Τα μανταλάκια

Τα μανταλάκια

Κάθε Αύγουστο, απαραίτητα, όλη η οικογένεια έκανε τις διακοπές της στο μεγάλο σπίτι της ακτής. Τις πρώτες μέρες το ετοίμαζαν. Οι γυναίκες ξεσκέπαζαν τα έπιπλα, μάζευαν τ’ άσπρα σεντόνια, σκούπιζαν, σφουγγάριζαν και τα κορίτσια ξεσκόνιζαν. Ο ανδρικός πληθυσμός αναλάμβανε τη βεράντα, τον κήπο και τα φυτά. Ο καθένας είχε την ευθύνη μίας δουλειάς, ανάλογα με τις δυνάμεις του· την έπαιρνε προσωρινά το τελευταίο καλοκαίρι της προσχολικής του ηλικίας και οριστικά το καλοκαίρι πριν από το γυμνάσιο. Η ψηφοφορία, που γινόταν «διά βοής» και τις δύο φορές, έπρεπε να τηρηθεί διά βίου. Βέβαια, σε περίπτωση ανάγκης, καθένας αναλάμβανε περισσότερα αλλά και πιο επίσημα καθήκοντα, ανάλογα με τις συμμετοχές και τα απρόοπτα της ζωής.
Από την πρώτη κιόλας εβδομάδα όλα είχαν μπει τη σειρά τους και λειτουργούσαν κανονικά και προγραμματισμένα. Ο πατέρας ασχολιόταν με τις εξωτερικές δουλειές, η μητέρα με τις ανάγκες του σπιτιού, η γιαγιά και ο παππούς τακτοποιούσαν τους εαυτούς τους –καμιά φορά αναλάμβαναν τη γενική εποπτεία των παιδιών καθώς και την περιποίηση του κήπου μαζί με τον πατέρα– και τα παιδιά βοηθούσαν, σε ό,τι χρειαζόταν κάθε φορά. Οι καλεσμένοι πρόσφεραν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους, που όμως ήταν και απαραίτητες, αφού το σπίτι, καθώς ήταν απομακρυσμένο και δεν διέθετε προσωπικό, είχε ανάγκη για βοήθεια. Ο καθένας αναλάμβανε τα καθήκοντά του την πρώτη χρονιά που επισκεπτόταν το σπίτι της ακτής έτσι ώστε να γίνεται η συνύπαρξη λειτουργική. Τα πρώτα χρόνια οι επισκέπτες ήταν πολλοί κι έφτανε μία μέρα για να τακτοποιηθούν όλα.

Η πρώτη δουλειά της Αμαλίας ήταν να καθαρίζει τα ξύλινα μανταλάκια όταν μαύριζαν από την υγρασία. Στο Γυμνάσιο, όταν ψήλωσε λίγο, καθάριζε και τα σύρματα για το άπλωμα της μπουγάδας και έως τις τελευταίες τάξεις του Λυκείου είχε τελειοποιήσει όλες τις τεχνικές για το άπλωμα, το μάζεμα και το δίπλωμα των ρούχων. Κάθε Αύγουστο η Αμαλία, ακόμα και μετά τις σπουδές της, όταν διορίστηκε δασκάλα σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό του βορρά, έτριβε κι αντικαθιστούσε όσα μανταλάκια είχαν παραδοθεί στη φθορά του χειμώνα.
Η Αμαλία από μικρή ήταν φιλάσθενη κι έμεινε μικροκαμωμένη ως τα μεγάλα της. Όμως είχε τσαγανό. Όσο η οικογένεια αυξανόταν τα ρούχα της μπουγάδας πλήθαιναν και όταν έφταναν πολλοί επισκέπτες το καλάθι με τα μανταλάκια ξεχείλιζε και γινόταν ασήκωτο. Πέρασαν χρόνια μέχρι να συνηθίσει το βάρος του. Τα ρούχα των επισκεπτών πλένονταν χωριστά. Η Αμαλία είχε σημαδέψει τα μανταλάκια με το όνομα και το είδος των ρούχων τού καθενός, –από τα εσώρουχα μέχρι τα μαξιλάρια και τις πετσέτες του– και όταν μάζευε τα στεγνά ρούχα ήξερε τίνος ήταν. Σιγά-σιγά, τα μανταλάκια έγιναν η απαραίτητη συντροφιά των διακοπών της και τα χειριζόταν με δεξιοτεχνία. Κατάφερνε, μάλιστα, ν’ αποφεύγει τα σφιχτά σιδεράκια τους, ώστε να μην της μαγκώνουν τα δάχτυλα κάθε φορά που προσπαθούσε να παντρέψει τα ορφανά ξύλινα κομματάκια τους.

Όσο τα χρόνια περνούσαν και οι άνθρωποι μεγάλωναν, ο αριθμός των παραθεριστών άρχισε να λιγοστεύει και η διάρκεια προετοιμασίας, καθαρισμού και τακτοποίησης του σπιτιού αυξήθηκε. Τα νεαρά μέλη της οικογένειας μεγαλώνοντας ενδιαφέρθηκαν για διαφορετικές καλοκαιρινές εμπειρίες. Κάποιοι φιλοξενούμενοι άρχισαν να επιλέγουν κοντινότερους ταξιδιωτικούς προορισμούς και κάποιοι μεγαλύτεροι να φεύγουν για τόπους αγύριστους. Βέβαια υπήρχαν και εκείνοι που σταματούσαν να έρχονται επειδή είχαν κουραστεί από την καθιερωμένη προετοιμασία του σπιτιού, που όσο ο καιρός περνούσε μεγάλωνε σε διάρκεια. Έφτασε εποχή, που οι παραθεριστές ήταν ελάχιστοι στο μεγάλο καλοκαιρινό σπίτι. Η Αμαλία, κάθε φορά που σταματούσε κάποιος να συμμετέχει σ’ αυτές τις διακοπές, έβαζε στην άκρη τα μανταλάκια του κι αναλάμβανε τις δουλειές του. Στο τέλος τα φορτώθηκε όλα.
Η χρονιά που πέθανε ο πατέρας ήταν η τελευταία που τ’ αδέλφια της Αμαλίας επισκέφτηκαν το σπίτι της ακτής· όταν επέστρεψαν στις δικές τους ζωές αποφάσισαν ν’ αλλάξουν τόπο παραθερισμού. Μόνο η Αμαλία με τη μητέρα της συνέχισαν να πηγαίνουν εκεί για κάποια χρόνια. Η μητέρα της είχε αναλάβει το γενικό πρόσταγμα κι εκείνη όλες τις δουλειές. Παράλληλα συνέχιζε να συντηρεί και τα μανταλάκια των παλιών επισκεπτών, ώστε να είναι σε καλή κατάσταση σε περίπτωση που χρειαζόταν κάποτε να χρησιμοποιηθούν. Πριν κοιμηθεί έπαιρνε τις παλιές λίμες των νυχιών, που δεν είχαν και πολλή ζωή ακόμα, και τα έτριβε υπομονετικά μέχρι να γίνει λεία η επιφάνειά τους. Ύστερα, αφού ανανέωνε με σκούρα χρώματα τα ονόματα που ήταν γραμμένα πάνω τους, τα πέρναγε ένα ή δύο χέρια με τα παλιά βερνίκια των νυχιών, που αραίωνε με ασετόν για να δουλεύονται καλύτερα με το πινελάκι. Αν ο επισκέπτης δεν ξαναρχόταν έπαιρνε τα μανταλάκια του από τις αρμαθιές, δημιουργούσε με αυτά αυτοσχέδια καραβάκια, άγκυρες και διάφορα άλλα θαλασσινά σχήματα και τα κρέμαγε πίσω από την πόρτα του δωματίου που κάποτε τον φιλοξενούσε.

Έναν Αύγουστο η μητέρα της, ανήμπορη πια, την παρακάλεσε να μην κάνει δουλειές στο σπίτι της ακτής. Μόνο τα ρούχα τους να φροντίζει και να ετοιμάζει το φαγητό. Έτσι, θα περνούσαν περισσότερο χρόνο μαζί. Αυτός ο Αύγουστος ήταν ο πιο ξέγνοιαστος και ο πιο γεμάτος που έζησε η Αμαλία στο σπίτι της ακτής. Τα πρωινά έπιναν τον καφέ τους αγναντεύοντας τη θάλασσα από το μεγάλο μπαλκόνι και τα απογεύματα κατέβαιναν στην παραλία. Περπατούσαν με γυμνά πόδια πάνω στην άμμο, γέμιζαν καλαθιές με κοχύλια και βότσαλα κι όταν κουράζονταν ξάπλωναν δίπλα στο κύμα κι έλεγαν ιστορίες από τα παλιά μέχρι να πέσει για τα καλά το σκοτάδι. Και τότε μέτραγαν τ’ αστέρια χιλιάδες φορές κι έψαχναν για καινούριους γαλαξίες και νεφελώματα μέχρι που τις έπαιρνε ο ύπνος και ξύπναγαν από το δροσερό αεράκι που έσπρωχνε τη νύχτα να φύγει. Όταν γύριζαν στο σπίτι άναβαν τα φαναράκια με το εντομοαπωθητικό και ξάπλωναν για να κοιμηθούν με την αύρα της θάλασσας στα ρουθούνια τους. Πράγματι, εκείνος ο Αύγουστος ήταν ο καλύτερος από όλους· το κατάλαβε τις τελευταίες μέρες του, όταν ένα χάραμα, εκεί δίπλα στη θάλασσα, η μητέρα της δεν ξύπνησε.

Η Αμαλία σκέφτηκε να μην ξαναπάει στο σπίτι της ακτής· είχε μείνει μόνη της κι όλες οι ευθύνες έπεφταν στην πλάτη της. Οι αναμνήσεις όμως την τραβούσαν από το μανίκι και η θάλασσα θα τής έλειπε, όσα καραβάκια κι όσες άγκυρες κι αν κάρφωνε στον τοίχο για να την φέρει πιο κοντά. Τελικά, πήγε. Βρήκε την πόρτα σκεβρωμένη από την υγρασία και ξόδεψε πολύ χρόνο μέχρι να κόψει τα χορτάρια του κήπου που είχαν φτάσει ως τον ουρανό. Ακόμα περισσότερος χρόνος χρειάστηκε μέχρι να σκουπίσει, να μαζέψει τα λευκά σεντόνια και να τα πλύνει, να ξεσκονίσει τα έπιπλα, να καθαρίσει τα τζάμια για να φαίνεται η θάλασσα και να επιθεωρήσει τα μανταλάκια του καθενός, ένα-ένα, αν ήτανε γερά και στη σωστή θέση. Τελευταίο φρόντισε το δωμάτιο της μητέρας της, ώστε να έχει την επιβράβευσή της μετά το πέρας των εργασιών. Εκείνη, όλη την ώρα που το συγύριζε, την παρακολουθούσε από την κορνίζα κι έδειχνε ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα. Όλα ήταν στην εντέλεια όταν η Αμαλία στάθηκε για λίγο να ξεκουραστεί –έφταιγε που ήταν μικροκαμωμένη και κουραζόταν εύκολα– και τότε αντιλήφθηκε πως οι μέρες που είχε στη διάθεσή της για να μείνει είχαν περάσει. Αν ήθελε να είναι συνεπής με το πρόγραμμά της έπρεπε να φύγει την επομένη.
Αυτή η συνειδητοποίηση την τάραξε κι έκανε συγκεχυμένες τις αναμνήσεις της από το στο σπίτι της ακτής. Οι χαρούμενες εικόνες, που προσπαθούσε ν’ ανακαλέσει ήταν θολές. Μόνο λύπες και απογοητεύσεις ξεχώριζε μέσα στη μοναξιά της. Στάθηκε δίπλα στο παράθυρο. Η θάλασσα δεν φαινόταν, τα σύννεφα είχαν θαμπώσει τη μέρα και η βροχή όπου να ’ναι θ’ άρχιζε δυνατή και σκούρα να βρωμίζει τα ρούχα. Πήρε γρήγορα το καλάθι με τα μανταλάκια κι έτρεξε στον κήπο να τα μαζέψει.
«Αμαλία μη βγεις να μαζέψεις τα ρούχα. Σε λίγο θ’ αρχίσει η βροχή και θα φέρει κεραυνούς», άκουσε πίσω της τη φωνή της μητέρα της. Δεν έδωσε σημασία. Ο κεραυνός την βρήκε στο χέρι την ώρα που έπιασε το βρεγμένο μανταλάκι πάνω στο σύρμα. Κάθε τέλος Αυγούστου οι κεραυνοί ήταν συνηθισμένοι στην περιοχή, έφταναν στο σπίτι της ακτής με την πρώτη σταγόνα. Γι’ αυτό, αν είχαν απλωμένα ρούχα, όταν έπιανε βροχή τα άφηναν να βρέχονται.

Ο δεύτερος κεραυνός έσκασε στο κέντρο της σκεπής. Σε ελάχιστα λεπτά το σπίτι της ακτής έγειρε προς το μέρος του κήπου. Οι πυροσβέστες ανέσυραν από τα χαλάσματα δύο απανθρακωμένα σώματα. Δεν μαθεύτηκε ποιος ήταν ο επισκέπτης.

Τα μανταλάκια
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: