Το δέντρο
Η κοιλιά μου έχει γίνει τεράστια. Όταν είμαι όρθια, δεν μπορώ να δω τα πόδια μου∙ κι εδώ, ξαπλωμένη ανάσκελα, δεν βλέπω το κεφάλι του άντρα ανάμεσά τους.
«Δεν γίνεται αλλιώς. Ανοίγουμε», λέει.
Την μαχαιριά δεν την αισθάνομαι. Μόνο το ζεστό νερό που κυλάει στο κορμί μου. Τέλεια θερμοκρασία, σκέφτομαι. Αυτήν την οικειότητα έψαχνα πάντα.
Kλαίω μ’ αναφιλητά. Τα δάκρυά μου ανακατεύονται με το υγρό της κοιλιάς. Η μύτη, το στόμα, τα πνευμόνια μου γεμίζουν νερό.
Επιπλέω μέσα σ’ ένα σφιχτό κουκούλι. Ένα μαλακό σχοινί ξεφυτρώνει απ’ τον αφαλό μου∙ ο μόνος περιορισμός.
Σπρώχνω από μέσα, απαλά. Δοκιμάζω τα όρια. Ο χώρος στενεύει. Σκίζεται το κουκούλι. Χύνεται το νερό. Το σχοινί τεντώνεται, σκληραίνει. Ψάχνει διέξοδο. Βρίσκει χώμα. Σκάβει κι απλώνει ρίζες. Μυρίζει βρεγμένη γη και φρέσκο αίμα.
Απ’ έξω, το φως τρυπώνει μέσα απ’ το δέρμα μου. Αναζητά τον σπόρο. Τον αγγίζει. Για λίγο μένει ακίνητος, σα να διστάζει. Ύστερα ραγίζει. Εκρήγνυται.
Ξεμυτίζει βλαστός, λεπτός και σίγουρος. Ακολουθεί το φως. Φτάνει ως το στέρνο, τον λαιμό, το στόμα. Τον κρατώ ανάμεσα στα δόντια, προσεκτικά, σαν καινούριο όνομα.
Δυο πράσινα φύλλα προβάλλουν, ανοιχτές παλάμες προς τα πάνω. Ύστερα κι άλλα, που απλώνονται σαν παλλόμενες φλέβες πάνω στο δέρμα μου.
Ένα δέντρο.
Ανασαίνει μέσα απ’ την κοιλιά μου.