Η επιστροφή του Ραμόν

Η επιστροφή του Ραμόν

Θα­νά­σης Χει­μω­νάς, Ρα­μόν. Μυ­θι­στό­ρη­μα (1998), Πα­τά­κης 22019

*

Επα­να­κυ­κλο­φό­ρη­σε πρό­σφα­τα το πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μα του Θα­νά­ση Χει­μω­νά με τί­τλο Ρα­μόν. Στη διάρ­κεια των δύο δε­κα­ε­τιών από την πρώ­τη έκ­δο­ση (1998) ο Ρα­μόν ήταν εμ­μέ­σως πα­ρών στην πε­ζο­γρα­φία του Χει­μω­νά. Όχι μό­νο για­τί κά­ποιοι από τους τί­τλους της πε­ζο­γρα­φι­κής του πα­ρα­γω­γής πα­ρέ­πε­μπαν, με ένα κλεί­σι­μο μα­τιού στον ανα­γνώ­στη, σε φρά­σεις από το κεί­με­νο του Ρα­μόν (Σπα­σμέ­να ελ­λη­νι­κά, Ρα­γδαία επι­δεί­νω­ση, Δεν την αγα­πάω πια), αλ­λά κυ­ρί­ως επει­δή οι ήρω­ες των με­τα­γε­νέ­στε­ρων μυ­θι­στο­ρη­μά­των του συγ­γε­νεύ­ουν με τον Ρα­μόν. Αυ­τό δεν ση­μαί­νει ότι δεν δια­θέ­τουν πρω­το­τυ­πία· αντί­θε­τα, μοιά­ζουν με τους μα­κρι­νούς εκεί­νους απο­γό­νους, οι οποί­οι, αν και εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κοί με­τα­ξύ τους, απροσ­διό­ρι­στα θυ­μί­ζουν την κοι­νή τους κα­τα­γω­γή, επι­βε­βαιώ­νο­ντας ταυ­τό­χρο­να την αρ­χε­τυ­πι­κό­τη­τα και την συγ­γρα­φι­κά προ­ω­θη­μέ­νη συ­γκρό­τη­ση του Ρα­μόν ως λο­γο­τε­χνι­κού ήρωα.

Πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας την ιστο­ρία του ήρωα μέ­σα από την πρω­το­πρό­σω­πη αφή­γη­ση, βρι­σκό­μα­στε συγ­χρό­νως μπρο­στά στο χω­ρο­χρο­νι­κό πα­νό­ρα­μα του ελ­λη­νι­κού αστι­κού χώ­ρου της τε­λευ­ταί­ας δε­κα­ε­τί­ας του 20ού αιώ­να. Από νω­ρίς ο Χει­μω­νάς φαί­νε­ται ότι εί­χε αντι­λη­φθεί τις αγω­νί­ες, τις ανά­γκες, αλ­λά και την πα­θο­γέ­νεια του καλ­λι­τε­χνι­κού χώ­ρου και της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας γε­νι­κό­τε­ρα: την εμ­μο­νή με τις λα­μπρές σπου­δές, την ανά­γκη επαγ­γελ­μα­τι­κής απο­κα­τά­στα­σης, τον απαι­τη­τι­κό και υπο­κρι­τι­κό κό­σμο του θε­ά­τρου, τη συγ­γρα­φι­κή αλα­ζο­νεία, τη γρα­φή και την κοι­νω­νι­κή απο­δο­χή της, τη μα­ταιο­δο­ξία, την υπε­ρο­ψία των οι­κο­νο­μι­κά εύ­πο­ρων στρω­μά­των, την ανία μιας μί­ζε­ρης κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, την ξε­νο­φο­βία και τον ρα­τσι­σμό, τη φυ­γή στο εξω­τε­ρι­κό για την ανα­ζή­τη­ση κα­λύ­τε­ρης τύ­χης. Βιώ­νο­ντας τις συ­γκε­κρι­μέ­νες κα­τα­στά­σεις και εκ­δη­λώ­νο­ντας τέ­τοιες συ­μπε­ρι­φο­ρές, οι ήρω­ες του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος γί­νο­νται αντι­προ­σω­πευ­τι­κοί φο­ρείς της νο­ο­τρο­πί­ας και των επι­διώ­ξε­ων της αστι­κής ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας σε μια επο­χή ευ­μά­ρειας. Οι ήρω­ες βέ­βαια δια­θέ­τουν και μια δεύ­τε­ρη, δια­φεύ­γου­σα αρ­χι­κά από τον ανα­γνώ­στη, όψη, οφει­λό­με­νη στην ίδια την αν­θρώ­πι­νη συν­θή­κη· η επι­μο­νή για την καλ­λι­τε­χνι­κή επι­τυ­χία εί­ναι ανα­πό­φευ­κτα συν­δε­δε­μέ­νη με τις απο­γοη­τεύ­σεις και τις ανη­συ­χί­ες των αν­θρώ­πων με τα­λέ­ντο και ευαι­σθη­σία, οι εσω­τε­ρι­κές συ­γκρού­σεις και η κα­τα­θλι­πτι­κή ιδιο­συ­γκρα­σία δεν εί­ναι άγνω­στες στους κοι­νω­νι­κά και οι­κο­νο­μι­κά επι­τυ­χη­μέ­νους, η κλο­νι­σμέ­νη υγεία και η βε­βαιό­τη­τα του θα­νά­του φα­νε­ρώ­νουν τη μα­ταιό­τη­τα της δό­ξας. Τα πρό­σω­πα με τα οποία δια­σταυ­ρώ­νε­ται ο Ρα­μόν, όσο και αν δεί­χνουν ότι “περ­νούν υπέ­ρο­χα”, δεν εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ευ­τυ­χι­σμέ­να από τον ίδιο.

Τα πρό­σω­πα που τον πε­ρι­στοι­χί­ζουν εί­ναι ποι­κί­λα και ο κό­σμος τους ανο­μοιο­γε­νής. Το αντί­θε­το άκρο της λα­μπε­ρής πλευ­ράς της πό­λης (θέ­α­τρα, με­γα­λο­α­στι­κά σα­λό­νια, πα­ρου­σιά­σεις βι­βλί­ων) συ­νι­στά η μι­σο­φω­τι­σμέ­νη και η σκο­τει­νή πλευ­ρά της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας των απλών αν­θρώ­πων. Ο «λού­μπεν» (σ. 32) κολ­λη­τός φί­λος του ήρωα, η μο­να­δι­κή υπάλ­λη­λος του πρώ­του στο τυ­ρο­πι­τά­δι­κο, «μια χο­ντρή καλ­λο­νή» (σ. 31), την οποία ο ήρω­ας επι­θυ­μεί ερω­τι­κά, ο ηλι­κιω­μέ­νος για­τρός, κά­τι «σαν μα­ταιω­μέ­νη ιδιο­φυ­ΐα» (σ. 25), εγκλω­βι­σμέ­νος σε ένα θλι­βε­ρό ια­τρείο, απο­τε­λούν τον δεύ­τε­ρο όρο σύ­γκρι­σης για τον αυ­το­προσ­διο­ρι­σμό του ήρωα. Ο Ρα­μόν προ­έρ­χε­ται από τη λα­μπε­ρή πλευ­ρά του κό­σμου, αλ­λά αδια­φο­ρεί γι’ αυ­τήν και έλ­κε­ται από τη σκο­τει­νή. Τε­λι­κά, δεν ανή­κει πλή­ρως σε κα­μία από τις δύο. Όλοι γύ­ρω του μοιά­ζουν ακραί­οι και ξε­χω­ρι­στοί, από τη μη­τέ­ρα ποι­ή­τρια που «πο­τέ δε δη­μο­σί­ευ­σε τί­πο­τα», αλ­λά «κε­ντού­σε στί­χους σε μι­κρά μα­ξι­λα­ρά­κια από μο­νό­χρω­μα βε­λού­δα αλ­λά και στην άκρη κά­ποιας με­τα­ξω­τής κουρ­τί­νας» και έβλε­πε «τον κό­σμο αλ­λιώς» (σ. 7), την παι­δι­κή φί­λη –και πλα­τω­νι­κό έρω­τά του– Να­τά­σα, γεν­νη­μέ­νη ηθο­ποιό, από εκεί­να τα «άτο­μα με τό­σο τα­λέ­ντο [που] έχουν κά­τι από μέ­σα τους που τα σπρώ­χνει να φτά­σουν ψη­λά. Αι­σθά­νο­νται υπο­χρε­ω­μέ­να να το κά­νουν –να φτά­σουν σ’ αυ­τό το τέ­λειο που εί­ναι προ­ο­ρι­σμέ­να– πλη­ρώ­νο­ντας όποιο κό­στος γι’ αυ­τό» (σ. 82) ώς τη Ζί­να «με ένα πρό­σω­πο στρογ­γυ­λό και κά­τα­σπρο και πρά­σι­να μά­τια τό­σο μα­κι­για­ρι­σμέ­να που κα­τα­ντού­σαν ανέκ­φρα­στα αλ­λά κι αυ­τό εί­χε τη γοη­τεία του» (σ. 32). Αντί­θε­τα ο ίδιος δεν έχει και δεν κά­νει τί­πο­τα ξε­χω­ρι­στό, ακο­λου­θεί την μάλ­λον προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη (αλ­λά μη ανα­με­νό­με­νη από τον πε­ρί­γυ­ρό του) πο­ρεία προς την ωρι­μό­τη­τα ενός μέ­τριου μα­θη­τή και ήσυ­χου εφή­βου. Στο συ­γκε­κρι­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα δεν βλέ­που­με έναν μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ήρωα που ωθεί­ται από με­τα­φυ­σι­κή έπαρ­ση να απο­δεί­ξει την υπαρ­κτή ή υπο­τι­θέ­με­νη μο­να­δι­κό­τη­τά του. Ζώ­ντας μια ζωή συ­νη­θι­σμέ­νη («πιο ήσυ­χη ζωή απ’ τη δι­κή μου δεν εί­χε γί­νει πο­τέ. Ζωή προ­φυ­λαγ­μέ­νη από πα­ντού», σ. 41), πε­ρι­φε­ρό­με­νος στην πό­λη ή κλει­σμέ­νος στο σπί­τι, γί­νε­ται εντέ­λει ξε­χω­ρι­στός και μο­να­δι­κός μέ­σα από την αδρά­νεια, τη ρου­τί­να και την εσω­τε­ρι­κή ανα­στά­τω­ση που του προ­κα­λεί προ­ο­δευ­τι­κά ο τρό­πος ζω­ής και οι επι­λο­γές του.

Η ιστο­ρία του Ρα­μόν όμως δεν εί­ναι μό­νο η ιστο­ρία ενός λο­γο­τε­χνι­κού ήρωα. Εί­ναι επί­σης η αφή­γη­ση της λο­γο­τε­χνι­κής συ­γκρό­τη­σής του ως ήρωα. Από την αρ­χή ο Ρα­μόν αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι αντι­με­τω­πί­ζε­ται σχε­δόν ως θε­α­τρι­κό πρό­σω­πο, όταν η φί­λη του Να­τά­σα τον συμ­βου­λεύ­ει («“Άκου­σέ με”, εί­πε ξαφ­νι­κά. “Πρέ­πει κά­τι να κά­νεις. Έχεις πέ­σει σε πα­γί­δα· ξέ­ρεις τώ­ρα τι κά­νεις; Πα­γι­δεύ­εις τον εαυ­τό σου. Μό­νος σου. Κλεί­νε­σαι σ’ ένα φρι­κτό δια­μέ­ρι­σμα, δια­βά­ζεις Πο­πάυ κι ακούς κα­σέ­τες της συμ­φο­ράς. Και λες: αυ­τό εί­ναι”», σ. 12). Όπως δια­πι­στώ­νει, τα λό­για της θα μπο­ρού­σαν να εί­ναι αντλη­μέ­να από θε­α­τρι­κό κεί­με­νο:

Η Να­τά­σα – Μπλανς Ντυ­μπουά μι­λού­σε τώ­ρα στο τη­λέ­φω­νο στην άκρη της σκη­νής. Απε­γνω­σμέ­να προ­σπα­θού­σε να κα­λέ­σει κά­ποιους. Κα­λού­σε σε βο­ή­θεια. «Βοη­θή­στε με», έλε­γε, «γρή­γο­ρα, σας πα­ρα­κα­λώ, γρή­γο­ρα! Έχω πέ­σει σε πα­γί­δα».
Ώστε από δω το εί­χε πά­ρει. Μου ήρ­θε να γε­λά­σω, αλ­λά δε γέ­λα­σα. Ξαφ­νι­κά συ­νέ­λα­βα πως ναι, το νό­η­μα της φρά­σης που μου χτυ­πού­σε κά­θε τό­σο μου ταί­ρια­ζε και τε­λι­κά σαν να κο­λα­κεύ­τη­κα κιό­λας (σ. 14).

Αρ­γό­τε­ρα, θα νιώ­σει σαν ήρω­ας κι­νη­μα­το­γρα­φι­κής ται­νί­ας: «Η καρ­διά μου φού­σκω­σε από πε­ρη­φά­νια – εί­χα αι­σθαν­θεί σαν ήρω­ας φιλμ νουάρ που βγαί­νει έπει­τα από δέ­κα χρό­νια κά­θειρ­ξης κι η γκό­με­να εκεί, στο πε­ρί­με­νε, αναλ­λοί­ω­τη και καυ­λω­μέ­νη» (σ. 22). Από θε­α­τρι­κός και κι­νη­μα­το­γρα­φι­κός ήρω­ας θα γί­νει flâneur στους δρό­μους της Αθή­νας, ανα­κα­λώ­ντας αντί­στοι­χους ήρω­ες του ρε­α­λι­στι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του δεύ­τε­ρου μι­σού του 19ου αιώ­να:

Τα σαβ­βα­τό­βρα­δα όταν ο και­ρός ήταν κα­λός, κα­τη­φό­ρι­ζα τις συ­νη­θι­σμέ­νες μου πια βόλ­τες προς το κέ­ντρο. Τα μα­γα­ζιά ορ­θά­νοι­χτα, οι πι­τσα­ρί­ες κι οι κα­φε­τέ­ριες φί­σκα, τα μπαρ άνα­βαν τις φω­τει­νές επι­γρα­φές τους: Σι­γκα­πούρ – Τσι­νε­τσι­τά – Μα­ρα­κές – Μπερ­λίν. Τσι­μπού­σα κά­τι και πλά­κω­να και δυο τρεις μπί­ρες. Χά­ζευα το πο­λύ­βουο πλή­θος που κυ­κλο­φο­ρού­σε πα­ντού, λαϊ­κοί ερα­στές, μαύ­ροι, άσπροι, με­λαμ­ψοί, βια­στι­κές γκό­με­νες δυο δυο, τρεις τρεις, και εύ­θυ­μοι οι­κο­γε­νειάρ­χες με τις γυ­ναί­κες τους και τα παι­διά τους. Ανά­με­σά τους μπερ­δεύ­ο­νταν και κά­τι σκε­λε­τω­μέ­νοι που άπλω­ναν το χέ­ρι και ζη­τού­σαν κα­το­στά­ρι­κα. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι τους έδι­ναν. Ήταν κι ένας πα­ρα­δο­σια­κός ζη­τιά­νος χω­ρίς χέ­ρια και τυ­φλός με κα­τε­στραμ­μέ­νο πρό­σω­πο. Ούρ­λια­ζε κυ­ριο­λε­κτι­κά ζη­τώ­ντας βο­ή­θεια κι απαι­τού­σε να του τα ρί­χνεις σ’ ένα σα­κού­λι κρε­μα­σμέ­νο μπρο­στά του. Απο­τρό­παιο θέ­α­μα, αλ­λά κα­νείς δεν ενο­χλού­νταν. Αντί­θε­τα, όλοι τον πλη­σί­α­ζαν και του ’δι­ναν χρή­μα­τα. Κα­θό­λου ρέ­ντα όμως δεν εί­χαν δυο γυ­ναί­κες που κά­θο­νταν σ’ ένα πε­ζο­δρό­μιο σε από­στα­ση ενός μέ­τρου η μία από την άλ­λη. Η μία, ξαν­θιά γύ­ρω στα σα­ρά­ντα, με μια τα­μπέ­λα στο στή­θος της που έγρα­φε, «εί­μαι από την Πο­λω­νία και θέ­λω να πάω στον Κα­να­δά», τρα­γου­δού­σε άριες· η άλ­λη, ού­τε εί­κο­σι, πε­ντά­μορ­φη, μ’ ένα μω­ρό, σιω­πη­λή και μια τα­μπέ­λα λα­κω­νι­κή, «εί­μαι Σέρ­βα» (σσ. 27-28).

Εσω­στρε­φής, βυ­θι­σμέ­νος στην ανία, θα υπο­κύ­ψει στην ανορ­θό­δο­ξη γοη­τεία μιας ου­σια­στι­κά κε­νής και επι­φα­νεια­κής ηρω­ί­δας και θα γί­νει πα­ρα­τη­ρη­τής της ίδιας του της ζω­ής «σαν τρί­τος» (σ. 60) μέ­χρι να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει πως τα όρια ανά­με­σα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και τη μυ­θο­πλα­σία εί­ναι ρευ­στά, πως η πραγ­μα­τι­κή ζωή ίσως δεν εί­ναι τε­λι­κά πα­ρά μια θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση:

Σί­γου­ρα όλ’ αυ­τά που μου έλε­γε τη νύ­χτα ήταν ψέ­μα­τα. Μπο­ρεί να ήταν και μέ­ρος ρό­λου από κά­ποιο έρ­γο που θα έπαι­ζε. Αλ­λά πά­λι αυ­τή η γει­το­νιά; Μάλ­λον θα ’ταν σπί­τι για να συ­να­ντά το με­γα­λο­για­τρό της. Ή μπο­ρεί ού­τε αυ­τός να υπήρ­χε. Μπο­ρεί γκό­με­νός της να ήταν ο φω­τι­στής, αυ­τό να το χρη­σι­μο­ποιού­σε σαν στού­ντιο και να ’χε κι εκεί­νη ένα κλει­δί. Βρί­σκεις άκρη με τους ηθο­ποιούς; Όμως μπο­ρεί η Ρέ­να να μην έλε­γε ψέ­μα­τα και όσα μου εί­πε να ήταν αλή­θεια κι εγώ απλώς να προ­σπα­θού­σα να φτιά­ξω δι­κά μου σε­νά­ρια μό­νο και μό­νο για ν’ απο­φύ­γω όλη αυ­τή τη φρί­κη (σσ. 85-86).

Φτιά­χνο­ντας τα δι­κά του σε­νά­ρια ή γρά­φο­ντας τα δι­κά του βι­βλία και πα­ρα­δε­χό­με­νος στον ίδιο του τον εαυ­τό ότι χρό­νια έπαι­ζε, προ­ε­τοι­μά­ζει ένα εί­δος πα­ρά­στα­σης, στην οποία γί­νε­ται ο πρω­τα­γω­νι­στής. Σε έναν σχε­δόν ντο­στο­γιεφ­σκι­κό κλει­στό χώ­ρο υπο­δύ­ε­ται τον επι­λεγ­μέ­νο ρό­λο του και επι­χει­ρεί να υπερ­βεί τους προ­νο­μιού­χους που συ­νά­ντη­σε στην πο­ρεία του. Ως επι­σκέ­πτης στους δι­κούς τους χώ­ρους τούς πα­ρα­τη­ρού­σε εξω­τε­ρι­κά και αντι­δρού­σε προ­κλη­τι­κά. Ως οι­κο­δε­σπό­της τούς διε­ρευ­νά από θέ­ση ισχύ­ος. Αταί­ρια­στος στον κό­σμο τους, ζού­σε αυ­θόρ­μη­τα εκεί όπου όλοι έπαι­ζαν ρό­λους. Όταν μπαί­νει στη θέ­ση τους, υπο­δυό­με­νος αντί­στοι­χο ρό­λο, αντι­κρί­ζει την ώς τό­τε αθέ­α­τη ζωή τους. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πος με την αλή­θεια τους, ανα­ρω­τιέ­ται για την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και τη δι­κή του αλή­θεια («Εξω­πραγ­μα­τι­κά όλα. Μα και τι ήταν πραγ­μα­τι­κό ως τώ­ρα στη ζωή μου; Το δια­μέ­ρι­σμα στους Αμπε­λό­κη­πους; Το άλ­λο στο Πα­γκρά­τι; Οι βόλ­τες μου; Τα σι­νε­μά οχτώ με δέ­κα; Η Ζί­να;», σ. 103) και οδη­γεί­ται στην έξο­δο, όπου πλέ­ον μπο­ρεί να συ­στη­θεί με τη δι­πλή του ταυ­τό­τη­τα, ως Ρα­μόν και ως Γιάν­νης

Επι­στρέ­φο­ντας, εί­κο­σι ένα χρό­νια με­τά, στη ρα­γδαία επι­δει­νω­μέ­νη ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ο Ρα­μόν εξα­κο­λου­θεί να δια­θέ­τει τη νε­α­νι­κό­τη­τα, με την οποία εμ­φα­νί­στη­κε, αλ­λά και την ωρι­μό­τη­τα, την οποία κα­τέ­κτη­σε κα­τά την εξέ­λι­ξη και την αφή­γη­ση της ιστο­ρί­ας του, και να προ­κα­λεί το εν­δια­φέ­ρον με τη ζω­ντά­νια της γλώσ­σας και χά­ρη στη διεισ­δυ­τι­κή μα­τιά του.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ:
Ρα­μόν του Θα­νά­ση Χει­μω­νά

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: