Το πρώτο ολοκληρωμένο χειρόγραφο της «Πολιορκίας (1947)

Η τελευταία σελίδα του χειρογράφου της «Πολιορκίας»
Η τελευταία σελίδα του χειρογράφου της «Πολιορκίας»


________
«Ο κόσμος… είναι παράφρονες»1
___________


Το κείμενο αυτό έχει την τύχη να στηρίζεται στο ιδιωτικό αρχείο του Αλέξανδρου Κοτζιά. Ένα αρχείο στο οποίο περιλαμβάνονται μία σειρά από χειρόγραφα και δακτυλόγραφα (προλογοτεχνικό υλικό, αρχικές σκέψεις και εγγραφές, πρώτες απόπειρες σύνθεσης, μεταγενέστερες επεξεργασίες) σχεδόν όλων των πεζογραφημάτων του. Ανάμεσα στα χειρόγραφα αυτά διασώζεται και η πρώτη ολοκληρωμένη επεξεργασία της Πολιορκίας με την ένδειξη «Αλέξαντρος Κοτζιάς Μάρτης - Δεκέμβρης 1947». Μία ολοκληρωμένη (στα μείζονα επεισόδιά της) μορφή του πρώτου (1953) δημοσιευμένου μυθιστορήματός του, που τότε (1947) έψαχνε ακόμη τον τίτλο του ανάμεσα στο: «Η Μεγάλη σκιά» ή «Ο Θάνατος», αλλά και τον υπότιτλό του ανάμεσα στο: «Σελίδες από τον εμφύλιο πόλεμο» ή «Σελίδες από τον πόλεμο». Αυτό το νεανικό χειρόγραφο, καρπό μακρόχρονης και επίπονης επεξεργασίας, θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε εδώ. Δείχνοντας ότι η Πολιορκία δεν είναι μυθιστόρημα γραμμένο μετεμφυλιακά προκειμένου να συνδράμει τη νικητήρια παράταξη, αλλά πεζογράφημα αντίστασης και αντίδρασης ενός αγωνιώντος νέου ανθρώπου αποφασισμένου να μην φύγει «απ’ αυτόν τον κόσμο σαν ένας που δεν κατάλαβε τι του γίνεται»,2 εφόσον έχει ψαύσει το άδικο ενός κακού παιχνιδιού που παίχτηκε στην ανθρωπότητα και στον τόπο του. Το άδικο μιας απάτης που συντελέστηκε γύρω του και μέσα του, «σπέρνοντας» στο κεφάλι του μια σειρά από εναγώνια «γιατί;»: «Είχα φανατιστεί κι ύστερα… απέκτησα την αίσθηση μιας μεγάλης απάτης. Ότι στα πράγματα, όπως διεξάγονται σ’ αυτόν τον κόσμο, μεσολαβεί μια απάτη».3 Όπως έχει υποστηρίξει ο Κοτζιάς: «Το θέμα της Πολιορκίας το συνέλαβα μέσα στην Κατοχή, καλοκαίρι του ’44, όταν ήμουν οργανωμένος στην ΕΠΟΝ – στη γειτονιά μου, στο Μεταξουργείο. Παρ’ όλο που εμείς είμαστε οι κατατρεγμένοι, ένιωθα ωστόσο τους άλλους σαν πολιορκημένους, γιατί τότε είχαν χάσει το παιχνίδι. Προσπάθησα να εκφράσω την αγωνία τους».4 Των λόγων του το αληθές το τεκμηριώνει το αρχείο του.

Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, γεννημένος στα 1926, ήταν φοιτητής της Νομικής Αθηνών («Βιβλιάριον σπουδών φοιτητού Νομικής», 31 Μαρτίου 1944) και μέλος της ΕΠΟΝ Μεταξουργείου από τις αρχές του 1944: «Ένας νέος 18 χρονώ που έβλεπε γύρω του να συμβαίνει το απίστευτο. […] Ίσως για άλλους ωριμότερους, τα πράγματα να φαίνονται φυσιολογικά. Σε μένα δεν φαίνονταν. Έγινε ο μεγάλος σεισμός».5 Σεισμός, ρήγματα, υπαρξιακή κρίση, αναθεωρήσεις δραματικές και βαθιές τον καλούν να αψηφήσει σιδερένιες ιδεολογικές αντιστάσεις, να βάλει μπουρλότο σε ασπρόμαυρες βεβαιότητες μιλώντας παθιασμένα, με απροσδόκητη γλώσσα, για εφιαλτικά και αποτρόπαια επερχόμενα. Ένα «ενοχλητικό παιδαρέλι», νεαρός φοιτητής κατεξοχήν απροσάρμοστος σε «απαράβατες» αντιλήψεις περί «κοσμιότητας», ένας οχληρά διεκδικητικός νεαρός που, επικαλούμενος «τα απαράγραπτα δίκαιά του»,6 επιμένει να χώνει τη μύτη του σε ο,τιδήποτε τον αφορά, που διεκδικεί την απόδρασή του από καταδυναστευτικά δόκανα-σημαίες και αξιώνεται να ποιήσει από τον θάνατο λόγο: «Εγώ μπορώ και πιάνω τους ήχους, αναπνέω ελεύθερα».7 Αρχές φθινοπώρου του 1944 ξεκινά τη συγγραφή της Πολιορκίας. Αρρωσταίνει από αδενοπάθεια στα πρώτα στάδια της φυματίωσης από τον Νοέμβριο του 1944 έως τον Απρίλιο του 1945. Μετά την ανάρρωσή του και έως ότου παρουσιαστεί στον στρατό (στρατιώτης πεζικού) στις 10 Σεπτεμβρίου του 1948, επεξεργάζεται την Πολιορκία, αρχίζει τον Εωσφόρο,8 αλλά και το Μια σκοτεινή υπόθεση.9 Εκείνο το «Γράφε, γράφε, είναι το μόνο που μας απόμεινε»10 που έλεγε στον Αντρέα Φραγκιά μέσα στην απριλιανή δικτατορία, έχει τις ρίζες του, όπως προκύπτει από το αρχείο Κοτζιά, στη δοκιμασία του Εμφυλίου: Γράφε, για να κατανοήσεις ο ίδιος συγγράφοντας και για να μοιραστείς με τον άλλο δημοσιεύοντας το πεζογραφικό σου έργο, όψεις ενοχλητικά διαφωτιστικές για την ταυτότητα του τόπου σου, για την ταυτότητά σου. Όψεις που σε σημάδεψαν ως συμμέτοχο και συνένοχο στα δρώμενα που εξιστορείς. Γράφε μυθιστορήματα που έχουν περάσει από το ιδιωτικό σου καθαρτήριο.11

Στους άξονες αυτούς εδράζεται η Πολιορκία από τα 1947: «Βγήκανε πάλι οι νοικοκυράδες και σφουγγίζανε τους τοίχους από τα μεγάλα κόκκινα συνθήματα. Πέρασε η βούρτσα με τον ασβέστη πάνωθε, μα σε πολλές μεριές ακόμα φαινόντανε καθαρά οι επιγραφές. Μάλιστα τ’ όνομά του εδώ και κει, διαβάζονταν ολόκληρο μ’ ευκολία».12 Η εμβληματική αρχή του μυθιστορήματος έχει ήδη διαμορφωθεί, ύστερα από πολύ κόπο και χρόνο . Με απώτερη αφετηρία το σύνθημα «Θάνατος» στις αθηναϊκές γειτονιές του 1944.14 Ο νεαρός Κοτζιάς δεν διστάζει να καταθέσει ωμή και μυθοπλαστικά αφκιασίδωτη τη βιωματική του γνώση για τον παραλυτικό φόβο που τρώει τα σωθικά, για το ασφυκτικό αίσθημα μιας κοινωνικής πολιορκίας στην οποία έχει καταλυθεί κάθε έννοια ανθρώπινης σχέσης. Για το διαβρωτικά ασίγαστο μίσος στις εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις του 1943-44, το μίσος που διαισθάνεται πως θα εξακολουθεί να πολιορκεί και τη νεοελληνική μεταπολεμική κοινωνία: «Ο Πόλεμος συνεχίστηκε»15 γράφει με απρόσμενη επάρκεια και καθαρότητα στο οριστικό τέλος του μυθιστορήματός του, από τα 1947, αψηφώντας όσες εξουσίες διαβεβαίωναν πως τα κάθε είδους δεινά του τόπου θα τελείωναν κατά την τελευταία απατηλή χρονιά της γερμανικής κατοχής. Ο Κοτζιάς ήταν τότε μόλις 21 χρονών.16

Το χειρόγραφο του 1947 αποτελείται από 229 πυκνογραμμένες (καθαρογραμμένες με μολύβι17 ) σελίδες και εκτείνεται σε δεκαπέντε κεφάλαια. Κεντρική θέση στα κεφάλαια αυτά έχει η δολοφονία του Βασιλάκη Φωκά και οι αμοιβαίες σχέσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στο θύμα και στον θύτη: «Ένιωσε [ο Παπαθανάσης] την επιθυμία να μην ήταν σ’ αυτό το μέρος.[…] Έτσι θα είμαι κι εγώ, σα θα με σκοτώσουν».18 Η αλληλεπίδραση αυτή, που διατρέχει όλο το πεζογραφικό έργο του Κοτζιά, εκφράζεται καθαρότερα στο μυθιστόρημά του Ο γενναίος Τηλέμαχος (1972): «Λοιπόν, αυτός ο μπαγάσας [που σκότωσα] με σκότωσε».19 Από τον φόνο του Φωκά εκκινεί και η απόφαση της Χριστίνας για την αυτοκτονία της στο χειρόγραφο του 1947: «Νυχάκι [του δολοφονημένου Βασιλάκη Φωκά…] γιατί μου το πάτησες […] Ήτανε τόσο αδύνατο […] Αγαπημένο μου… Μικρουλάκι μου… Τι σου κάνανε… Αδυνατούλι που είσαι…».20 Στο ίδιο χειρόγραφο είναι λειτουργικότατο και το ενύπνιο του Παπαθανάση για τη δική του νεκρώσιμο ακολουθία του στο εξωκλήσι του Άη Βασίλη: «Τον ακουμπήσανε στη μέση της εκκλησίας. Η εκκλησία ήτανε ο άη-Βασίλης».21 Επίσης, η κατακρεούργηση του παπαγάλου Billy από τη Μαργαρίτα προκειμένου να εκδικηθεί τον Παπαθανάση: «Πάντως η μοναδική φωνή που θα μπορούσε να ομολογήσει για όλα τούτα [όσα διαδίδονταν σχετικά με το αξιόποινο τυχοδιωκτικό παρελθόν του Παπαθανάση] είναι του Μπίλη. Είναι το μόνο απόκτημα που έφερε ο Παπαθανάσης απ’ τη μακριά του περιπλάνηση. Όταν ξεμπάρκαρε στον Πειραιά, ένα πρωί εδώ και δέκα χρόνια, βαστούσε απ’ τη μια το κλουβί με τον παπαγάλο κι από την άλλη το μπογαλάκι του».22 Βασιλάκης Φωκάς, άη-Βασίλης, Μπίλης... Θάνατος.

Κι ακόμη, στο χειρόγραφο του 1947: Η ενέδρα της Φιλίτσας, κατ’ εντολή του αρραβωνιαστικού της, στον Σαράντη και ο θάνατός του χωρίς να προδώσει τους θύτες του: «Τη σκεφτότανε με αγάπη. Να με αγαπούσε και κείνη τουλάχιστο. Να τόξερα πως μ’ αγαπούσε. Μα τότε; Τι νόημα έχει; ‘‘Καινούργια ζωή’’. Ο Αντώνης θα πρόδωνε και τη μάνα του… ‘‘Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι… Ου γαρ οίδασι…’’ Τρελοί πούν’ οι άνθρωποι μα την αλήθεια.23 Η λαχτάρα του Παπαθανάση για απόδραση στη Βαλτιμόρη: «Εγώ…Εγώ θέλω να πάω στη Βαλτιμόρη. Κι ο Θεοδόσης έγειρε κι ακούμπησε αγκαλιασμένος κοντά του».24 Η σχέση του Θεοδόση με τον γιο του: «Υ.Γ. Σεβαστέ μου πατήρ. Υγιαίνω και είμαι καλά. Το αυτό ποθώ οσαύτως και διά σε. Εμείς εδώ πάνω παίζουμε λαϊκό θέατρο και καραγκιόζη. Εγώ κάνω τον σιορ Διονύσιο και τον Πεπόνια. Σας ασπάζομαι ο υιός σας Αναστάσιος Θ. Δημητρόπουλος».25 Οι συντετριμμένοι γονείς του Βασιλάκη Φωκά: «Βασιλάκη μου… αγόρι μου… παιδί μου… Πώπω Βασίλη μου […] Κακούργε…Καταραμένος…Ανάπαψη να μην έβρεις ώς να σε θάψουν».26 Ο ημεροδείκτης στο καφενείο κι η επενέργειά του στον ψυχισμό του Παπαθανάση: «το ημερολόγιο. Δυο τόπια κασμήρια που ξεδιπλώνανε, έδειχνε η ρεκλάμα, κι από πάνω με χτυπητά κεφαλαία ‘‘Ελληνική Υφαντουργία’’. Αν δεν τους έπιανα εκείνη τη μέρα, σκέφτηκε. Προσπάθησε να μη συλλογίζεται τίποτα».27 Η αντίδραση της Μαργαρίτας στον θάνατο του Γιαννάκη: «Καθώς είχαν αρχίσει ν’ ανεβαίνουν τα δάκρυα στα μάτια της Μαργαρίτας, μπροστά της ξαναπλάστηκε η χτεσινή σκηνή στο υπόγειο. Ένοιωσε τη ζεστασιά των χειλιών του να της ξανανάβει το αίμα και της φάνηκε πως τα χέρια του πασπατεύαν ακόμα βαριά πάνω στο στήθος της. Μια στιγμή βάστηξ’ αυτό. Στ’ αυτιά της αντηχούσε το γέλιο του κρουσταλλένιο, κι ό,τι μεγάλο αποκαλύφτηκε εντός της από ‘‘κείνη την ώρα’’ τανύστηκε σαν φτερούγα πελώρια, κι υψώθηκε σ’ ένα κατακόρυφο πέταγμα».28

Όλα τα παραπάνω επεισόδια και πολλά ακόμη από την επεξεργασία του 1947 περιλαμβάνονται τόσο στην πρώτη όσο και στις επόμενες εκδόσεις της Πολιορκίας. Ένα από εκείνα που δεν διαπιστώνονται στο χειρόγραφο του 1947 είναι η νευρώδης γλώσσα της αφήγησης, η ιδιαίτερη γλώσσα του Κοτζιά, η άμεσα εξαρτημένη από το ήθος των ηρώων του, μια γλώσσα που είναι αναγνωρίσιμη σε όλους τους αναγνώστες του έργου του μετά το 1953. Στο χειρόγραφο του 1947 οι ταγματασφαλίτες του Παπαθανάση εκφράζονται ως μαθητούδια: «Αύριο θα του πετάξω [του Δαμιανού] βαρελότο εγώ, παινεύτηκε ο νεαρός κι έσκασε στα γέλια. Όλοι ξεκαρδιστήκανε […] Δε του ρίχνουμε διαολόσκονη στο φαΐ να νομίζει πως φαρμακώθηκε, πρότεινε ο Θεοδόσης».29 Μετά τη στράτευση (Σεπτέμβριος 1948) του Αλέξανδρου Κοτζιά και την αποστράτευσή του (Απρίλιος1952), η γλώσσα των διωκτών των μπολσεβίκων μεταβάλλεται, καθίσταται ρεαλιστικότερη, σκληρότερη, πειστική (η βιωμένη στρατιωτική εμπειρία γονιμοποιεί το μεταγενέστερο χειρόγραφο του 1953 —αυτό που δόθηκε προς στοιχειοθέτηση για την πρώτη έκδοση της Πολιορκίας— το σωζόμενο επίσης στο αρχείο του).30 Από το χειρόγραφο του 1947 απουσιάζουν επίσης όλες οι διακειμενικές αναφορές, οι γνωστές μας από την Πολιορκία του 1953 και τις μετέπειτα εκδόσεις του μυθιστορήματος: Τον Ηγεμόνα του Νικολό Μακιαβέλι, τον οποίον επικαλείται ο Διευθυντής Μάριος Ισακίδης στην πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος, τον αγοράζει και τον μελετά ο Αλέξανδρος Κοτζιάς στα 1951 (σύμφωνα με το αρχείο του). Ομοίως και το βιβλίο του Joseph Conrand, Heart of Darkness and The secret Sharer, το οποίο λειτουργεί ως εργαλείο για την αποκωδικοποίηση του αμαρτωλού παρελθόντος του Μηνά Παπαθανάση (και όλου του «κλίματος» της Πολιορκίας). Ας σημειωθεί ακόμη ότι στο χειρόγραφο του 1947 δεν έχει διαμορφωθεί λειτουργικά ο ρόλος του συλλογικού αφηγητή του μυθιστορήματος, μολονότι αυτός έχει αρχίσει να εμφανίζεται, να ανιστορεί και να εκφράζει αντίθετο λόγο από νωρίς, από τη σελίδα 37, στην πρώτη ολοκληρωμένη επεξεργασία της Πολιορκίας.31

Ωστόσο, το χειρόγραφο του 1947 αποτελεί τη μήτρα για την έκδοση του 1953. Στις σελίδες του εντοπίζονται όχι μόνο επανερχόμενες διορθώσεις (από το χέρι του Αλέξανδρου και αργότερα της Ελένης Κοτζιά – φθινόπωρο του 1952),32 αλλά και υποδείξεις του συγγραφέα εις εαυτόν για την προσθήκη νέων κεφαλαίων στο ήδη διαμορφωμένο κείμενο.33 Η Πολιορκία τεκμηριώνεται πλέον, από τα ευρήματα στο αρχείο Αλέξανδρου Κοτζιά, ότι χρονολογείται στα 1947 συνεχίζοντας έως σήμερα τη γόνιμη συνομιλία της με τον χρόνο: «Εννοείται ότι δεν είχε σημασία αν το βίωμα ήταν πραγματικό ή όχι. Ήταν, και παραμένει πάντα, αληθινό μέσα στο βιβλίο. Όπως βέβαια, η βασανιστική αϋπνία του Μηνά Παπαθανάση στην Πολιορκία, το πρώτο βιβλίο του Κοτζιά, τυπωμένο το 1953, για το οποίο τόσος λόγος έχει γίνει όλα αυτά τα χρόνια: δείγμα ‘‘μαύρης’’ ή ‘‘αντιδραστικής’’ λογοτεχνίας, για τους κολλημένους αριστερούς, ‘‘προδοσία’’ για τους κολλημένους δεξιούς. Ένα βιβλίο ανοικονόμητο, με άλλα λόγια. Ο Μηνάς Παπαθανάσης, στα μπαρουτοκαπνισμένα αθηναϊκά σοκάκια του 1943-44, στις οδομαχίες των Χιτών και των ΟΠΛΑτζήδων, ο Μηνάς Παπαθανάσης, ο ορισμός του ανθρώπου ‘‘Θα κοιμηθώ όταν πεθάνω’’ είτε διότι αυτός το επέλεξε έτσι είτε διότι έχει πιαστεί, χωρίς να το καταλάβει, στη μέγγενη της Ιστορίας. Θύτης και θύμα […] Ο Κοτζιάς, σε όλο του σχεδόν το έργο […] με μια υπαρξιακή άβυσσο να χάσκει κάτω από τα πόδια και πάνω από τα κεφάλια των ηρώων του, καταδεικνύει και ανατέμνει, δραστικά και με μια σπάνια οξυδέρκεια και ευαισθησία, το διχαστικό αίσθημα ενός έθνους, διαχρονικά και όχι επικαιρικά, αλλά και τον εσώτερο, προσωπικό διχασμό των ηρώων του. ‘‘Στα σφιγμένα χείλια του έβλεπες που μελετούσε σκοτεινές αποφάσεις’’. Θύτες και θύματα όλοι, σε μια στιγμή βαθύτατης κρίσης, συλλογικής και ατομικής. Τι πιο διαχρονικό μα και πιο σύγχρονο από αυτό;»34

Όπως το έχει διατυπώσει η Μάρω Δούκα: «έχω την αίσθηση, σήμερα περισσότερο έντονη παρά από κάθε άλλη φορά, ότι ο νεαρός τότε Αλέξανδρος Κοτζιάς άγγιξε με τα ίδια του τα χέρια, χωρίς να καεί, το ρευστό πύρινο μάγμα εκείνης της εποχής. Μάγμα που όταν πια κρύωσε, αν και σκληρό και πετρώδες, πλάστηκε και ξαναπλάστηκε απ’ τον ίδιο για να μας παραδώσει από βιβλίο σε βιβλίο και από αναζήτηση σε αναζήτηση, αλλά πάντα με τις ίδιες εμμονές, όπως ταιριάζει σ’ έναν κορυφαίο συγγραφέα, αποφλοιωμένη την πεμπτουσία της ανθρώπινης ψυχής και ολόγλυφη την αθέατη πλευρά της νεοελληνικής παθολογίας».35



________________

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

1. Από τη σελίδα 225 του χειρογράφου 1947. Ευχαριστώ την Ελισάβετ και τον Παναγιώτη Κοτζιά για την εμπιστοσύνη τους. Όπως και τους φοιτητές μου στο Τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ με τους οποίους ανακαλύπτουμε (από το 2011 και έως τώρα) την επικαιρότητα που έχει το έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά.
2. Φραντς Κάφκα, Η Δίκη, μετάφραση Αλέξανδρος Κοτζιάς, Γαλαξίας 1961, σ. 138, Κέδρος 1995, σ. 244.
3.
Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Τι μυστηριώδες κουβάρι, ο άνθρωπος», περ. Αντί, τχ. 504, 2 Οκτ.1992, σ. 45.
4.
«Ο Διάλογος. Ο Αλέξ. Κοτζιάς συζητάει με τον Τάσο Γουδέλη», περ. Το Δέντρο, τχ. 31 Δεκ. 1982, σ. 286. Ήθελε πολύ μεγάλη τόλμη για να κατορθώσει ένας δεκαοκτάχρονος νεαρός να συγγράψει μυθιστόρημα με θεματικά και αφηγηματικά συστατικά τη φρικίαση και το δέος από την άλογη βία και την τρομοκρατία του πολύ πρόσφατου 1943-44 αμφισβητώντας την περιγραφική ρηχότητα και τη φλύαρη καλολογία στη νεοελληνική λογοτεχνία. Μυθιστόρημα που δεν θα συνέγραφε αν δεν είχε αρνηθεί από νωρίς παρωχημένα στερεότυπα. Το γνωρίζουμε από ένα νεανικό του διήγημα στο οποίο υπονομεύει καθιερωμένες απόψεις: «Το πιο σπουδαίο είναι η εντύπωση-αυτό που νομίζουμε ότι είναι. Γιατί να χαλάμε την ομορφιά γυρεύοντας την αλήθεια;»: Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Η γυναίκα με τις ψεύτικες χάντρες», περ. Νέος λόγος, τχ. 1, Απρ. 1947, σ. 18.
5.
Ό.π., σημ. 3, σ. 44.
6.
Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία, Αθήνα: Ο Κόσμος 1953, σ. 78-79.
7.
Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία, Κέδρος 1961, σ. 145.
8.
Το πρώτο χειρόγραφο του Εωσφόρου, με τίτλο «Η ιστορία ενός τιποτένιου ανθρώπου» (74 σελίδες), σώζεται στο αρχείο Κοτζιά με την ένδειξη: Απρίλης-Νοέμβρης 1946.
9.
Το πρώτο χειρόγραφο του μυθιστορήματος Μια σκοτεινή υπόθεση που σώζεται στο αρχείο Κοτζιά (σελίδες 70) χρονολογείται: Ιούνιος-Ιούλιος 1948.
10.
Αντρέας Φραγκιάς, «Κοντά στο όριο», στον συλλογικό τόμο Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, Κέδρος 1994, σ. 84.
11.
Σφραγίζοντας με αυτές τις αθεράπευτα τραυματικές εμπειρίες όλη σου τη διαδρομή από την Πολιορκία τού 1953 έως Το Σοκάκι τού 1993 έτσι ώστε όλα σου τα κείμενα να συναρθρώνουν ένα έργο εν προόδω. Το τεκμηριώνουν δύο αποσπάσματα από Το Σοκάκι. Το πρώτο: «η κατάσταση είναι όντως […] απελπιστική! Οι φατρίες πάνω στο πτώμα της Ελλάδος θ’ αλληλοσπαραχθούν» (Αλέξανδρος Κοτζιάς, Τα παιδιά του Κρόνου, φιλολ. επιμ. Μαρία Ρώτα, Πατάκης 2018, σ. 375). Και το δεύτερο: «κάθε γωνιά στον τόπο σου βίαιη διακοπή, από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος η συμφορά της Ιστορίας. Αδιάλειπτη. Παραταύτα, αντέχεις, δε χάνεις την ελπίδα, πολεμάς» (ό.π., σ. 422).
12.
Από τη σελίδα [1] του χειρογράφου 1947. Οι εμμονικοί φόβοι του Παπαθανάση προκαλούνται από το αίσθημα απειλής το καταφανές στη γειτονιά του. Επιδιώκοντας να τους ελέγξει διαπράττει κάθε είδους έγκλημα, χρησιμοποιεί όλα τα μέσα για να εξουδετερώσει τον αόρατο εχθρό, καταλήγοντας να τρομοκρατεί και να βασανίζει αθώους συνανθρώπους του· το μόνο που επιτυγχάνει είναι μια ψευδαίσθηση ασφάλειας· είναι εγκλωβισμένος, πολιορκημένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι, το οποίο έχει μετατρέψει σε φρούριο για να προστατευθεί από τους κινδύνους του έξω κόσμου. Τελικά, διαπράττει μία σειρά από θανάσιμα αμαρτήματα ενάντια στον άνθρωπο, για να απομείνει ασυντρόφευτος σε έναν κόσμο ανεξήγητα εχθρικό που το μόνο που αναγνωρίζει είναι η επίδειξη δύναμης.
13.
Βλ. Αλέξανδρος Κοτζιάς, Αληθομανές χαλκείον. Η ποιητική ενός πεζογράφου, (φιλ. επιμ. Μαρία Ρώτα), Κέδρος 2004, σ. 25: «Η πιο απόκρημνη ανηφοριά είναι απαρεγκλίτως τα πρώτα κεφάλαια. Κυριολεκτικά αποτελούν τα θεμέλια του μυθιστορήματος. Αν αυτά δεν στεριώσουν, αδύνατον να προχωρήσει η δουλειά. Αδιέξοδο. Και καταρρέει η όλη ως τα τότε προσπάθεια. Οφείλεις να ξεκινήσεις πάλι από την αρχή. Δεν υπάρχει σε τούτο εξαίρεση. Πάντοτε έτσι γίνεται. Από την αρχή, λοιπόν! Ξανά και ξανά από την αρχή!».
14.
Βλ. το αφιέρωμα της εκπομπής «Περισκόπιο» στον Κοτζιά: https://archive.ert.gr/69809/ [τελευταία ανάκτηση: 19/4/2023]. Στην Πολιορκία δεσπόζει η εμφύλια τρομοκρατική αναμέτρηση που ξεκινά μέσα στην Κατοχή (και «συνεχίστηκε»). Όμως, ενώ ο πεζογράφος δημιουργεί ένα αφηγηματικό σύμπαν από πολυάριθμους χαρακτήρες δεν αντιπαραβάλει την ομάδα του Παπαθανάση με τους αριστερούς επαναστάτες. Επικεντρώνεται στη μία ομάδα δείχνοντας την ηθική και ψυχική κατάπτωση του ετερόνομου ανθρώπου, του βασανιστή και δολοφόνου, του στερούμενου ηθικών ερεισμάτων όταν βρίσκεται σε οριακές καταστάσεις. Δείχνοντας την καταβύθιση του φανατισμένου ιδεολογικά και αντιφατικού, σε σημείο ανεξήγητο, ανθρώπου στην άβυσσο.
15.
Από τη σελίδα 229 του χειρογράφου 1947.
16.
Κι είχε από τότε αρχίσει να διαμορφώνει τις βασικές αρχές της ποιητικής του: «Ένα από τα πρώτα στοιχεία που γεννιέται όταν αρχίζω να γράφω είναι το τέλος, με τρόπο ώστε να μπορώ να πω ότι το γράψιμο για μένα είναι…ότι έχω μία αρχή και ένα τέλος και το γράψιμο είναι η ανακάλυψη της διαδρομής πώς ξεκινήσαμε από κει και πώς φτάσαμε εκεί που φτάσαμε». Βλ. «‘‘Εύχομαι να πεθάνω σαν τον Μιχαήλ Άγγελο…”, Συζήτηση του Αλέξανδρου Κοτζιά με διδάσκοντες και φοιτητές του Πανεπιστημίου Κρήτης», περ. Σημείο, Λευκωσία, τχ. 1, 1992, σ. 281.
17.
Βλ Αλέξανδρος Κοτζιάς, ««Μόνο εκείνο που εκφράζεται, μόνο εκείνο είναι μέσα στο μυαλό μας…» (συνέντευξη), περ. Διαβάζω, τχ. 28, Φεβρουάριος 1980, σ. 48-49: «Πάντα με το χέρι στην αρχή […] θέλω κάθε τι, έστω και αρχικό, να είναι ως εάν ήταν να πάει στο τυπογραφείο. Η μανία αυτή με κάνει ν’ αρχίζω απ’ την αρχή ν’ αντιγράφω […] Νέα επιφάνεια καθαρή σαν νά’ναι να πάει στο τυπογραφείο, και νέες διορθώσεις με το χέρι, και αυτό συνεχίζεται».
18.
Από τη σελίδα 97 του χειρογράφου 1947.
19. Αλέξανδρος Κοτζιάς, Ο γενναίος Τηλέμαχος, Κέδρος 1972, σ. 167. Επανέρχεται με έμφαση στα «Παιδιά του Κρόνου» (Ιαγουάρος, Το Σοκάκι).
20.
Από τη σελίδα 115 του χειρογράφου 1947.
21.
Από τη σελίδα 141 του χειρογράφου 1947.
22.
Από τη σελίδα 37 του χειρογράφου 1947. Ενώ στη σελίδα 57 διαβάζουμε: «Όταν γύρισε ο Παπαθανάσης τη βρήκε [τη Μαργαρίτα] να τρέχει στους δρόμους αναμαλλιάρα, σέρνοντας τον Μπίλη δεμένο απόνα σπάγκο. Ο παπαγάλος τσίριζε δαιμονισμένα και πίσω τους ένα τσούρμο μαρίδα ακολουθούσε γιουχαΐζοντας. Τη σκότωσε στο ξύλο και της δήλωσε πως αν ξανάπιανε το πουλί θα της τάκοβε τα χέρια. Τον Μπίλη ήτανε καθιερωμένο να τον ταΐζει μόνος του ο Παπαθανάσης και να μην επιτρέπει σε κανένα να πλησιάζει».
23.
Από τη σελίδα 219 του χειρογράφου 1947. Πβ. τη διαβεβαίωση του Κοτζιά ότι ενωμοτάρχης Αντώνης «μπαίνει [στην Πολιορκία] εξαρχής»: Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Μόνο εκείνο που εκφράζεται, μόνο εκείνο είναι μέσα στο μυαλό μας…», ό.π., σημ. 16, σ. 47.
24. Από τη σελίδα 211 του χειρογράφου 1947.
25. Από τη σελίδα 122 του χειρογράφου 1947.
26. Από τη σελίδα 149 του χειρογράφου 1947.

27, Από τη σελίδα 6 του χειρογράφου 1947.

28, Από τη σελίδα 79 του χειρογράφου 1947.

29. Από τη σελίδα 21 του χειρογράφου 1947.

30. Πβ. τις επισημάνσεις του Κοτζιά για το μυθιστόρημα του Παύλου Καλλιγά, Θάνος Βλέκας: «Στο μυθιστόρημα αυτό του 1855, αξιομνημόνευτο σταθμό στην ανέλιξη της νεώτερης πεζογραφίας μας, το αξιοπρόσεκτο […] δεν είναι μόνον ότι οι οργισμένοι διαδηλωτές μιλάνε σαν λόγιοι […], αλλά και το ότι το διαλογικό και το αφηγηματικό μέρος του κειμένου είναι γραμμένα στην ίδια γλώσσα»: Αλέξανδρος Κοτζιάς, Αληθομανές χαλκείον, ό.π., σημ.12, σ. 246. Εξακολουθώ να υποστηρίζω όσα είχα διατυπώσει το 2004 εκδίδοντας το Αληθομανές χαλκείον: Το κριτικό έργο του Κοτζιά συνδέεται άμεσα με την πεζογραφία του, προκύπτει από αυτήν και δημοσιοποιείται με ενάργεια «αφού προηγουμένως έχει ολοκληρωθεί μια διαδικασία υποβολής ερωτημάτων πάνω στο δικό του έργο, αφού έχουν επινοηθεί τεχνικές κι έχουν κατακτηθεί λύσεις» μέσα στα δικά του κείμενα (ό.π., σ. 188).

31. «Εκείνος που αφηγείται εδώ φέρει το προσωπείο του χρονικογράφου, ουσιαστικά είναι ενδοκειμενικό πρόσωπο έστω και αν δεν εμφανίζεται να δρα στο κείμενο. Αυτός βλέπει τα ιστορικά συμβάντα της εποχής του από τη δική του ιδεολογική σκοπιά, μετέχει κατά κάποιο τρόπο στο ιστορικό δράμα γι’ αυτό, καθώς ανιστορεί, διατυπώνει παράλληλα τις πολιτικές πεποιθήσεις του»: Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Κλειδιά της ανάγνωσης», δακτυλόγραφο «Σεμινάρια ΕΣΗΕΑ» (27 Ιαν. και 3 Φεβρ. 1992), Αρχείο Κοτζιά. Πβ: «Στη σύνθεση της Πολιορκίας το ‘‘εμείς’’ ακούγεται ως αντίθετος λόγος και έχει διασπαρεί σε καίρια σημεία. Σήμερα εάν ξανάγραφα το κείμενο ίσως να διαιρούσα το ‘‘εμείς’’ σε διάφορες κατηγορίες φωνών», «Ο Διάλογος. Ο Αλέξ. Κοτζιάς συζητάει με τον Τάσο Γουδέλη», ό.π., σημ. 4, σ. 286.

32. Πβ: Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Μόνο εκείνο που εκφράζεται, μόνο εκείνο είναι μέσα στο μυαλό μας…», ό.π., σημ. 16, σ. 48: «Μόλις τελειώσει οριστικά το πρώτο κεφάλαιο, που δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με το κεφάλαιο που γράφτηκε κατ’ αρχήν, αρχίζω και το διαβάζω στη γυναίκα μου, στο γιο μου, στους φίλους μου. Αυτό με βοηθάει, επειδή τις διορθώσεις τις κάνω δυνατά, να πιάνω τις ακουστικές ποιότητες της γλώσσας».

33. Είναι ενδεικτική η υπόδειξη για την παρεμβολή μιας συζήτησης μεταξύ του γιατρού και του Μηνά Παπαθανάση στη σελίδα 142 του χειρογράφου 1947.
34. Ηλίας Μαγκλίνης, «Ξαναδιαβάζοντας Αλέξανδρο Κοτζιά το 2013», Εφημερίδα των συντακτών, 27 Ιαν. 2013. Πβ. τη συνέντευξη του Αλέξανδρου Κοτζιά στην εφ. Ανένδοτος, 16 Ιαν. 1966: «Εκείνο που στον καθένα μέλλεται αργά ή γρήγορα να το μάθει και να το πάθει, το συνειδητοποίησα έφηβος στα χρόνια της Κατοχής. Συνειδητοποίησα τότε το κακό στην πιο μεγαλειώδη μορφή του: Στον φόβο. Έμαθα το πόσο σαδιστής φονιάς είναι από καταβολής του το δυστυχισμένο και περίφοβο καλάμι – ο άνθρωπος. Αν μάλιστα, κοντά στις θετικές ενέργειες βάλουμε και τις παραλείψεις ή τις κούφιες επιθυμίες του καθενός, θα δούμε πως, τελικά, ο διαχωρισμός ανάμεσα σε θύτες και σε θύματα όχι μόνο καταντάει δυσδιάκριτος, αλλά και χάνει περίπου το νόημά του. Ιδού μια καίρια πλευρά του ανίατου διχασμού μας: Ο εσταυρωμένος Κάιν!».
35. Μάρω Δούκα, «Ο νεαρός Αλέξανδρος Κοτζιάς», περ. Νέα Εστία, τχ. 1859, Οκτώβριος 2013, σ. 357. Στη σελίδα 349 του ίδιου κειμένου διαβάζουμε: «Όταν εκδόθηκε η Πολιορκία ο Κοτζιάς ήταν μόλις είκοσι επτά ετών, και αν λάβουμε υπόψη τον ελάχιστο χρόνο συγγραφής ενός τόσο απαιτητικού μυθιστορήματος, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι από τα είκοσι πέντε ή είκοσι τέσσερα χρόνια του, ή και ακόμη πιο νωρίς, είχε αρχίσει να καταγίνεται μ’ αυτό το εμβληματικό, κατά τη γνώμη μου, μυθιστόρημα».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: