Λυπάμαι, χάσατε (εξ ορισμού)

Απάντηση του Κουίζ  12:

Το ποίημα «Βοσκός» γράφτηκε από τον Γιάννη Σκαρίμπα.
Όταν το έγραψε δεν ήταν βέβαια βοσκός, αλλά μαθητής.

——————— ¤ ———————

Κουίζ   13:

Πασίγνωστος ποιητής της Α΄ Μεταπολεμικής γενιάς δημοσιεύει το παρακάτω διήγημα πριν γίνει γνωστός ως ποιητής. Ένα στοιχείο μέσα από το κείμενο θα μπορούσε να σας βοηθήσει να τον βρείτε.

Λυπάμαι, χάσατε (εξ ορισμού)

Η ντάμα

Τα τρανταχτά γέλια ανακατωμένα με ήχους της τζαζ, δίναν έναν εύθυμο τόνο στο κοσμοπλημμυρισμένο κέντρο της φαληριώτικης ακτής, κι ο μπάτης του Σαρωνικού τα ’παιρνε μακριά, τα σκορπούσε στην απέραντη σκοτεινή θάλασσα που ανάρια ανάρια σαν λαμπερά αστέρια την φώτιζαν οι λάμπες των «γρι γρι».
Περισσότερο απ’ όλους γλεντούσε η παρέα της Κάτης: ήταν η μόνη ντάμα κι είχε τρεις καβαλιέρους, που συναγωνίζονταν ποιος να της φανεί πιο ευχάριστος με τις περιποιήσεις του, με τα κοπλιμένα του, με τα καλαμπούρια του, μια και δεν μπορούσαν να είναι ευχάριστοι με τη φάτσα τους, γιατί κι οι τρεις θα ’χαν περάσει τα σαρανταπέντε κι ακόμη ήταν αρκετά κακομούτσουνοι.
Κι η Κάτη με τα δροσερά της νιάτα, ήταν χτυπητή αντίθεση στον πίνακα αυτόν. Συνηθισμένη ανορθογραφία θα πείτε… Τέλος πάντων.

Γλεντούσε λοιπόν η παρέα της Κάτης, το γκαρσόνι δεν πρόφταινε να τους περιποιηθεί, οι μπουκάλες της μπύρας άδειαζαν με καταπληκτική γρηγοράδα, κι οι καβαλιέροι πιο πρόθυμοι… κι απ’ το γκαρσόνι.

— Κάτη, θέλεις λίγα φρέσκα μπαρμπουνάκια;
— Μα είναι φρέσκα, γκαρσόν; ρώτησε με βαρετό ύφος η Κάτη, πίνοντας την τέταρτη μπύρα της.
— Φρεσκότατα, δεσποινίς.

Η Κάτη κόντεψε να πνιγεί. Τόσο γνωστή τής ήταν αυτή η φωνή! Σήκωσε το κεφάλι της, πρόσεξε καλά το γκαρσόνι. Δεν υπήρχε αμφιβολία: ήταν αυτός… Μόνο που ήταν πιο αδύνατος και τα μαλλιά του ήταν γκρίζα.

—Καλά, φέρε μου, ψιθύρισε η Κάτη, σαν να το ’λεγε μόνο για τον εαυτό της.

Πόσο μακρινά ήταν όλα αυτά, πόσον καιρό τα ’χε σκεπάσει η λήθη με το σκοτεινό πέπλο της. Και να, τώρα έρχονται ένα ένα στη μνήμη της: το πατρικό σπίτι της επαρχίας, οι ευτυχισμένες παιδικές μέρες, ο Πέτρος σύντροφος στα παιχνίδια, αργότερα στη δυστυχία, ο θάνατος του πατέρα της και κατόπι της μητέρας της.
Πόσο δυστυχισμένη ήταν, όταν έμεινε έρημη στον κόσμο. Η μόνη της παρηγοριά ήταν η αγάπη του Πέτρου που ήταν κι αυτός ορφανός σαν κι αυτή, σαν κι αυτή μόνος κι έρημος.
Ύστερα η απόφαση να ’ρθουν να δουλέψουν στην Αθήνα, όπου ο Πέτρος θα σπούδαζε συγχρόνως Ιατρική.
Αυτή έγινε δακτυλογράφος. Μα πόσο δύσκολα περνούσαν στην Αθήνα. Δεν ήταν τόσο εύκολα όσο λογάριαζαν: ο Πέτρος δυσκολευόταν πολύ, δεν του έφθαναν τα λεπτά για τις σπουδές του. Ύστερα ήρθε η απογοήτευση· θυμάται τα λόγια του μια μέρα όταν γύρισε κατάκοπος απ’ τη δουλειά του: «Κάτη, της είχε πει, εμείς οι απροστάτευτοι, στην Αθήνα, ή πολύ υψηλά ανεβαίνουμε, ή πολύ χαμηλά πέφτουμε, πάντως χρειάζεται θάρρος για να μη λοξοδρομήσουμε». Και μια μέρα η αγάπη τους έσβησε χωρίς να το καταλάβουν καλά καλά. Χώρισαν…

*

Τώρα τον ξαναβλέπει ύστερα από δέκα χρόνια… Καημένε Πέτρο! Η Κάτη σηκώνει τα μάτια της. Νά τον κάθεται κει παράμερα. Κάνει πως δεν την κοιτάζει. Το μαύρο σακάκι του είναι ξεφτισμένο, το παπιγιόν λιγδιασμένο…

— Σερί! Τι έχεις και είσαι τόσο μελαγχολική, φωνάζει ο ένας της παρέας, ένας ξερακιανός με μονόκλ, εσύ έχεις πάντοτε τόσο κέφι.
— C’est très bizarre ! Προσθέτει ο άλλος με την απαστράπτουσα φαλάκρα.
— Έχω τρομερό πονοκέφαλο.
— Τότε φεύγουμε, λεν όλοι μαζί.
— Γκαρσόν! φωνάζει το μονόκλ, γρήγορα το λογαριασμό. Να κι ένα κατοστάρικο γιατί μας περιποιήθηκες καλά… Τι κοιτάς πάρ’ το γρήγορα γιατί καμιά φορά μετανιώνω και το βάζω πάλι στο πορτοφόλι.

Και οι άλλοι γελούν με τ’ αστείο. Το γκαρσόν παίρνει το κατοστάρικο μ’ ένα «ευχαριστώ». Σηκώνουνται, ο σωφέρ που τους είδε ανοίγει κιόλας την πόρτα της πολυτελούς λιμουζίνας.
Η Κάτη φεύγοντας ρίχνει μια τελευταία ματιά στον Πέτρο. Τα μάτια του δείχνουν άπειρη περιφρόνηση, τα χείλη του είναι σφιγμένα, μα αυτή νομίζει ότι ακούει να της ψιθυρίζουν «…πάντως χρειάζεται θάρρος για να μη λοξοδρομήσουμε…».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: