Μητρική αγάπη

Εθνική γιορτή

Τον ζήλεψα πολύ
του Βλαβιανού τον στίχο
Και σκέφτηκα τη μάνα μου
Με το λινό της το ταγιέρ
Καμέλια στο πέτο
Πόδια λεπτά, αθλητικά
Κάλτσες από μετάξι
Και μιά φωνή στεντόρια
Να δίνει παραγγέλματα
Στην μέση του Σταδίου

«Δεν είναι γιά τα μούτρα σας»
Ούρλιαζα σιωπηλά
«Είναι αυτή γιά άλλα»
Πιοτό, καπνό, παράνοια
Αγοραφοβία
Και μιά ζωή που ξόδεψε
Στου άντρα της τα δύσκολα
Και πολλαπλά
Εγώ

(2004)

Η φιδομάνα

Αθήνα, καλοκαίρι, ΄67; ΄68; Χούντα πάντως. Όμορφη αυλή, δέντρα, λουλούδια, καλοκαιρινές μυρωδιές, καθόνταν η γιαγιά και κεντούσε, κι είχε επισκέψεις. Η κόρη μιάς παλιάς ψυχοκόρης, πρόσφυγα η μάνα της παντρεύτηκε αντάρτη, χήρεψε, και μικρή, πολύ μικρή, έμεινε με δυό κόρες. Η μεγάλη, όμορφη, ψηλή, έφυγε μικρή σε κάποια μετανάστευση, Αμερική; Καναδά; Γερμανία; Γιοχάνεσμπουργκ; ούτε που θυμάμαι. Την ομορφιά της θυμάμαι, ένας έρωτας που περπατούσε. Μελαχροινή και αλαβάστρινη, με πράσινα μάτια, πυκνά, πυκνά μαλλιά ολόμαυρα κομμένα στον αυχένα, καμπύλες ολοστρόγγυλες, κι ένα χαμόγελο που σ’ έλιωνε.

Η μικρή, ένα τέρας της φύσεως. Κοντή, άσχημη, κακοφτιαγμένη και κακιά, με όνομα καθαρά ευχετικό: Ευμορφία. Παντρεύτηκε ένα μίζερο άνθρωπο, περιπτερά, κι ερχόταν κάθε τόσο να υποβάλλει τα σέβη της.Ήρθε στην επίσκεψη μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, ένα άλλο στην κοιλιά, μια κόρη μικρή να παίζει, μικρό, καχεκτικό, αδύναμο παιδάκι, μιλιά δεν έβγαζε. «Σαν κατοχικό είναι» έλεγε η μάνα μου κάθε φορά που τόβλεπε. Μύριζε το παιδάκι τα λουλούδια «Μη, θα τα χαλάσεις» της φώναξε η μάνα της. Μύρισε η μικρή τον καφέ της γιαγιάς «Μή, θα τον χύσεις» της ξαναφώναξε η μάνα της. Κάθισε το παιδάκι στο σκαλάκι κι έπαιζε με το στρίφωμα της φούστας της «Κακόχρονο να ’χεις, άστο ήσυχο, θα το ξηλώσεις, δεν έβγαζα δέκα φίδια απ’ την κοιλιά μου καλύτερα πού έβγαλα εσένα!» ξαναφώναξε η μάνα.

(2008)

Η ντομάτα

Ψηνόταν το κοριτσάκι στον πυρετό. Καλοκαίρι δευτέρας γυμνασίου, κλεισμένο στο δωμάτιο με κουφωμένα τα πατζούρια, ακατέβατος ο πυρετός τόσες μέρες τώρα, τι πενικιλίνες, τι γιατροσόφια, τίποτα. Του παραδόθηκε και το παιδάκι και κείτονταν έτσι, εκεί, σαν από μακριά ακούγοντας θορύβους, ψιθύρους.

Βόγγηξε κάποια στιγμή, φώναξε τη μάνα: «μαμά», έτρεξε αυτή, γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι, της χάιδεψε το μέτωπο, κάτι ψιθύρισε το παιδί, δεν άκουσε η μάνα, έσκυψε πάνω από το κεφάλι της ν’ ακούσει καλύτερα — μια ντομάτα, ψιθύρισε το κοριτσάκι, καίγομαι.

Και τότε είδε η μάνα και φρύαξε, πετάχτηκε ψηλά, μακρυά από το κρεβάτι, σαν ρεύμα να την χτύπησε. Έβγαλες τα φρύδια σου!!;;; ξεφώνησε. Εκεί να κάτσεις, να πεθάνεις, είπε κι έφυγε, πήγε πίσω στην φίλη της και στον καφέ της.

Το Γυάλινο Βουνό

Ήταν πολλές οι απαγορεύσεις της παιδικής ηλικίας —μην αντιμιλάς, μη ρουφάς τη μύτη σου, μην κάθεσαι πολλή ώρα στο μπάνιο, μην ξυπνάς αργά το πρωί, μην κοιμάσαι αργά το βράδυ—αργότερα κι άλλες —μην μιλάς στ’ αγόρια, μην πας στην διαδήλωση, μην ξυρίζεις τα πόδια σου, μην βγάζεις τα φρύδια σου—. Τρεις, όμως, ήταν αυτές που η παράβασή τους επέσειε αυστηρότατες σωματικές ποινές — τα εικονογραφημένα κλασικά, το Sprite, και τα παγωτά.

Ένα μεσημέρι καλοκαιρινό μου έδωσε κρυφά λεφτά ο παππούς — πάρε ό,τι θέλεις, μου είπε. Έτρεξα στο περίπτερο κι αγόρασα ολοκαίνουργιο Το Γυάλινο Βουνό. Πέρασα τον δρόμο απέναντι γιά το σπίτι μας κι άκουσα από την άκρη του δρόμου το τακουνάκι της μάνας — τακ, τακ, τακ, γύριζε. Μ’ έπιασε πανικός. Έκρυψα γρήγορα-γρήγορα το κλασικό πίσω από μιά γλάστρα. Θα ρχόμουν το απόγευμα ενώ ακόμα κοιμόταν να το πάρω.

Με πήρε ο ύπνος μετά το φαγητό. Το απόγευμα, με αγωνία κατέβηκα στον κήπο και με απόγνωση βρήκα το κλασικό να στάζει από νερά. Με κλάματα πήγα στον παππού —δεν το είδα ενώ πότιζα, μόυ κο’ίτσι μου, μου είπε στ’ αρβανίτικα. Το απλώσαμε να στεγνώσει αλλά τα γράμματα της μιας σελίδας είχαν μπερδευτεί μ’ εκείνα της άλλης κι έτσι καινούργιες λέξεις με γράμματα που άλλα έβλεπαν δεξιά κι άλλα αριστερά είχαν βγει στη σελίδα.

Έτσι δεν διάβασα ποτέ μου το Γυάλινο Βουνό.

(2007)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: