Βιβλικές απηχήσεις στην «Πολιορκία» του Αλέξανδρου Κοτζιά: ο επιδραστικός λόγος ενός ιδιότυπου προφήτη

Ο Α.Κ. στη Σιένα, Ιταλία, 1965
Ο Α.Κ. στη Σιένα, Ιταλία, 1965

Μία ερμηνευτική οδός για την Πολιορκία του Αλέξανδρου Κοτζιά, η οποία ωστόσο παραμένει μέχρι σήμερα αδιάβατη, είναι η σύνδεση της εμβληματικής της έναρξης με βιβλικό χωρίο από το βιβλίο του Δανιήλ (5:25) και η διερεύνηση των βιβλικών παραλλήλων σε καίριας σημασίας σημεία του κειμένου, κυρίως δε στον λόγο του Βασίλη Φωκά. Λόγο που εν πρώτοις φαντάζει αμελητέος —αν όχι παρανοϊκός—, αλλά κατ’ ουσίαν λειτουργεί καταλυτικά στην εξέλιξη του μυθιστορήματος και τη σταδιακή ψυχική ισοπέδωση του πρωταγωνιστή, Μηνά Παπαθανάση, τον οποίο και οδηγεί εν τέλει στον θάνατο.
Εν αρχή, λοιπόν, η αναλογία της εναρκτήριας εικόνας του μυθιστορήματος, ήτοι του γραμμένου στους τοίχους της γειτονιάς συνθήματος-προτροπής «ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΠΡΟΔΟΤΗ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗ», με το ακατάληπτο «μανή, θεκέλ, φάρες» που γράφει αιφνίδια στον τοίχο ένα αποκομμένο από τον καρπό χέρι κατά τη διάρκεια του βλάσφημου γλεντιού του βασιλιά Βαλτάσαρ. H ερμηνεία της φράσης από τον προφήτη πως «μέτρησεν ὁ Θεὸς τὴν βασιλείαν σου καὶ ἐπλήρωσεν αὐτήν· […] ἐστάθη ἐν ζυγῷ καὶ εὑρέθη ὑστεροῦσα· […] διῄρηται ἡ βασιλεία σου, καὶ ἐδόθη Μήδοις καὶ Πέρσαις» αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων να έχει επιτελεστική δύναμη, εφόσον το ίδιο βράδυ ο βασιλιάς δολοφονείται. Μια τέτοια αυτοεκπληρούμενη προφητεία εγκαινιάζει —ήδη στην έναρξη της Πολιορκίας— mutatis mutandis την πορεία προς τη διάλυση των ταγμάτων ασφαλείας, τον τερματισμό της “βασιλείας” του Παπαθανάση στη γειτονιά και τον θάνατό του· έναν θάνατο, όμως, που θα επέλθει, αφού πρώτα καταρρακωθεί ψυχικά ο ίδιος έως θανάτου. Τα συνθήματα στους τοίχους εξάπτουν την οργή του και προκαλούν τη λήψη περισσότερων μέτρων ασφαλείας, τα οποία οδηγούν στη μετατροπή του σπιτιού του σε φρούριο, αλλά πολύ περισσότερο αποτελούν την πρώτη κρούση, που έρχεται να διαταράξει την αρραγή του ψυχοσύνθεση.
Αν από αυτά τα γράμματα εκκινεί η αποσύνθεση του έως τότε κραταιού ταγματασφαλίτη, τότε το καθοριστικό πλήγμα που εξακολουθητικά θα επενεργεί διαβρωτικά στον ψυχισμό του έρχεται από τον λόγο του Φωκά (άλλως Τρελοβασιλάκη, καίτοι διόλου τρελά δεν είναι τελικά όσα λέει), ο οποίος με τις ευάριθμες απευθύνσεις του προς τον Παπαθάναση που τον ανακρίνει —έως θανάτου— κατορθώνει να διασαλεύσει καίρια τις αυτάρκεις βεβαιότητες του δεύτερου και να του ενσπείρει τον φόβο που θα οδηγήσει, προϊούσης της πλοκής, στην κατάρρευση κάθε στέρεου οικοδομήματος. Όπως ορθά επισημαίνει η Μαρία Ρώτα, πρόκειται για ένα «ισχνό παιδαρέλι που συγκλονίζει τον αιμοβόρο πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος»[1] και που, ανακαλώντας παραδειγματικές μορφές από την Ιστορία (όπως αίφνης τον Παπινιανό)[2] και τον προφητικό λόγο, «αξιώνεται να αρθρώσει έναν προσωπικό λόγο με τον οποίο καταγγέλλει, στιγματίζει, προειδοποιεί, αλλά και ανυψώνεται κερδίζοντας την ελευθερία».[3]
Τα λόγια πάντως που φαίνεται να διεμβολίζουν καθοριστικά τη συνείδηση του Παπαθανάση είναι εκείνα που ο Φωκάς «επιστρατεύει» από τον προφήτη Ιερεμία και συγκεκριμένα από το έβδομο κεφάλαιο του προφητικού αυτού βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης. Μάλιστα, ο λόγος του αναταξινομεί το βιβλικό του διακείμενο, καθώς προτάσσεται η τελευταία φράση «Εἰς ἐρήμωσιν ἔσται πᾶσα ἡ γῆ» από το τριακοστό πέμπτο και τελευταίο εδάφιο του εν λόγω κεφαλαίου (7:35) και έπεται το απόσπασμα από το τριακοστό τρίτο αντίστοιχο εδάφιο: «καὶ ἔσονται οἱ νεκροὶ εἰς βρῶσιν τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῖς θηρίοις τῆς γῆς» (7:33). Οι δε καταληκτήριες λέξεις «τοῖς θηρίοις τῆς γῆς» επαναλαμβάνονται εμφατικά, για να συμπληρωθούν από το σχόλιο του Φωκά ότι «Ψυχή δε θα μείνει, κανείς, να παραχώσει τον άλλο…».[4] Η επιμονή στη φράση αυτή, υποδεικνύει ότι ο Κοτζιάς παραπέμπει και στην επανάληψή της από τον ίδιο τον προφήτη στο 19:7 («καὶ δώσω τοὺς νεκροὺς αὐτῶν εἰς βρῶσιν τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῖς θηρίοις τῆς γῆς»), επανάληψη που θέτει τον Ιερεμία ακόμη πιο κοντά στο μυθιστόρημα, εφόσον και αυτός προφητεύει την πολιορκία της Ιερουσαλήμ δύο εδάφια παρακάτω (19:9) ως εξής: «καὶ ἕκαστος τὰς σάρκας τοῦ πλησίον αὐτοῦ ἔδονται ἐν τῇ περιοχῇ καὶ ἐν τῇ πολιορκίᾳ, ᾗ πολιορκήσουσιν αὐτοὺς οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν». Το συγκεκριμένο χωρίο μάλιστα θα μπορούσε κάλλιστα να λάβει τη θέση του motto που απουσιάζει από την Πολιορκία,[5] καθώς ο Κοτζιάς συχνάκις αξιοποιεί βιβλικά παραθέματα στη μυθιστορηματική αλλά και τη δραματουργική του παραγωγή[6] και —κυρίως— διότι αυτή η φράση μπορεί να διαυγάσει συνολικά τον πυρήνα του μυθιστορήματος.
Επιπλέον, είναι άξιο αναφοράς ότι το ίδιο σημείο εντοπίζεται και στην πρώτη έκδοση της Πολιορκίας (1953),[7] όπου ο ανακρινόμενος επανέρχεται και τρίτη φορά στον Ιερεμία και αναφέρει την φράση με την οποία εκκινεί το τελευταίο εδάφιο του συγκεκριμένου κεφαλαίου («καὶ καταλύσω ἐκ διόδων Ἰερουσαλὴμ φωνὴν εὐφραινομένων καὶ φωνὴν χαιρόντων»),[8] έχοντας παραλείψει μετά το ρήμα και πριν τον εμπρόθετο προσδιορισμό το σημείο «ἐκ πόλεων ᾿Ιούδα καὶ». Αντίστοιχα, απουσιάζει κατά τη μεταφορά του λόγου από τον Φωκά η φράση «φωνὴν νυμφίου καὶ φωνὴν νύμφης», η οποία συνεχίζει το αναφερόμενο απόσπασμα και την οποία ακολουθεί η αιτιολογική πρόταση «ὅτι εἰς ἐρήμωσιν ἔσται πᾶσα ἡ γῆ». Συμπεραίνεται, λοιπόν, η ενδελεχής γνώση και επεξεργασία του αναφερόμενου σημείου της Βίβλου από τον Κοτζιά.
Η επιλογή του συγκεκριμένου βιβλικού χωρίου εκ μέρους του ανακρινόμενου Φωκά εξηγείται πληρέστερα στην πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος για την οποία έγινε λόγος, καθώς σε αυτήν εντοπίζονται περαιτέρω πληροφορίες που σκιαγραφούν το πρόσωπό του. Μάλιστα, ο Αλέξανδρος Αργυρίου, επισημαίνοντας τις αλλαγές —κυρίως τις πολυσέλιδες αφαιρέσεις— που επέφερε ο Κοτζιάς στη δεύτερη και αναθεωρημένη έκδοση του μυθιστορήματος, το 1961, κάνει ιδιαίτερη μνεία σε κεφάλαιο όπου «δινόταν ο χαρακτήρας ενός προσώπου με ιδιαιτέρως υπαρξιακή προβληματική»,[9] ενώ δηλώνει επίσης ότι είχε μεταφέρει στον συγγραφέα τη σκέψη «ότι θα άξιζε να δημοσιευθεί αυτό το κεφάλαιο, ως ανεξάρτητο αφήγημα, καθώς έχει και την αυτοτέλειά του».[10] Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι ακόμη το ότι ο Κοτζιάς δεν ήταν αρνητικός σε μια τέτοια επιλογή και «το συζητούσε». Το διαφωτιστικό αυτό επεισόδιο θα είναι πλέον προσβάσιμο ως επίμετρο στην επικείμενη έκδοση της —εδώ και καιρό δυσεύρετης— Πολιορκίας.
Με μια πρόχειρη, λοιπόν, ανάγνωση της πρώτης έκδοσης, εύκολα θα διαπίστωνε κανείς πως το πρόσωπο που υπαινίσσεται ο Αργυρίου δεν είναι άλλο από εκείνο του Φωκά. Άλλωστε, παρατηρείται ότι οι χαρακτήρες που παρουσιάζουν εκεί μια λεπτομερέστερη εικόνα του εαυτού και της προϊστορίας τους είναι, πέρα από τον Φωκά, ο διοικητής Μάριος Ισακίδης, ο περιδεής Δαμιανός, ο Σαράντης και η μικρή Μαργαρίτα. Έτσι, η παρατήρηση του Αργυρίου για αυτοτέλεια και δυναμική του κεφαλαίου μάς οδηγεί αποκλειστικά στην πρώτη περίπτωση, του Φωκά. Εκείνη αφενός απηχεί ένα ευρύτατο πνευματικό κίνημα της εποχής αυτής και αφετέρου μπορεί κάλλιστα να “σταθεί” ως αυτοτελές πεζογράφημα χάρη στη δραματική, αιφνίδια και ολική μεταστροφή του ήρωα. Οι λοιπές αφαιρέσεις, οι πολλές, από την πρώτη στη δεύτερη έκδοση στοιχούνται μάλλον στο πρόταγμα του ίδιου του Κοτζιά για την επίπονη εύρεση της καίριας και όσο το δυνατόν ακριβέστερης φραστικής[11] και όχι σε “χειρουργική” απόπειρα «να παραδοθεί ένα διαφορετικό κείμενο στην ιστορία»·[12] πρακτική που ο συγγραφέας έχει καταδικάσει ρητά.[13]
Ο Φωκάς, λοιπόν, σύμφωνα με την πρώτη έκδοση του έργου και τα όσα μεταφέρει στον συλλογικό αφηγητή του μυθιστορήματος ο Γερμανός και φιλέλληνας φιλόλογος, Ότο Μπεχάγκελ, ήταν σπουδαστής Χημείας, αλλά είχε και θεολογική προπαιδεία, καθότι υπήρξε ελπιδοφόρο μέλος χριστιανικής οργάνωσης. Τα πραγματολογικά στοιχεία της εποχής μάς οδηγούν ασφαλώς σε κάτι ανάλογο προς την αδελφότητα θεολόγων «Ζωή», την οποία ίδρυσε —κατά τα προτεσταντικά πρότυπα— ο ιερομόναχος Ευσέβιος Ματθόπουλος το 1907. Μια οργάνωση η οποία έφτασε να ασκεί έντονη επιρροή σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να εννοήσουμε τη διάκριση του Φωκά ως εξαίρετης περίπτωσης νέου, κατ’ αναλογία με όσα περιγράφει ο Χρήστος Γιανναράς για αυτές τις “στρατολογήσεις” στη βάση της δικής του εμπειρίας ακριβώς πριν από το ξέσπασμα του πολέμου.[14] Σύμφωνα με τον ίδιο, η ύπαρξη ενός τόσο αυστηρά δομημένου μηχανισμού, εύλογα οδηγεί στη διερώτηση «αν υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα μεθοδικότερο και αποτελεσματικότερο οργανωτικό σχήμα»,[15] το οποίο συνεισέφερε στον αντικομμουνιστικό αγώνα, ενώ τροφοδότησε ιδεολογικά και τη Χούντα.[16] Ωστόσο, η ευρύτερη αυτή οργανωμένη ιδεολογία και ευσέβεια —που μάλλον πρέπει να συσχετισθεί με τον καθηγητή θρησκευτικών που θυμάται ο Σαράντης πνέοντας τα λοίσθια— καταρρέει και ανατρέπεται ευθύς, όταν ο «πάμφτωχος» (α΄ έκδ., 227) Φωκάς, απεσταλμένος σε οργανωσιακό συνέδριο νέων στο Ρόττερνταμ, βιώνει την εισβολή των Ναζί στην πόλη, έρχεται οριακά αντιμέτωπος με τον θάνατο εξαιτίας βόμβας στο οικοτροφείο που τον φιλοξενούσε και αρνείται την ύπαρξη του θείου: «“Δεν υπάρχει θεός”, έκραζε και ήτο όμοιος με τρελόν» (α΄ έκδ., 226). Η μετατονισμένη αυτή εκδοχή του «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· Οὐκ ἔστι Θεός. διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἀνομίαις, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν» (Ψαλμοί, 52:2), τρέπεται τελικά σε σύληση κάθε ιερού και σε ένα οντολογικό ψυχικό κενό, το οποίο θα πληρωθεί με τη στροφή στον κομμουνισμό, όπως φαίνεται από τα ευρεθέντα βιβλία στο σπίτι του Φωκά.
Πίσω, όμως, στην επίδραση του —διηθημένου από τον Φωκά— Ιερεμία, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι ρηγματώσεις που προκαλούνται στη συνείδηση του Παπαθανάση συχνά θεματοποιούνται από τον ίδιο ως κάτι το ανερμήνευτο μεν και άυλο, εξακολουθητικά δε —και οχληρά— παρόν. Έτσι, σχεδόν με τα πρώτα λόγια του Φωκά, ο Παπαθανάσης «ένιωθε κάτι ζοφερό [μια «σκοτεινή επίδραση» στην α΄ έκδ.][17] να τον διατρέχει εντός του, σα να τον φύσαγε μια ψυχρή πνοή αδυσώπητη» (141), ενώ η απροσδιόριστη αυτή πίεση μετατρέπεται εν πρώτοις σε κραυγή του τεθνεώτος («Τού φάνηκε πως του ξέσκισε τ’ αυτιά ένα ουρλιαχτό» [148]) και κατόπιν σε πρωτάκουστη εσωτερική φωνή: «άκουσε μια φωνή ν’ αντηχεί στ’ αυτιά του αλλόκοτη. Παραξενεύτηκε πούχε μιλήσει τη σκέψη του. —Ίσως που τον άφησα και μιλήσαμε. Δε θάπρεπε…» (148). Άλλη προσπάθεια χαρακτηρισμού του ψυχοφθόρου αυτού αισθήματος είναι η λέξη «σαράκι» (232), το οποίο, στην αποκαλυπτικά ανθρώπινη συζήτηση του Παπαθανάση με τον Θεοδόση, θεματοποιείται ως άλλο: «—και ποιός θα πει ότι δε φοβήθηκε… […] Κι εγώ είμαι ψύχραιμος, δε με σαστίζει το καθετί… Μα τώρα το νιώθω, εκείνα είσαντε παιχνιδάκια… Τίποτα απ’ όσα έχω περάσει δε μοιάζει με τούτο το άλλο… δεν ξέρω… δεν ξέρω…» (335) και «στα χείλια του χαράχτηκε ξανά σ’ ένα απόκοσμο ψίθυρο η ίδια αυτή παράξενη λέξη, άλλο, ένα ρήγμα βαθύ τσάκισε το βασανισμένο του πρόσωπο» (335). Λίγες σελίδες παρακάτω, το άλλο αναφέρεται ως κείνο: «—Αυτά είσαντε παιχνιδάκια, μπροστά σε κείνο που σε πνίγει δωδά!...» (337). Αυτό, όμως, που πιέζει ασφυκτικά τον Παπαθανάση και ο ίδιος προσπαθεί —επί ματαίω— να ρηματοποιήσει, φώλιαζε, όπως δηλώνεται ρητά, στον λαιμό του Φωκά: «Τον έσφιγγε στα χοντρά δάχτυλά του κι είτανε σαν το ασήμαντο εκείνο λαρύγγι νάκρυβε όλη την αόρατη παρουσία που τονε πίεζε» (141). Επομένως, καθίσταται ακόμη πιο φανερή η επιτελεστική επενέργεια του λόγου εκείνου του νεαρού που, παρά τη σύντομη παρουσία του, δύναται να θεωρηθεί μείζονος σημασίας ήρωας.
Αντίστοιχα, το υπόγειο, ήτοι ο τόπος θανάτωσης του Φωκά έχει μετατραπεί σε επίγεια κόλαση για τον Παπαθανάση, όπως φανερώνεται από τον τρόπο με τον οποίο κατεβαίνει εκεί μαζί με τον γιατρό: «Αναγκαστικά τον κατέβασε στο υπόγειο. Κάθε σκαλί, τον βύθιζε και πιο μέσα στην κόλαση» (211). Η ταύτιση του συγκεκριμένου χώρου με την κόλαση, συναρτάται σαφώς με τη ζωντανή επίδραση του νεκρού Φωκά επί του Παπαθανάση, ενώ στην πρώτη καθαρογραμμένη χειρόγραφη μορφή του μυθιστορήματος (με χρονολόγηση Μάρτιος-Δεκέμβριος 1947) που απόκειται στο αρχείο Κοτζιά[18] διαβάζουμε (σελ. 104-105) ένα εξαιρετικά σημαίνον μα διαγραφέν μέρος, στο οποίο δεν παίρνουν μονάχα σάρκα τα λόγια του νεκρού, αλλά και η ίδια του η σάρκα παίρνει πάλι ζωή:

[…] Οπισθοχώρησε με τρόμο, καρφώνοντας τα μάτια στις κομματιασμένες σάρκες που σκορπίζαν στα πόδια του. Οι σάρκες αυτές ήταν ζωντανές.
Αργά-αργά, μένα κυματιστό ρυθμό σαλεύανε λες και κρύβαν η κάθε μια τους ζωή δικιά της με αυτοτέλεια. Έσκυψε πάνω τους για να εξετάσει και πάγωσε η καρδιά του. Τα μάτια εκεινού ήταν κλειστά και τα χείλια ακίνητα. Και τότε χωρίς να σαλέψουν τα μάτια, τού φάνηκε πως τον βλέπανε. Ένοιωσε τα βλέμματά του να τον τρυπάνε κάτω απ’ τα κλειστά βλέφαρα. Κι ήτανε σε απόλυτη αρμονία με κείνο το χαμόγελο πούχε ξεφυτρώσει στο στόμα. Χωρίς να κουνηθούνε τα χείλια, είχαν μισοχαράξει. Σα να κρυστάλωσε μια μαχαιρία εκεί στο σφιγμένο σαγόνι. Έμοιαζε με τη λάμψη ενός ατσαλιού που καρφώθηκε στην καρδιά του.
Τραβήχτηκε πίσω παραπατώντας […] Ήτανε ολομόναχος κι άοπλος κι ο ρυθμός που ζωντανεύαν οι σάρκες γινόταν ολοένα πιο γρήγορος.

Εκμεταλλευόμενος αυτό το στοίχειωμα του χώρου και την ψυχική συνθήκη του Παπαθανάση, ο γιατρός θα κάνει λόγο για το «αίσθημα του αφανισμού» (218) που διέπει τον ταγματασφαλίτη.

Αλλά και η πορεία της Χριστίνας προς τον θάνατο εκκινεί από τον Φωκά, αφού, πέρα από την αναστάτωση που προκαλεί η εγκατάσταση της παραστρατιωτικής ομάδας στο σπίτι της, το καίριο πλήγμα έρχεται όταν συμμαζεύει τα αίματά του (168). Ακολούθως, το νυχάκι του Φωκά που επιδεικνύει στην εκκλησία είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι· νυχάκι που το φυλά ευλαβικά, αλλά ο σύζυγός της το καταπατά, οδηγώντας της σε μια εξωφρενική αντίδραση (170-171). Ωστόσο, ο θάνατός της πράγματι τη δικαιώνει (παρά τις πολλαπλές εκδοχές των αυτοπτών μαρτύρων), καθώς συμβαίνει μετά τη μετάληψη και τονίζεται θετικά χάρη και στην αναφορά του ύμνου Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν. Τέλος, ακόμη και στην κηδεία της, η σκέψη του Μηνά να τραβήξει τη χειροβομβίδα και να ισοπεδώσει τα πάντα συνεπιφέρει τη μνήμη του βασανισμού του Φωκά: «Έτσι… έτσι… καθώς κατεβαίναν σιδερένιες οι μπουνιές του πάνω στο πεσμένο κορμί του δυναμιτιστή, στο υπόγειο» (319-320).
Παράλληλα, την κομβική θέση και την καταλυτική επενέργεια των λόγων του ιδιάζοντος αυτού προφήτη επιρρωνύουν αρκετά ακόμη περιφερειακά στοιχεία που συνιστούν ένα ιδιάζον πλέγμα εντός του οποίου πραγματώνεται η κάμψη του ηθικού του Παπαθανάση. Πιο συγκεκριμένα, έντονα ηχεί το όνομα του παπαγάλου του, Billy, καθώς φανερώνει συνωνυμία μεταξύ του αγαπημένου πτηνού του κεντρικού ήρωα και του καταλυτικού χαρακτήρα, Φωκά. Αν ληφθεί μάλιστα υπόψη η ιδιότητα των ψιττακών να αναπαράγουν λέξεις, τότε ενισχύεται ο παραλληλισμός με τις επανερχόμενες στον νου του Παπαθανάση φράσεις του Φωκά και κυρίως τα λόγια του Ιερεμία. Παραλληλισμός που ερείδεται και στη μαρτυρική θανάτωση του παπαγάλου από την Μαργαρίτα. Επιπρόσθετα, το όνομα του Φωκά ανακαλεί τον περικλυτό βυζαντινό αυτοκράτορα, ο οποίος πέρα από το ομιλούν όνομα Νικηφόρος (ο Βασιλάκης είναι αυτός που προμηνύει τη νίκη ενάντια στον Παπαθανάση), σχετίζεται άμεσα με τον συνεπώνυμο ήρωα της Πολιορκίας χάρη στον όμοιο θάνατό τους και δη τη θέση όπου τους βρίσκει ο θάνατος. Ακόμη, στο όνειρο-ένδειξη του καίριου ψυχικού πλήγματος του Παπαθανάση, η νεκρώσιμος ακολουθία τελείται εμφατικά στο ξωκκλήσι του Άη Βασίλη, παρότι ο Μηνάς προσπαθεί να “δραπετεύσει”: «θα μπορούσε να δουλέψει την εικόνα αδρότερα, με στοιχεία πιο πρόσφατα, απ’ την εκκλησιά της γειτονιάς, λογουχάρη. Συνειδητά το επιχείρησε. Αδύνατο… Όλα λες και τον προσμένουν κειπάνω» (208-209). Κυρίως, όμως, εκεί τον προσμένει «το βλέμμα του Κριτή Παντοκράτορα» (208), το οποίο τρομάζει τον νεκρό, αν ληφθούν υπόψη και οι αναφορές στον τρόμο που του προκαλούν και οι υπόλοιπες εικόνες του τέμπλου («Μόνο στ’ αριστερά ο Άη Βασίλης ξανοίγει κάπως καλοσυνάτος» [209]), καθώς και η αντιστικτική παραμυθία από την Πλατυτέρα. Επίσης, το όνομα του ιερέα Ιωσία δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί τυχαίο, αφενός λόγω της εξαιρετικής του σπανιότητας και αφετέρου καθότι συνδέεται με τον προφήτη Ιερεμία, ο οποίος δηλώνει ότι «ἐγενήθη λόγος τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτὸν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰωσία υἱοῦ Ἀμὼς βασιλέως Ἰούδα, ἔτους τρισκαιδεκάτου ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ» (1:2). Συνεπώς, οι ημέρες όπου εκπληρώνεται η ιδιότυπη προφητεία του τρελοβασιλάκη, προφητεία που έχει εγκολπωθεί (διαλεκτικά) και αναγάγει (διαλογικά) σε άλλα συμφραζόμενα το περιεχόμενο του προτύπου της, έχει ενοραματικά φτάσει, όπως φανερώνεται από την αναβιωμένη («χρόνους πεθαμένος» [209]) ιερατεία του Ιωσία[19] στον τόπο καταγωγής του —εν ενυπνίω νεκρού— Μηνά.
Μάλιστα, αν μου επιτρέπεται να απαντήσω στις παρατηρήσεις της Αγγέλας Καστρινάκη ότι «η πιο επίμονη […] (καθώς και υπόρρητη) ταύτιση [=του Παπαθανάση] είναι με τον Ιησού»,[20] θα ήταν περισσότερο εύλογο να στρέψουμε αυτή την ταύτιση όχι στον Παπαθανάση (ο οποίος έχει σκοτώσει κόσμο στην Αφρική, έχει αφήσει ένα παιδί εκεί δίχως πατέρα, σκοτώνει άκριτα και εκδικητικά περαστικούς κατευθυνόμενος από πρωτόγονα ένστικτα), αλλά στον Φωκά. Κατά τη γνώμη μου, η ξενότητα και η μοναξιά που αποδίδει η μελετήτρια στον Παπαθανάση δεν αποτελούν ικανό χαρακτηριστικό για έναν τέτοιου είδους παραλληλισμό, ενώ η εύστοχη παρατήρησή της για τη Χριστίνα και το σημαίνον όνομά της δεν συνεπάγεται και τη μετάδοση του Καλού στον Μηνά, ο οποίος με απορία και θαυμασμό συλλογίζεται την εξακολουθητικά παρατημένη γυναίκα του. Αντιθέτως, επιβεβαιώνει την επισήμανση του Κώστα Στεργιόπουλου ότι «ανάμεσα στο πλήθος των αρνητικών ηρώων, υπάρχει πάντα κι ένα εξιλαστήριο θύμα στα βιβλία του [Κοτζιά], το πιο αδύναμο και το πιο ανυπεράσπιστο πλάσμα συνήθως, όπως η Χριστίνα στην Πολιορκία […], που σηκών[ει] στις πλάτες τους όλο το βάρος και τελικά συντρίβ[εται] κάτω απ’ την πίεση μεγαλύτερων δυνάμεων».[21]
Ακόμα, η «οικειοθελή[ς] πορεία προς τον θάνατο»,[22] δεν εκκινεί από κανένα σωτηριολογικό κίνητρο παρά μόνο από την ανάγκη να σωθεί ο ίδιος ο Παπαθανάσης με την αξιοπρέπεια που απηχούν οι λόγοι του Παλαιολόγου (μα κι αυτόν δεν τον έχει υπονομεύσει ο Φωκάς;)[23] και που έχουν επενεργήσει καταλυτικά και στη ψυχοσύνθεση του ψοφοδεή Δαμιανού, ο οποίος βρίσκει ανάλογο “γενναίο” θάνατο. Η γενναιότητα, άλλωστε, καθίσταται ζητούμενο, εφόσον ο Φωκάς εμφατικά κραυγάζει ότι εκείνος είναι «γενναίος» (142) σε αντίθεση με τους εχθρούς του. Ούτε ως εξιλαστήριο θύμα μπορεί να θεωρηθεί ο Παπαθανάσης, εφόσον δεν μετριάζει το πολεμικό μένος, αλλά το μυθιστόρημα τελειώνει εμφατικά με τη φράση «Ο πόλεμος συνεχίστηκε» (367). Αντίστοιχα, το όραμα στο οποίο βλέπει τον εαυτό του «σφαχτάρι», δεν αποτελεί τόσο θυσιαστικό όραμα, όσο την επιθυμία απόδρασης από τα όλο και στενεύοντα όρια της κατάστασης και (θανατικής) μετάβασης στη Βαλτιμόρη, η οποία συνεπάγεται το ανώφελο κάθε μεταθανάτιας αιματοχυσίας.[24] Έτσι, πέρασμα στη Βαλτιμόρη[25] αποτελεί και αυτό το —πράγματι συμβολικό, αλλά ουδόλως «μεταφυσικό»[26](!)— γεφύρι της μετάβασης στην επικράτεια του θανάτου. Κάτι τέτοιο, λοιπόν, πόρρω απέχει από το να λάβει ο Παπαθανάσης θέση Χριστού, έστω και αν πράγματι η μορφή του ενέχει κάτι το τραγικό ως προς την ετεροκατεύθυνση από μία αναπόδραστη μοίρα.[27] Ο κεντρικός ήρωας της Πολιορκίας θα συναριθμηθεί στη χορεία των ηρώων του Κοτζιά «που η κατάρα τους δεν θα τραπεί σε ευλογία παρά θα τους εξουθενώσει χωρίς να τους απαλλάξει».[28]
Από την άλλη, ο Φωκάς πεθαίνει με μαρτυρικό θάνατο, περιβάλλεται ιερότητα από τα λόγια του Ιερεμία, αλλά και από την επιτίμηση του Κακού που θυμίζει τον Ιωάννη τον Βαπτιστή.[29] Επιπλέον, είναι αποσυνάγωγος και ενάντιος στις φαρισαϊκές γαλουχήσεις των οργανώσεων, που δεν προσφέρουν καμιά πειστική εξήγηση για τον ανθρώπινο πόνο και την ύπαρξη του κακού και για αυτό μεταπλάθεται σε σαλό που κατά το κυριακό «οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν» (Ματθ. 10:34), αποφασίζει να γκρεμίσει συθέμελα το κέντρο του Κακού-φρούριο του Παπαθανάση, έχοντας διαμορφώσει (και κινούμενος από) μια κραματική ιδέα μαρξιστικής αξιοποίησης του βιβλικού (εσχατολογικού και ουτοπικού) μεσσιανισμού.[30] Ιδέα, η οποία καλλιεργήθηκε πολλαχώς στην ιστορική συνέχεια τόσο από μαρξιστές φιλοσόφους, όπως ο Ernst Bloch[31] όσο και από μερίδα χριστιανών θεολόγων, όπως αίφνης εκείνων που αποτέλεσαν το κίνημα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης. Πιο συγκεκριμένα, η χρήση του χωρίου του Ιερεμία, εν προκειμένω, επιβεβαιώνει το ότι ο προφητικός λόγος «διά μέσου της ικανότητας […] για δημιουργική πρόβλεψη, […] καθορίζει τον φαντασιακό χώρο του μη-ακόμα-όντος»,[32] δηλαδή της ζωντανής ελπίδας —και εργασίας— για την επερχόμενη (πλην βέβαιη) αποκατάσταση του κόσμου. Τέλος, ακόμη και η στάση του Φωκά —τη στιγμή πριν από το τέλος του— ανακαλεί την αντίστοιχη κίνηση του Ιησού, αφού ο πρώτος «Σφάλιξε τα μάτια και γύρισε στο πλάι το πρόσωπο» (σ. 147), ενώ ο Θεάνθρωπος «κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα» (Ιωάν. 19:30). Περαιτέρω, γίνεται ξεκάθαρο ότι «το παιδαρέλι δεν είτανε μεγάλης αντοχής» (140) και πέθανε γρήγορα, όπως δηλαδή και ο Ιησούς (αν θέλουμε να μιλησουμε με χριστολογικούς όρους) σε αντίθεση με τους ληστές που άντεχαν.[33] Αλλά και κατά τη διάρκεια της ανάκρισης-εξόντωσης, ο Φωκάς ανακαλεί τη Σταύρωση, καθότι λέει «Διψάω πολύ» (143), όπως και ο Χριστός «ἴνα τελειωθῇ ἡ γραφή, λέγει Διψώ».[34]
Τέλος, ό,τι θα μπορούσε να αποκληθεί Νόμος του αίματος συνδέει τον λόγο και την ύπαρξη του Φωκά με μια μεταφυσική θεώρηση νομοτελειακής τιμωρίας. Εξάλλου, το αίμα του είναι εκείνο το οποίο περικυκλώνει τον Παπαθανάση, απαιτώντας και το δικό του: ο Μηνάς προσπαθεί μανιωδώς να απαλλαχθεί από τα στίγματα του αίματος του Φωκά, πεπεισμένος ότι «όλο και θάχουν απομείνει λεκέδες» και πως «ποτέ δεν θα κατάφερνε να τους βγάλει…» (151), ως το πουκάμισό του να αποτελεί έναν χιτώνα του Νέσσου. Έτσι και στον εφιάλτη του, αφού έχει σκοτώσει τον Φωκά, θα αισθανθεί ότι του έφεραν να πιει νερό από τη γούρνα που πλένεται το πουκάμισο, «νερό σα ναχαν ανακατωμένο και κοκκινόχωμα» (154). Αλλά και σε επόμενο σχετικό όνειρο, ενώ ο Παπαθανάσης επιθυμεί να μεταβεί στη “Βαλτιμόρη” του θανάτου, εφορμούν πάνω του —σαν βάκχες— οι «στρίγκλες γριές» που διψούν για αίμα:

τρίβανε τα ξανεμισμένα αραιά μαλλιά τους στα μάγουλά του. Σπαρταρούσε μ’ άγρια τινάγματα, μαγκωμένος στα πυρωμένα τους νύχια. “Αφήστε με… γιατί δε μ’ αφήνετε”, τους ικέτευε. “Αίμα! Αίμα! Αίμα!…”. Είχανε στήσει ολόγυρα χορό οργιαστικό, με γέλια και ουρλιαχτά και τοιμάζανε το σφαχτάρι. Κροταλίζαν τις διψασμένες γλώσσες: “Αίμα! Αίμα! Αίμα!”. “Γιατί δε μ’ αφήνετε”, κατάφερε μ’ αφάνταστο κόπο να τους φωνάξει. “Γιατί δε μ’ αφήνετε, εγώ είμαι πια… δε βλέπετε που δεν ανασαίνω, πιάστε και το σφυγμό μου αν δεν πιστεύετε. Σαν τι θαρρείτε πως θα μου κάνετε πια;” (300)

Αντίστοιχα, ο ίδιος αναλογίζεται: «Το είπε κι ο Χριστός, έλα ντε, πού τούρθε να το πει! Δεν μάς άφηνε ήσυχους… Μα το είπε: το αίμα πληρώνεται μ’ αίμα… Συφορά του! To αίμα! Θάλασσα που φουσκώνει γύρω να τον ρουφήξει…» (314). Κορύφωση στη συνειδητοποίηση του αδιάρρηκτου κύκλου του αίματος αποτελεί η αποστροφή του Μηνά προς τον Θεοδόση, όπου γίνεται λόγος για το αίμα των δηλητηριασμένων αγρίων της Αφρικής:

— Το αίμα, γέρο, σου λέω… το αίμα σου ανακατώνει τα σωθικά σαν τις άσπρες πατούσες… […] Το αίμα μας πνίγει, ξεφώνισε. —Όλα είναι πνιγμένα στο αίμα, από την αρχή μέχρι το τέλος. Πρώτα σε καίει και σε ζεσταίνει. Σου ανάβει φλόγα και παλαβώνεις… Και χτυπάς! Και χτυπάς! Ανεβοκατέβασε τις μπουνιές με λύσσα, πάτησε και δυο τρεις κλωτσιές, ώσπου λαχανιασμένος σταμάτησε. —Τότε… μα τότε, γιατί δεν σβήνει απ’ τα χέρια σου; (339)

Έπεται η ακραιφνής ομολογία της αποκαλυπτικής επίδρασης —και πάλι— του λόγου του Φωκά: «Εκείνο το παπαδοπαίδι τα 'ξερε… εκείνο μου τα φανέρωσε όλα. Και για το δάσος… όλα είναι βουτηγμένα στο αίμα» (339).

_________________________

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ 

[1] Μαρία Ρώτα, «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του Αλέξανδρου Κοτζιά», Νέα Εστία 1859 (Οκτ. 2013) 395.
[2] Σημαντικός ρωμαίος νομοδιδάσκαλος. Ο Φωκάς αναφέρει ότι είναι γενναιότερος ακόμη και από εκείνον, εννοώντας προφανώς τη θαρραλέα στάση του Παπινιανού, όταν αρνήθηκε —με τίμημα τη ζωή του— να δικαιολογήσει δημοσίως τη δολοφονία του αδελφού του Καρακάλλα, Γέτα.
[3] Στο ίδιο, σ. 396.
[4] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία, Αθήνα 1973 (3η έκδ.·1η: 1953), σ. 144-5.
[5] Ο συγγραφέας δηλώνει ότι είχε σκεφτεί ως motto του μυθιστορήματος τη φράση «θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον» από τη νεκρώσιμο ακολουθία, η οποία σύμφωνα με την παράδοση αποδίδεται στη γραφίδα του Ιωάννη του Δαμασκηνού· βλ. το αφιέρωμα της εκπομπής «Περισκόπιο» στον Κοτζιά: https://archive.ert.gr/69809/ [τελευταία ανάκτηση: 29/03/2023].
[6] Ενδεικτικά παραθέτω τα μότο από την Aπόπειρα (1964): «καὶ ἐδόθη αὐτῷ πόλεμον ποιῆσαι μετὰ τῶν ἁγίων καὶ νικῆσαι αὐτοὺς, καὶ ἐδόθη αύτῷ ἐξουσία έπὶ πᾶσαν φυλὴν καὶ λαὸν καὶ γλῶσσα καὶ ἔθνος» (Ἀποκάλυψις, 13:7), το μυθιστόρημα O γενναίος Τηλέμαχος (1972): «καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτιά αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς» (Ματθαῖος, 17:2), τη νουβέλα Ιαγουάρος (1987): «ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων» (Λουκᾶς, 18:11), αλλά και το θεατρικό έργο Ἐνοικιάζεται δωμάτιον μετ’ ἐπίπλων: «Καὶ ἤνοιξε τὸ φρέαρ τῆς ἀβύσσου» (Βλ. και: Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Αποκείμενα, Νεφέλη 2000, σ. 200-206).
[7] Την πρόσβαση στην πρώτη έκδοση του έργου, τη χρωστώ —μαζί με την υπόδειξη της αναφοράς στο κείμενο του Αργυρίου για το οποίο γίνεται λόγος στο άρθρο, τη γνωριμία μου με το έργο του Κοτζιά και τη διαρκή μαθητεία— στην καθηγήτριά μου, Μαρία Ρώτα.
[8] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία, Αθήνα, 1953, σ. 178. [Οι παραπομπές στο εξής: α΄ έκδ. και αριθμός σελίδας].
[9] Αλέξανδρος Αργυρίου, «Αλέξανδρος Κοτζιάς. Ο άνθρωπος, ο πολίτης, ο φίλος»: Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, Κέδρος 1994, σ. 23. [Οι παραπομπές στο εν λόγω αφιέρωμα γίνονται στο εξής με τη λέξη Αφιέρωμα και αριθμό σελίδας].
[10] Στο ίδιο, σ. 23.
[11] Βλ. Αλέξανδρος Κοτζιάς, Αληθομανές χαλκείον. Η ποιητική ενός πεζογράφου, (φιλ. επιμ.: Μαρία Ρώτα), Κέδρος 2004, σ. 48.
[12] Αγγέλα Καστρινάκη, «Ρούφος, Κοτζιάς, Κάσδαγλης. Γράφοντας, αναθεωρώντας, αναψηλαφώντας την ιστορία της νίκης στον Εμφύλιο»: Η μακρά σκιά της δεκαετία του ’40. Πόλεμος – Κατοχή –Αντίσταση – Εμφύλιος, (επιμ.: Κατερίνα Γαρδίκα-Άννα Μαρία Δρουμπούκη-Βαγγέλης Καραμανωλάκης-Κώστας Ράπτης), εκδ. Αλεξάνδρεια 2015, σ. 289.
[13] Βλ. «Πολυκριτική. Η νεοελληνική πραγματικότητα και η πεζογραφία μας. [Συζητούν οι:] Αλέξ. Αργυρίου, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Κώστας Κουλουφάκος, Σπύρος Πλασκοβίτης, Στρατής Τσίρκας», Η Συνέχεια 4 (Ιούνιος 1973) 174: «Τώρα, όσο για τους ηθικούς λόγους… είπαμε ότι στον τόπο μας ορισμένα πράγματα δεν λέγονται και φυσικά δεν γράφονται. Τούτο σημαίνει ότι αρκετοί συγγραφείς μας αποφεύγουν να θίξουν τα επικίνδυνα· ή αν κάποτε τα έθιξαν, στις επόμενες εκδόσεις των βιβλίων τους απαλείφουν τα επιλήψιμα σημεία γιατί αλλιώτικα δεν γίνονται ακαδημαϊκοί». Πρβλ. Τίτος Πατρίκιος, «Το μήνυμα της φρίκης και οι κίνδυνοι του αγγελιοφόρου»: Αφιέρωμα, σ. 104: «ο συγγραφέας, μολονότι αναθεώρησε τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου, δεν εξάλειψε τα περιβλήματα αυτά, παρά τις δυσχέρειες που προκαλούν. Το ότι εξακολούθησε να αποδέχεται αυτό το ρίσκο είναι, νομίζω, δείγμα της πνευματικής του εντιμότητας».
[14] Χρήστος Γιανναράς, Καταφύγιο ιδεών. Μαρτυρία, Δόμος 1987, σ. 11.
[15] Στο ίδιο, σ. 29. Βλ. αναλ. σ. 228-30.
[16] Βλ. Στο ίδιο, σ. 83, 85, 92.
[17] Βλ. α΄ έκδ., σ. 175: «Και το πιο χειρότερο είναι που για ορισμένες στιγμές ένοιωσε μια σκοτεινή επίδραση να τον διατρέχει εντός του, παρ’ όλο που δεν καταλάβαινε τίποτα, σα να τον φύσαγε μια πνοή μυστική και τον κέρωνε».
[18] Την πρόσβαση στο συγκεκριμένο χειρόγραφο την οφείλω και πάλι στη Μαρία Ρώτα.
[19] Η σύνδεση του Ιωσία με τον Ιερεμία (και συνεκδοχικά του ιερέα που τελεί την κηδεία του Παπαθανάση με τα λόγια του Φωκά) ενισχύεται από το γεγονός ότι η βασιλεία του Ιωσία χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια ηθικής αποκατάστασης του βασιλείου και τη θρησκευτική μεταρρύμθιση των ετών 622-621 π.Χ., η οποία ξεκίνησε χάρη στην ανακάλυψη στον ναό του Σολομώντα ενός χαμένου αντιγράφου του Νόμου από τον πατέρα του Ιερεμία, δηλαδή τον ιερέα Χελκία (βλ. Παραλειπομένων Β΄, 34:14). Στην ίδια γραμμή μπορούν να αναφερθούν και οι θρήνοι που συνέθεσε ο Ιερεμίας για τον θάνατο του Ιωσία (νεκρός ήταν άλλωστε και ο ιερέας του χωριού), οι οποίοι καθιερώθηκαν να ψάλλονται διαχρονικά από τον εβραϊκό λαό (βλ. Παραλειπομένων Β΄, 35:25).
[20] Αγγέλα Καστρινάκη, ό.π., σ. 274.
[21] Κώστας Στεργιόπουλος, «Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς και η “Πολιορκία”»: Αφιέρωμα, σ. 100.
[22] Στο ίδιο, σ. 274.
[23] Πολιορκία, σ. 145: «Ακόμα κι ο κακομοιρούλης ο Κωνσταντίνος, μέχρι που τού ξεφυτρώσαν το Κάστρο στη Ρούμελη, κάτω απ’ τη μύτη του, κι αυτός παντρολογιόταν εδώ και κει…».
[24] Σε ανάλογη διαπίστωση περί του ανώφελου της αιματοχυσίας φτάνει και ο Σαράντης, ο οποίος δεν προδίδει όσους του έστησαν την ενέδρα που τον οδήγησε στον θάνατο, ώστε να αποφευχθούν τα αντίποινα.
[25] Η συμβολοποιημένη Βαλτιμόρη αποτελεί σημαίνουσα αναφορά, όπως υποδεικνύει και η σταθερή κειμενική της παρουσία στις χειρόγραφες εκδοχές του μυθιστορήματος.
[26] Αγγέλα Καστρινάκη, ό.π., σ. 274.
[27] Βλ. αντίστοιχες επισημάνσεις: Αλέξης Πανσέληνος, «Αλέξανδρος Κοτζιάς. Ο μυθιστοριογράφος και η ιδεολογία»: Αφιέρωμα, σ. 119 και Αλέξης Ζήρας, «Ρεαλισμός και εξπρεσιονισμός»: Αφιέρωμα, σ. 138.
[28] Παντελής Μπουκάλας, «Η λογοτεχνία των αρνητικών ηρώων»: Αφιέρωμα, σ. 67.
[29] Βλ. το ποιητικό ανάλογο της φτυσιάς του Φωκά, στο ποίημα του Παντελή Μηχανικού «Εμπιστευτικό για τον Ιωάννη τον Βαφτιστή» (1975): «Και μη ξεχνάς πως σε θαύμασα όταν με το κεφάλι κομμένο μέσα στον δίσκο έρριξες μια δυνατή φτυσιά μέσα στα μούτρα του μαλάκα του Ηρώδη» [Παντελής Μηχανικός, Ποιήματα. Συλλογές και άλλα, (επιμ.: Θεοδόσης Νικολάου-Φοίβος Σταυρίδης, Λευκωσία, Χρυσοπολίτισσα, 1982, σ. 83].
[30] Βλ. αναλ. περί της μεσσιανικής αυτής δυναμικής: Cershom Scholem, Ο ιουδαϊκός Μεσσιανισμός, (εισ. – μτφρ.: Νικόλας Σεβαστάκης), Έρασμος 2003, σ. 24.
[31] Βλ. Ernst Bloch, Ο αθεϊσμός στον χριστιανισμό. Για τη θρησκεία της Εξόδου και της Βασιλείας, (μτφρ. Πέτρος Γιατζάκης), Άρτος Ζωής 2019· ιδίως για τον Ιερεμία: σ. 32.
[32] Michael Löwy, «Μαρξισμός και θρησκεία: Η πρόκληση της θεολογίας της Απελευθέρωσης»: Θρησκεία, Ρομαντισμός, Ουτοπία. Τρεις συγκλίσεις στο ρεύμα του Μαρξισμού, (μτφρ. Γεράσιμος Ασημίδης, εισ. Στέφανος Ροζάνης), Έρασμος 2023, σ. 19.
[33] Βλ. Ιωάν. 19:32-34: «ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ· ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, ἀλλ’ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ».
[34] Ιωάν. 19:28.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: