Διελεύσεις, στροφές και κρούσεις

Tυπωμένο δισέλιδο της «Πολιορκίας» με χειρόγραφες διορθώσεις για τη δεύτερη έκδοση από τον Κέδρο
Tυπωμένο δισέλιδο της «Πολιορκίας» με χειρόγραφες διορθώσεις για τη δεύτερη έκδοση από τον Κέδρο



«Η αριστερή πολιτική της δεκαετίας του ΄70 που είχε καταβάλει προσπάθειες να βρει μια καινούρια θέση για την κουλτούρα στη σοσιαλιστική αντίληψη, στρεφόμενη στον Gramsci, τον Freud, την Kristeva, τον Fanon, τον Althusser, τον Williams, και τον Habermas, υποσκελίστηκε όχι τόσο από τον αντιπολιτισμικό φιλισταϊσμό της ίδιας της Αριστεράς, όσο, αντίθετα, από την πληθώρα των πολιτισμικών ζητημάτων που έφερε στην επιφάνεια, με κίνδυνο πλέον να αποσπαστεί από το γενικό πολιτικό πλαίσιο».1 Από τον περιορισμό, στον πληθωρισμό. Ας κρατήσουμε αυτό στο σχήμα, γιατί πιθανόν θα το συναντούμε συχνά, ιδίως στις κλειστές στροφές της πρόσφατης ελληνικής πολιτισμικής ιστορίας.

Ταλάντευση

«Η Πολιορκία του Αλέξανδρου Κοτζιά φαινόταν ότι βρισκόταν εκτός πάσης ιδεολογικής προδιαγραφής»2 γράφει ο Αλέξανδρος Αργυρίου. Το 1953 που εκδόθηκε το συγκεκριμένο έργο, η Αριστερά ήταν διωκόμενη και απονομιμοποιημένη, έψαχνε μια ελάχιστη επικράτεια, απολύτως δική της. Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς με το πρώτο του μυθιστόρημα, ήταν άραγε, «από τους αντιπάλους»; Η Αριστερά είναι ένα ενιαίο σώμα, ώστε να ανιχνευτεί η στάση της απέναντι στο Αλέξανδρο Κοτζιά, ως μια συμπαγής, αποφασισμένη γενική θέση; «Από την εποχή της χούντας ο Κοτζιάς βαθμιαία επανασυνδέεται με μια αριστερά που κι αυτή αλλάζει χαρακτήρα» λέει ο Αλέξης Πανσέληνος.3 H Ελένη Κεχαγιόγλου γράφει ότι ο Αλέξανδρος Κοτζιάς «παραναγνώστηκε, παρερμηνεύθηκε διότι βρέθηκε εκτός του κανόνα του κυρίαρχου ανταγωνιστικού ιδεολογικού διπόλου»4 Ωστόσο, κατά την Μαίρη Μικέ «όταν πρωτοκυκλοφόρησε η Αντιποίησις Αρχής, η κριτική στάθηκε γενναιόδωρη μαζί της».5 Ιχνογραφείται λοιπόν, μια πολύπλοκη, αντιφατική σχέση, ταλάντευσης μεταξύ Αριστεράς και Αλέξανδρου Κοτζιά.
Φυσικά, την μετεμφυλιακή περίοδο τα δεσπόζοντα χαρακτηριστικά της Αριστεράς, ήταν διαφορετικά σε σχέση με αυτά που αναδύθηκαν και αναπτύχθηκαν σταδιακά μετά την διάσπαση του 1968 και ωρίμασαν στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Για την αριστερή σκέψη, ένα είδος νεωτερικής διερώτησης, σημαίνεται από το ρήγμα του ΄68. Η πρόσληψη από την Αριστερά, όχι μόνο σημαντικών θεωρητικών ρευμάτων της θεωρίας της λογοτεχνίας, αλλά ευρύτερα, η ανασυγκρότηση της μαρξιστικής παράδοσης, με τις νέες οικονομικές θεωρίες, την εισφορά των στοχαστών και των κινημάτων της δυτικής Ευρώπης, άλλαζαν σταδιακά τις αξιωματικές και την αναλυτική στρατηγική. Το κυριότερο: μετά το 1974, άλλαζε η θεσμική ενσωμάτωση της Αριστεράς με την αποκατάσταση και εμβάθυνση της δημοκρατίας και του (μη τρομοκρατικού), ώριμου κοινοβουλευτισμού. Η σταδιακή έκλειψη της πολιτικής ανασφάλειας, της επέτρεπε να δει με άλλους όρους το πολιτιστικό υπερκείμενο.
Ποια λοιπόν από τις εκδοχές της, ορίζει και βαθμολογεί την σχέση του συγγραφέα με την αριστερή ιδεολογική επικράτεια;
Με την κυκλοφορία της Πολιορκίας η αριστερή κριτική ενέταξε τον Κοτζιά στην μαύρη πολιτική λογοτεχνία. Ενδεικτικά, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, το 1955, επέκρινε, εκτός από τους Ρόδη Ρούφο (Χρονικό μιας σταυροφορίας), Θ.Δ. Φραγκόπουλο (Τειχομαχία), Νίκο Κάσδαγλη (Τα δόντια της μυλόπετρας) και τον Αλέξανδρο τον Κοτζιά. Σημειώνει ο Δ. Ραυτόπουλος:



«Σε προηγούμενο τεύχος (σ.σ. τ. 8) γράφοντας για τα βιβλία του Ρ. Προβελέγγιου (σ.σ. Ρόδη Ρούφου), και Θ.Φραγκόπουλου, υποσημειώσαμε ότι και το μυθιστόρημα του κ. Ν. Κάσδαγλη Τα δόντια της μυλόπετρας, ανήκει στην ίδια μαύρη λογοτεχνία, τη στρατευμένη στην υπηρεσία των αντιπροοδευτικών δυνάμεων, ένα είδος συκοφαντικής πολιτικής λογοτεχνίας που κάνει αισθητή την παρουσία της μετά τον πόλεμο στην Δύση.(…) Είναι η έσχατη κατάπτωση μιας τέχνης που από καιρό έκοψε τους δεσμούς της με τον άνθρωπο ».6

Και συνεχίζει στο επόμενο κείμενο για την Πολιορκία του Α. Κοτζιά:

«…Έτσι ο κ. Α. Κ. [Αλέξανδρος Κοτζιάς] –όπως και ο Προβελέγγιος [Ρόδης Ρούφος] και ο Φραγκόπουλος– αντιμετωπίζει την «Επανάσταση» με περιφρονητικό χαμόγελο ανωτερότητας όποτε μιλάει γι΄ αυτή, αδιαφορώντας φυσικά αν μαζί μ΄ αυτή ειρωνεύεται και την Εθνική Αντίσταση ή μάλλον αναιρώντας αυτήν την τελευταία.(…) Όλη του τη θέρμη τη φυλάει ο συγγραφέας για να περιβάλει τον κεντρικό του ήρωα, τον Μηνά Παπαθανάση, τον αρχηγό μιας συμμορίας ταγματαλητών που λυμαίνεται μια συνοικία (…) Ένα κοινό γνώρισμα των βιβλίων αυτών είναι η απόπνοια του θανάτου που αναδίνεται από κάθε σελίδα τους. Ο θάνατος είναι μέσα στην ψυχή των ηρώων τους, τον σκορπάνε γύρω τους και τους περιμένει αναπόδραστα. Κανένα φως δεν λάμπει στη πεισιθάνατη προοπτική τους. Ας τους αφήσουμε λοιπόν με τον θάνατό τους».7

Θα μπορούσε κανείς, για να υπαινιχθεί γειτνιάσεις κριτηρίων, να συμπαραβάλλει ένα άλλο κριτικό απόσπασμα: «Τα ποιήματα του Άρνολντ αποπνέουν τον χαρακτηριστικό πλέον πεσιμισμό της αστικής αυταπάτης, η οποία τώρα βρίσκεται στη τελική και τραγική (για την ίδια) φάση της » γράφει ο Κρίστοφερ Κόντγουελ το 1946.8 Ας κρατήσουμε την αντιπεσιμιστική θεώρηση.
Μια επιπλέον σημείωση: επικριτικοί για τον Ρούφο, ήταν και εκπρόσωποι της άλλης πλευράς: Α. Χουρμούζιος, Δ. Ρώμας, Γ. Κουμάντος, ο Μ. Καραγάτσης (ως προς τη σκιαγράφηση των ιδεολογικών παρατάξεων και της ακαταστασίας τους, εντός του χώρου της κριτικής,, είναι διαφωτιστικός σε ένα κείμενό του ο Ν. Κ. Αλιβιζάτος).9

Δυο παραθέματα που νομίζω έχουν ενδιαφέρον είναι τα ακόλουθα. Γράφει ο Ραυτόπουλος:

«Οι συγγραφείς μας [αναφέρεται στους Ρ. Προβελέγγιο ψευδώνυμο του Ρούφου Κανακάρη και Θ.Δ. Φραγκόπουλο] –που ταυτίζονται με τους ήρωές τους– είναι νεαροί φοιτητές φανατισμένοι αντιδραστικοί από ταξική συνείδηση ανήκουν στη πάστα που στελεχώνει τα τάγματα εφόδου όλων των φασισμών και την ιδεολογία τους (…) δεν κρύβουν ούτε τη συνεργασία τους με τον κατακτητή».10 Πιο κάτω όμως προχωράει σε ορισμένες παρατηρήσεις που θα μπορούσαν υπό άλλες θεωρητικές συνθήκες να εξελιχθούν σε προσέγγιση μορφολογικού χαρακτήρα: «Ωριμότερος και στοχαστικότερος ο Ρ. Προβελέγγιος παρουσιάζει εντονότερα τα χαρακτηριστικά και του άλλου, τις πεζογραφικές αρετές και τις αδυναμίες του. Λοιπόν και η Ρίζα του Μύθου και η Τειχομαχία είναι βιβλία καλογραμμένα. Το ύφος τους είναι μετρημένο και λιτό, οι συλλογισμοί αρκετά διαυγείς, η ευαισθησία στη σύλληψη ψυχολογικών αποχρώσεων ιδιαίτερα στο πρώτο, αρκετά ακονισμένη. Μια ελαφρότατη λυρική πνοή τα διαπερνάει. (…) Αυτό όμως δεν σημαίνει πως είναι καλά μυθιστορήματα ή χρονικά». Για τη θεώρηση και τις αντιλήψεις της Αριστεράς της εποχής (και με τις στενές αναγνωστικές τακτικές της περιόδου) η λογοτεχνική ποιότητα δεν είναι συνάρτηση των (δύσκολα εντοπίσιμων) αφηγηματικών, δομικών και μορφολογικών αρετών, αλλά τελικά είναι συνάρτηση της πολιτικής θέσης του συγγραφέα που εκφράζεται ασφαλώς και ανελαστικά από τα χαρακτηρολογικά στοιχεία του ήρωά του. Άραγε η ιδεολογικά συμπαγής, αλλά ακατάστατη ως προς τα μορφολογικά στοιχεία άρα και ως προς την αξιολογική μεθοδολογία κριτική, υπήρχε ετοιμοπόλεμη και απλώς «επέλεγε» την αφορμή της για να εκδηλωθεί; Ήταν μια ερμηνευτική δομή προδιαμορφωμένη από τις προσλήψεις της μαρξιστικής κριτικής και του πολεμικού μοντέρνου ή απλώς, το τραυματικό βίωμα της κατασυκοφαντημένης Εθνικής Αντίστασης και δι΄ αυτής της όλης Αριστεράς, υπερκαθόριζε τα κριτήρια;

Στον απόηχο της ήττας και των δύσκολων μετεμφυλιακών προσαρμογών της Αριστεράς, ένας στρόβιλος αξιωματικών αντηχήσεων, αναταράσσουν όλο το λογοτεχνικό σώμα και την κριτική επομένως. Ο Δ. Κούρτοβικ το θέτει πολύ απλά: «Ο Κοτζιάς στο ξεκίνημα και στο αποκορύφωμα της δημιουργίας του αντιμετωπίστηκε εχθρικά επειδή δεν ήταν στρατευμένος, σε μια εποχή που οι περισσότεροι ομότεχνοί του ήταν».11 Ο Κούρτοβικ θεωρεί ότι στην περίπτωση της Πολιορκίας, «δεν εξερέθισε τόσο η πολιτική ταυτότητα του ήρωα όσο η οπτική του συγγραφέα: το δράμα που ξετυλίγεται δεν έχει σχέση με το περιεχόμενο της σύγκρουσης των δύο παρατάξεων παρά αφορά ένα συνηθισμένο άνθρωπο που φαίνεται πιόνι απρόσωπων μηχανισμών και που κάθε του κίνηση να σωθεί, τον σπρώχνει όλο και πιο βαθιά στο αδιέξοδό του. Για την αριστερά εκείνης (μόνον εκείνης;) της εποχής, μια τέτοια θεώρηση ήταν αυτόχρημα αντιδραστική, ενώ για την Δεξιά ήταν απλώς ακατάληπτη».12

Για τους περισσότερους λοιπόν η αιτία της γκρίζας εγγραφής του Κοτζιά, ήταν η επιλογή του να κάνει τον δωσίλογο και συνεργάτη των Γερμανών, Μηνά Παπαθανάση, κεντρικό ήρωα και μυθοπλαστικό φορέα στην Πολιορκία. Η ταύτιση δηλαδή του συγγραφέα με το πρόσωπο του πρωταγωνιστή του, σύμφωνα με τον Αργυρίου «θεωρήθηκε από τη κριτική της Αριστεράς, ως προσπάθεια του συγγραφέα ηρωοποίησής του, όπως και του συναφιού του, των ταγματασφαλιτών». Η επιλογή να παρακολουθήσει την λογοτεχνική ανάπτυξη ενός χαρακτήρα, που συμπύκνωνε όλο το αντικομουνιστικό τυπικό, σήμαινε, για μέρος της αριστερής κριτικής και αυτονόητη αποδοχή αυτού του πολιτικού πρωτοκόλλου. Ο Παπαθανάσης, διωκτικό στέλεχος της Χωροφυλακής, ένας αρνητικός ήρωας, ένας κομουνιστοφάγος ήταν η αντανάκλαση του συγγραφέα του ή ήταν η λογοτεχνική διάθλαση των ρευμάτων που διέτρεχαν μια πολυεστιακή ελληνική κοινωνική πραγματικότητα η οποία συγκροτούνταν κάτω από τη δομή ενός, εν τέλει στρατοκρατικού και ασφαλίτικου καθεστώτος με κοινοβουλευτική επίφαση; Η συγγραφική κάμερα τοποθετημένη στον κεφάλι του διώκτη και όχι στο θετικό παράδειγμα του διωκόμενου αριστερού εξελήφθη ως πολιτική υπόδειξη εκ μέρους του «κατασκευαστή» του χαρακτήρα, εκ μέρους του συγγραφέα. Ο συγγραφές είναι συνένοχος του ήρωά του. Με μια τέτοια προσέγγιση, με πολλές, προϋποτιθέμενες ταυτίσεις και μάλλον απλοϊκές ισοσταθμίσεις, εισέρχονται αρκετοί κριτικοί της Αριστεράς, σε ένα χώρο αμφισημιών, μεταφορών και ιδεολογικών διάκενων, όπως είναι ο χώρος της λογοτεχνίας. Λογικό βέβαια είναι, κατά την εμφυλιακή και μετεμφυλιακή περίοδο, τα χαρακτηριστικά της αδυσώπητης σύγκρουσης, να επηρεάζουν και τις ταξινομήσεις. Δεν είμαι σίγουρος αν η καχυποψία της Αριστεράς, στην περίπτωση του Κοτζιά οφείλονταν στην ιδεολογική και πολιτική «απροσδιοριστία» του συγγραφέα ή στην ίδια την ανασφάλεια της αριστερής κριτικής υπό το κράτος τρομοκρατίας και απονομιμοποίησης, που ζητούσε σταθερές, ευκρινείς στοιχίσεις και αντιστοιχίσεις.


Μετά τη διάσπαση/Μεταπολίτευση

Ένας βαθύς ανακαθορισμός των ιδεολογικών επικρατειών, συντελείται μέσα στην Χούντα, όχι μόνο λόγω της πολιτικής εκτροπής που συσπείρωσε ένα κοινοβουλευτικής παιδείας δυναμικό ελευθεροφρόνων διανοουμένων από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους. Κατά τη γνώμη μου και λόγω του ότι στην Αριστερά αρχίζουν να διαμορφώνονται διακριτές περιοχές σκέψης, κυρίως, να εσωτερικεύονται πυκνότερα κριτικά και θεωρητικά υποδείγματα από το διεθνή χώρο. Οι θεωρησιακές χωρητικότητες αλλάζουν. Οι επιδράσεις είναι πολυεστιακές και παραλαμβάνονται από τις δύο βασικές πολιτικές ομάδες που προέκυψαν μετά την διάσπαση του ΚΚΕ το 1968. Δείγμα αυτής της πολιτικής και πολιτιστικής πολυμέρειας και μέσα στο κλίμα πολλών ιδεολογικών ρευμάτων που εκβάλλουν στη ελληνική σκηνή, ίσως εκφράζεται με τα 18 κείμενα, κατά τη διάρκεια της Χούντας, εντός της συνθήκης των οποίων, κατά το σχήμα του Ν. Αλιβιζάτου, λήγει ο πνευματικός εμφύλιος, νωρίτερα μάλιστα από τον πολιτικό.13 Η «επανασύνδεση του Κοτζιά με την Αριστερά» την οποία αναφέρει ο Πανσέληνος είναι μέρος αυτής της πολύπλοκης ιδεολογικής αποικοδόμησης και ανοικοδόμησης. Οι αισθητικές θεωρήσεις των κομμάτων/ιδεολογικών χώρων που προέκυψαν με ένταση από την διάσπαση, ορίζουν διαφορετικά υποστρώματα συγκρότησης των προσληπτικών μηχανισμών. Για παράδειγμα, η συνολικά θετική υποδοχή της κριτικής στην Αντιποίησι αρχής, πιθανόν δείχνει, εκτός από τον βαθύ πολιτικό μετασχηματισμό και μια συνολική μετατόπιση όχι μόνο της πολιτικής έμφασης, αλλά και την ανασυγκρότηση των κριτηρίων με ενσωμάτωση πτυχών, ενός ευρύτατου χώρου θεωρητικής παραγωγής που διατρέχει την ευρωπαϊκή σκηνή, ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Πλευρές του ρωσικού φορμαλισμού, της σχολής της Πράγας, της νέας κριτικής, της μαρξιστικής και νεομαρξιστικής κριτικής, του δομισμού, της σημειωτικής, του μεταδομισμού κ.λπ. φαίνεται ότι αναπτύσσονται και επιδρούν, στα πλαίσια μιας νέας πολιτικής ευρυχωρίας.14 Η κριτική μετατοπίζεται από μια λυρική εντυπωσιογραφία ή από μια πολιτική, καταγγελτική κατασκευή, προς κάτι πολύ πιο σύνθετο, πιο πολύπλευρο, τόσο ως προς τα εργαλεία όσο και ως προς το βλέμμα. Η διάρρηξη των παραδοσιακών πολιτικών «τακτοποιήσεων» από γεγονότα όπως ο Γαλλικός Μάης, η Οστπολιτίκ, η πειραματική ανοικτότητα του ευρωκομμουνιστικού φαινομένου (ιδίως του PCI) κ.λπ., αλλά και διευρυνόμενα φαινόμενα κρίσης σε χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, φαίνεται διαταράσσουν τις συμπαγείς εννοιολογικές περιφράξεις. Κυρίως ο ελληνικός εκδημοκρατισμός του 1974, έφερε ένα άνεμο αλλαγής στα αμυντικά θεωρησιακά πολιτιστικά πρότυπα της «προδικτατορικής περιόδου. Η αριστερά εισέρχονταν στο σύστημα, άρα με μεγαλύτερη ασφάλεια, μπορούσε να είναι πιο ανεκτική με τους αποκλίνοντες. Να δει τον αποκλίνοντα λόγο, ως προϋπόθεση του λογοτεχνικού, ποιητικού, καλλιτεχνικού γεγονότος.


Ενδοαριστερός ανταγτωνισμός

Η διάσπαση του ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1968, εκτός από προβλήματα ευστάθειας που δημιούργησε, απελευθέρωσε ένα πολύ ενδιαφέρον πνευματικό δυναμικό, ενσωμάτωσε στο χώρο της ευρείας Αριστεράς πολύ σημαντικούς διανοούμενους, διέγειρε μια εκδοτική δραστηριότητα με μεταφράσεις κειμένων από πολλές ιδεολογικές ζώνες. Ο πολιτικός ανταγωνισμός των δύο κύριων ρευμάτων που προέκυψαν από τη διάσπαση, έφερε στην αναγνωστική επιφάνεια κείμενα εξαιρετικού ενδιαφέροντος και υπέβαλε διαφορετικές, αλλά δομημένες πολιτιστικές πολιτικές. Μετά τη δικτατορία, για παράδειγμα, τα φεστιβάλ της οργανωτικά υπέρτερης δύναμης του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, είχαν πολύ σημαντικές απολήξεις και άσκησαν πολύ μεγάλη επιρροή. Το οργανωμένο, μαζικό και πειθαρχημένο κοινό, αποτελούσε πυκνό αναγνωστικό υπέδαφος, για δεκάδες δημιουργούς. Επίσης και στα πλαίσια ενός ιδιότυπου ενδοαριστερού εκδοτικού ανταγωνισμού, μεταφράστηκαν σημαντικές φωνές της θεωρίας (Μπαχτίν, Λούκατς, Λότμαν, Μουκαρόφσκι, κ.ά.) πράγμα που, κατά τη γνώμη μου, διεύρυνε τα όρια της κριτικής, αφού συνεκπαίδευε, διαμόρφωνε και ένα νέο αναγνωστικό κοινό που θα την παραλάμβανε. Είναι δε γεγονός ότι, κατά τη μεταδικτατορία, εκτός της εκδοτικής άνοιξης σημαντικών κειμένων, υπήρξε και μια παράλληλη, ιδιότυπη έκρηξη αυτοεκδιδόμενων ερασιτεχνών λογοτεχνών. Δεν ήταν λογοτεχνικά σημαντικές περιπτώσεις (ως ιστορικές και γλωσσικές μαρτυρίες ήταν). Γίνονται όμως οι, σχεδόν ακούσιοι, φορείς μιας διαπλατυνόμενης λαϊκής φιλαναγνωσίας. Πολλοί, παλιοί εξόριστοι, φυλακισμένοι κομμουνιστές, εξέδιδαν και υπό μορφή μυθιστορήματος, αυτό που κατάλαβαν από την λογοτεχνία του Λουντέμη, του Τσίρκα και του Σαμαράκη, σε συνδυασμό με την πρωτογενή αντιστασιακή τους εμπειρία και την ιεραρχική τεχνική των κομματικών κειμένων. Μανιχαϊστική οργάνωση ενός αχαλίνωτου και αντιφατικού κόσμου, τυλιγμένου όμως στην πίστη στο σοσιαλιστικό μέλλον. Η ανάγνωση γίνονταν σιγά σιγά κάτι πιο οικείο για ευρύτερα (και αναγνωστικά ανεκπαίδευτα) είδη κοινού. Για την πλευρά της ανεπιφύλακτης αισιοδοξίας (του ΚΚΕ), οι περιοδικές κρίσεις του καπιταλισμού δεν μπορεί παρά να είναι τα προεόρτια του αναπότρεπτου τέλους του. Μια υποχρεωτική αισιοδοξία που μετατρέπεται σε πολιτικό καθήκον. «Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη» έλεγε ο στίχος του Μπίρμαν, μελοποιημένος από τον ανερχόμενο Θ. Μικρούτσικο το 1975, λίγο πριν το 1979 που εκδόθηκε η Αντιποίησις Αρχής. Ένα είδος αθεράπευτης αισιοδοξίας τύπου «Ουίκλινς Μικόμπερ» (από τον Κόπερφιλντ του Ντίκενς), της προσδοκίας ότι κάτι φωτεινό θα προκύψει. Το μέλλον είναι μπροστά μας, ελπιδοφόρο πάνω από τις στάχτες του εμφυλίου. Τα έργα τέχνης έπρεπε να δείχνουν αυτό το αισιόδοξο και αναπότρεπτα νικηφόρο μέλλον. Αλλά από άλλη πλευρά του λόφου, το ΚΚΕ Εσωτερικού και πολλοί Έλληνες διανοούμενοι, ιδίως του εξωτερικού, συνέβαλαν στη αλλαγή των προσληπτικών προτύπων σε ένα μικρότερο, αλλά πιο επιδραστικό κοινό, από τους κόλπους του οποίου προέκυψαν, εκτός από ενδιαφέρουσες, τολμηρές κριτικές φωνές και πολλοί πανεπιστημιακοί διδάσκοντες. Από τα μαζικοποιημένα πλέον πανεπιστήμια, η σπουδάζουσα νεολαία που ταύτιζε την μόρφωση με την χειραφέτηση από ηθικοπλαστικές καθηλώσεις και οικονομικές δουλείες, επίσης διεύρυνε δυναμικά το αναγνωστικό κοινό.

Συνοψίζοντας: Η θεσμική ενσωμάτωση των κομμάτων της Αριστεράς, η μεγέθυνση και ιδεολογική χωρητικότητα των πανεπιστήμιων, η ένταση της εκδοτικής δραστηριότητας, η διεύρυνση της φιλαναγνωσίας, οι στοχευμένες πολιτιστικές πολιτικές των κομμάτων της αριστεράς, η επανοργάνωση των όρων αριστερού αυτοπροσδιορισμού, ο εμπλουτισμός της κριτικής με νέες φωνές, με πολύπλευρες θεωρητικές πληροφορίες, νέα κείμενα και αναγνωστικές στρατηγικές, άλλαξαν το κριτικό βλέμμα της Αριστεράς προς τις λογοτεχνικές παραστάσεις, τις κειμενικές κατασκευές και άλλαξαν το βλέμμα των διανοουμένων προς την Αριστερά. Υπήρχαν διαφορές στα δύο ρεύματα (το ΚΚΕ απαιτούσε πειθαρχίες και αυστηρό αφηγηματικό προσανατολισμό, το ΚΚΕ Εσωτερικού είχε πολύ ευρεία και εύπλαστη θεώρηση). Μετά από πολλές δεκαετίες διώξεων της Αριστεράς, μετά τη Μεταπολίτευση και την ωρίμανση των αισθητικοθεωρησιακών αντιλήψεων από τα κύρια, προκύπτοντα μορφώματα της διάσπασης, οι αριστερές θεωρήσεις έγιναν εν γένει πιο σύνθετες. Συχνά όμως και με απλουστεύσεις, άλλου τύπου, σε σχέση με την μετεμφυλιακή περίοδο.
Ας πούμε, ένα είδος επαρχιωτισμού, δημιούργησε (ιδίως στην ανανεωτική αριστερά), μια βουλημική ορμή απορρόφησης κάθε νεωτερίζοντος διαβήματος, σχεδόν παράλληλα, με την σχεδόν θρησκευτική αποδοχή (εκ μέρους του ΚΚΕ) όλης της λογοτεχνικής παραγωγής του ανατολικοευρωπαϊκού χώρου με τις προφανείς πολιτικές προκατασκευές. Μέσα στην αριστερή βιοποικιλότητα, μπορούσε κανείς να ανιχνεύσει ένα μείγμα ιδιότυπου και ενίοτε ξεχειλωμένου φιλελευθερισμού, σε αντιδικούσα σύμπλεξη με ένα πιο «λενινιστικό» εκλεκτισμό.


Αποκλεισμοί

Φυσικά το φαινόμενο του ενδοαριστερού ανταγωνισμού γέννησε και αποκλεισμούς. Ένθεν κακείθεν. Έχει συμβεί με πολλούς δημιουργούς, ο εγκλεισμός σε μια δυσμένεια, η εγγραφή σε μια μαύρη λίστα. Έχει συμβεί σε πολλούς δημιουργούς να αναδυθούν ή να καταδυθούν ανάλογα με περιφερειακά στοιχεία της πολιτικής συμπεριφορά τους. Εκτός από τα γνωστά παραδείγματα του Άρη Αλεξάνδρου, το μεταγενέστερο του Χρόνη Μίσσιου που γνώρισαν την απορριπτική στάση του ΚΚΕ και ο Γιάννης Ρίτσος, ιδίως τη δεκαετία του ΄80, είχε αντιμετωπίσει ένα είδος αποσιώπησης από συγκεκριμένες κριτικές φωνές της εναλλακτικής Αριστεράς, αλλά και τη Δεξιάς.
Την περίοδο αυτή επεκτείνονταν σε αξιόλογα τμήματα του αριστερού χώρου η επιφύλαξη προς το σοβιετικό μοντέλο και με αφορμή τα γεγονότα της Πολωνίας και την Σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν. Δημιουργήθηκε σε ένα τμήμα της Αριστεράς, ένα είδος περίδεσης, του Ρίτσου στο κομματικό του σώμα, που σχεδόν περιθωριοποιούσε το μεγάλο ποιητικό του ταλέντο. Κρίνονταν (και επικρίνονταν) για την (φιλοσοβιετική) πολιτική του θέση, για την ένταξη του στο ΚΚΕ και όχι για τη ποιητική του. Η αριστερά μπορούσε να παραλείπει, διασκευάζοντας.
Εν τούτοις, στη περίπτωση του Κοτζιά, δεν νομίζω ότι στοιχειοθετήθηκε μια συμπαγής, κατηγορηματική και μετωπική απόρριψη, όπως δεν υπήρξε ευθεία «αγαπητική» αποκατάσταση. Μια υποψία, ίσως μια αμφιβολία, θόλωνε την κατηγοριοποίησή του. Αιωρούνταν σε ένα ισχυρό, αλλά εν τέλει αδρανοποιητικό, πουθενά. Ίσως επειδή ποτέ δεν υπήρξε ο μαζικός συγγραφέας και δεν διέγειρε το ναρκισσιστικό θυμικό των ομότεχνών του και της λογοτεχνικής σκηνής, δεν γέννησε και αβυσσαλέο μίσος, αυτό που αναβλύζει συχνά στους χώρους των δημιουργών. Πολλές φορές η προσωπική εμπάθεια μεταμφιέζεται σε ιδεολογική θέση.
Η μετεμφυλιακή «άμυνα» της Αριστεράς, επέβαλλε δικούς της «ιδιόκτητους», «επικρατειακούς» διανοούμενους, χωρίς περιθώρια αμφισημιών. Αργότερα, μετά τη Χούντα, η Αριστερά χρησιμοποιούσε ίσως ανεστραμμένα, τα ίδια απορριπτικά ή εγκριτικά κριτήρια. Ένα τμήμα της φιλελεύθερης μεταδικτατορικής, «εκκοσμικευμένης» ανανεωτικής Αριστεράς, που μορφοποιήθηκε μετά την διάσπαση του 1968, προσχώρησε σε μια αποδοχή χωρίς όρια, όλου του καλλιτεχνικού mainstream. Σα να διαχειρίζονταν ανεστραμμένα μια ενοχή, από τη λογοκριτική συμπεριφορά πολλών (και μέσω της Επιθεώρησης Τέχνης), κατά την μετεμφυλιακή περίοδο. Η ανανεωτική αριστερά σε κάποιο βαθμό θεωρούσε ότι η ταύτιση με τη καλλιτεχνική «πρωτοπορία» την διεθνοποιούσε ασφαλώς. Το καλλιτεχνικό mainstream είναι η κολυμβήθρα του «σουσλοφισμού» της δεκαετίας του ‘50;
Στο ΚΚΕ τα πράγματα φαίνονταν απλούστερα. Η σύγκρουση με τον «Αμερικάνικο τρόπο ζωής» προσέφερε ένα συναισθηματικά ευδιάκριτο μέτωπο, οδηγώντας φυσικά σε μια προκρούστειο (αλλά κατά περίπτωση και ελαστική) κατηγοριοποίηση των δημιουργών. Αυτών που στέκονταν από τη πλευρά της εργατικής τάξης και αυτών από την πλευρά του αστικού κράτους. Δηλαδή ένα εξωλογοτεχνικό / εξωκαλλιτεχνικό κριτήριο, υπερκαθορίζει και τις αισθητικές ιεραρχήσεις. Ακριβώς αυτό έχει ενδιαφέρον σήμερα και είναι ερευνητικά, ανθεκτικό. Αν υπάρχει ένα θέμα, δεν είναι το αν ο πρώιμος Κοτζιάς αδικήθηκε από την Aριστερά, όσο το αν η ακαθόριστη ταυτότητα οδηγεί σε ένα είδος αφάνειας · ή και το αντίστροφο. Η μετατροπή της πολιτικής ταυτότητας, σε αισθητικό κριτήριο μοχλεύει και το αντίστροφο ερώτημα. Η αισθητική, η αρχιτεκτονική, ή γλώσσα του έργου κ.λπ. αποτελούν την πολιτική του ταυτότητα ή η πολιτική ταυτότητα είναι μια εγκατάσταση, μια «εξωτερικότητα» στο έργο, που απλώς μεταχειρίζεται ο συγγραφέας για να αντικειμενοποιήσει το καημό, να λυτρωθεί γλωσσικά (και μαρτυρικά) ή απλώς να δηλωθεί; Κύκλος από ερωτήματα που δεν έχουν μια οριζόντια απάντηση και πάντως δεν δημιουργούνται από το δυνατό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά.

Παρεμπιπτόντως: Μια άλλη θελκτική και εξαιρετικά ανοικτή περιγραφή του διλημματικού τρόπου με τον οποίο προσέλαβε η Αριστερά τον Αλέξανδρο Κοτζιά, είναι πάλι του Αλέξη Πανσέληνου:

«Ο άλλος Κοτζιάς –ο Αλέξανδρος– δεν ήταν τόσο απλή περίπτωση. Τον βάραινε η ύπαρξη ενός Άβελ [σ.σ. του ευκρινώς αριστερού αδελφού του, Κώστα] κι αυτός φάνταζε ως Κάιν».15 Ποιο ήταν το κέντρο της Αριστερής επιφύλαξης ή διχοστασίας; Η αποδοχή του ενός αδελφού αποτελούσε το λόγο απόρριψης του άλλου; Όχι βέβαια ως προς τη ένταξη αλλά ως προς τη λογοτεχνική δύναμη. Με ενδιαφέρει πολύ αυτή η ερμηνευτική γραμμή –συνηθισμένη σε πολλούς εμπαθείς αναγνώστες που ψάχνουν στο κείμενο τις προσωπικές συμμετρίες τους– αλλά για την ώρα δεν θα την ακολουθήσω.


Ο λόγος

Η πλαστικότητα του μυθιστορηματικού λόγου ούτως ή άλλως διαλύει τις ευθείες στοιχίσεις. Οι ήρωες είναι αμφίπλευροι από την ίδια την γλωσσική προϋπόθεσή τους. Ο μυθιστορηματικός ήρωας πέρα από τα χαρακτηρολογικά στοιχεία του, πέρα από τα δηλωτικά χαρακτηριστικά, είναι γλωσσικό ον, μόρφωμα που αντικειμενοποιείται σε ένα γλωσσικό σύμπαν. Λυμένα βέβαια θέματα, από το μοντέρνο κίνημα, αλλά και από τις αναταράξεις στους αφηγηματικούς κώδικες. Έχει ενδιαφέρον η απορητική ανθεκτικότητα τέτοιων προβλημάτων, μέσα στη μανιασμένη ελληνική σκηνή.



_____________

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

1. Τέρυ Ήγκλετον «Η έννοια της κουλτούρας» μετάφραση- επίμετρο Ηλίας Μαγκλίνης, επιμέλεια Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εισαγωγή Δημήτρης Τζιόβας, Πόλις 2003, σ. 207, 208.
2. Αλέξανδρος Αργυρίου, «Αλεξανδρος Κοτζιάς», στο Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά (επιμ. Αικατερίνη Μακρυνικόλα), Κέδρος 1994, σ. 30
3. Αλέξης Πανσέληνος, «Αλεξανδρος Κοτζιάς. Ο μυθιστοριογράφος και η ιδεολογία», στο Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, ό.π. σ.120
4. Κεχαγιόγλου Ελένη εισαγωγή στη Πολιορκία του Αλέξανδρου Κοτζιά που κυκλοφόρησε με την εφ. Τα Νέα στις 16.2.2013.
5. Μικέ Μαίρη, «Ιστορία και Μυθοπλασία. Η aντιποίησις aρχής, 1979, του Α. Κοτζιά και Ο Κατσαντώνης, 1862, του Κ. Ράμφου», στο Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, ό.π. σ. 158.
6. Ραυτόπουλος Μ. «Νίκου Κάσδαγλη τα δόντια της μυλόπετρας», περ. Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 10, Οκτώβριος 1955, σ. 331.
7. Ραυτόπουλος Μ., ό.π. σ. 333-335.
8. Κρίστοφερ Κώντγουελ: «Άγγλοι ποιητές: η παρακμή του καπιταλισμού» στο Η Λογοτεχνική Θεωρία του Εικοστού Αιώνα», επιμέλεια K.M. Newton, μτφρ. Α. Κατσικερός-Κ. Σπαθαράκης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2016, σελ. 279.
9. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, «Ρόδης Ρούφος εξωστρεφής φιλελεύθερος για το μέλλον», με αφορμή το έργο του Δ. Μπαζούκη: Ρόδης Ρούφος. Ενας συγγραφέας σε καιρούς δοκιμασίας, Θεσσαλονίκη 2021. Περ. The books΄journal 14 Oκτωβρίου 2022, τ. 113
10. Ραυτόπουλος Μ., «Δυο μυθιστορήματα με την ίδια θέση Ρ. Προβελέγγιου Χρονικό μιας σταυροφορίας Α΄, Η ρίζα του μύθου, Αθήνα 1954, Θ.Δ. Φραγκόπουλου Τειχομαχία», Νέα Τέχνη περ. Επιθεώρηση Τέχνης, τ. 8, Αύγουστος 1955 σ. 163
11. Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Αλεξανδρος Κοτζιάς», στο Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, ό.π., σ. 52
12. Κούρτοβικ Δ., ό.π.
13. Ν. Αλιβιζάτος, διαδικτυακή εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Αλέξανδρου Μπαζούκη Ρόδης Ρούφος, ένας συγγραφέας σε καιρούς δοκιμασίας», των εκδ. Επίκεντρο, 15 Φεβρουαρίου 2022 -αναρτήθηκε στις 24-2-2022 και βρίσκεται https://youtu.be/NhsFTtlvywo , https://www.epikentro.gr
14. K.M.Newton (επιμ.) Η Λογοτεχνική Θεωρία του Εικοστού Αιώνα, ό.π.
15. Αλέξης Πανσέληνος, «Αλεξανδρος Κοτζιάς. Ο μυθιστοριογράφος και η ιδεολογία», στο Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, ό.π. σ. 107.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: