Το βράδυ περνώ με τρόπο και κοιτάω όλους αυτούς που κάθονται ήσυχα εκεί

Χρήστου Καρρά, «Μνήμη» 2006
Χρήστου Καρρά, «Μνήμη» 2006

Αντιγόνη Βλαβιανού, «Ο ξανακερδισμένος τ(ρ)όπος της λογοτεχνίας. 11 συγκριτικές ανα-γνώσεις», Εκδ. Πατάκης 2020


Δύσκολο να μιλήσεις για κάτι που αγαπάς τόσο πολύ όσο η ανάγνωση. Η λογοτεχνία, ό,τι ονομάζουμε λογοτεχνία, είναι και όλοι οι τρόποι που μας οδηγούν πίσω ή μέσα σε αυτή. Οδηγώ με την έννοια του επιστρέφω ή οδηγώ με την έννοια του προσανατολίζω. Η λογοτεχνία δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα λιγότερο από ένα χώρο, άγνωστο, οικείο, με ηρεμίες και εντάσεις, χώρο της καρδιάς ή εξοχή του βλέμματος, ανάπαυση και ένταση μαζί. Οι έντεκα συγκριτικές ανα-γνώσεις που συγκροτούν τον «Ξανακερδισμένο τ(ρ)όπο της λογοτεχνίας» της Αντιγόνης Βλαβιανού είναι μεθοδικές προσεγγίσεις αυτού του χώρου, μεθοδολογικές διαδρομές εντός αυτού του χώρου.

Το ένα από τα δύο μότο στην αρχή του βιβλίου είναι ένα απόσπασμα από την πεζογραφία του Γιώργου Ιωάννου (το αναπαράγω εδώ γιατί επίσης μου αρέσει πολύ): Αναζητώ εναγώνια κάποιο σημείο, κάποια λάμψη […] κάποιον οιωνό που να τριγυρίζει γύρω από […] μια ομορφιά, που να με φτερώσει επιτέλους […] αλλά που να ‘ναι και ολότελα δικιά μου, να τη βλέπω μόνο εγώ. Με άλλα λόγια, το αίτημα μιας απόλυτης αναζήτησης από τον Ιωάννου, η αναζήτηση ενός σημείου για μια αποκλειστική και ιδιωτική θέαση του ωραίου. Οι ανα-γνώσεις της Βλαβιανού είναι αναζητήσεις που θέτουν επιτακτικά ένα ανάλογο (και επομένως αδύνατο και για αυτό τον λόγο παραγωγικό) αίτημα. Δηλωτικό ως προς αυτό, το δεύτερο μότο, από το «Περί ύψους» αυτή τη φορά: Πραγματικά μεγάλο είναι αυτό που μελετήθηκε πολλές φορές και, κάθε φορά, είναι δύσκολο, ή μάλλον αδύνατο να του αντισταθείς. Ο Ζωρζ Περέκ, τον οποίο παραθέτει και προσεγγίζει στο κυρίως σώμα πλέον της μελέτης της η Βλαβιανού, θέτει αντίστοιχα (αδύνατα) ερωτήματα, όπως: Τι είναι η καρδιά μιας πόλης; Τι το ωραίο και τι το άσχημο υπάρχει σε μια πόλη; Πώς γνωρίζουμε μια πόλη; Πώς γνωρίζουμε την πόλη μας; Αλλά και η μέθοδος που προτείνει ο Περέκ, μέρος της οποία παραθέτει η Βλαβιανού, είναι διαβολική μέσα στην απλότητά της: Θα έπρεπε ή να πάψουμε να μιλάμε για την πόλη ή να μιλάμε γι’ αυτήν με τον πιο απλό τρόπο του κόσμου.

Ο πρόλογος της Βλαβιανού και η εισαγωγή της Λίζυς Τσιριμώκου είναι οι βασικοί οδηγοί ανάγνωσης των 11 κειμένων του βιβλίου. Το πρώτο, και το μεγαλύτερο σε έκταση, ‘Μια περιπατητική ανά-γνωση της πλατείας Ομονοίας (Μ. Μητσάκης – Γ. Ιωάννου – Μ. Κουμανταρέας)’, λειτουργεί επίσης ως μια διευρυμένη και εντατική παρουσίαση και εφαρμογή του ερμηνευτικού και μεθοδολογικού αναγνωστικού διαγράμματος που εισηγείται η Βλαβιανού. Ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφονται όλα είναι η πλατεία Ομόνοιας. Γύρω από αυτόν τον άξονα δομούνται και τα δικά μας ερωτήματα που έχουν την αφετηρία τους σε διαπιστώσεις του Μένη Κουμανταρέα, όπως: Η Ομόνοια μένει πάντα η ίδια. Και: Είναι η Ομόνοια η πιο κεντρική και η πιο λαϊκή — είναι ο ομφαλός της χώρας, αλλά και σε απόψεις του Ιωάννου, ότι η πλατεία Ομόνοιας είναι ο χώρος μιας μαθητείας, ο τόπος όπου μπορείς να γνωρίσεις καλύτερα τους Έλληνες. Ισχύουν πλέον αυτές οι διαπιστώσεις και απόψεις; Με άλλα λόγια, στο σήμερα εύλογα αναρωτιέσαι: έτσι ήταν; Έτσι είναι; Ισχύει;

 

Στο κέντρο συνήθως μια πλατεία. Αυτά τα δύο συνυπάρχουν, το ένα δηλώνει το άλλο. Ο Ρολάν Μπαρτ, στον οποίο ανατρέχει η Βλαβιανού θα πει: Πηγαίνω στο κέντρο [μιας πόλης] σημαίνει συναντώ την κοινωνική ‘αλήθεια’, δηλαδή, συμμετέχω στην υπέροχη πληρότητα της ‘‘πραγματικότητας’’. Στον τρόπο που προσεγγίζει ο Μπαρτ το κέντρο μιας πόλης η Βλαβιανού θέτει συμπληρωματικά τον τρόπο που ο Κουμανταρέας προσεγγίζει την έννοια της πλατείας: Οι πλατείες σε μια πόλη είναι το ξέφωτο [ό]που ο οδοιπόρος σταματά. Είναι εκεί [ό]που οι άνθρωποι στήνουν μνημεία και βγάζουν καρέκλες. Η ισότιμη δυνατότητα πρόσβασης σε μια πλατεία δηλώνεται και από την αναφορά της Βλαβιανού στον Κλεισθένη και την αρχή της ισονομίας. Με αυτή την αναφορά ο διάλογος αποκτά βάθος ιστορικό, αγγίζουμε τα σημεία φυγής του πράγματος, αναλογιζόμαστε τη σύνδεση αλλά και την απόσταση που μας χωρίζει πλέον από την αρχαία εποχή. Δεν χρειάζεται ωστόσο αυτή η αναμέτρηση με τον ιστορικό χρόνο για να αισθανθούμε τη δύναμη της απροσδιοριστίας και επομένως τις δυνατότητες ερμηνείας και ενικής σύνδεσης που υπάρχουν σε αυτήν την έννοια και αυτόν τον τόπο που ονομάζουμε πλατεία. Ο σταθμός του ηλεκτρικού στην Ομόνοια, οι κυλιόμενες σκάλες, η φαινομενικά ρυθμισμένη μετατόπιση από επίπεδο σε επίπεδο διαστέλλονται μέσα από τις υποθέσεις περί μιας ‘ιδεολογίας του υπόγειου χώρου’, μιας κατάρας που ‘μοιάζει να ξεχύνεται από τις σκάλες του ηλεκτρικού’, τα ‘ψυχικά διόδια’ που υπάρχουν εκεί, διατυπώσεις του Κουμανταρέα που σημαδεύουν μια άλλη διαδρομή, αυτή της ψυχής, διαδρομή και δοκιμασία μαζί.

Ο τρόπος που διαβάζει η Βλαβιανού τον Ιωάννου αναδεικνύει ένα πρόσθετο επίπεδο, ένα διαφορετικό σύνολο μεταφορών [ποτάμια, ζώνες, ομόκεντροι κύκλοι, μεταίχμια, σάρκα]. Ο ίδιος ο Ιωάννου ως σώμα, αλλά και σε μεταβαλλόμενη απόσταση, επινοεί και παραθέτει στρατηγικές σύνδεσης, παρατήρησης και μετατόπισης σε αυτή την επικράτεια που είναι η πλατεία. Ενδεικτικές ως προς αυτό οι αναφορές της Βλαβιανού στις σκέψεις του Ιωάννου και το πώς αλλάζει η εικόνα της πλατείας ανάλογα με τη θέση παρατήρησης: Πάντως, μέσα από ένα φτηνό ξενοδοχείο της Ομόνοιας όπου διαμένεις με διάφορους λαϊκούς τύπους, η κίνηση της πλατείας φαντάζει πολύ περισσότερο αποκρυπτογραφημένη στα μάτια σου και είναι ήρεμη και φτωχική, ακόμα και πληκτική τις γιορτές και τις νύχτες. Ενώ όταν κατεβαίνεις από το καλοβαλμένο σπίτι σου, όλα εδώ σου φαίνονται μυστηριώδη και σκληρά και ύποπτα. Αντίστοιχα, η παρατήρηση από τον υπόγειο σταθμό του ηλεκτρικού: Όταν βρέχει όμως είναι πολύ ωραία στο υπόγειο. Ακουμπάς σε μια κολώνα και περιμένεις. Εδώ κι εκεί πολλοί και διάφοροι εγκλωβισμένοι νεαροί σε κοιτάζουν με κάποιο δέος στα μάτια. Βρέχει πολύ και […] σου μιλάνε με τα μάτια για το σπίτι τους, που είναι σε λαϊκή συνοικία και πώς θα πάνε.

Το βλέμμα του κάθε συγγραφέα είναι η εκδήλωση ενός οπτικού και ψυχολογικού μηχανισμού. Έχει συγκεκριμένα όρια, προτιμήσεις, λεξιλόγιο, ρυθμό, άλλους πρωταγωνιστές. Η Βλαβιανού υποδεικνύει διαυγή σχήματα διαφορών καθώς εξετάζει συγκριτικά τους Ιωάννου, Κουμανταρέα και Μιχαήλ Μητσάκη: Το βλέμμα του Μητσάκη εφορμά από ψηλά, εντάσσοντας κάθε λεπτομέρεια που σταχυολογεί από χαμηλά και σε μια σφαιρική σύλληψη της πλατείας, ενώ η αντίστοιχη ματιά του Κουμανταρέα θεάται την πλατεία από ψηλά και αποσπασματικά. Το βλέμμα του Μητσάκη είναι εποπτικό, αδιαφοροποίητο ως προς τα πράγματα, επιμένει στις αισθήσεις, κάποιες ανθρώπινες σκιές […] τις αφήνει άστεγες να περιπλανηθούν στον χώρο. Στο βλέμμα του Κουμανταρέα από την άλλη, η Βλαβιανού εντοπίζει μια χωροταξική, προστατευτική ιδιότητα, εφευρίσκει ‘στέκια ανοιχτά’ και ‘έσχατ[α] καταφύγι[α]’, μια εκδοχή του άγρυπνου φύλακα ζώντων και τεθνεώτων κατά τον Ηράκλειτο, αναφορά του ίδιου του Κουμανταρέα που υπογραμμίζει και η Βλαβιανού. Από την άλλη, στον Ιωάννου αναγνωρίζεται η αδυναμία να οδηγηθεί το βλέμμα από το ορατό στο αόρατο. Οι διαδρομές του βλέμματος στον Ιωάννου συνεχίζουν ως διαδρομές στο εσωτερικό της συνείδησης. Αυτή η σχέση επισημαίνεται από τη Βλαβιανού μέσα από την αναφορά της στον Γάλλο κοινωνιολόγο Πιέρ Σανσώ: υπάρχει μια μυστική αναλογία ανάμεσα στους δρόμους της συνείδησης και τους δρόμους μιας πόλης.

Η Βλαβιανού δομεί μια ευρετηριασμένη λογική ανάγνωσης, απομονώνει παραθέματα-οδηγούς, παρέχει βιβλιογραφικές προεκτάσεις που λειτουργούν ταυτόχρονα ως υποβοηθητικές ατμόσφαιρες για την αντίληψη των παλμών, του ρυθμού, της υπόστασης των πραγμάτων που επιχειρεί η ίδια να αγγίξει, να αισθανθεί το σχήμα και τη μορφή τους, να τα ανα-συστήσει εν τέλει. Χρησιμοποιεί ως όχημα τον ίδιο τον συγγραφέα που σε μια άλλη εκδοχή του, είναι περιπατητής και παρατηρητής του πλήθους. Σε αυτό το ιδιόμορφο υποκείμενο περιπλάνησης και παρατήρησης παρέχεται η δυνατότητα φανέρωσης των άγνωστων προσώπων και πραγμάτων που συναντά, η δυνατότητα μετατροπή τους σε ισοδύναμα και αναγνωρίσιμα στοιχεία μιας οικείας αν και μύχιας πραγματικότητας. Σε αυτή τη διαλεκτική της φανέρωσης συμβάλλει και προς τις δύο κατευθύνσεις η ικανότητα της πόλης να μεταμορφώνεται. Η νύχτα και η βροχή, για παράδειγμα, εκπροσωπούν δύο βασικές εκδοχές μεταμόρφωσης της πόλης υποστηρίζει η Βλαβιανού και συμπληρώνει για την ιδέα της μεταμόρφωσης στον Μπωντλαίρ μέσα από τα λόγια του Σαρτρ: Μεταμόρφωση· ιδού η αγαπημένη ενασχόληση του Μπωντλαίρ: μεταμόρφωνε το σώμα του, τα συναισθήματα και τη ζωή του, κυνηγώντας το άπιαστο ιδανικό της αφ’ εαυτού δημιουργίας, στην προσπάθειά του να καταστήσει εαυτόν ποίημα. Ο εαυτός ως ποίημα και στην προέκτασή του ο αναπόφευκτός ορίζοντας κάθε μεταμόρφωσης: η πόλη ως ποίημα. Το ποίημα κρυπτογράφημα και αποκρυπτογράφηση μαζί, η αναμέτρηση με τις μεταμορφώσεις της πόλης: η πόλη ως αίνιγμα. Σε τι συνίσταται όμως το αίνιγμα; Συνίσταται σε ερωτήματα όπως:

Τι αλλάζει με τον χρόνο;
Τι αλλάζει μέσα στον κύκλο της ημέρας;
Τι αλλάζει στον ίδιο τον χώρο;
Τι σημαίνει να βρίσκομαι εκεί, σε αυτόν τον χώρο;
Τι σημαίνει να βρίσκομαι εκεί όταν έχει ζωή αυτός ο χώρος, όταν έχει κίνηση;
Τι σημαίνει να βρίσκομαι εκεί τη μέρα;
Τι σημαίνει να βρίσκομαι εκεί τη νύχτα;
Ποιες μετακινήσεις επιτρέπονται;
Ποιες μετακινήσεις έχουν νόημα;
Σε ποιες μετακινήσεις ωθεί ο φόβος, η περιέργεια, η μοναχικότητα, η επιθυμία;

Εναλλακτικά, η απόδοση του αινίγματος, το νυχτερινό νήμα αυτών των ερωτημάτων με τα ίδια τα λόγια της Βλαβιανού: Η νυχτερινή μυθολογία της Ομόνοιας, με όλες τις φαντασιώσεις, τις ψευδαισθήσεις, τις προσδοκίες και τις διαψεύσεις που περικλείει, κάνει τη νυχτερινή περιδιάβαση εκεί να τρεκλίζει και να ταλαντεύεται από τον σφοδρό άνεμο ή το ξενύχτι, κόβοντας με μια φαλτσέτα εικονική την πλατεία στα δύο σαν μήλο: μισή ανήκει στην πόλη και η άλλη μισή στην νύχτα.

*

Τα ερωτήματα που θέτει η Βλαβιανού επανέρχονται εντατικά στις ανα-γνώσεις της. Μετατοπιζόμενη με ακρίβεια στο λογοτεχνικό και γεωγραφικό χώρο ενός συγγραφέα διασχίζει νοηματικά και σημασιολογικά σύνορα σε μια αναζήτηση διαδρομών που συνδέουν πράγματα που σχετίζονται ή είναι ακόμα και αλληλένδετα μεταξύ τους, σε μια αναζήτηση τελικά των ίδιων αυτών των πραγμάτων. Καταρτίζω εδώ ένα ενδεικτικό απόθεμά τους: Ο δημόσιος χώρος, ο ιδιωτικός χώρος, η λειτουργία του δρόμου, η κατοικία, η γειτονία, οι ορατότητες μέσα από ιδιωτικές και δημόσιες περιοχές του αστικού ιστού, οι χώροι της παιδικής ηλικίας, ο χώρος μιας διαμονής και ο διευρυμένος χώρος του εαυτού, οι εικόνες του εαυτού μέσα στη λογοτεχνία και η λογοτεχνία ως εικόνα ενός εαυτού, τυπολογίες κτηρίων και πώς το κτήριο καταλήγει να γίνει χαρακτήρας (εδώ, οι στοχεύσεις του Περέκ κυρίως) ή το ίδιο το μυθιστόρημα κτήριο ή χώρος (μυθιστόρημα-πολυκατοικία, μυθιστόρημα-λαβύρινθος), τα έπιπλα – αντικείμενα, η διευθέτησή τους, η έκφραση μιας σκέψης μέσω του χώρου, το δωμάτιο και η οργάνωσή του, και πάλι, η σχέση με το μυθιστόρημα, η σχέση με αυτόν που γράφει μυθιστορήματα: «μυθιστοριογράφος είναι αυτός που αντιλαμβάνεται ότι τα πράγματα γύρω του αρχίζουν να ψιθυρίζουν, και που κατορθώνει να μετατρέψει αυτόν τον ψίθυρο σε μιλιά». Αλλά και: «μυθιστοριογράφος είναι αυτός που αντιλαμβάνεται πως, σε ό,τι τον περιβάλλει, αρχίζει να σκιαγραφείται μια δομή, και που θα μπορέσει να παρακολουθήσει αυτή τη δομή, να την επαυξήσει, να την τελειοποιήσει, να τη μελετήσει, ως τη στιγμή που θα γίνει αναγνώσιμη σε όλους» (και οι δύο ορισμοί από τον Μπυτόρ, όπως τους παραθέτει η Βλαβιανού).

Ο Περέκ αναφέρεται ως παράδειγμα πεζογράφου που πιστεύει στην περιγραφική εξάντληση των όσων βλέπει και όσων ακούει. Από την πλευρά μας κάτι τέτοιο θα ήταν μάταιο και χωρίς νόημα, στην προσπάθειά μας να αναδείξουμε τον πλούτο και το σύνολο των αναγνωστικών και ερμηνευτικών διαστάσεων που διανοίγονται μέσα από τις ανα-γνώσεις της Βλαβιανού. Η εννοιολογική ακρίβεια, η συνεκτικότητα της σύγκρισης, η πρωτοτυπία της σύγκλισης, η τόλμη να δοκιμαστούν νέες οδοί χωρίς μεθοδολογικές αγκυλώσεις, η εξαντλητική τεκμηρίωση και οι συμπληρωματικές σημειώσεις, όλα αυτά καθιστούν το πόνημα της Βλαβιανού ένα πολύτιμο έργο αναφοράς, κατοπτρικό και διεθνές μέσα στην ιδιότυπη τοπικότητά του.  

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: