
Ο Τ.Σ. Έλιοτ έγραψε το ποίημα «The Love Song of J. Alfred Prufrock» — γνωστό στα ελληνικά και ως «Το Ερωτικό Τραγούδι του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ» το 1910 και το ολοκλήρωσε περίπου το 1911. Το ποίημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1915 στο λογοτεχνικό περιοδικό Poetry: A Magazine of Verse, με τη βοήθεια του ποιητή Έζρα Πάουντ, που διάβασε το ποίημα που του παρέδωσε ο ίδιος ο Έλιοτ, που είχε φθάσει πρόσφατα στο Λονδίνο, το 1914. Μάλιστα, έγραψε στον εκδότη του Poetry: «Είχα απόλυτο δίκιο για τον Έλιοτ. Μου έστειλε το καλύτερο ποίημα που έχω ακούσει ή δει ποτέ από Αμερικανό. Προσευχηθείτε να μην είναι η μόνη του επιτυχία». Από το Poetry ανθολογήθηκε στο Catholic Anthology (1914-1915) και στην συνέχεια ως το ομώνυμο ποίημα στο πρώτο βιβλίο του Έλιοτ Prufrock and other Observations», που εκδόθηκε από τον εκδ. οίκο Egoist το 1917. Ο Έλιοτ συμφώνησε με την παρότρυνση του φίλου του C. Aiken να κόψει από το ποίημα ένα μεσαίο τμήμα τριανταοκτώ στίχων με τον τίτλο « Prufrock’s Pervigilium», ενώ δεν ακολούθησε την συμβουλή του Πάουντ που θεωρούσε περιττή και του ζητούσε να την αφαιρέσει την αναφορά του στον Άμλετ. Οι εκδόσεις αυτές και η συνεχής ενθάρρυνση του Πάουντ αναπτέρωσαν το ηθικό του νεαρού, τότε, Έλιοτ και τον έπεισαν να συνεχίσει με την ποίηση αντί να επιστρέψει στο Χάρβαρντ και να ασχοληθεί με διδακτορικό στη φιλοσοφία. Όντως, το ποίημα εκτόξευσε την καριέρα του.
Αλλά, ποιος είναι ο Προύφροκ; Ο ίδιος ο Έλιοτ ήταν μάλλον απαξιωτικός για το θέμα του, γράφοντας το 1962: «Επέλεξα το όνομα επειδή μου ακούγονταν πολύ, πολύ πεζό». Στην πραγματικότητα ο Ουίλιαμ Προύφροκ ήταν Γερμανός μετανάστης που είχε ιδρύσει την εταιρεία επίπλων «William Prufrock» και διαφήμιζε τα προϊόντα του (μαθητικές καρέκλες, γραφεία κ.λπ) στο περιοδικό του ιδιωτικού σχολείου στο Σεντ Λούις όπου φοίτησε ο Έλιοτ ως έφηβος. Άρα αυτό είναι το ερωτικό τραγούδι ενός αστού του Σεντ Λούις (ή κάποιου παρόμοιου κάπου αλλού), ενός πωλητή επίπλων. Είναι οι σκέψεις του, είναι ο τρόπος που ερωτεύεται, που αγαπά. Και οι στίχοι από την Κόλαση
του Δάντη που χρησιμεύουν ως επίγραμμα του ποιήματος (αμετάφραστοι από τον Έλιοτ) δεν σημαίνουν ότι ο Προύφροκ βρίσκεται στην κόλαση, σημαίνουν ότι πιστεύει πως κανένας δεν θα ακούσει τι έχει να πει, γι' αυτό και μιλάει ειλικρινά.
Το ποίημα είναι πειραματικό και παράξενο. Ο στίχος ελεύθερος, πρότυπο για αμέτρητα ποιήματα που θα ακολουθήσουν. Το θέμα του, μια φιγούρα, ο υπαρξιακά βασανισμένος Προύφροκ, που, αποξενωμένος, ανίκανος να ταυτιστεί, (ερωτεύεται άραγε;) παρατηρεί με σύγχυση και φόβο την φθορά, την ματαίωση, το κενό τα γηρατειά και τον θάνατο.
Το ποίημα είναι αναμφίβολα εξαιρετικά διορατικό και εν τέλει προφητικό στο περιεχόμενό του και λειτούργησε για την αγγλική λογοτεχνία του 20ού αιώνα σαν την σπίθα που άναψε το φιτίλι του Μοντερνισμού, δείχνοντας και σε άλλους, σπουδαίους ποιητές τι θα ήταν δυνατόν να γραφτεί και με τι θα μπορούσε κανείς να πειραματιστεί σ’ αυτή τη νέα εποχή.
Ε. Π.