Λογοτεχνική και τηλεοπτική ζωή εν Ελλάδι

Λογοτεχνική και τηλεοπτική ζωή εν Ελλάδι
Μικρό χρονικό σε τρεις πράξεις

Μνήμη Λάκη Παπαστάθη


«Θα σας μιλήσω σήμερα για τη Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι και για την παράξενη μοίρα της. Πρόκειται ένα από τα σημαντικότερα έργα της νεοελληνικής πεζογραφίας και θα μπορούσε να είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των πεζογραφικών πραγμάτων στον τόπο μας, όμως περιορίζεται απλώς να φωτίζει μερικές από τις σκοτεινές πλευρές της λογοτεχνικής ζωής εν Ελλάδι και βεβαίως να μας τέρπει και να μας διδάσκει».

Αλέξανδρος Κοτζιάς, εκπομπή «Παρασκήνιο» (ΕΡΤ 1991)


Με αυτή τη φράση ξεκινούσε το επεισόδιο «Η στρατιωτική και λογοτεχνική ζωή εν Ελλάδι», της ιστορικής εκπομπής Παρασκήνιο της ΕΡΤ, μιας εκπομπής-κιβωτού της μεταπολιτευτικής τέχνης και πολιτισμού. Το Παρασκήνιο οφείλει την ίδρυσή του στον διευθυντή προγράμματος της πρώτης ελεύθερης, δημόσιας τηλεόρασης, τον σκηνοθέτη Ροβήρο Μανθούλη, ο οποίος είχε προσκληθεί αμέσως μετά την πτώση της χούντας, από την κυβέρνηση Καραμανλή για να στελεχώσει την ΕΙΡΤ. Αν και την εποχή εκείνη ξεκινούσε μια πολλά υποσχόμενη σκηνοθετική καριέρα στο Παρίσι, ο Μανθούλης αποδέχτηκε με μεγάλη προθυμία την πρόκληση να επιτελέσει ένα έργο ριψοκίνδυνο και μάλλον άχαρο. Σημειωτέον ότι η ελληνική τηλεόραση είχε ξεκινήσει στη διάρκεια της χούντας, μέσα σε περιβάλλον απόλυτα ελεγχόμενο από τη στρατιωτική ηγεσία της χώρας. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ΄70 λοιπόν γίνονται τα πρώτα βήματα της ελεύθερης τηλεόρασης στην Ελλάδα, εγκαινιάζεται το Ραδιομέγαρο της Αγίας Παρασκευή, δημιουργούνται οι τεχνικές υποδομές για τα πρώτα φορητά βίντεο, προσλαμβάνεται διοικητικό και καλλιτεχνικό προσωπικό, σχεδιάζεται το πρόγραμμα, εκπομπές, εξωτερικές παραγωγές κλπ. Η παρουσία του Ρ. Μανθούλη και άλλων ανθρώπων του πνεύματος και των τεχνών στην ηγεσία της τηλεόρασης, ήταν μια ευτυχής στιγμή. Ο Μανθούλης κάλεσε τότε δύο νεαρούς μικρομηκάδες σκηνοθέτες, τους Λάκη Παπαστάθη και Τάκη Χατζόπουλο και τους ανέθεσε μια εκπομπή λόγου και πολιτισμού, ανάλογη με εκείνες που προβάλλονταν από τη γαλλική τηλεόραση. Κάπως έτσι γεννήθηκε το «Παρασκήνιο». Τις επόμενες δεκαετίες το τηλεοπτικό τοπίο άλλαξε δραματικά, αλλά η εκπομπή εκείνη παρέμεινε μια σταθερή αναφορά του τηλεοπτικού κοινού για σαράντα περίπου χρόνια, αντέχοντας όλους τους στροβιλισμούς που έφεραν οι εκάστοτε ρήξεις, οι μόδες, αλλά και οι ιδιοτροπίες των εποχών και των ανθρώπων της εξουσίας.

Τα πρόσωπα που συνδέθηκαν με το Παρασκήνιο, είτε μπρος είτε πίσω από την κάμερα, είναι αδύνατον να καταμετρηθούν. Ο λόγος και η μορφή τους είναι πολύτιμη παρακαταθήκη για κάθε σπουδαστή ή μελετητή που θα θελήσει να μπει στο Αρχείο της ΕΡΤ και να δει τις ψηφιοποιημένες εκπομπές.

Στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 εντάχθηκα κι εγώ στο δυναμικό της Cinetic, αρχικώς ως βοηθός, κατόπιν ως μοντέρ και τέλος ως σκηνοθέτις. Έχω παρακολουθήσει τα γυρίσματα δύο εκπομπών με τον Αλ. Κοτζιά. Στην μια ήμουν βοηθός του Λάκη Παπαστάθη και στην άλλη ήμουν σκηνοθέτις. Το τρίπτυχο της επαφής μου μ΄ εκείνον ολοκληρώθηκε με τη διασκευή της νουβέλας Ιαγουάρος, της πρώτης μου μεγάλου μήκους ταινίας, που τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1994.

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ: «Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ»
του Αλ. Παπαδιαμάντη (Παρασκήνιο, 1988)

Οι συγγραφείς Γ. Χειμωνάς, Μένης Κουμανταρέας και Αλέξανδρος Κοτζιάς διαβάζουν και αναλύουν το σύντομο διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη «Ο έρωτας στα χιόνια». Η εκπομπή εκείνη προβλήθηκε λίγους μόλις μήνες πριν από την επίσημη αδειοδότηση των δύο πρώτων ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών στην Ελλάδα, του Mega και του Ant1, που έγινε στις 24 Ιουλίου 1989. Ως βοηθός του Λάκη Παπαστάθη, θυμάμαι την ασφυκτική εκείνη περίοδο που συνέπεσε με την είσοδό μου στον τηλεοπτικό πλανήτη. Η ΕΡΤ πιεζόταν από παντού κι επί μακρόν, καθώς η εποχή, τα ιδιωτικά συμφέροντα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι πολιτικοί, οι πολίτες, όλοι απαιτούσαν πιεστικά την κατάργηση των κρατικών μονοπωλίων και την είσοδο των ιδιωτικών κεφαλαίων στον τηλεοπτικό χώρο. Η πίεση δημιούργησε ένα αρνητικό περιβάλλον για τις εκπομπές λόγου και πολιτισμού και σταδιακά οδήγησε στην απαξίωση των τηλεθεατών για ο,τιδήποτε δεν φώναζε, δεν γυάλιζε και δεν διαφήμιζε. Καινούρια «τηλεοπτικά προϊόντα» εμφανίζονται στην αγορά της ψυχαγωγίας και οι τηλεθεατές τα υποδέχονται με ενθουσιασμό. Το τοπίο άλλαξε αστραπιαία και οποιαδήποτε εκπομπή πέραν της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας (μαγκαζίνο, σαπουνόπερες, καθημερινές σειρές) έμοιαζε ξεπερασμένη και πέρασε στα αζήτητα. Εκείνη ήταν νομίζω η πιο δύσκολη περίοδος για το «Παρασκήνιο», που επιβίωσε χάρη στην επιμονή της ΕΡΤ και το πείσμα των δημιουργών της. Έκανα αυτή τη σύντομη σκιαγράφηση του τηλεοπτικού τοπίου της εποχής, για να κατανοήσει ο αναγνώστης την τόλμη που απαιτούσε μια εκπομπή σαν τον «Έρωτα στα χιόνια». Τρεις μεσήλικες συγγραφείς, με παλαιομοδίτικα ρούχα, μνημονεύουν έναν μπεκρή που ξεψύχησε στο κατώφλι μιας πολυλογούς γειτόνισσας το 1896, με μια στατική κάμερα τοποθετημένη σε κλειστό χώρο, επί πενήντα λεπτά. Ήταν μια τηλεοπτική πρόταση καθ΄ όλα «ντεμοντέ» στα 1988. Ένα «τηλεοπτικό προϊόν εκτός τόπου και χρόνου. Προκλητικά αναχρονιστική. Γι΄ αυτό ίσως αποτελούσε και αποτελεί βαρύνουσα τηλεοπτική πρόταση.
Οι λεπτές παρατηρήσεις των τριών συγγραφέων καθιστούν ακόμα και σήμερα, αυτό το πενηντάλεπτο ένα μικρό, τηλεοπτικό διαμάντι, η αξία του οποίου ανεβαίνει με το πέρασμα του χρόνου. Για την νεαρή βοηθό που τη δεκαετία του ΄80 καταβρόχθιζε τόνους λογοτεχνίας, η συνάντηση εκείνη ήταν ένα βίωμα συγκλονιστικό.
Οι τρεις μέγιστοι Έλληνες συγγραφείς ήταν λάτρεις αυτού του μικρού, αριστουργηματικού κειμένου. Και οι τρεις διαβάζουν με τρόπο αισθαντικό, ο καθ΄ ένας με τη δική του στίξη και ζωντάνια, σύντομα αποσπάσματα του διηγήματος. Κι ενώ ξεψαχνίζουν την τέχνη του Σκιαθίτη συγγραφέα αποκαλύπτουν ταυτόχρονα τους δικούς τους προβληματισμούς για την ελληνική λογοτεχνία, για την ελληνική γλώσσα, για το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας. Διαλέγω ένα απόσπασμα που αγαπώ πολύ.
Ο Κοτζιάς βρίσκεται στο σπίτι του, μπροστά στο τζάκι του σαλονιού. Έχει ανοίξει τον τρίτο τόμο από τα Άπαντα Παπαδιαμάντη του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου και συνομιλεί με την κάμερα καθισμένος σε μια χαμηλή πολυθρόνα εποχής. Ανοίγει τη συζήτηση μιλώντας για τον άφταστο τεχνίτη της γλώσσας και φτάνει στην κατακλείδα του διηγήματος για να τεκμηριώσει τα λεγόμενά του. Τα μάτια του πηγαινοέρχονται ζωηρά πίσω από τους φακούς όταν αναρωτιέται «δεν ξέρω για ποιόν λόγο, αυτή η μυστηριώδης λειτουργία που θέτει σε κίνηση μέσα μας η ποίηση, ενεργοποιείται με αυτή τη τελευταία φράση που σφραγίζει και το τέλος του μπαρμπα-Γιαννιού και που με συγκινεί βαθειά όσες φορές και να τη διαβάσω:

Και ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κι εκοιμήθη υπό τη χιόνα, δια να μη παρασταθεί γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου».

Και συνεχίζει ο Κοτζιάς «εδώ ο Παπαδιαμάντης αποδίδει ιδιότητες στο Θείον. Τρεις ιδιότητες. Το Θείον είναι Κριτής, είναι Παλαιός Ημερών και είναι και Τρισάγιος. Αρχίζοντας από την τρίτη, ο Τρισάγιος δεν ανήκει στο χώρο το δικό μας. Είναι του υπερβατικού χώρου. Οι άνθρωποι δεν είναι Τρισάγιοι. Η ιδιότητα αυτή είναι πάνω από μας. Η πρώτη, ο Κριτής μετέχει και στους δύο χώρους. Είναι και ο Παντεπόπτης Κριτής, ο Θεός, αλλά κριτές είναι και οι άνθρωποι. Είναι ένας προσδιορισμός που και τον καταλαβαίνουμε και είναι πέρα από τις αντιληπτικές μας δυνατότητες. Ο ενδιάμεσος προσδιορισμός όμως, ο Παλαιός Ημερών, ανήκει τελείως εις τον δικό μας το χώρο. Ανήκει στο χωροχρόνο μας, στις τρεις διαστάσεις. Είναι ίσως η πιο σεβάσμια δυνατή προσωποποίηση του Θείου, στον δικό μας το χώρο. Έτσι, η κατακλείδα του διηγήματος εμφανίζεται σαν να έχει μια κινητικότητα, σαν να έχει μια κίνηση – αν και δεν θέλω να είμαι βλάσφημος – χορευτική. Είναι σαν από τον υπερβατικό χώρο, κατεβαίνει ο Κριτής στον δικό μας το χώρο, γίνεται δικός μας, γίνεται η πιο σεβάσμια μορφή, και μετά συντελείται κάπως μια «ανάληψη». Ο Τρισάγιος πια, φεύγει στους άλλους κόσμους, έχοντας αναλάβει μαζί τον αμαρτωλό. Αυτό το σημείο του Παπαδιαμάντη, πάντα μου προκαλεί μια από τις βαθιές συγκινήσεις που μου έχει χαρίσει ο μεγάλος αυτός πεζογράφος.
Αυτή η σύντομη, ζωντανή, κριτική ανάγνωση του Αλ. Κοτζιά, ανήκει νομίζω στις πιο σημαντικές στιγμές που μας έχει χαρίσει η ελληνική τηλεόραση.


ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ: «Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΖΩΗ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ»
Ανώνυμου συγγραφέα, (Παρασκήνιο, 1991)

Η δεύτερη συνάντησή μου με τον Αλέξανδρο Κοτζιά έγινε τρία χρόνια αργότερα. Αρχικώς του είχα ζητήσει να κάνουμε μια εκπομπή για Τα παιδιά του Κρόνου, ή για κάποιο από τα βιβλία του. Εκείνος προτίμησε να μιλήσει για ένα θέμα που τον απασχολούσε από πολλά χρόνια.
Καθισμένος στο γραφείο του, μπροστά από τη βιβλιοθήκη, με λευκό πουκάμισο και τα γυαλιά, σήμα κατατεθέν. Έχει απλώσει μπροστά του ένα από τα πρώτα αντίτυπα του βιβλίου, την Ιστορία της Λογοτεχνίας του Κ. Θ. Δημαρά, τον βιβλιογραφικό κατάλογο της Σοφίας Ντενίση, δημοσιεύματα, τις μεταγενέστερες εκδόσεις του Γαλαξία και του Ερμεία, αλλά και κάθε λογής τεκμήριο που θα συμβάλλει στη συγκρότηση μιας προσεκτικά δομημένης άποψης για το κείμενο του άγνωστου συγγραφέα. Προσπερνά γρήγορα τις φιλολογικές λεπτομέρειες για να φτάσει στη φράση που φαίνεται ότι τον βασανίζει. «Το βιβλίο, μετά από την πρώτη του έκδοση, το 1871, χάθηκε από προσώπου γης. Τι έγινε; Κανείς δεν γνωρίζει. Το βιβλίο δεν το έχει δει κανείς ως τα 1949 που ο Κ. Θ. Δημαράς το συμπεριέλαβε στην Ιστορία του, κάνοντας κάποιες βαρυσήμαντες κρίσεις για την αξία του. Ούτε τότε όμως έγινε ο αναμενόμενος πάταγος. Περιφρόνηση. Γιατί;»
Εκατό χρόνια μετά από την πρώτη του έκδοση, το 1970, οι εκδόσεις Γαλαξίας το παρουσιάζουν επιτέλους στο ελληνικό κοινό και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Δεν άργησε να γίνει λήμμα στη Βρετανική Εγκυκλοπαίδεια (ο Κοτζιάς ανήκε στο επιτελείο της), να διδάσκεται σε φιλολογικά τμήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το βιβλίο αιφνιδίως ζωντάνεψε. Μια γενιά το αγάπησε και το διέδωσε στόμα με στόμα και λίγα χρόνια αργότερα εμφανίστηκε και η περίφημη μελέτη του Mario Vitti (1977).

Έχουν περάσει τριάντα δύο χρόνια από τα γυρίσματα εκείνης της εκπομπής. Στην οθόνη του υπολογιστή βλέπω τον Κοτζιά να διαβάζει κάποιο απόσπασμα, προσεκτικά διαλεγμένο, ώστε να μην παραβιάζει τον τηλεοπτικό χρόνο και τη ροή. Διαβάζει, διακόπτει, κάνει σύντομες γέφυρες για τα ενδιάμεσα συμβάντα ώστε να μην χαθεί το νήμα της αφήγησης, ξαναδιαβάζει. Με ζωηράδα, χρωματίζοντας τις λέξεις, τιμώντας τη στίξη, αφήνοντας ένα χαμόγελο εδώ, λίγη αυστηρότητα εκεί, βάζει τα γυαλιά, βγάζει τα γυαλιά, υποδύεται ως ηθοποιός όλους τους ρόλους – κυρίως όμως τον ρόλο του αφηγητή που φαίνεται ότι πολύ τον κάνει κέφι. Κέφι – αυτή είναι η λέξη που αποδίδει επακριβώς το υπόγειο ρεύμα που διαπερνά όλη την εκπομπή. Κέφι για την απλή καθαρεύουσα της αφήγησης, κέφι για την κάμερα, κέφι για την ανάγνωση, κέφι για τον Μπάρμπα-Τζούγκα, τον πιο ολοκληρωμένο, κατά Κοτζιά, χαρακτήρα του πεζογραφήματος. Σ΄ αυτή την επί τροχάδην αφήγηση –να μην ξεχνάμε ότι το φιλμ έτρεχε μέσα στο σασί, αδιαφορώντας για το άγχος του αφηγητή να μην κομπιάσει, να μην παραλείψει, να μην δείξει δισταγμό ή αβεβαιότητα– ο Κοτζιάς επιμένει να συνδέει τη γλαφυρή γλώσσα του αφηγητή με τα δεινά του τόπου, με τη βαρύνουσα σημασία της μαρτυρίας για όσα είδε και κατέγραψε ο στρατιώτης εκείνος, σε μια Ελλάδα που ανηφόριζε ασθμαίνουσα τον κακοτράχαλο δρόμο της συγκρότησής της σε πολιτισμένο κράτος. Όχι τυχαία, η γλώσσα που ο ίδιος χρησιμοποιεί σε όλη την εκπομπή διανθίζεται από λέξεις ανενεργές πια, πλην όμως βιωμένες και γνωστές σε όλους μας, κάπως σαν φόρος τιμής στον άγνωστο συγγραφέα της Στρατιωτικής ζωής, ο οποίος κατάφερε να αποδώσει ολοζώντανα το γλωσσικό ιδίωμα των λαϊκών ηρώων του αφηγήματός του.
Κορυφαία στιγμή του ντοκιμαντέρ η σκηνή κατά την οποία ο Κοτζιάς επισημαίνει τη σημασία μιας παμπάλαιας παράδοσης του λαού μας, όταν βρίσκεται σε πόλεμο, να έρχεται σε μια ιδιότυπη σχέση με τον εχθρό: να μιλάνε, να βρίζονται, να καμαρώνουν, στο κατώφλι του θανάτου. Είναι οι στιχομυθίες ανθρώπων που πρόκειται να σκοτωθούν, πριν από τη μάχη, όπως η περίφημη εκείνη του Καραϊσκάκη που θέλοντας να προσβάλλει τον αντίπαλο τού έδειξε τα οπίσθιά του, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σ΄ εκείνο το σημείο.
Ένα παιχνίδι μοίρας και συμπτώσεων θέλησε η σκηνή εκείνη από τη Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι να είναι επίσης μια από τις πιο όμορφες σκηνές και στην ταινία του Λάκη Παπαστάθη «Ο καιρός των Ελλήνων» (1981). Εκεί, ο καλός σκηνοθέτης, εμπνεόμενος από το συγκεκριμένο απόσπασμα το οποίο αναλύει ο Κοτζιάς στο «Παρασκήνιο», δέκα χρόνια πριν είχε ολοκληρώσει μια από τις πιο δυνατές σκηνές φουστανέλας της ελληνικής φιλμογραφίας, σε μια εμβληματική ταινία που κατάφερε να συνενώσει τη νεοτερικότητα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου με την ελληνικότητα και το δημοτικό τραγούδι.

Σ΄ αυτό το σημείωμα για τον Αλέξανδρο Κοτζιά δεν θα νιώθω ήσυχη αν δεν κάνω μια μικρή παρέκβαση-μνεία στον Κ. Θ. Δημαρά που εμφανίζεται για λίγα λεπτά στην εκπομπή. Πώς όχι; Εκείνος «ανακάλυψε» το μικρό αυτό διαμάντι και μας το παρέδωσε. Επιθυμούσα να τον γνωρίσω από κοντά κι έτσι του ζήτησα να μοιραστεί μαζί μας κάποιες σκέψεις του για το βιβλίο. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που τον συνάντησα. «Εγώ ουσιαστικά κι αν πέρασα από τον 18ο αιώνα, στον 19ο είναι που ερρίζωσα. Αυτό το πνεύμα που ανακάτωνε τον Διαφωτισμό με την ελεύθερη σκέψη, πάρα πολύ με τραβούσε. Ο Ροΐδης κατ΄ εξοχήν. Αυτόν (τον συγγραφέα της Στρατιωτικής ζωής) τον είδα σαν έναν μικρό Ροΐδη. Αλλά από κάποιες πλευρές πιο ελευθερωμένο από τον Ροΐδη. Ο Ροΐδης ήταν υποταγμένος στο πνεύμα. Αυτός δεν ήταν. Ήταν ένας άνθρωπος που έκρινε και μας έδινε την κρίση του. Αληθινά την κρίση του. Όχι τον σαρκασμό του». Ο Κ. Θ. Δημαράς ήταν 87 ετών τότε, φορούσε γαλάζιο κοστούμι κι ένα κόκκινο, σκούρο παπιγιόν που του πήγαινε πολύ. Δεν είμαι βέβαιη, αλλά νομίζω ότι ήταν η τελευταία τηλεοπτική καταγραφή του σπουδαίου διανοούμενου.
Ο Αλ. Κοτζιάς ολοκληρώνει την παρουσίασή του: «Ο συγγραφέας, ύστερα από 80 χρόνια εξαφάνισης κι ύστερα από 40 χρόνια περιφρόνησης, εξακολουθεί να μας είναι άγνωστος».
Κι εδώ, στο τελευταίο δεκάλεπτο της εκπομπής, ο Αλ. Κοτζιάς γίνεται λογοτεχνικός ντεντέκτιβ και προσπαθεί να εξιχνιάσει το μυστήριο της ταυτότητας του ανώνυμου συγγραφέα. Το κριτικό ξεψάχνισμα του βιβλίου δεν φαίνεται να έχει αποφέρει καρπούς. Ίσως η πολυετής «περιφρόνηση» που βρήκε απέναντι να ήταν μοιραία για τον συγγραφέα. Αλλά ο Κοτζιάς δεν το βάζει κάτω, καλεί γενικό προσκλητήριο στους νεότερους μελετητές, δίνει ιδέες σε μελλοντικούς ερευνητές, σίγουρα πάντως δεν τα παρατάει. Ο ανώνυμος συγγραφέας πρέπει να εντοπιστεί πάση θυσία. Το πάθος του σ΄ αυτό το σημείο της εκπομπής είναι εμφανές και συγκινητικό.
Οι Κ. Θ. Δημαράς και Αλ. Κοτζιάς είναι δύο από τα εκατοντάδες πρόσωπα της νεοελληνικής μας γραμματείας που κάποτε συναντήθηκαν σε μια τηλεοπτική εκπομπή, που δεν υπάρχει πια. Μια εποχή μακρινή, μια εκπομπή τολμηρή. Ήταν άνοιξη του 1991. Τον επόμενο χρόνο απεβίωσαν αμφότεροι.


ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ: ΙΑΓΟΥΑΡΟΣ

Χειμώνας 1991, στο κάστρο του Καράμπαμπα, με το συνεργείο του «Παρασκηνίου». Στο διάλειμμα του γυρίσματος μιλήσαμε για την Πολιορκία. Με απασχολούσε ότι εκεί, γύρω στα 1950, ένας 25ντάχρονος ξεκίνησε να γράφει ένα καθόλου νεανικό βιβλίο. Ίσα ίσα, εκείνο το πρώτο του μυθιστόρημα μοιάζει να γράφτηκε από έναν άνθρωπο ψημένο στη ζωή. Ήμασταν όλοι μαζί, η ομάδα του «Παρασκηνίου», όταν μας αφηγήθηκε την ιστορία της νεανικής ασθένειας που τον ταλαιπώρησε για έναν ολόκληρο χρόνο, τον τελευταίο της Κατοχής. Μας περιέγραψε μια δυνατή εικόνα: το φυματικό αγόρι, καθηλωμένο στο κρεβάτι, να παρακολουθεί από το παράθυρό του σκόρπιες εικόνες, σαν φλασιές, σαν μαχαιριές. Τις εικόνες εκείνες προσπάθησε να ανασυνθέσει στην Πολιορκία. Το βίωμά του.
Λίγους μήνες αργότερα, μου έδωσε την άδεια να μεταφέρω τον Ιαγουάρο στον κινηματογράφο. Ήταν η πρώτη μου ταινία μεγάλου μήκους. Φανταζόμουν ένα μπεργκμανικό δράμα δωματίου με φόντο το εμφύλιο σκηνικό του Δεκέμβρη 1944. Το επόμενο καλοκαίρι ο Κοτζιάς έκανε εκείνο το μοιραίο ταξίδι στην Τζια. Δεν πρόλαβε να δει την ταινία που είναι αφιερωμένη στη μνήμη του. Ελπίζω κάποτε να καταφέρω να μεταφέρω την Πολιορκία στον κινηματογράφο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: