Άνανδρες ενέδρες. Δόλιες ειμαρμένες ενσαρκωμένες σε ερωμένες

Ο Α.Κ. στην Έκθεση Βιβλίου του Λονδίνου (11/12/1975)
Ο Α.Κ. στην Έκθεση Βιβλίου του Λονδίνου (11/12/1975)


«Με ποιο δικαίωμα λοιπόν πλέξανε τριγύρω του αυτό το δίχτυ και τον σέρνουνε αιχμάλωτο; Με ποιο δικαίωμα;»
Αλέξανδρος Κοτζιάς, Η απόπειρα





Ενας απολιθωμένος σκύλος, εφιαλτικά συστραμμένος, δεμένος με αλυσίδα στο λαιμό, σπαρταρά μάταια, παλεύοντας να γλιτώσει από τη λάβα, που τον πετρώνει σε μια μαρτυρική αιωνιότητα. Ο θάνατός του εκτίθεται σε ένα γυάλινο κλουβί στο Antiquarium της Πομπηίας. Όταν τον αντικρίζει ο Σπυρίδων Ζαλαγκάρας, νιώθει σαν να βλέπει κατάματα το είδωλό του.

«Έχει καθηλωθεί ο Σπύρος σαν παράλυτος – στο στήθος η πληγή του χαίνει, τον πονάει: το γύψινο πλάσμα σπαρταράει κουλουριασμένο συστρέφεται απεγνωσμένα το κεφάλι καταγής στην αλυσίδα, τα πίσω πόδια του τινάζονται ψηλά μουγκά ουρλιάζει: βοήθεια!... βοήθεια!... βοήθεια! – ανά τους αιώνας ενίσταται κατά της δημιουργίας […]».

Η χαίνουσα πληγή του Σπύρου είναι η όμορφη, ανελέητη Αννέτα. Παντρεύονται στο Σοκάκι (1993) και πηγαίνουν ταξίδι του μέλιτος στην Ιταλία. Εκεί η «ανοιξιάτικη σαν αγριολούλουδο» Αννέτα μεταμορφώνεται σε δράκαινα, σε μαινόμενη μέγαιρα, μια λύκαινα που βρυχιόταν. Θέλει να πετάξει και όχι να θαφτεί σε ένα ελεεινό σοκάκι, οδός Κυζίκου. Ο Σπύρος υποφέρει από το δηλητήριό της, «στη λάβρα του μεσημεριού το ασύλληπτο ψύχος», μια αίσθηση τυραννική, «απροσδιόριστη, διαλείπουσα». Ο γάμος του ήταν ένα ψέμα, μια συναλλαγή δύο απατεώνων. Το φοβερό, συλλογίζεται ο Σπύρος, υπάρχει πέρα από εμάς, «άσχετο, ερήμην, παίζει με τη ζωή μας ανελέητα». Η ζωή του μια κωμωδία, μια «κωμωδία της ειλικρίνειας», που πρόθυμα την έπαιξε· ο γάμος του «αλληλοεξαπάτηση… αυταπάτη». Όλα κοροϊδία, παίγνια.

«Απορώ πώς παίχτηκε η κωμωδία – εν αγνοία μου ή τη συνεργία μου; Απορώ!»

Στην Απόπειρα (1964) η Φραγκίσκα παρασύρει τον Περικλή Περδικάρη σε έναν «μικρό κατήφορο». Είναι βράδυ και εκείνη τον παραμονεύει μες στο μισοσκόταδο. «Στενό είναι το σοκάκι, δεξιά κι αριστερά σπίτια χαμηλά, κλειστά, μουγκά, όμοια δυο μαύροι τοίχοι». Εκείνο που η Φραγκίσκα θέλει από τον Περικλή είναι λεφτά για να χρηματοδοτήσει το αντάρτικό της. Η Φραγκίσκα ζει τη δική της φαντασιακή επανάσταση. Δεν μπορεί να ξεχάσει το εμπόλεμο παρελθόν της. Ζει κυκλωμένη από διώκτες, δολοφόνους και εθνικούς εχθρούς. Δεν μπορεί να ξεχάσει πως κάποτε ένα στρατοδικείο την είχε καταδικάσει σε θάνατο. Η ενδοξότερη στιγμή της ζωής της. Το εν λόγω βράδυ οι δύο ήρωες είναι βαθιά παγιδευμένοι στις φενάκες τους. Ο Περικλής αισθάνεται θύμα της ενέδρας της Φραγκίσκας, η οποία επικαλούμενη μια αόριστη φιλία προ δεκατεσσάρων ετών, τον ενέπλεξε σε δόλια σχέδια. Η Φραγκίσκα, από την άλλη, νομίζει πως παραμένει ακόμα η Άννα, το ίνδαλμα του επαναστατικού αγώνα, η θεά των συντρόφων. Για εκείνη, όπως για όλους τους λαβωμένους πολεμιστές του Αλέξανδρου Κοτζιά, ο πόλεμος δεν είχε ποτέ τελειώσει.

Είναι δεσπόζον και καταλυτικό στα έργα του Κοτζιά το μοτίβο του πολέμου. Ο πόλεμος υπήρξε τριακονταετής, 1943-1973. Ακόμα και μεταπολεμικά οι ήρωες έχουν την αίσθηση πως βηματίζουν, παραπαίοντας και έμφοβοι, σε ένα πεδίο μάχης. Ο απρόσωπος μηχανισμός των αρχών, η παντοκρατορία του Κακού, στήνει στον δρόμο τους παγίδες αναπόδραστες, ανύποπτες νάρκες που σκάνε στο πρόσωπό τους. Τους συνθλίβουν αόρατες δυνάμεις, αφανίζοντάς τους με έναν άγριο, μαρτυρικό εμπαιγμό. Μάταιη κάθε χειρονομία απεγκλωβισμού. Τα μεγάλα σχέδια καταλήγουν νομοτελειακά σε μεγαλειώδεις πανωλεθρίες. Κάθε αυταπάτη περί ύψους καταλήγει σε ένα συντριπτικό σώριασμα. Σε κάθε φαντασιοπληξία και ματαιοδοξία, ενεδρεύει η καταβαράθρωση. Το σύστημα είναι μια πελώρια αράχνη, που μεθοδικά απλώνει τον ιστό της, το πανίσχυρο, φονικό δίκτυό της.

Ενδεικτική του δαιδαλώδους πολιτικού δικτύου είναι η πολύτροπη γλώσσα του Κοτζιά, μια γλώσσα θαυμαστή για την υποκριτική της δεινότητα. Άλλοτε λόγια άλλοτε αργκό, άλλοτε παραληρηματική και άλλοτε διαλογική, άλλοτε λυρική και άλλοτε ωμή, εγκιβωτίζει πολλαπλές οπτικές γωνίες, που όμως δεν συγκαλύπτουν τη φωνή του πρωταγωνιστικού «εγώ». Οι αλλεπάλληλες φωνές, τις οποίες υπηρετούν εξαιρετικά οι υφολογικές εναλλαγές, συνθέτουν ένα γλωσσικό παλίμψηστο, το οποίο υποδαυλίζει το αίσθημα της πνιγμονής και της ασφυξίας. Μέσα από αυτό τον ηχητικό συμφυρμό αναδύεται ένα πολυπλόκαμο, δυσώδες και μολυσματικό περιβάλλον, ένα τσίρκο τεράτων.

«Μα τι άλλη γελοία ελπίδα θα ιχνηλατήσει μέσα του; Ποια αλλόκοτη ονειροφανταξιά ακόμη… Αηδία! Ντροπή και αηδία!... Γιατί όμως και το σύγκρυο δε λέει να καταλαγιάσει; Οι δαγκωνιές στα σπλάχνα του πονάνε. Ασφυξία!»

Ο Περικλής αντιπροσωπεύει έναν ανθρωπότυπο που επανέρχεται στα έργα του Κοτζιά. Είναι ένας άνθρωπος με κραταιά πίστη στην εντιμότητα και την ηθικότητά του, ο οποίος, ωστόσο, αναπόδραστα και σχεδόν ερήμην του, κατασπαράζεται και αφανίζεται, πρωτίστως ηθικά, από αμείλικτους, ασύλληπτους μηχανισμούς, ένα αμελητέο γρανάζι των οποίων συνιστά η Φραγκίσκα. Ο Περικλής έχει την εντύπωση πως η Φραγκίσκα έχει απλώσει γύρω του ένα δίχτυ μέσα στο οποίο σπαρταράει αβοήθητος, δίχως δύναμη να διαφύγει. Η απώλεια που τον συντρίβει είναι το τσαλάκωμα της αξιοπρέπειάς του, η ταπείνωση. «Κυρίως όμως, δεν ανέχεται παγίδες και ευτελείς απάτες».

«Αυτό, αυτό το δίκτυο γύρω μου δεν το ανέχομαι! Δεν το ανέχομαι! Στο κάτω κάτω έχω αξιοπρέπεια!»

«Αυτή η αδικαιολόγητη ενέδρα σου εκείνη την πρώτη μέρα… οι φαντασιοπληξίες σου, από κει ξεκινήσαν όλα! Όλα! Καλά εγώ καθόμουν στην ηρεμία μου. Στο κάτω κάτω, μπορεί να υπάρχουνε τα τεκμήρια τώρα πως εγώ είμαι ένας κλέφτης, δεν είμαι εντούτοις… δεν είμαι και σφουγγαρόπανο για να ρουφάω! Έχω μια οντότητα… είμαι εν πάση περιπτώσει ο Περικλής Περδικάρης».

Όχι για ένα πουκάμισο αδειανό, αλλά για ένα λευκό αδιάβροχο, ο Περικλής συναινεί στην εξαχρείωσή του, στην εκτροπή από την «αδιάπτωτη αξιοπρέπεια». Ένα απομεσήμερο, παραμονή Χριστουγέννων, άπλωσε το χέρι του σε μια γυναίκα που φορούσε λευκό αδιάβροχο. Την αναγνώρισε, αλλά δεν κατάφερνε να θυμηθεί αν κάποτε υπήρξε όμορφη. Ίσως στον Εμφύλιο ήταν πράγματι όμορφη. Η ερώτηση που της απευθύνει προοικονομεί τον εμπαιγμό του οποίου στάθηκε θύμα. «Φραγκίσκα! Παιχνιδάκια ψωνίζεις;»

Από εκείνη την ημέρα και για τους επόμενους τρεις μήνες, ο Περικλής έγινε πρόθυμα το άθυρμά της. Η Φραγκίσκα τού ζήτησε ένα δάνειο και εκείνος, παραμερίζοντας την υπαλληλική του συνείδηση, εκμεταλλεύτηκε τη θέση του στην τράπεζα για να αποσπάσει το απαιτούμενο ποσό. Ειρήσθω εν παρόδω, τα χρήματα παίζουν καίριο ρόλο στις μυθοπλασίες του Κοτζιά. Τα χρήματα, η έλλειψή τους, η προσμονή της απόκτησής τους, η υφαρπαγή τους, συντελούν δραστικά στην απανθρωποποίηση των ηρώων. Δίνοντας το δάνειο στη Φραγκίσκα, ο Περικλής τής εκχωρεί και μέρος της αξιοπρέπειάς του. Εκείνο το βράδυ που κυλούσαν και οι δυο μαζί στον μικρό κατήφορο, ο Περικλής ούρλιαζε έξαλλος στη Φραγκίσκα, κατηγορώντας την για την «αδικαιολόγητη ενέδρα». Εκείνη του αντιτάσσει ένα παγερό βλέμμα, σαν υπόμνηση της συνενοχής τους. «Το παγερό γαλαζοπράσινο βλέμμα τον ξεφλουδίζει ανελέητα, του ξεκολλάει σάρκες. Με δυσκολία τραύλισε».

«Αρκεί! Και πάντως εγώ… εγώ δεν είμαι σε θέση πια… δεν την αντέχω, δεν την ανέχομαι αυτή τη λεηλασία, εννοώ αυτή τη δική μου, την ψυχική μου λεηλασία… ε, πες πως είμαι ένας κλέφτης! Και δεν το ανέχομαι!... Και για όλ’ αυτά, αν θες να μάθεις, εσύ ’σαι η υπεύθυνη! Η κατ’ εξοχήν υπεύθυνη είσαι εσύ!»

Ανήμερος μες στην οργή του, ο Περικλής επιτίθεται στη Φραγκίσκα, θέλοντας να την ξεγυμνώσει από τη μάσκα με την οποία φτιασίδωνε τη μορφή της, τον στέφανο της αγωνίστριας. Με λόγια τραχιά και αιχμηρά, γδέρνει την προσωπίδα της, λυσσώντας να σκοτώσει διά παντός την Άννα, τον θρύλο της Κατοχής, που «ηλέκτριζε τα συλλαλητήρια, δονούσε», το θήραμα τώρα καταχθόνιων μηχανισμών. «Διότι η Άννα, η τέως προσωπικότης των διεθνών δυνάμεων, είναι πλέον ένα έρημο, εγκαταλελειμμένο άτομο, περιφρονημένο από εχθρούς και φίλους. Ένα σκουπίδι τελοσπάντων είναι, μια αποσυνάγωγος, μια λεπρή […]»· «φαντάζεσαι, ονειρεύεσαι πως κατευθύνεις συνωμοσίες και κατασκόπους, σαν Δον Κιχώτης…».

«Τάχα γιατί φοβάσαι; Τι να φοβηθείς αφού δεν υπάρχει κίνδυνος… ναι, δεν υπάρχει κίνδυνος, Φραγκίσκα, δεν υπάρχει πια κίνδυνος, γιατί απλούστατα… απλούστατα, δεν είσαι πια τίποτα!»

Παρά τις φαντασιοπληξίες που καταλογίζει στη Φραγκίσκα, ο Περικλής από μόνος του δείχνει ευεπίφορος σε θηλυκές φενάκες. Προτού τη συναντήσει στο σκοτεινό σοκάκι, είχε βρεθεί με τη μικρή αδελφή της, τη Ρηνούλα, σε ένα ξενοδοχείο στη Γλυφάδα. Το πρόσχημα ήταν και πάλι χρηματικό, μια συναλλαγή, μια ακόμα δοσοληψία. Αλλά το ξενοδοχείο προσφερόταν για ερωτικές συνευρέσεις, επίτηδες το είχε διαλέξει η Ρηνούλα, ήταν σίγουρος για αυτό ο Περικλής και γραπωνόταν από μύχιες φαντασιοπληξίες.

«Φαντασιοπληξίες, τούτο δα ακριβώς! Γιατί κ’ εγώ κάτι ξέρω από φαντασιοπληξίες, αχ! κάτι ξέρω, έτσι αλλόκοτα που σε κυριεύουν, άνευ λόγου ξεπηδάνε μέσα σου και τότε… ε, τότε πια γίνεσαι έρμαιο!»

Καθισμένη απέναντί του στο σαλόνι του ξενοδοχείου, η Ρηνούλα κάνει στον Περικλή μια πρόταση επαγγελματική, που δεν απέκλειε την ερωτική πτυχή. Του προτείνει να συνάψουν μια εταιρική σχέση, κάπου στο εξωτερικό, αποβλέποντας ασφαλώς στα οικονομικά αποθέματα του Περικλή. Υπούλως η Ρηνούλα, επίδοξη ηθοποιός γαρ, επιφυλάσσει στον Περικλή τον ίδιο ρόλο, που κάποτε διαδραμάτισε για χάρη της ένα «λερό υποκείμενο», ένας προαγωγός που παρίστανε τον σκηνοθέτη. Μια ακόμα προσβολή που συντρίβει τον Περικλή. Οι φαντασιοπληξίες θρυμματίζονται διαμιάς. Η πανέμορφη νεαρή γυναίκα απέναντί του, μια ιδεατή ερωμένη, τον αναγνώριζε σαν συνεργό στη φαυλότητά της. Εξαιτίας εκείνου του δανείου που απέσπασε παράτυπα από την τράπεζα για να βοηθήσει την οικογένειά τους, η Φραγκίσκα και η Ρηνούλα τον μετέτρεψαν σε υποχείριο, σε έρμαιο. Τον μίκραιναν ολοένα, ψαλίδιζαν την αξιοπρέπεια, την ακεραιότητά του, περιγελούσαν τις αυταπάτες του, τον περιέπαιζαν, τον έπνιγαν σε ονειροφαντασίες, σε γελοία όνειρα, ντροπιαστικά.

«Κατάλαβα πως ο εχθρός μου είναι η μηχανή και πως για τους δεσμώτες δεν υπάρχει πια ελπίδα. Αγωνίστηκα να διώξω την καταραμένη σκέψη. Μάταια, έπαιρνε μέσα μου δύναμη αποκαλυπτική».

«Σκέπασε με την παλάμη τα μάτια, βαστάει την ανάσα του. Μοιάζει με σκοτοδίνη, όμως πρέπει να συγκρατήσει οπωσδήποτε αυτό το τρέμουλο· το γελοίο ετούτο τρέμουλο, που λες και χύνεται από μια ανοιχτή μαχαιριά στα σπλάχνα του. Δεν πρέπει να προδοθεί, είναι γελοίο, ανάρμοστο, όμως πονάει… πνίγεται! Και τα λευκά δάχτυλά της χτυπάνε το τραπεζομάντηλο ανυπόμονα. Περιμένει μια απόκριση… τον περιμένει».

«Περίτεχνα τον τυλίξανε οι πονηρές αράχνες».

Κατασπαραγμένος από τις δύο αδελφές, ο Περικλής, σε άκρα απελπισία, στρέφει την προσοχή του σε ένα αξιοθρήνητο μες στην ασχήμια του θηλυκό, την κόρη της σπιτονοικοκυράς του, η οποία μεθοδικά του την προξένευε. Ρημαγμένος από ντροπή και αηδία, ο Περικλής εμφανίζεται με μια ανθοδέσμη στο αποπληκτικό, αρχαίο σαλονάκι της γριάς γυναίκας. «Και στο βλέμμα του, κάποια απίθανα σκληρή, κάποια θηριώδης απόφαση».

«Αργά αργά πέρασε η ματιά του ένα γύρο όλο το σαλόνι – τα μπιμπελό, τα γκομπλέν στους τοίχους και τα καδράκια, το τραπέζι από μαόνι, τα τσαγιερά της πορσελάνης μες στη βιτρίνα». Ίσως εκεί μέσα μπορούσε να σωθεί, να διαφύγει από την αχρειότητα, από τις ιταμές βλέψεις των άλλων που τον απομείωναν, από την αηδία, την ασφυξία, το σύγκρυο. Ίσως η άσχημη Σούζη ήταν μια κάποια λύση. Πάνω στο πιάνο καραδοκούσαν σαν να τον παραμόνευαν δύο φωτογραφίες της, τον παρακολουθούσαν «με βουλιμία αρπαχτικού». Από τις δύο η πιο φρικτή ήταν εκείνη όπου η Σούζη πόζαρε με στολή καραγκούνας. «Η γαμψή της μύτη φαρμακερή πετάγεται να τον ραμφίσει μέσα από το τσεμπέρι, από τα φλουριά, τα γιορντάνια. Με σιχασιά ζάρωσε τα μούτρα του».

«Η χλωμή θωριά του έχει παραμορφωθεί από μια οδύνη βαθειά, απέραντη».

Η ατιμία και η ατίμαση διαβρώνουν την υπόληψη του Περικλή. Αισθάνεται λεηλατημένος, κρεουργημένος. Κάθε αρετή, που με σθένος, αλλά και τυφλότητα, υπεράσπιζε, καταλύεται από την περιρρέουσα εξαχρείωση. Όλα γύρω του συνεργούν στην ηθική του κατάρρευση. Πίστευε πως η πίστη στο καθήκον και το δέον θα τον γλίτωνε από τη λεηλασία, την αιχμαλωσία. Ωστόσο, αποδείχθηκε πιο λίγος απ’ όσο ποτέ θα φανταζόταν. Νόμιζε πως πατούσε στέρεα στο καλό, αλλά στην ουσία τρέκλιζε. Ο Περικλής Περδικάρης «δεν ανέχεται παγίδες και ευτελείς απάτες», έλεγε κάποτε με στόμφο, αγνοώντας τον ιστό που εξυφαινόταν εις βάρος του.

«Πιέσεις, λεηλασία, ασφυξία, τη στιγμή που μοναδική σου φιλοδοξία είτανε να σκύβεις εντιμότατα πάνω από το καθήκον σου, να καμπουριάζεις και να μην κοιτάς πουθενά λοξά, δεξιά ή αριστερά αδιάφορο, σκυφτός και προσηλωμένος πάντοτε εφ’ ετάχθης, πα να πει, μια ζωή εξ ολοκλήρου καθιστική και απολύτως έντιμη, ώσπου… ώσπου, σε μια στιγμή, αρκεί μια μοναχά στιγμή, ονείρου ή εφιάλτου αδιάφορο, και όλα! όλα! όλα! στον αέρα τινάζονται […]».

Απελπισία, αηδία, ασφυξία, σύγκρυο, αυτά τυραννούσαν τον κύριο Ζαλαγκάρα όταν συλλογιζόταν τον γάμο του. Η αέρινη, λυγερόκορμη Αννέτα και ο κύριος Σπυρίδων Ζαλαγκάρας, ταγματάρχης, έκλεισαν τη γαμήλια συναλλαγή τους ένα ανοιξιάτικο βράδυ σε ένα καφενεδάκι, στο Θησείο. Στο Σοκάκι το «ειδύλλιο» των πρωταγωνιστών εμφανίζεται εξαρχής σαν μια ποταπή δοσοληψία, ένα προξενιό που έστησαν δύο χαρτόμουτρα για λογαριασμό τους. Εκείνο το βράδυ στο Θησείο, «κάτω από ’να ίχνος φεγγάρι», ο κύριος Ζαλαγκάρας νόμισε πως η όμορφη, λεπτοφυής ξένη, μόλις είκοσι ετών, του αποκαλυπτόταν εν πλήρει ειλικρινεία. Οιστρηλατούμενος πάντα από υψηλό στρατιωτικό φρόνημα, εξέλαβε τις εκμυστηρεύσεις της σαν θρίαμβο της δικαιοσύνης. «Τα κατά συνθήκην ψεύδη είναι ανηθικότης! συμφωνήσατε». Η Αννέτα τού ομολόγησε πως ποτέ δεν θα κατάφερνε να τον αγαπήσει, γιατί η καρδιά της ήταν ήδη ραγισμένη. Είχε ήδη βιώσει τη «διαβολική», «πύρινη γνώση» του έρωτα. Αλλά και ο κύριος Ζαλαγκάρας είχε υποστεί παρόμοια δοκιμασία, μια δοκιμασία που «σημάδεψε ισοβίως την ψυχή [του] με πυρακτωμένο σίδερο». Από αυτή την ανίατη πληγή, ένα κάψιμο από κάτι μενεξελιά μάτια, ανάβλυζε η πηγή της μελαγχολίας του. Αποφάσισαν λοιπόν να μην παντρευτούν.

Ωστόσο, η δοσοληψία δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί, οι εκατέρωθεν απολαβές δεν είχαν εκτιμηθεί δεόντως και έτσι ο γάμος έγινε την επομένη. Απευθυνόμενος εις εαυτόν, μέσα σε ένα κλυδωνιζόμενο αεροπλάνο, με το οποίο επέστρεφαν στην Αθήνα, έπειτα από ένα τραγικό ταξίδι του μέλιτος στην Ιταλία, ο Σπύρος αναχάραζε την παγίδα της Αννέτας. Μόνο και μόνο για να ξεφύγει από το άθλιο σοκάκι του πατρικού της, του είχε κουρελιάσει την αξιοπρέπεια, κάνοντάς τον έρμαιο της θηλυκής, ύπουλης τυραννίας της, της άνοος υστερίας της. Το πρόσωπο της Αννέτας, ακουμπισμένο στο φινιστρίνι, ριγούσε από τρόμο και περιφρόνηση. Αναλογιζόταν την απόφαση του Σπύρου να παραιτηθεί από τον στρατό, διότι, όπως της είπε, δαιμόνιοι, απροσμάχητοι μηχανισμοί βυσσοδομούσαν για την ανατροπή του πολιτεύματος. Σκεφτόταν με αποτροπιασμό πως στα είκοσί της θα καταντούσε σύζυγος ενός συνταξιούχου, ενταφιασμένη και πάλι σε ένα σοκάκι, στο ισόγειο προικώο αυτή τη φορά, οδός Ψαρομηλίγγου. Εκείνη ήθελε «σπίτι ανθρωπινό, Ψυχικό ή Κολωνάκι». Βίλα και όχι ισόγειο, «στο πιο ελεεινό σοκάκι της Αθήνας!»

«Κυρία συνταξιούχου η Αννέτα! Είκοσι ετών! Συνταξιούχου! Σ’ ένα ελεεινό σοκάκι, οδός Ψαρομηλίγγου, οδός Κυζίκου! Α, όχι! όχι!...».

Δεν σκόπευε καθόλου η Αννέτα «να χαλάσει τα χέρια της στη λάτρα ενός συνταξιούχου! – λεπτά, καλοφτιαγμένα δάχτυλα, νύχια κατακόκκινα», νύχια που τώρα έσκαβαν τη σάρκα του Σπύρου, ενόσω το αεροπλάνο τρανταζόταν από την καταιγίδα.

«[…] ο προβολέας έξω από το φινιστρίνι καταυγάζει τη βροχή ευθύς ως τη γεννοβολάει το μαύρο σύννεφο ραγδαία κρόσσια λοξά υδάτινες κλωστές…».

Ο Σπύρος τη θυμόταν να σέρνεται στυφή, όλο χολή, στα περίλαμπρα μνημεία της Ρώμης και τα τεφρά ερείπια της Πομπηίας. Δεν την αναγνώριζε. Άλλωστε ποτέ δεν την ήξερε. Ψέμα η ειλικρίνειά της στο Θησείο. Ακόμα και τότε όμως, σαν αστραπή σπίθισε στο πρόσωπό της, το πάλλευκο, το πανέμορφο, το εύθραυστο, η αποτρόπαια όψη. Μες στο μισοσκόταδο η Αννέτα ξαφνικά αγριεμένη, «η μορφή της κάτω από το δρεπάνι της σελήνης αλλοιώθηκε, αγνώριστη». Παρ’ όλα αυτά, τα συμφώνησαν, έδωσαν τα χέρια. Ούτε έρωτας, ούτε συνοικέσιο, απλώς μια ξεκάθαρη συναλλαγή.

«Σφίξατε σαν τίμιοι εμπορευόμενοι τα χέρια».

Κάτω από το φως στον σταθμό του Ηλεκτρικού το πρόσωπο της Αννέτας φάνταξε καθάριο, ξάστερο από ειλικρίνεια. Του έδωσε το χέρι της και τον παρέσυρε στον κατήφορο. «Θα είναι πολύ ωραίο το σεξουαλικό, έτσι που τα λένε, πέρασε το χέρι της στο δικό σου και σε τράβηξε πρώτη στον κατήφορο».

Τα νύχια της Αννέτας μπήγονταν στο μπράτσο του Σπύρου, ενόσω το αεροπλάνο αρμένιζε με σφοδρούς σπασμούς πάνω στα γκριζόμαυρα σύννεφα, διασχίζοντας «με ιλιγγιώδη ταχύτητα το χάος». Ο ουρανός απέξω φλεγόταν. Οι νυχιές επανέφεραν στον νου του τις εφιαλτικές ημέρες στην Ιταλία. Η μοχθηρία της φωνής της, ο σαδισμός της, οι «υπομανιακές στριγκλιές» της, τον σάστιζαν. Τον έθιγε η ευτέλεια, τα φτηνά υπονοούμενα, «όπως τα κουτσόγελα μεταξύ κατεργαρέων στο καθημερινό αλισιβερίσι». Βλακώδεις επιθέσεις, «χωρίς συνοχή ή συνέπεια· η λογική σου, η μεθοδικότης, η αξιοπρέπεια, η απροκατάληπτη κρίση σου υποφέρουν. Αφάνισε η αδολεσχία της κάθε προοπτική στο γάμο μας…».

Όσο η Αννέτα ροβολούσε αλλοπαρμένη, σαν σε βακχεία, στα κτίσματα της Πομπηίας, εξαγγέλλοντας τη λαχτάρα της να πετάξει, να κάνει τα χέρια της φτερά και να πετάξει, σε «θεόρατα ύψη», σαν τα διαβατάρικα πουλιά, ο Σπύρος ανέτρεχε και εκείνος σε ψηλές κορυφές, στα πολυβολεία του Εμφυλίου. Τότε, εκεί ψηλά, ο ουρανός ήταν πολύ κοντά και η νίκη δεν άργησε να έρθει. Άριστος αξιωματικός ο κύριος Σπυρίδων Ζαλαγκάρας, είχε κύρος στο Σώμα. Τέσσερα χρόνια «συμμοριτοπόλεμος» και μετά έληξε, έπεσε η κορυφή του Γράμμου, «χάρις και στη δική σου παράτολμη διείσδυση». «Στην αετοράχη βρίσκεσαι τώρα στο στοιχείο σου, κατοπτεύεις λουσμένος στο γαλάζιο, μέθυσες στ’ οξυγόνο… ελεύθερος».

Η στριγκή, αμείλικτη φωνή της Αννέτας τον γκρεμίζει βίαια από την ουρανοστεφή αετοράχη. Ο ένδοξος Σπύρος βρέθηκε και πάλι να αντιμετριέται με τη γυναίκα που τον χλεύαζε. Στο γαμήλιο ταξίδι το «αθώο μουτράκι», σχεδόν κοριτσίστικο, είχε αποθηριωθεί, «αιμάτινοι λεκέδες φουντωμένη η λευκή επιδερμίδα». Πυρωμένη η ωχρή μορφή, «μεγαλαυχούσε αλαζονική στο μεσημεριανό λιοπύρι». Του έφτυνε ανυπόστατες κατηγορίες, τον λοιδορούσε, τον οίκτιρε για την εντιμότητά του, τη στιγμή που ο πολιτικός κόσμος, ακατανόητος, δαιδαλώδης και επίφοβος, απειλούσε να αμαυρώσει το υψηλότατο φρόνημά του, το αδαμάντινο φρόνημα ενός παρασημοφορημένου ιερολοχίτη, που ήδη πληττόταν από το άγος της «Δίκης των αξιωματικών», το 1952. Μέσα σε κλίμα έντονα εμφυλιοπολεμικό και με αφορμή ένα επεισόδιο-σκευωρία στη Σχολή Ικάρων, διαπρεπείς αξιωματικοί του στρατού διασύρονταν με την κατηγορία κομμουνιστικών πεποιθήσεων, καταδικάζονταν, φυλακίζονταν, υπέμεναν αδιανόητα βασανιστήρια. Αυτουργοί του σκανδάλου ενεπλάκησαν αργότερα στη δικτατορία του 1967. Ο Σπύρος ένιωθε τη συμφορά να τον πλήττει και από τα μέσα και από τα έξω. Η Αννέτα και οι Ένοπλες Δυνάμεις. Τον γονάτιζαν. Τον ευτέλιζαν, τον ντρόπιαζαν.

Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό πως η προαναφερθείσα δίκη, μια τεράστια συνωμοσία που αμαύρωσε την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, προβληματίζει και τον ήρωα του μυθιστορήματος Ο γενναίος Τηλέμαχος (1972). Μέσα στη γενικευμένη πολιτική διαφθορά, αυτή η σκευωρία τον εξόργιζε. Αξιωματικοί με αριστεία ανδρείας, κατηγορούνταν για δολιοφθορές, λιποταξία, προσχώρηση στον εχθρό, για την προσφορά υπηρεσιών στην ηγεσία του ΚΚΕ. «Και τώρα που χάσανε τον πόλεμο οι κόκκινοι κατηγορούνται οι πολεμιστές για κόκκινοι συνωμότες; Παραλογισμός κατάφωρος, ε; Και νήπια δεν τη χάβουνε τέτοια κακοήθεια!»

Εντωμεταξύ οι ριπές του οπλοπολυβόλου συνέχιζαν να σημαδεύουν τον Σπυρίδωνα Ζαλαγκάρα. Η υστερική, μοχθηρή φωνή της Αννέτας, τον έκανε να νιώθει διάτρητος, «σαν να μπάζει το κορμί του ρεύματα από παντού». Θυμόταν πως κάτω από τον ρωμαϊκό ήλιο ένιωσε σύγκρυο. «Στο ζεστό μαγιάτικο απομεσήμερο μούδιασε ξανά το Σπύρο η παγωνιά – αλλόκοτη απροσδιόριστη αίσθηση ενός ψύχους ασύλληπτου». Κάτι «αλλόκοτα οδυνηρό» μες στο στέρνο του, «διαλείπον», ίσως ένα προαίσθημα της συντριβής.

«[…] ο προβολέας του αεροσκάφους σπαθίζει τη μαυρίλα – τόσο πυκνή, η άκρη του φτερού χάνεται μες στο σύννεφο – πηχτό παχύρρευστο σκοτάδι».

Αδίστακτη η Αννέτα, «μωρολογούσε ακατάσχετη», περιγελούσε τον πατριωτισμό και τη συνείδηση του κυρίου Ζαλαγκάρα. Οι «θηριώδεις στριγκλιές» της ένας χείμαρρος, «ορμητικός κατεβάζει ό,τι λάχει, πραγματικό ή ανυπόστατο ανάκατα, στρεβλώνει και συγχέει στοιχεία ετερόκλητα». Μια δίνη, ένας τρομερός στρόβιλος. «Τρανταζόμαστε, έξω από τα φινιστρίνια αστροπελέκια πυρπολούν το στερέωμα». Ο Σπύρος αναρωτιέται αν τελικά είχε νόημα η προσγείωση. Κάθε απόπειρα «ν’ αναδυθείς από τα τάρταρα», απέλπιδα.

«Ασφυξία, αηδία, απελπισία – απόλυτη!»

«Ονειρεύομαι, κύριε Ζαλαγκάρα… λέω πως έγινα πουλί και πετάω ψηλά!... ψηλά!... ψηλά!»

«[…] η λαχτάρα να… ψηλά! ψηλά! ψηλά! σαν τα πουλιά […]».

«Εγώ λαχταράω μόνο να πετάξω, ν’ ανοίξω τα φτερά μου…», μονολογεί εμμονικά ο Γιάννης που πρωταγωνιστεί στη νουβέλα Ο πυγμάχος (1991). Παρατρεχάμενος κλητήρας σε ένα τυπογραφείο που έσφυζε από φαυλότητα, μια κυψέλη κουφότητας, ο Γιάννης ασφυκτιά και φαντασιώνεται πως σαλπάρει πέρα μακριά. Όλες του οι ονειροπολήσεις αρχίζουν και λήγουν σε δύο ασύνδετους συνδέσμους, «όταν», «αν». Σαράκια στα φτερά του, τα «καταραμένα ηλεκτρόνια», οι αόρατες υφάντρες της καταστροφής. Από τίποτα δεν γλιτώνεις, «άμα σ’ την έχουν, κακορίζικε, στημένη τα ηλεκτρόνια…», «τα τυχαία απροσδόκητα», τα «αναπάντεχα ηλεκτρόνια», «αόρατα σφραγίζουνε τα πάντα»· «αδυνατείς να τα παλουκώσεις, τα ρημάδια συνεχώς μεταβάλλονται, γυρίζουν, και έτι χειρότερον, όχι απλώς περιστρέφονται, δεν αντιμετωπίζεις μόνον τις σταθερές τριβές, παρά ένα γκελ απειροελάχιστον και η μπίλια στη ρουλέτα τινάζεται ανεπάντεχα από το άλφα στο ωμέγα ή τανάπαλιν»· «τα καταραμένα ηλεκτρόνια την κωλοζωή μου άνω κάτω συνεχώς με φουντάρουν, από τη μέρα που γεννήθηκα – στο Δίστομο ο κακορίζικος γεννήθηκα! Αν… αν, λέω εγώ […]».

Η ζωή του Γιάννη στριμώχνεται ανάμεσα στο τυπογραφείο, το νυχτερινό Γυμνάσιο και ένα «προσφυγικό χαμόγι», «το πιο ξευτίλικο χαμόγι». Εκεί μέσα τον παραμόνευε η γυναίκα του, η «κουφάλα», η «κατσιβέλα», η «μουτρού», η «ψηλολελέκα», η «παλαβή», η «ζεβζέκα», η «παρμένη», η «κακοριζικιά» του. Όλη την ώρα «τσιρίζει, χτυπιέται, καταριέται». «Πανάθεμα τα ηλεκτρόνια! Τι κασκαρίκα μού σκαρώσανε στο ριζικό την πιο ρεζίλικη συφορά μού γράψαν – ένα ανθρωπινό ντουβάρι: να ουρλιάζει μέρα νύχτα να σκληρίζει, να στριγκλίζει…».

Τη νύχτα, που προηγήθηκε της ημέρας κατά την οποία εκτυλίσσεται η νουβέλα, ο Γιάννης είχε ξεγλιστρήσει στην αυλή –«την πιο ξευτίλα αυλίτσα, ενάμιση τετραγωνικό ασβεστωμένο ανάμεσα στο καμαράκι και στο αναγκαίο»- και είχε ξετρυπώσει από την κουφάλα της μουριάς την προίκα της γυναίκας του, τριάντα χρυσές λίρες. «Στα έγκατα της τσέπης χουφτώνω το μασούρι μου – σκληρό όπως η ψυχή μου χιλιοκομποδεμένο». Κι όσο για την κακοριζικιά του, θα μπορούσε επιτέλους να την παρατήσει μια και καλή στην «ξευτίλα αυλίτσα», στο «χαμόγι». «Εγώ την αποχωρίζομαι απόψε, ανοίγω τα φτερά, σαλπάρω!...».

Όπως όλοι οι ήρωες του Κοτζιά, ο Γιάννης ποντάρει την ανεξαρτησία του, την απελευθέρωσή του από την απόπνοια του μουχλιασμένου χαρτιού, της μεγαλαυχίας και της κουφότητας, το φευγιό του από την «ξευτίλα αυλίτσα» και την «κουφάλα», στα λεφτά. Το «μασούρι» μέσα στην τσέπη του μπουφάν του, «η σερμαγιά του», θα γίνονταν τα φτερά του. Όμως δεν του έφταναν, δεν ήταν αρκετά για να πετάξει ψηλά, και έτσι εκείνη την ημέρα ο Γιάννης πήρε τη μεγάλη απόφαση, «το παν είναι η απόφαση», να τζογάρει στον ιππόδρομο. Το μυαλό του παραληρούσε από θριαμβικούς, αμύθητους πολλαπλασιασμούς, ξελογιαζόταν σε τρελά, απονενοημένα πετάγματα· «εγώ θα προστατέψω από τους κουρσάρους τη δικιά μου ανεξαρτησία, τα φτερά μου να πετάξω, να πατάξω άπαξ διά παντός τα ηλεκτρόνια – να ζήσω!...»· «ο κόσμος να χαλάσει, εγώ απόψε θα σαρώσω, θ’ ανοίξω τα φτερά μου να πετάξω, από το άλφα βήτα εξαρχής θ’ αρχίσω τη ζωή μου!»

Θα γινόταν πυγμάχος, «η ζωή ανταμείβει τους πυγμάχους», και θα κατάφερνε το τέλειο, αποφασιστικό νοκ άουτ στο κακό το ριζικό του και τότε… «Θα πετάξω τότε, θα ζυγιέμαι στα ουράνια κι εγώ, θα ζήσω ή… αν δεν…». Το εκκρεμές στον τοίχο, έγκλειστο, θαρρείς, μέσα σε ένα «κιβούρι», ξεψυχούσε από χρόνο.

«Δεν τολμώ να κοιτάξω το εκκρεμές αντίκρυ στο κιβούρι του – η καταστροφή, πανάθεμα!»

Λίγο πριν το σχόλασμα εμφανίζεται στο τυπογραφείο ο βραχνάς του, η βαρίσκιωτη γυναίκα του, η οποία τον περιμένει μπροστά στο γραφείο του, σαν ενσαρκωμένη μομφή, ίδια ένα βαρίδι που τον σέρνει στον πάτο. Καθόταν αμίλητη και ασάλευτη και ήταν λες και ήθελε να του αρπάξει το κομπόδεμα από την τσέπη, για να το ξαναχώσει στην κουφάλα της μουριάς. Η δυσοίωνη παρουσία της γυναίκας επιτείνει τον εγκλωβισμό του ήρωα, το αίσθημα της πνιγμονής. Όπως τόσοι άλλοι, και εκείνος βαυκαλιζόταν με απαντοχές που υπερέβαιναν τις δυνάμεις του. Ήταν εξαρχής, εκ γενετής, καταδικασμένος να ισοπεδωθεί από τα ηλεκτρόνια. Η γυναίκα του η «ψηλολελέκα» τον καθήλωνε στη μιζέρια, δεν θα άφηνε ποτέ τα χέρια του να γίνουν φτερά. Ήταν εκεί για να τον σύρει ξανά στο «χαμόγι», να μαδιέται και να τσιρίζει μέρα νύχτα, σκληρίζοντας η παλαβή, κι άλλοτε κλαψουρίζοντας βουβά, δένοντας ακόμη πιο σφιχτά την αλυσίδα στον λαιμό του. Και ο Γιάννης ένας σκύλος.

«Κάθεται το ξόανο στον ξύλινο καναπέ πλάι στο γραφειάκι μου μπροστά στη Διεύθυνσι Συντάξεως. Ασάλευτη. Τα δάχτυλα πλεγμένα στην κοιλιά, ροζιάρικα και μακρουλά, ίδια κληματόβεργες. Μόλις στάθηκα πάνω της μου κάρφωσε ένα βλέμμα επικριτικό. Αμίλητη. Όπως το ξόανο ασάλευτη».

«Τα ξέθωρα ματάκια της δυο θρούμπες, δυο τρυπίτσες σταλάζουν, μαζί με τη βλακεία, το φαρμάκι».

«Τρεμοπαίξανε τα ρουθούνια της σαν για να φτερνιστεί. Και μολοντούτο, προβοσκίδα μουσούδα η μουτρού. Μόνο δάκρυα. Μουγκά».

Ο Γιάννης που είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση να γίνει πυγμάχος και να καταφέρει στα ηλεκτρόνια με την ιδρωμένη γροθιά του που μάγκωνε το μασούρι, ένα χτύπημα νοκ άουτ, ήταν εν αγνοία του αποδεκατισμένος από την πρώτη κιόλας σελίδα, χαντακωμένος, ένας άφτερος φαντασιοκόπος.

«[…] στην κωλοζωή μου, συνεχώς κάποιοι άσχετοι ανακατώνονται, την ορίζουν ή την αφανίζουν κάποιοι άγνωστοι, από την ώρα που γεννήθηκα ανεπάντεχα τα ηλεκτρόνια στριφογυρίζουν, μου τινάζονται κατακέφαλα ανεπάντεχα…».

Μια μεγάλη απόφαση για τη ζωή του είχε πάρει και ο Πέτρος Παπαλουκάς στο μυθιστόρημα Ο γενναίος Τηλέμαχος. Είχε αποφασίσει να διαφύγει διά παντός από τον οικογενειακό τραγέλαφο, προκειμένου να παραμείνει ο Πέτρος, δίχως να καταντήσει μια διεφθαρμένη εκδοχή του. Μετά από δέκα χρόνια Κατοχής και Εμφυλίου, νόμιζε πως ο πόλεμος είχε τελειώσει. Αλλά ο πόλεμος μαινόταν πίσω από τα βλέφαρά του. Το λιοπύρι των τύφλωνε, ενόσω το πρόσωπό του έλιωνε στο αίμα από μια νάρκη, από τις πολλές που είχε φροντίσει να επικαλύψει με προσοδοφόρα έργα οδοποιίας ο πατέρας του, πρωτομάστορας στις λοβιτούρες. Όσο και αν τα σφάλιζε, τα μάτια του δεν μπορούσαν να σβήσουν την επιθανάτια εικόνα. «Μου 'φευγε το αίμα, ένιωσα να σώνεται η ζωή μου, πέθανα. Ούτε ξέρω πόσες φορές λιποθύμησα, ανάσκελα πάνω στα χαμόκλαδα. Δεν είχα δύναμη να σουρθώ δυο μέτρα παρακεί στον ίσκιο, απόμεινα στο λιοπύρι ανάσκελα, πώς δε στραβώθηκα. Ύστερα έπεσε η νύχτα, πάγωσα». Δίπλα του κείτονταν νεκρός ένας νεαρός στρατιώτης, ο Πέτρος τον είχε πυροβολήσει και έπειτα τον βάφτισε Αντώνη για να κουβεντιάζει μαζί του. Αντώνη είχαν ονομάσει οι γονείς του το αεροβαφτισμένο βρέφος, τον θνησιγενή αδελφό του. Τώρα και πάλι νεκρός ο Αντώνης και αυτός αδελφοκτόνος.

«[…] ο Αντώνης πλάι μου είκοσι ώρες όσο να με μαζέψουν εγώ ανάσκελα στα χαμόκλαδα άψυχος κάτω από τον ουρανό από τον αμείλιχτο ήλιο και κείνος πτώμα πλάι μου, γυαλένια μάτια χάντρες λιανός σα μούμια». «Κι ο ήλιος καίει, τίποτα σα να μη σαλεύει άπνοια φρυγμένη γης σιγαλιά απόλυτη, το αμείλιχτο φως άξαφνα λες και μαύρισε…».

Ο Πέτρος από την αρχή του μυθιστορήματος φέρει καταπρόσωπο το πατρικό πλήγμα, μια ουλή που μνημείωνε τη φονική αχρειότητα του πατέρα του. Ανεξάλειπτο το στίγμα, εγχάρακτο στη σάρκα του. Επιστρέφοντας μετά από τη λήξη της στρατιωτικής θητείας στην Αθήνα, βρίσκει το πατρικό του εγκαταλελειμμένο, το σοκάκι έρημο. Εκείνο, όμως, που στην ουσία βρίσκει ο Πέτρος είναι ένας ολόκληρος κόσμος διαβρωμένος από την ευτέλεια, την ατιμία και τη φιλοχρηματία. Ο πόλεμος είχε μεταφερθεί σε άλλα πεδία και τώρα πια ονομαζόταν «μπίζνες». Τόσο η μητέρα του όσο και ο πατέρας του είναι πρόθυμοι να του παραχωρήσουν τη «μίζα» του για τις πολεμικές του ανδραγαθίες. Άλλωστε, όπως με φρίκη πληροφορείται ο Πέτρος, ο ίδιος υπήρξε το μεγάλο «ατού» του πατέρα του. «Ποιος τολμούσε να κατηγορήσει τον πατέρα [του] πως παραδίνει σκάρτη δουλειά αφού κι ο μοναχογιός του κινδυνεύει στους ίδιους δρόμους, τον τινάζει νάρκη. Βουλώσανε τα στόματα». Προχωρώντας στους σκάρτους δρόμους, που του έστρωσε ο πατέρας του, ο Πέτρος από θύμα μετατρεπόταν σε άλλοθι.

Με την επιστροφή του από τον στρατό, ο Πέτρος έρχεται αντιμέτωπος με τον νεκρό πατέρα του. Ο θάνατός του μεταφορικός, έθαβε την ηθική του υπόσταση. Ο πατέρας είχε πεθάνει και το πτώμα του συμπεριφερόταν σαν στυγνός επιχειρηματίας. Ένας γκάνγκστερ, βασιλιάς στα «άντρα του διεθνούς εγκλήματος». Τριγύριζε την υφήλιο, σωρεύοντας εκατομμύρια, ενώ για χάρη μιας «σκρόφας», της ερωμένης του, είχε παρατήσει τη γυναίκα του, εντοιχίζοντάς την σε μια έπαυλη στην Εκάλη. Η αδελφή του, πάλι, απολάμβανε ξετρελαμένη κάθε λογής λούσα, διασκεδάζοντας ξέφρενα στη μεταπολεμική Ευρώπη. Τα πάντα είχαν ερημώσει, αδειάσει.

«Η Αχαρνών, η γειτονιά σου, εδώ γεννήθηκες σ’ αυτή τη σαχάρα κόλαση, εδώ μεγάλωσες και τώρα τα πάντα χάθηκαν πεθάνανε το σπίτι χάθηκε ο πατέρας από παντού σε παραμονεύουν άγνωστα μούτρα επίβουλα αράχνες λουφάζουνε και σε στραβοκοιτάνε ολούθε άγνωστοι…».
«Στον πόλεμο νίκησε ο Χίτλερ. Δεν το βλέπεις γύρω σου; Η παντοκρατορία του Χίτλερ», λέει κάποια στιγμή στον Πέτρο ο παιδικός του φίλος, ο Χρήστος, αμετάπειστος αριστερός, με τέσσερα χρόνια στη Μακρόνησο. Στην Κατοχή μαζί μοιράζανε προκηρύξεις τη νύχτα, σε βαθύ σκοτάδι, πίσσα. Μολονότι μετά τον Εμφύλιο ο Πέτρος συνειδησιακά έγερνε προς την πλευρά των νικητών, είχε επίγνωση πως ζούσε στον «κόσμο του Χίτλερ», στον «κόσμο της τίγρης», πίστευε, ωστόσο, πως ο ίδιος είχε τη δύναμη να αντισταθεί στη σήψη και τη διαφθορά· «τι σχέση έχει η αφεντιά του με τα ηλεκτρόνια;» Εκείνος φθονούσε τις δόλιες αράχνες, ήθελε να τις πατάξει. Πίστευε με πάθος στην αντοχή της ιερότητας, δηλαδή στη στερεότητα του καλού. Πίστευε πως «στον κόσμο της τίγρης και του Χίτλερ υπάρχει ιερότητα». Είναι σπαρακτική η απάντηση που δίνει στον Χρήστο, θέλοντας να πραΰνει την αυτοκτονική του απόγνωση. «Είναι όλα ζοφερά και ακατάληπτα, φευγαλέα, στο κάθε σου βήμα καιροφυλαχτεί η άβυσσο. Γκρεμίστηκα κ’ εγώ στην άβυσσο και ξέρω. Παραταύτα όμως… ναι, εγώ πιστεύω στο φως, στο παραλήρημα [...]».
«Εμείς, και στις κατακόμβες να μας σπρώξουνε, θα σφίξουμε τα δόντια, δε θα χάσουμε το φως από τα μάτια, θα λέμε όχι… κι ας χλευάζουνε τα σφάντζικα, οι Χίτλερ. Εμείς θα λέμε όχι. Μπορεί να μας πλύνουν τον εγκέφαλο, και τότε θα προσυπογράφουμε ό,τι υπαγορεύουνε τα σφάντζικα, οι δυνάστες, όμως στον ύπνο μας κάποια στιγμή στο παραλήρημα θα ψελλίζουμε όχι. Έστω και στον ύπνο μας ένα ψέλλισμα – όχι, όχι, όχι! Αρκεί για να σωθεί το φως».

Ο Πέτρος θα ήθελε να μιλήσει για το φως και την ιερότητα, ακόμα και στον νεκρό πατέρα του, ο οποίος κάποτε, παλιά, όταν έπαιζε φλάουτο, έδιωχνε το σκοτάδι. Θα ήθελε να τον ρωτήσει πώς έγινε και πέθανε. Ένιωθε πως είχε τις δυνάμεις να πλησιάσει ακόμα και αυτόν «τον τίγρη», αυτόν που είχε ποντίσει στον βόρβορο την οικογένειά του, που του είχε καταστρέψει το πρόσωπο. «Να το κουβεντιάσουμε – πώς γίνεται και πέθανες, πώς το λησμόνησες αφού το γνώριζες ότι αυτός ο κόσμος της τίγρης, του Νέρωνα ο κόσμος, είναι βυθισμένος σε ιερό μυστήριο. Με υπομονή, με καλοσύνη να το κουβεντιάσουμε… πώς γίνεται; Ίσως κι ο τίγρης ομολογήσει τότε…».

Ο ιδεαλισμός και η υψηλοφροσύνη του Πέτρου, η «ηθική ναυτία» του μπροστά στην ατιμία, καταρρέουν ακαριαία όταν ερωτεύεται την εκπάγλου καλλονής Αμαλία, κόρη συνταγματάρχη. Τα μενεξελιά της μάτια τον κατέκαψαν, αποψίλωσαν κάθε αρχή, ιδέα ή αυταπάτη. Με ερωτομανές πάθος έγινε ο σκύλος της. Εκείνος που νόμιζε πως ο φάκελος με τις δεκαεφτά χιλιάδες, όσες οι αποταμιεύσεις του από τους μισθούς του στρατού, θα τον γλίτωνε από τα επάρατα εκατομμύρια του πατέρα του, έγινε επαίτης, υποχείριο τοκογλύφων και καθαρμάτων, πανταχόθεν χρεωκοπημένος. Ήταν τόσο ηλίθιος, τόσο ζαλισμένος από τον ερωτικό του παραδαρμό, που δεν κατάλαβε πως η Αμαλία τον περιέπαιζε, του έπαιζε θέατρο, εποφθαλμιώντας την πατρική του περιουσία. Έχει σημασία πως ο Πέτρος τη φωνάζει Λία, διότι δεν υποπτευόταν πως ο ίδιος ήταν η λεία. Η Αμαλία, κόρη τζογαδόρου περιωπής, δεν ήταν παρά μια δαιμόνια εμπορευόμενη, που επιδείκνυε σε κάθε ενδιαφερόμενο αγοραστή τη μοναδική της πραμάτεια, το σώμα της.

«Ε, και δε θα σου παίξει θέατρο; Όμορφη είναι και έκφυλη, όποιος χασάπης τη θέλησε την κοιμήθηκε, ηλίθιε, άργησες αλλά το κατάλαβες, ηλίθιε… Κι αφού δάγκωσες τη λαμαρίνα σαν ηλίθιος θέατρο θα σου παίξει, ηλίθιε, ώσπου να σε αποτρελάνει. Θέατρο! Τα χρειάζεται κι αυτή τα εκατομμύρια. Γιατί; άσχημο νάχεις εκατομμύρια;»

«Ναι, έχει έρωτα τρελό για τα εκατομμύρια. Ε, τώρα που την κοιμήθηκες, τώρα που τη γνώρισες και γυμνή, θα σε παλαβώσει τώρα για να την ξαναδείς γυμνή, θα σε χορέψει στο ταψί για να ξανακοιμηθείς μαζί της. Κι ούτε θα την ξαναδείς γυμνή προτού της καταθέσεις γονατιστός τα εκατομμύρια. Ό,τι ήτανε να θαυμάσεις το θαύμασες…».

Ο Πέτρος φαντασιωνόταν την Αμαλία σαν την αυτοκράτειρα Κλεοπάτρα, σαν μια θεσπέσια πριγκίπισσα. Είχε λατρέψει αυτό τον «καστανό αρχάγγελο», «ο ασπασμός των αγγέλων», το κορμί της, ανάερο, σφιχτοδεμένο και ελαστικό, μοσχοβολούσε, μύριζαν «δαγκωμένο μήλο οι αγαλματένιοι ώμοι», «τα πόδια αριστοτέχνημα», γονατιστός τα είχε προσκυνήσει, τα μαλλιά της μεταξένια, «τα σφίγγεις μετάξι ζεστό στις χούφτες σου φίδι μελαχρινό και αρμονικό ακόρεστο». Φίδι ο αρχάγγελος, έσφαζε και κεντούσε, κάτω από την αγγελική όψη λούφαζε μια «κόμπρα», όλο δηλητήριο, φαρμακερές οι κεντιές της. Λέρα η Λία, «παλιοθήλυκο, αηδία», «ροδάνι η κόμπρα», με την πρόστυχη γλώσσα της περιέχυνε τον εραστή της με φαρμάκι. Τα μενεξελιά της μάτια, «σκληρά ανελέητα», ανάλγητα, αστράφτανε από περιφρόνηση, ποτέ δεν δάκρυζαν, αν και μπορούσαν να υποδύονται το κλάμα. Ο αμόλυντος κρίνος, κανίβαλος, κύημα μιας χαρτοπαικτικής λέσχης. Η εξαίσια ερωμένη, «η κόμπρα, το κάθαρμα, η σκύλα», τον ταπείνωνε, τον εκμηδένιζε, τον θανάτωνε. «Μια σιχασιά για το καθετί, για όλους…», χολή και αηδία, μια μέγγενη σφίγγει τα μηλίγγια του, ίλιγγος, «και όλ’ αυτά τα σιχαμερά τι νόημα έχουν;» «Αηδία, ναι! όλα σκατά και αναγούλα..».

«Πώς χάλασε η ζωή μας έτσι; Όλα μια απάτη, αναγκάζεσαι συνεχώς να βυθίζεσαι στο ψέμα».

Η Αμαλία, ένας αρχάγγελος, ασάλευτη, αμίλητη, τανύζει ολόγυμνη το αμύθητο κορμί της. «Απολυταρχική ηλιαχτίδα». «Προσμένει το χαμό σου ασυγκίνητη, χθόνια θεά».

Ο Πέτρος, ξεγυμνωμένος άγρια από κάθε προσωπίδα ηθικότητας, καταρρακώνεται από «ηθική εξάντληση», «γκρεμίζεται σε μιαν άβυσσο από ντροπή». Είχε κάνει το μεγάλο σάλτο, είχε απαρνηθεί τον νεκρό πατέρα του, μόνο και μόνο για να καταλήξει και αυτός ένα σαπρό πτώμα, υιοθετώντας τις άθλιες χειρονομίες των πτωμάτων, ακολουθώντας τις τροχιές των ηλεκτρονίων, συνεργώντας στις εξυφάνσεις των αραχνών. «Αυτά είναι φυσιολογικά, φυσιολογικά, στον κύκλο των πτωμάτων, με κάτι τελοσπάντων πρέπει ν’ ασχολούνται και τα πτώματα για να δικαιολογούν την παρουσία τους».

Όλα τα πτώματα τριγύρω του, ο εφοπλιστής πατέρας του, η Γιόλα, η σκρόφα ερωμένη του (μια «αλανιάρα», «κλαψοπαναγιά το κνώδαλο»), η μεγάθυμη μες στην ατίμασή της μητέρα του, με την τακτική τής στρουθοκαμήλου, ο έκφυλος θείος του που λογιζόταν βιομήχανος (η «σαπιοκοιλιά», ο «σκεμπές», «σαράντα καντάρια ξύγκι»), η οχιά θεία του με τις αιώνιες ραδιουργίες της, ο τοκογλύφος που αβγάτιζε τη «σούμα στο λίγδικο τεφτέρι» του, η ευπώλητη Αμαλία, όλοι τον αναγνώριζαν σαν όμοιό τους.

«Αυτή η παραποίηση, η κιβδηλία του Πέτρου σ’ ολωνών τα μάτια καταντάει αφόρητη, γιατί ο Πέτρος, ο αυθεντικός ο Πέτρος δεν έχει αλλάξει και το 'χει πάρει απόφαση, από καιρό απόφαση – το μεγάλο σάλτο το 'κανε μόνο και μόνο για να μείνει ο Πέτρος».

«[…] είναι εξοργιστικό να νιώθεις από παντού διάτρητος… μύγα καπακωμένη σ’ ένα ποτήρι ενώ διάφορα μάτια ολόγυρα, παγερά εχθρικά αναίσθητα, σε περιεργάζονται και σε παραμορφώνουν σύμφωνα με τα μέτρα τους».

Η φαυλότητα και η τρυφηλότητα που πολιορκούν τον Πέτρο, θρασομανούν σε ένα χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν στο σπίτι του συνταγματάρχη, όπου στήνεται ένα ολονύχτιο χαρτοπαίγνιο. Εκεί παρίστατο και ο κύριος Ζαλαγκάρας, ένας άριστος νεαρός λοχαγός, σφόδρα ερωτευμένος με την απαστράπτουσα Αμαλία. Αρκετά χρόνια αργότερα, στη νουβέλα Το σοκάκι, ο κύριος Ζαλαγκάρας ομολογεί στη μνηστή του την πληγή της ανίατης μελαγχολίας του, κάτι μάτια μενεξελιά που τον είχαν αποτεφρώσει· «τραγόπουλο τότε είκοσι ετών κρυφοκαμάρωνες: οι αρετές σου, οι φιλοδοξίες σου, οι περιαυτολογίες… ώσπου το αστροπελέκι σε αποτέφρωσε… μάτια μενεξελιά… αστροπελέκι!»

Αντικρίζοντας τον νεαρό λοχαγό, ο Πέτρος αμέσως κατάλαβε πως ήταν και αυτός σκύλος της Αμαλίας. Στεκόταν άκαμπτος σαν κολόνα σε μια γωνιά, αλύγιστος μες στην ψευδαισθητική του θωράκιση, «συνοφρυωμένος άψογος ιππότης με το τσιμπούκι του», αλλά δεν μπορούσε από κανέναν να κρύψει πως ήταν προ πολλού ερείπιο, αλυσοδεμένος. Παρ’ όλα αυτά, ο Πέτρος αναγνώριζε στον ερωτευμένο λοχαγό ένα ανάστημα ανώτερο από το δικό του. Όταν του έτεινε το χέρι για χειραψία, τον κέντριζε η ντροπή, μια αφόρητη ντροπή. Παρωθούμενος από τον κοινό τους καημό, ο Πέτρος πλησίασε τον κύριο Ζαλαγκάρα και άρχισε να φλυαρεί για τη δολερότητα της ομορφιάς.

«[…] η ομορφιά είναι μια παγίδα σ’ αυτό τον κόσμο […]. Τι νομίζετε; πως η ομορφιά ανοίγει τα επουράνια; μια δόλια παγίδα είναι, της κόλασης παγίδα, το σκέφτεσαι και σε κυριεύει απόγνωση! Και θα με θυμηθείτε κάποτε, αυτή η αχρειότητα, η αχαλίνωτη αυτή αλγολαγνεία… να πούμε πλατσαβουτάς με ηδονή στη βρόμα […]».

Η εξαχρείωση του Πέτρου τελειούται με την αντιζηλία που αναπτύσσεται ανάμεσα στον ίδιο και τον φαύλο θείο του. Διεκδικώντας και οι δύο την Αμαλία, εξομοιώνονται από πλευράς ηθικής. Το βράδυ που ο Πέτρος διαλύει τα φαιδρά αρραβωνιάσματα του θείου του και της Αμαλίας, συμπεριφέρεται λυσσασμένος από παροξυσμικό κυνισμό, σαν ένας τρελαμένος παλιάτσος στον ρόλο του διαφθορέα. Ντροπιάζει τον θείο του και ταπεινώνει βίαια την Αμαλία, που πλέον δεν είναι παρά μια Λίτσα. Από πριγκίπισσα, δουλικό δύο αποβρασμάτων. Τελικά, ο Πέτρος, ο αυθεντικός Πέτρος, γίνεται και εκείνος ένας κύριος Παπαλουκάς, αντάξιος του πατέρα του, του κυρίου Λεωνίδα Παπαλουκά, και του θείου του, του κυρίου Αχιλλέα Παπαλουκά, πανέτοιμος να διαιωνίσει την οικογενειακή παράδοση στην αχρειότητα. Γίνεται ένα χαρτόμουτρο, ποντάροντας τα πάντα σε μια ρανίδα εξουσίας. Στο σημείο που φτάνει, το μυστηριακό φως της ιερότητας μόλις που αχνοφέγγει.

Επιδεικνύοντας όψιμα μιαν ακραία σκαιότητα, ο Πέτρος βάλθηκε να ισοπεδώσει ψυχικά τη Νίτσα, το «κνώδαλο», το «έκτρωμα», την οποία παντρεύτηκε αστόχαστα, νομίζοντας πως έτσι θα ολοκλήρωνε το σάλτο που θα τον απομάκρυνε από τον πατέρα του. Είναι συνταρακτική η σκηνή της έξαλλης επίθεσής του στη γυναίκα του. Την περιγελά για τη στωικότητά της, για την αντοχή της στις προσβολές, για την ψωροπερηφάνια της, για την αποκοτιά της να παραστεί στο ρεβεγιόν, στο σπίτι της ερωμένης του, για την προθυμία της να ταπεινώνεται και εντέλει της αποκαλύπτει όλο το μέγεθος της κοροϊδίας που έστησε εις βάρος της, προκειμένου να ριχτεί στον μεγάλο έρωτα. «Απορώ! νόμιζα ειλικρινώς πως έχεις αποφασιστικότητα»· «σε νόμιζα περήφανη, μυγιάγγιχτη… πώς καταδέχτηκες τώρα να γίνεις σκουπίδι […]».

Η επίθεση στη Νίτσα είναι η μανιασμένη αναμέτρηση του Πέτρου με τον αλλοτινό, ιδεολόγο εαυτό του. Κατεδαφίζοντας τη Νίτσα, ο Πέτρος γκρέμιζε τον εαυτό του από το βάθρο, όπου τον είχε τοποθετήσει, με την προσδοκία πως θα ανταποκρινόταν στους ιδεαλισμούς του. Κοροϊδεύοντάς την για τη «λεπτεπίλεπτη σχέση» τους, απαρνείται κάθε ψευδαίσθηση περί πνευματικής και ηθικής ανωτερότητας. Με λόγια εξαγριωμένα, ξεσκίζει τις ίδιες του τις σάρκες.

«Κι εμεις βεβαίως, οντότητες της ιντελιγκέντσιας, περιφρονούσαμε τους τύπους και κουβεντιάζαμε με τις ώρες πως εκείνο που μετράει μόνο στο δεσμό δυο ανθρώπων είναι η ουσία, μόνο η ουσία – μωρέ πώς τα λέγαμε, ντε; σεβασμός, εκτίμηση, αγάπη, και τα λοιπά και τα λοιπά… έτσι δεν τα λέγαμε;»

«Πολλά και διάφορα κουβεντιάζαμε εμείς οι πνευματικές οντότητες. Χα!... Τι ανυπέρβλητη χαρά να ζεις δοσμένος στην ουσία, θεματοφύλακας, σαν ιερέας να πούμε».

Στην κατακλείδα του φιλιππικού του, ο Πέτρος επανέρχεται στα επάρατα εκατομμύρια. Τελείως εκδεδυμένος ηθικά, νιώθει μεταμέλεια που τόσον καιρό δεν άπλωνε τα χέρια του στον πακτωλό, αλλά, επιδεινώνοντας τον αυτοεξευτελισμό του, κατηγορεί τη Νίτσα πως εξαρχής στην περιουσία του απέβλεπε, καθώς εκείνη ήξερε πως δεν θα έμενε για πάντα ανέγγιχτη.

«Όλα τα ΄χε προβλέψει το πρόγραμμα… μόνο ένα προβληματάκι δεν κουβεντιάσαμε ποτέ, το ξορκίσαμε και ποτέ δεν το κουβεντιάσαμε λες και ήτανε η λύση του αυτονόητη. Τι προβλέπει αλήθεια το πρόγραμμα για τα εκατομμύρια; Οι πνευματικές οντότητες, τα πετεινά του ουρανού, πώς αντιμετωπίζουν τα εκατομμύρια σαν τους πέφτουνε ουρανοκατέβατα, προπαντός τα κλεμμένα εκατομμύρια; Τι τα κάνουνε; Ή έστω απλώς τα εκατομμύρια αν υποθέσουμε πως για τις πνευματικές οντότητες όλα τα εκατομμύρια είναι κλεμμένα. Τι τα κάνουνε, ε; Τα χαρίζουνε στους προσκόπους ή στις έρευνες για τον καρκίνο;»

Παραδομένος ολοσχερώς στον ηθικό του καταποντισμό, ο Πέτρος αποδύεται, με αυτοκαταστροφικό μένος, στο ξεθεμελίωμα του ινδάλματος της αγνής νιότης του, τον Χρήστο· «νηστευτής οσιομάρτυς», ένας «άπλυτος κουρελής», αδιάφθορος και αδιάλλακτος, «μαύρο φάντασμα, η προσωποποίηση του χαμού, αμίλητος και αζύγωτος», ένα «φανατισμένο ξόανο» που ιερουργούσε μόνο σε σιδερένια κελιά. Ενόσω ο Χρήστος περιμένει την εκτέλεσή του σε ένα ακόμη κελί, ο αλλοτινός φίλος και σύντροφος τον οικτίρει νοερά, επειδή αποζητούσε τον θάνατο μέσα από τους επάλληλους εγκλεισμούς του στα κάτεργα του συστήματος, μέμφεται το πείσμα του, την πίστη του, την άρνησή του να συμβιβαστεί, την ιδεολογική του αφοσίωση, την οποία εκλαμβάνει σαν χυδαία αλαζονεία. Στον κόσμο της τίγρης, «η έσχατη συνέπεια μόνον εκεί καταλήγει», στην αυτοκτονία. Και το «εκτελεστικό απόσπασμα είναι ένας κάποιος τρόπος».

Στην πώρωση του Πέτρου υποβόσκει η επιθυμία του να απαλλαγεί προκαταβολικά από κάθε ενοχή για την ενδοτικότητά του στο σύστημα, στην Εξουσία, για την υποταγή του στα «σφάντζικα». Στην εξαχρείωσή του εμφιλοχωρεί ο φόβος της ντροπής, την οποία πασχίζει να αποσείσει με ηθικολογικές σοφιστείες, με μαθηματικούς υπολογισμούς ακριβείας (δύο και δύο ίσον τέσσερα) και με άτεγκτο αποκλεισμό των ευσεβών του πόθων. Ο Πέτρος συλλογίζεται πως «υπάρχει κάποια νοσολογία των τύψεων», πως είναι απαράδεκτες οι τύψεις σ’ αυτό τον κόσμο της τίγρης· «γιατί το σύστημα ποτέ δε συγχωρεί, έχει στην υπηρεσία του και έμμισθους δολοφόνους που ποτέ δεν έχουν τύψεις, το σύστημα δολοφονεί και τους δολοφόνους μόλις υποψιαστεί πως αρχίζουνε να έχουν τύψεις».

«Α! α! κάθε ενοχή φενάκη! ανθρωποκεντρική αυταρέσκεια! βαρβαρότητος κατάλοιπο». (Ο πυγμάχος)

Τύψεις, σκέφτεται μαινόμενος ο Πέτρος εναντίον του αλλοτινού, αυθεντικού εαυτού του, έχουν μόνον οι χαμένοι, οι νικημένοι, «οι χέστες, οι αυτοτιμωρούμενοι, κάνας Ζαλαγκάρας σκύλος μπορεί να έχει τύψεις […]». Εκείνος ήταν «Εξουσία κληρονομικώ δικαιώματι», αφεντικό πασών των αποβρασμάτων. Ήταν μόλις είκοσι πέντε ετών, είχε πολλά χρόνια μπροστά του να γλεντήσει από ψηλά «το γελοίο θέαμα» της ανθρωπότητας· «δισεκατομμύρια αιμοβόρα σπερματοζωάρια που βρομοκοπάνε και ψοφολογάνε δίχως νόημα», «πνιγμένα τα σπερματοζωάρια σε αδιάβατες λόχμες από φονικές τελετουργίες δίχως νόημα», «σπερματοζωάρια φονικά επίδοξοι φονιάδες που ατυχήσανε και φονεύονται».

Ένα παρόμοιο ζοφερό όραμα αναστατώνει τον κύριο Ζαλαγκάρα στην τελευταία σελίδα της νουβέλας Το σοκάκι. Υποψιάζεται πως η Αννέτα είναι έγκυος και σκέφτεται με απόγνωση εκείνο το δύστυχο σπερματοζωάριο που οδεύει στον χαμό του. Τι νόημα, άραγε, είχε η προσγείωση; Η προσγείωση «στο βούρκο, στο μικρόβιο, στο ναπάλμ – τι νόημα;… μεθαύριο οι βασανιστές, τα σκατά, οι σαδιστές, τα κολαστήρια – γιατί;… συν τω χρόνω ο καρπός της κοιλίας σου βασανιστής ή βασανιζόμενος ή και εναλλάξ – ενίσταμαι… σαν τον γύψινο σκύλο ενίσταμαι […]».

Στα υπό συζήτηση έργα του Αλέξανδρου Κοτζιά οι ήρωες παγιδεύονται σε ένα δίκτυο ανηθικότητας, στο οποίο αποδεικνύονται αδύναμοι να αντιταχθούν. Έρωτες γελοίοι και πλαστοί, ιδιοτελείς και κίβδηλοι, επισπεύδουν την αλλοτρίωσή τους από τους αναπόδραστους, σκιώδεις μηχανισμούς του συστήματος. Αφανείς, ακαταδάμαστες δυνάμεις εξυφαίνουν τις φενάκες που αφανίζουν την ακεραιότητά τους, την ηθική τους υπόσταση. Στον Γενναίο Τηλέμαχο γράφει ο Κοτζιάς: «Ζούμε, αλίμονο, στον αιώνα των δικτύων τα οποία ως ιστοί αράχνης περισφίγγουν ασφυκτικώς την υφήλιο […]. Ώστε ή θα σπάσουμε τα δίκτυα ή θα μας αφανίσουν. […] Ο εγκέφαλος της αράχνης μάς είναι απρόσιτος, μόνον εκ των υστέρων αποκαλύπτονται οι αληθείς επιδιώξεις του, όταν είναι πλέον αργά». Άβατο το άντρο της αράχνης.

Η Αννέτα, η Φραγκίσκα, η Ρηνούλα και η Αμαλία, ενσαρκώνουν τις αφανείς, ακαταπόνητες αράχνες που λυμαίνονται και λοιδορούν τα ανθρώπινα ιδεώδη. Είναι όμορφες, όπως κάθε πλάνη και πικρές, όπως κάθε ματαίωση. Μες στα εξαίσια σώματά τους κυοφορούν τον όλεθρο, τον καταποντισμό. Σειρήνες που συρίζουν, ειρωνικά και μνησίκακα, πάνω από απέραντες εκατόμβες.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: