In nomine patris et filiae et spiritus sancti

οὐ γὰρ ἐπὶ τῷ δοῦλοι, ἀλλἐπὶ τῷ ὁμοῖοι τοῖς λειπομένοις εἶναι ἐκπέμπονται.  
(Διότι οι άποικοι απομακρύνονται από το πάτριον έδαφος, όχι διά να είναι δούλοι εκείνων που μένουν οπίσω, αλλά διά να είναι ίσοι με αυτούς.)  [1.34.1]
Θουκυδίδου Ιστορίαι, μτφ. Ε.Κ. Βενιζέλος


όπως στην αποικία πίσω απ’ τη γνωστική μας πλάτη / έτσι βυθίζεται το σκάφος / αναίμακτα / από τη θάλασσα / βγαίνουμε στεγνοί / και διά παντός αθώοι από θεό

In nomine patris et filiae et spiritus sancti

Ναταλία Καραγιάννη, Αποικία, Άγρα 2018

*

Από φθόνο ή από αγάπη μπήκα και απέτυχα σε κάτι ή σε όλα στην Αποικία της Ναταλίας Καραγιάννη. Από αυτόν τον τόπο τώρα μιλώ και απαριθμώ αμέσως το γιατί:

1. Ο αναγνώστης αποτυγχάνει όταν βρίσκεται μέσα στην Αποικία. Είναι ένα βιβλίο χωρίς παρηγοριά. Χωρίς σώμα. Χωρίς σώμα γκρεμίζεται ο νους. Μόνο γλώσσα, μόνος λόγος, ούτε καν γνώση, άρα άνθρωπος σκέτος, γλυκύτατος και τόσο ήρεμα άπελπις. Μπαίνεις στη γλώσσα μόνο, αυτή είναι η αλήθεια. Και χάνεις διά παντός. Αποτυγχάνεις. Δεν κερδίζεις με την ποίηση, ποτέ δεν κερδίζεις κάτι με την ποίηση. Αποκόπτεται στην Αποικία ένα κομμάτι του αναγνώστη και μένει μες στο βιβλίο, παντοτινό ενέχυρο για να φύγεις, να γίνεις θεός, δηλαδή «αθώος από θεό», αθώος από κάτι, αποκομμένος χάρη σε μια τύψη, ελεύθερος δωρεάν της βαρύτητας, άποικος, με εντοπιότητα μόνο μέσα στη σημασία. Όμορφη γυναίκα, αυτή η ποίηση, χαρίζει, χαμογελά, αναπνέει, έχουμε αποτύχει όλοι.

2. Ζηλεύω τη συγγραφέα ενός τέτοιου βιβλίου. Τίποτε δεν την αγγίζει, από μεγάλη απόγνωση ή ακόμη μεγαλύτερη εξαΰλωση, δεν τη βλέπω, χάνεται, χωρίς ποτέ της να κρυφτεί. Σε αυτό η Αποικία δεν έχει ταίρι.

3. Το ταξίδι. Το ευθύγραμμο τμήμα. Ο κύκλος. Ο Απολλώνιος Κύκλος. Το βλέμμα μιας γυναίκας που δεν μιλά, ή η φωνή μιας γυναίκας που έπαψε να βλέπει. Το βλέμμα είναι σκοτάδι. Η γυναίκα είναι ο τόπος. Τόσοι και τόσοι άντρες γράφουν το βιβλίο αυτής της γυναίκας. Γιατί ο τόπος δεν μιλά. Την πατρίδα δεν την κοιτάς. Η πατρίδα λάμπει, επειδή είναι πέραν του βλέμματός σου. Μια ωραία πατρίδα φτιάχνεις και στην αποικία, όλα είναι δωρεάν. Ο λόγος αστράφτει στην αποικία, διότι η αποικία είναι κενή, αντηχεί, καθρεφτίζει: η τέλεια γυναίκα. Ηλιοκαμένη, εξανδραποδισμένη Αφρική, γλώσσα, που σου δόθηκε μα δεν είναι δική σου, θρηνείς και υμνείς μαζί και δε μπορείς να φύγεις. Ποια αποικία, ποια εγγύτητα και ποια ελευθερία; Εντός ποιας γλώσσας σού επιτρέπεται πραγματικά να ταξιδέψεις; Μα αυτή η αποικία θα εκδικηθεί. Η ποιήτρια θα καθίσει δίπλα σου, θα πάρει το μέρος σου, θα σε υπερασπιστεί, θα διαβάσει μαζί σου. Δεν γράφει η ποιήτρια αυτή. Αυτό είναι το υπεράνθρωπο, όχι το άλλο. Ποιήματα επιτέλους ορφανά, ήσυχα και ανοιχτά, που δε γεννήθηκαν ποτέ, που δεν πηγαίνουν, που δε θα φύγουν, ποιήματα έξω. Είμαστε τα απορρίμματα της γλώσσας και στην «Αποικία» της Ναταλίας Καραγιάννη την εγκαταλείπουμε, εγκαταλείπουμε τη γλώσσα οικειοθελώς. Καμία γέννα πια, κανένας δημιουργός. Δωρεάν επανάσταση, δωρεάν αναγέννηση. Εμείς μηδενίσαμε. Κι ας αλληλοσπαραχθούν οι προπάτορες. Κοσμογονία. Να έτσι: με τα άπλυτα στο χέρι.

4. Ένα ποιητικό βιβλίο είναι γραμμένο σε μία γλώσσα. Είναι γραμμένο σε μία γλώσσα. Ένας πλούσιος πατέρας είναι αυτή η μητρική μας γλώσσα. Πλούσιος, επειδή πάντα του χρωστάμε. Και πατέρας, επειδή μας προστατεύει, χωρίς ποτέ να μας έχει αγγίξει. Φτερά πάνω από τα κεφάλια μας και ο γνωστός σε όλους αποδημητικός ελληνισμός.

5. Σχεδόν παραθέτω: ένα σώμα που πάσχει, επειδή είναι σώμα. Και πάσχει από το στόμα, επειδή έχει στόμα και λέει, λέει, να γελάμε, δυο πράγματα που κάνουμε επίσης με το στόμα, εκτός από το να βήχουμε ασθένεια και γύρω γύρω είναι η εποχή, τα άλογα σκυλιά και ένας έλλογος θάνατος. Και όλο αυτό είναι τόσο, μα τόσο λάθος, αλλά προτιμά να είναι ποίημα. Κυριακή προσευχή: μητέρα μας, εσύ που είσαι στη γη, ας ξεφτίσει το όνομά σου, ας έρθει η ταπείνωση και μη μας φυλάξεις ποτέ από πειρασμό, ασθένεια, σώμα, πονηριά, πόνο, πόνο.

6. Διαβάζω / τραγουδώ: «Στο γυρισμό κατηφόριζαν / οι μαύρες οι γριάδες / και η Κυριακή εφόραγε / ρούχα σιδερωμένα / κι ένα φεγγάρι ολόκληρο / συνόδευε τον ήλιο / ώι μες στα μάτια μου είναι το / και μες στα βλέφαρά μου». Όταν είσαι φολκλόρ, δεν είσαι το φολκλόρ. Όχι δημοτικό, μα σίγουρα τραγούδι. Ένας αέρας που ξεριζώνει όλες τις σημαίες. Σε κανέναν τρόπο δεν θα χωρέσει αυτή η φωνή. Θα γράψει από τον τόπο της. Δεν είναι απέναντι σε τίποτε. Καμία πολεμική δεν υπηρετεί. Δεν κοιτά, είναι στην τρύπα, στον κρατήρα μας και χαίνει ως ανοικτή πληγή που είχαμε όλοι ξεχάσει.

7. Τα εμβόλιμα. Και λίγο ο εαυτός της. «Αργά έμαθα την υπομονή / θα μιλούσα μ’ αυτήν τη φωνή / που μ’ αυτήν τη φωνή μπορώ και στο σκοτάδι». Ένας κατασπαρακτικός θαυμασμός. Μια γυναίκα που σπάει σε λέξεις. Διαμελισμός είναι ο λόγος. Και άντρας. Η ποιήτρια καταπίνει τον λόγο του άλλου. Και διαμελίζεται. Λόγια, λογάκια ξένα εμβολίζουν τη φωνή, η τρύπα από το έμβολο μεγαλώνει, η φωνή εκδικείται: δεν υπάρχει πια σώμα για να τρυπηθεί. Εκδικητικός θαυμασμός, αυτοαναιρούμενος, γυναικείος.

8. Διαβάζω: «Καταμεσήμερο, κι ένα ασπρόμαυρο πουλί αιωνίως το διασχίζει. Έμαθε ξένες λαλιές και λαλούσε, γνώρισε ξένα σώματα και πλάγιασε, έφτιαξε ξένα πράγματα και χρωστούσε, ... Ίδια, παλιά, παμπάλαια και η ζημιά και το κρίμα. … Κι εγώ που τώρα σας μιλώ, συνέχισα να τον συναντώ αφού όλο τον απέφευγα κι άλλον δεν ποθούσα από εκείνον. Επειδή μέσα στην τεράστια αθωότητά του και την ατέρμονη ικανότητά του ν’ αντιπαλεύει το κακό, ελλόχευαν το τέλος κι η ελπίδα, ένα μέλι πικρό, σκορπισμένο σ’ εμάς, που από τα μικράτα μας μαθαίνουμε να το γευόμαστε και να μην το φτύνουμε καταπρόσωπο. Πού πήγαν τα παιδιά που τα φυλάνε οι φύλακες και γύρω γύρω οι σκύλοι;» Το αιώνιο καταμεσήμερο πουλί. Ποιον πόλεμο να πολεμήσω; Φρικτή, αφόρητη, άπατρις, ασύδοτη, περιπαιχτική, ερωτική, αηδιαστική: ελευθερία. Το βλέμμα είναι γι’ αυτήν τη γυναίκα ο μόνος τόπος όπου μπορεί και χωράει να κρυφτεί.

9. Μια φωνή που είναι κραυγή, μια φωνή που είναι φωνούλα, που θέλει και δεν θέλει να καταλάβει, γιατί έχει νιώσει και νομίζει πως θα το χρωστάει, που έχει την επιστήμη για ματόχαντρο, που βάζει μικρές φωτιές παντού, και βέβαια η υψίφωνος της σελίδας 43 μόνο η ειρήνη μπορεί να είναι, φορά τα παπούτσια της ομορφιάς της, αυτό είναι δική της φράση, αλλά το αγνοεί, ψάχνει να καταλάβει, αλλά δεν ξέρει πώς να συστηθεί στην εξήγηση, όταν αυτή με το καλό ορίσει. Η περίφημη υψίφωνος της σελίδας 43, αυτό το θηλυκό που συνεχώς αλλάζει σημασία, η ειρήνη στα ειρηνικά, η ειρήνη στα ελληνικά, la guerre, ο θηλυκός πόλεμος των Γάλλων, η Ναταλία Καραγιάννη αποκοιμίζει, λικνίζοντας από σημάδι σε σημάδι, όλα τα παιδιά της υφηλίου. Και την ευχαριστώ.

Δύο ποιήματα

  1. Ο ελέφαντας ήξερε πού πήγαινε, όπως όλα τα ανώτερα ζώα εκτός απ’  τον άνθρωπο. Μέσα σε μια τεχνητή λιμνοθάλασσα βυθιζόταν αργά, και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο γινόταν κατανοητο πώς δεν αγγίζει πια το βυθό παρά επιπλέει, κι όταν, ακριβώς τότε, τα πελώρια αυτιά του βούλιαζαν και υψώνονταν ξανά ωθούμενα από νερό και αέρα, ακουγόταν ένας επιδοκιμαστικός παφλασμός: δεν υπήρχε παρά μία και μοναδική πορεία. Άρχιζε τότε το κολύμπι του ελέφαντα, ένα από τα λίγα αδιαμφισβήτητα σημάδια του πόσο μικροί και μεγάλοι συνάμα είμαστε. Μέσα στα νερά, χωρίς θόρυβο, αργά, απομακρυνόταν ο ελέφαντας για να φτάσει στο μικρό νησί που διακρινόταν μετά βίας πέρα, στην απόσταση, και να λάβει την αιώνια του θέση στο ποίημα.  (Σελίδα 10, ενότητα Α’)

  2. τσίκνα, κι απόξω η βροχή
    ένα είναι οι άνθρωποι εδώ μέσα και τα χέρια τους

    ψωμί, σαρδέλες, κρασί μπρούσκο και κρεμμύδι:
    Αυτά θέλω και τα λέω ένα ένα, ακούστε τα
    Να ροβολάνε απ’ το ποίημα στον κόσμο και τανάπαλιν

    που άλλος ένας φίλος δεν μπόρεσε να σηκώσει μπαϊράκι;
    που όλα διαστέλλονται στην μοναξιά
    ενώ καλπάζουν στο δικό μου πρόσωπο;
    που και στο Ολισσίπο ό,τι περιμένει το αναγνώρισα;

    έδωσα το τάλιρο της νύχτας να με περάσει
    ό,τι ήταν να εννοήσω μού έτριξε τα δόντια
    το χάραμα δάγκωσα τη γλώσσα μου

    (σελίδα 42, ενότητα Γ’)


ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Αποικία
της Ναταλίας Καραγιάννη

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: