Κύματα
Ι
Δίχως μνήμη είμαστε κούφιοι γι’ αυτό
Σε ρωτώ, πόσο κακό η καρδιά μπορεί ν’ αντέξει
Πως μπορεί να χαθεί ένα παιδί σε άδειο δάσος
Πάνω απ’ τα δέντρα πως λάμπει ακόμα ο Ήλιος
Πως ν’ αντέξεις τόσες κατολισθήσεις
Η σελήνη γεμίζει σαν βροχή ομορφιάς
Που έρχεται με το χρόνο
Τα πορτοκάλια της Παλαιστίνης
Έχουν τέσσερα χρώματα:
Μαύρο: Θανατικό
Κόκκινο: Αίμα
Λευκό: Φως της αυγής
Πράσινο: Ελπίδα ξαπλωμένη στη χλόη
Περπατούσαμε μαζί σαν δύο δέντρα
Που έζησαν μέσα στο χρόνο
Δίπλα, η θάλασσα κι ο ουρανός
Γαλάζιο γυαλί από χρωματιστά παράθυρα
Πως μπορείς να κοιμηθείς όταν
Τα χέρια σου έχουν ακόμα πάνω τους παγετώνες
Βρεθήκαμε σε μια λεωφόρο
Ο Ήλιος έλαμπε∙ ύστερα
Ξεφλουδίσαμε πορτοκάλια, χωρίς βιασύνη
Πως μπορούν τα σώματα να συστρέφονται
Στον καταυλισμό όταν έξω
Το σούρουπο κομματιάστηκε μ’ αλυσσοπρίονο
Κολυμπήσαμε στη θάλασσα
Από μπλε διαμάντια∙ ύστερα φάγαμε
Σε παραλιακό εστιατόριο
Έφυγε το καλοκαίρι∙ οι νύχτες
Και οι μέρες έγιναν πιο δροσερές
Σαν αναψυκτικό
Έξω, μέσα από τα ελαιόδεντρα
Το φως που δύει, με δυο, τρία αστέρια
Έφερνε όλη τη μνήμη
Του καλοκαιριού που πέρασε
Τα σύννεφα τρέχουν∙ είναι τρένα
Που ταξιδεύουν γύρω απ’ τη Γη
Αν, κάποιος μπορεί να το ονειρευτεί, είπες
Από χέρι σε χέρι περνάνε στον, ίδιο ουρανό.
Η ποίηση είναι ο βασιλιάς της μνήμης, είπες.
ΙΙ
Άνοιξε ένα βιβλιοπωλείο
Στη θάλασσα
Κι ονόμασε με λέξεις
Την φωνητική σύγκρουση των κυμάτων
Που σπάνε στην ακτή του νησιού
Και στα μεταλλικά πλαϊνά
Του πλοίου της γραμμής
Η ποίηση, έμοιαζε τότε
Με φωτεινό ενυδρείο από
Το βαθύ κάθισμα του
Ήλιου στη θάλασσα
Μια σελίδα από λέξεις
Πάνω στα ορμητικά νερά
Τότε, που Ήλιος και η θάλασσα
Ως αργά το απόγευμα συνέχιζαν
Τον μήνα του μέλιτος.