Ένα είναι το σκώμμα

Ένα είναι το σκώμμα

3. «Μήτε γιατρό να φέρτε μήτε και γιατρικά...»

Υπό τον γενικό τίτλο ΕΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΩΜΜΑ παρουσιάζονται εδώ, από το ξεκίνημα του ψηφιακού Χάρτη και σποραδικώς, σκωπτικά επιγράμματα από το 11ο Βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας σε μικροομάδες, συγκροτημένες ήδη από τον λημματιστή, ανάλογα με την κοινωνική κατηγορία που επιλέγει η σάτιρα σαν στόχος της. Αρχίσαμε με τους ψευτοφιλοσόφους, υπό τον ειδικότερο τίτλο «Οι Μούσες και το μούσι», και συνεχίσαμε με «στοχοποιημένο» επάγγελμα τους πιστούς του Ασκληπιού πλην απίστους του Ιπποκράτη. Τα σχετικά επιγράμματα στεγάστηκαν υπό τον τίτλο «Αχ, σύρε να φέρεις το γιατρό...»
Και στο παρόν τεύχος οι γιατροί τ’ ακούνε, σε γλώσσα πάντοτε ανελέητη. Αποτρεπτικός ο τίτλος που επιλέγεται, «Μήτε γιατρό να φέρτε μήτε και γιατρικά...», αντιτίθεται στον προτρεπτικό της προηγούμενης αναφοράς, ακριβώς για να χαρτογραφηθεί η αμφιθυμική σχέση των ασθενών με τους γιατρούς. Μακρότατη η ιστορία της σχέσης αυτής, αποτυπώνεται και σε δύο δημοτικά τραγούδια. Στο πρώτο, ένα θρακιώτικο, ο σεβνταλής μας παραγγέλνει στη μάνα του να μη φωνάξει γιατρό, αν ο καημός τον ρίξει σε περιπέτεια βαριά, μια και το μόνο φάρμακό του, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, είναι τα χείλη και τα φιλιά της αγαπημένης του:

Αγαπώ ένα κοριτσάκι δεκαοχτώ χρονώ,
που το λένε Ελενίτσα, Ελενίτσα, Ελενιώ.
Μάνα μ’, σαν αρρωστήσω και πέσω στα βαριά,
μήτε γιατρό να φέρτε μήτε και γιατρικά.

Στο δεύτερο, ένα δημοφιλέστατο ηπειρώτικο, το βαλαντωμένο υποκείμενο, γυναίκα τώρα, παρακαλάει τη μάνα του (άλλο ένα πειστήριο της περιορισμένης παρουσίας του πατέρα στη δημοτική ποίηση) να φέρει γιατρό, γιατί μετάνιωσε που δόθηκε στον έρωτα:

Δεν μπορώ, μανούλα μ’, δεν μπορώ,
αχ, σύρε να φέρεις το γιατρό.
Αχ σύρε να φέρεις το γιατρό,
μην πεθάνω η δόλια και χαθώ.

Αγάπησα, μάνα μ’, αγάπησα,
πικρά η δόλια το μετάνιωσα.
Πικρά η δόλια το μετάνιωσα,
αχ, μανούλα μου δεν σ’ άκουσα.

Γενικότερα, στη λαϊκή αντίληψη η ιατρική συνδρομή είναι κάτι σαν αναπόφευκτο κακό ή, αναπόδραστα, σαν ένα καλό αμιγές κακού, ή μάλλον κακών, στον πληθυντικό. Ένα από τα κακά της το κόστος της, που για τα αδύναμα βαλάντια αποδεικνύεται βαρύτερο και από την αρρώστια. Αυτήν την εικόνα συγκεφαλαιώνουν οι παροιμίες, δογματικότερες από τα τραγούδια και, βεβαίως, διαμορφωμένες σε εποχές που οι κομπογιαννίτες ήταν πολύ περισσότεροι απ’ όσους μπορούσαν να καυχηθούν για την όντως ιατρική παιδεία τους. Η λαϊκή αντίληψη για τα πράγματα δεν είναι μεταφυσική ή ανιστορική, ορίζεται από την εποχή και τις συνθήκες της.
Μνημονεύω εδώ τρεις από τις παροιμίες που αποθησαύρισε ο Νικόλαος Πολίτης, ο οποίος δυστυχώς δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει εκδοτικά την προσφορά του αυτή: ο τέταρτος και τελευταίος τόμος, του 1901, φτάνει έως το λήμμα «ελεώ». Κεφαλονίτικη η πρώτη παροιμία: «Αγλιά αν σε κρένουνε γιατροί, κι αν σε βαστούνε πόνοι!» Η ερμηνεία της, διά χειρός Πολίτη: «Αλίμονον εις τον ασθενή, τον αναμένοντα την ανακούφισιν των πόνων του εκ της συμφώνου αποφάσεως των εν συμβουλίων διασκεπτομένων ιατρών». Όσοι μελετούν τις έξοχες περιπέτειες του Αστερίξ και του Οβελίξ, διά χειρός και πνεύματος Γκοσινύ και Ουντερζό, έχουν ήδη την εικονογράφηση της παροιμίας στη μνήμη τους.

Τη δεύτερη παροιμία ο Πολίτης την άντλησε από το βιβλίο του Λευκαδίτη δικηγόρου Γεωργίου Καβαδία Ο πρακτικός λόγος ή συλλογή 10.000 παροιμιών, γνωμικών και άλλων ευφυών και γλαφυρών φράσεων της ελληνικής καθομιλουμένης γλώσσης (Κέρκυρα 1876): «Α δεν πέσουνε οι γιατροί, δε σκώνονται οι αρρώστοι». Η ερμηνεία: «Ότι οι ιατροί βλάβην μάλλον ή ωφέλειαν φέρουσιν». Κατά την παιδευτική και διαφωτιστική συνήθειά του ο Πολίτης παραθέτει και ένα ανάλογο από ξένη γλώσσα, εν προκειμένω την ιταλική: «Παραπλησία ιταλ. Chi vol star san, dai mediçi staga lontan = όποιος θέλει να είναι γερός, μακριά από γιατρούς». Κοινά τα προβλήματα, κοινά τα αισθήματα.

Η τρίτη παροιμία, ένα ομοιοκατάληκτο δίστιχο, είναι από τη Σαντορίνη, έχει πάντως και το γερμανικό αντίστοιχό της, κι αυτό με τη ρίμα του: «Η δουλειά τα κάνει τ’ άσπρα, / κι ο γιατρός τα κάνει πάστρα». Ο εστί μεθερμηνευόμενον: «Πάντα τ’ αποταμιεύματα της οικογενείας δαπανώνται εν καιρώ ασθενείας εις πληρωμήν τού ιατρού. Παραπλησία η γερμαν. Die Aerzte machen den Korper rein und das Säckel obendrein = οι γιατροί καθαρίζουν το σώμα, αλλά καθαρίζουν και την σακκούλα».

Και από τα νεοελληνικά και ανώνυμα στα αρχαιοελληνικά και επώνυμα (αλλά και σε δύο αδέσποτα). Στα δηλητηριώδη Εἰς ἰατροὺς επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας δηλαδή:

Ένα είναι το σκώμμα

121.
Nίκαρχος
(1ος αιώνας μ.Χ.)

Έσφαξε τον Aκεστορίδη ο Aγέλαος καθώς τον χειρουργούσε.
Ιδού η εξήγησή του: «A τον ταλαίπωρο. Αν ζούσε, θά ’τανε κουτσός».

122.
Nίκαρχος

Σε πέντε κλύσμα, μια παρτίδα, έκανε ο γιατρός ο Άλεξης,
σε πέντε έδωσε καθαρτικό, πέντε εξέτασε αρρώστους,
πέντε ξαναμπλάστρωσε με αλοιφές. Για όλους,
ένα το σκοτάδι, ένα το φάρμακο, ένας ο νεκροθάφτης,
ο τάφος ένας, ένας ο Άδης, ένας και ο ολοφυρμός.

123.
Ήδυλος
(3ος αιώνας μ.Χ.)

Kλύσμα δεν έκανε ο Άγις στον Aρισταγόρα, καν δεν τον άγγιξε·
με το που μπήκε στο σπίτι τού Aρισταγόρα, ο δόλιος ένοικος κίνησε για τον Άδη.
Τέτοια ισχύ καν ο ακόνιτος δεν έχει.[1] E, νεκροθάφτες,
με διαδήματα τον Άγη να τιμήστε, με στεφάνια.

124.
Nίκαρχος

«―Tι θες να μάθεις, ξένε;
― Ποιοι οι θαμμένοι σ’ αυτούς εδώ τους τάφους;
―΄Oσοι στερήθηκαν το φως το ιλαρό από του Zώπυρου τα χέρια.
Δάμις κι Aριστοτέλης, Δημήτριος και Aρκεσίλαος,
και Σώστρατος, και τόσοι άλλοι ίσαμε το Παραιτόνιο.[2]
Kρατώντας ξύλινο κηρύκειο και ψευτοσάνταλα φορώντας,
τάχα μου Eρμής, στον Άδη κατεβάζει όσους γιατροκομεί».

125.
Aδέσποτον

Γιατρός ο Kρατέας, κι ο Δάμων νεκροθάφτης.
Kαι στήσανε οι δυο τους μηχανή:
να κλέβει ο νεκροθάφτης τα σάβανα από τους τάφους,
στον κολλητό του τον Kρατέα να τα πέμπει για επιδέσμους.
Aνταποδίδοντας εκείνος, να ξαποστέλνει όλους
τους αρρώστους του στον νεκροθάφτη. Για τα περαιτέρω.

126.
Άδηλον

Ποια μήλη; Mε τρίαινα μού έβαλε αλοιφή ο Xαρίνος,
και με σφουγγάρι κατάλληλο για πίνακες ζωγραφικής.[3]
Tη μήλη τράβηξε και μού ΄βγαλε το μάτι από τη ρίζα· στην τρύπα
απόμεινε το εργαλείο όλο. Kι αν δεύτερη φορά μού βάλει αλοιφή,
ποτέ δεν θα τον ξαναενοχλήσω για τους πόνους των ματιών μου.
Είδατε εσείς αόμματο να τον ταλαιπωρεί πονόματος;

257.
Λουκίλλιος
(1ος αιώνας μ.Χ)

Tον Eρμογένη το γιατρό είδε στον ύπνο του ο Διόφαντος.
Και δεν ξύπνησε. Kι ας φόραγε και φυλαχτό.

280.
Παλλαδάς
(4ος-5ος αιώνας μ.Χ.)

Kαλύτερα να σε δικάσει ο Hγέμονας ο ληστοκτόνος
παρά στα χέρια του Γεννάδιου του χειρουργού να πέσεις.
Eκείνος μεν φονιάδες εκτελεί, μισώντας τους δικαίως.
Ο δε γιατρός πληρώνεται αδρά και σε κατεβάζει στον Άδη.

382.
Aγαθίας ο Σχολαστικός
(6ος αιώνας μ.Χ.)


Kατάκοιτος ο Aλκιμένης, λιωμένος απ’ τον πυρετό.
Bράχνιαζε, σκλήριζε ο πονεμένος του λαιμός.
Σουβλιές ξεσκίζαν τα πλευρά του, σαν να τον διαπερνούσαν ξίφη.
Σφύριζε η ανάσα του, αγκομαχούσε.
Kαι καταφτάνει ο Kαλλίγνωτος από την Kω, ο φαφλατάς,
όλη την ιατρική σοφία φορτωμένος.
Για κάθε πόνο κάτεχε την πρόγνωση, και τίποτε το περιττό
δεν πρόβλεπε, μονάχα το οπωσδήποτε μελλούμενο.
Tη θέση εξέτασε του πλαγιασμένου Aλκιμένη, βυθίστηκε
σε σκέψεις το πρόσωπό του μελετώντας, ψηλάφησε επισταμένως
τον σφυγμό του, συλλογίστηκε τo σύγγραμμα
περί κρισίμων ημερών, στα πάντα τον Iπποκράτη ακολουθώντας.[4]
Aμέσως έπειτα την πρόγνωσή του λέει στον Aλκιμένη,
με ύφος σοβαρό κι επίσημο: «Aν πάψει ο φάρυγγάς σου
να βουίζει, κι οι πόνοι στα πλευρά καταλαγιάσουν,
και πέσει ο πυρετός, και η αναπνοή σου γαληνέψει,
από πλευρίτιδα δεν θα πεθάνεις· αυτά κρίνω πως θα ’ναι
τα σημάδια ότι θεραπεύτηκες. Λοιπόν, κουράγιο.
Κάλεσε τον δικηγόρο σου, τακτοποίησε τις υποθέσεις σου
και τέλειωνε με τη ζωή τη βαρυφορτωμένη έγνοιες.
Όσο για μένα, τον γιατρό σου, για χάρη της λαμπρής μου
πρόγνωσης, το ένα τρίτο κληροδότησέ μου της περιουσίας σου.»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: