειτα, όταν θα είχε παρέλθει το σοκ, και να του σιγοπεί, «Δεν είναι μόνο ο άνθρωπος κακός. Η ίδια η φύση είναι ένα βδέλυγμα. Και όποιος ζει, και έχει μάτια για να βλέπει τι γίνεται γύρα του, μικρέ Αντώνη, όλο θα βδελύσσεται… Όλα σε αυτό το πλανήτη λυμαίνονται και θα λυμαίνονται την αρμονία, την τάξη, την εγκράτεια, την ειρήνη. Το μόνον που μπορούμε να κάνουμε» ολοκλήρωσε ο γέροντας, «είναι να ελπίζουμε αυτός ο παλιό-κοσμος να εκπνεύσει σύντομα…».
«Και μέχρι τότε, παππού;»
«Ε! μέχρι τότε μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα βρούμε έναν έρωτα αρκετά ισχυρό για να φορέσει στις ψυχές μας παρωπίδες, μπας και η φρίκη πάψει να’ ναι ορατή».
Ένα φιλί και το νου σου. Ένα φιλί, όμως, ατέλειωτο, φιλί-ποίημα, αντίδοτο στην φρίκη. Αντίδοτο στον άνθρωπο – αντίδοτο στη φύση.