Η ανεπαρκής αυτοκριτική της Αριστεράς

Η ανεπαρκής αυτοκριτική της Αριστεράς
( Επ’ αφορμή την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» της Αλκης Ζέη )






Η αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά του Αχιλ­λέα (1988) εί­ναι, εάν δεν απα­τώ­μαι, το μο­να­δι­κό (ή, εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, το πιο γνω­στό και σί­γου­ρα το κα­λύ­τε­ρο) βι­βλίο «για ενή­λι­κες» της Άλ­κης Ζέη (1923-2020), συγ­γρα­φέ­ως η οποία, στην Ελ­λά­δα αλ­λά και διε­θνώς, εί­χε δια­πρέ­ψει στο εί­δος της παι­δι­κής και νε­α­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας.
Η ιδιαί­τε­ρη λοι­πόν θέ­ση του ανά χεί­ρας εντός της όλης φι­λο­λο­γι­κής πα­ρα­γω­γής της Ζέη απε­τέ­λε­σε την βα­σι­κή πα­ρά­με­τρο του σε­βα­στού εν­δια­φέ­ρο­ντος που το μυ­θι­στό­ρη­μα διέ­γει­ρε στις τά­ξεις των ανα­γνω­στών. Ένας δεύ­τε­ρος — ίσως και ση­μα­ντι­κό­τε­ρος ― πα­ρά­γων επι­τυ­χί­ας του υπήρ­ξε η υπό­θε­ση την οποί­αν πραγ­μα­τεύ­ε­ται.

1. Ο λό­γος, ού­τε λί­γο ού­τε πο­λύ, για την πε­ρί­φη­μη «αυ­το­κρι­τι­κή της Αρι­στε­ράς»: ένα θέ­μα εσα­εί επί­και­ρο σε χώ­ρες με βε­βα­ρη­μέ­νο το πα­ρελ­θόν της πα­ρα­τά­ξε­ως και με ελά­χι­στη βού­λη­ση για ανα­σκό­πι­ση και ανα­θε­ώ­ρη­ση αυ­τού. Εν­νοώ βε­βαί­ως και πρω­τί­στως τις δια­θέ­σεις των ντό­πιων θε­σμι­κών — διά­βα­ζε κομ­μα­τι­κών ― κλι­μα­κί­ων της Αρι­στε­ράς.
Την άρ­ση της εκ­κρε­μό­τη­τας ανέ­λα­βε ωστό­σο η Λο­γο­τε­χνία και, ευ­τυ­χώς, το έκα­νε με το απεί­θαρ­χο πνεύ­μα που την χα­ρα­κτη­ρί­ζει, και που τό­σο ύπο­πτη την έχει κα­τα­στή­σει στα μά­τια κά­θε λο­γής ιε­ρα­τεί­ων.

1.1.- Στο ση­μείο αυ­τό, μου φαί­νε­ται σκό­πι­μο να ανοί­ξoυ­με μια πα­ρέν­θε­ση (η οποία ου­δό­λως απο­τε­λεί πα­ρέκ­βα­ση).
Στις χώ­ρες του «υπαρ­κτού» (δι­καί­ως όμως χα­ρα­κτη­ρι­σμέ­νου ανύ­παρ­κτου) σο­σια­λι­σμού, όπου η Αρι­στε­ρά εί­χε γί­νει εξου­σία ― με ό,τι επί­φο­βο αυ­τό συ­νε­πά­γε­ται —, εμ­φα­νί­στη­κε και γνώ­ρι­σε ρα­γδαία ανά­πτυ­ξη η λε­γό­με­νη «λο­γο­τε­χνία των αντι­φρο­νού­ντων»: ένα φι­λο­λο­γι­κό corpus το οποίο πα­ρου­σιά­ζει αρ­κε­τές ομοιό­τη­τες, αλ­λά και ουκ ολί­γες δια­φο­ρές με την αυ­το­κρι­τι­κή της Αρι­στε­ράς.
Και η μεν και η δε ανα­φέ­ρο­νται στην ίδια πε­ρί­που ιστο­ρι­κή πε­ρί­ο­δο, με την τε­ρα­τώ­δη φαι­νο­με­νο­λο­γία της, ενώ, στο βά­θος της ει­κό­νας δια­φαί­νε­ται, πιο αχνό ή πιο ευ­κρι­νές, το φά­σμα της ιδε­ο­λο­γί­ας που την διέ­πει. Αυ­τό εί­ναι άλ­λω­στε και το κρι­τή­ριο που κά­νει την δια­φο­ρά με­τα­ξύ των δύο λο­γο­τε­χνι­κών ει­δών. Η αυ­το­κρι­τι­κή της Αρι­στε­ράς αξιώ­νει οι επι­κρί­σεις της, όσο αυ­στη­ρές κι αν απο­βούν, να πα­ρα­μεί­νουν «εποι­κο­δο­μη­τι­κές», δη­λα­δή να αφή­σουν στο απυ­ρό­βλη­το τα θέ­σφα­τα της αρι­στε­ρής ιδε­ο­λο­γί­ας. Πα­ρό­μοια εκ των έσω, επιει­κής εν τέ­λει προ­σέγ­γι­ση πόρ­ρω απέχ­δει από την συ­στη­μι­κή απο­τί­μη­ση της σχε­τι­κής θε­ω­ρί­ας και πρά­ξε­ως, από σκο­πιάς των αντι­φρο­νού­ντων, η οποία εμ­φα­νί­ζει έναν ισο­λο­γι­σμό εξ ολο­κλή­ρου αρ­νη­τι­κό.
Λυ­δία λί­θος εν προ­κει­μέ­νω εί­ναι ο προ­βλη­μα­τι­σμός γύ­ρω από τα πε­ρί­φη­μα «λά­θη» του σο­σια­λι­σμού. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να: οι δί­κες-θε­ά­μα­τα της Μό­σχας, την δε­κα­ε­τία του 30, το Χο­λο­ντο­μόρ (ο εκ των άνω με­θο­δευ­μέ­νος λι­μός με δια­στά­σεις γε­νο­κτο­νί­ας) στην Ου­κρα­νία, το ασφυ­κτι­κό δί­κτυο στρα­το­πέ­δων εντός του οποιου εί­χε αιχ­μα­λω­τι­στεί ολό­κλη­ρη η σο­βιε­τι­κή κοι­νω­νία κ.λπ. κ.λπ. ― ή, στην Ελ­λά­δα, η εξό­ντω­ση των δια­φω­νού­ντων στις τά­ξεις του ΕΑΜ, οι φο­νι­κές επι­θέ­σεις αυ­τού ενα­ντί­ον «αντα­γω­νι­στι­κών» αντι­στα­σια­κών ορ­γα­νώ­σε­ων, οι ωμό­τη­τες του ΟΠΛΑ στα Δε­κεμ­βρια­νά και τα έκτρο­πα του ΔΣΕ στον Εμ­φύ­λιο, η «Πη­γά­δα του Με­λι­γα­λά», οι εκ­κα­θα­ρί­σεις, τα βα­σα­νι­στή­ρια και οι εκτε­λέ­σεις στα με­τό­πι­σθεν (π.χ. στο αλή­στου μνή­μης Μπούλ­κες), η ολέ­θρια γραμ­μή του «όπλου πα­ρά πό­δα» που επέ­φε­ρε ανε­πα­νόρ­θω­τες ζη­μιές στο ήδη απο­ο­δε­κα­τι­σμέ­νο ΚΚΕ, και στο κλί­μα της οποί­ας έλα­βε επί­σης χώ­ρα η απο­κή­ρυ­ξη, κα­τα­συ­κο­φά­ντη­ση και, ου­σια­στι­κά, πα­ρά­δο­ση στην Αστυ­νο­μία του Νί­κου Πλου­μπί­δη, ο εν­δο­προ­σφυ­γι­κός «μι­νι-εμ­φύ­λιος» στην Τα­σκέν­δη, το 1955· όλα αυ­τά και πολ­λά άλ­λα «ανο­μο­λό­γη­τα» (που ανα­φέ­ρει, υπαι­νίσ­σε­ται ή και απο­σιω­πά η Άλ­κη Ζέη στο βι­βλίο της) υπήρ­ξαν απλές δυ­σλει­τουρ­γί­ες ενός υγειούς κα­τά βά­σιν ορ­γα­νι­σμού, ή ήταν το λο­γι­κό επα­κό­λου­θο και η νο­μο­τε­λεια­κή πραγ­μά­τω­ση της πο­λι­τι­κής φι­λο­σο­φί­ας που για πυ­ρή­να και άξο­να εί­χε την «δι­κτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του» και της κομ­μα­τι­κής «πρω­το­πό­ρί­ας» του;

Η πρώ­τη εκ­δο­χή — με αξιώ­σεις «πο­λι­τι­κώς ορ­θής» απά­ντη­σης ― υπήρ­ξε λί­αν εύ­κο­λο να εκτρα­πεί στην κα­τεύ­θυν­ση μιας εκ του πο­νη­ρού «αυ­το­κρι­τι­κής», όπου η κα­ταγ­γε­λία των «σφαλ­μά­των» του πα­ρελ­θό­ντος θα λει­τουρ­γού­σε εν εί­δει προ­λεί­αν­σης εδά­φους για ένα θριαμ­βευ­τι­κό «νέο ξε­κί­νη­μα». Εί­ναι, λό­γου χά­ριν, ό,τι συ­νέ­βη στην Ρου­μα­νία του Ceaușescu (1965-1989) με τα πά­μπολ­λα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα με θέ­μα την «βα­σα­νι­στι­κή» (έκτη) δε­κα­ε­τία του 20ού αι. (obsedantul deceniu), τα οποία (με τις ευ­λο­γί­ες, βε­βαί­ως, του κα­τε­στη­μέ­νου) αμαύ­ρω­ναν τον πα­λαιάς κο­πής στα­λι­νι­σμό, προ­κει­μέ­νου να εξά­ρουν την (νεο-στα­λι­νι­κή) «χρυ­σή επο­χή» του με­γά­λου Conducător.[1]
Αλ­λά και στις κα­λύ­τε­ρες ακό­μη πε­ρι­πτώ­σεις, όπου δη­λα­δή η αρι­στε­ρή αυ­το-ανά­λυ­ση και απο­τί­μη­ση γί­νο­νται με εντι­μό­τη­τα και ει­λι­κρί­νεια, οι «εὔ φρο­νοῦντες» (les bien pensants) που τις ασκού­σαν θε­ω­ρού­σαν κα­θή­κον τους να τη­ρή­σουν επί του προ­κει­μέ­νου μί­αν «εποι­κο­δο­μη­τι­κή» στά­ση. Για να πει­σθού­με αρ­κεί να αντι­πα­ρα­βά­λου­με, φέ­ρ’ ει­πείν, το κα­θο­λι­κό ηθι­κό κα­τη­γο­ρώ του σο­βιε­τι­κού συ­στή­μα­τος από τον Σολ­ζε­νί­τσιν (στο δι­κό του Αρ­χι­πέ­λα­γος Γκού­λαγκ), προς την δή­θεν «δια­λε­κτι­κή» προ­σέγ­γι­ση ενός επί μέ­ρους επει­σο­δί­ου (των εσω­κομ­μα­τι­κών εκ­κα­θα­ρί­σε­ων επί στα­λι­νι­σμού), που πραγ­μα­τεύ­ε­ται η Ομο­λο­γία του Arthur London: εί­ναι προ­φα­νές ότι, εδώ, η αυ­στη­ρό­τη­τα των κρί­σε­ων με­τριά­ζε­ται από την πλη­θώ­ρα των «ναι μεν αλ­λά», τα οποία προ­βάλ­λει ο ίδιος ο κρι­τής.

             1.2.- Ανά­λο­γην αί­σθη­ση αφή­νει κα­θ’ ημάς η σύ­γκρι­ση ανά­με­σα στην δια­χεί­ρι­ση της σχε­τι­κής θε­μα­το­λο­γί­ας σε πε­ζά αφη­γη­μα­τι­κά έρ­γα και στην δια­βό­η­τη «Ποί­η­ση της ήτ­τας», αντι­στοί­χως. Το φό­ντο επί του οποί­ου προ­βάλ­λει το εντο­νό­τα­το κο­ντράστ των δύο ει­δών λό­γου εί­ναι οι εκα­τέ­ρω­θεν δε­σμοί τους με ένα τρί­το, τον πο­λι­τι­κό: πο­λύ στε­νοί στην πρό­ζα, χα­λα­ρό­τα­τοι — με τά­ση εξά­λει­ψης ― στην ποί­η­ση. Εκ πρώ­της όψε­ως κά­τι τέ­τοιο φα­ντά­ζει λί­αν πα­ρά­δο­ξο, αφού η συ­γκε­κρι­μέ­νη ποι­η­τι­κή τά­ση υπήρ­ξε το πε­δίο της πιο πρώ­ι­μης εκ­δή­λω­σης αυ­το­κρι­τι­κών τά­σε­ων στους κόλ­πους της αρι­στε­ρης ιδε­ο­λο­γί­ας και, γι’ αυ­τόν ακρι­βώς τον λό­γο, περ­νά για κα­τ’ εξο­χήν πο­λι­τι­κο­ποι­η­μέ­νη.
Και όμως...
Όπως εύ­στο­χα επε­σή­μα­νε ο Βύ­ρων Λε­ο­ντά­ρης, τους ποι­η­τές «της ήτ­τας» (Πα­τρί­κιο, Λει­βα­δί­τη, Ανα­γνω­στά­κη, Κω­στα­βά­ρα...) τους «κέρ­δι­σε» η ποί­η­ση ακρι­βώς την στιγ­μή που τους «έχα­νε» η ιδε­ο­λο­γία τους. Ως εκ τού­του, η ρι­ζο­σπα­στι­κή φω­νή τους ακού­στη­κε σε μια γλώσ­σα η οποία — εκου­σί­ως ή ακου­σί­ως ― δεν χω­ρού­σε πια στα κα­λού­πια του πο­λι­τι­κού λό­γου.
Απε­να­ντί­ας, η αντί­στοι­χη πε­ζο­γρα­φία βρέ­θη­κε δέ­σμια αυ­τού, κα­θώς εκα­λεί­το να ανα­πλη­ρώ­σει την απου­σία σο­βα­ρών ιστο­ρι­κών και κοι­νω­νιο­λο­γι­κών με­λε­τών, ή έστω εντί­μων πο­λι­τι­κών ανα­λύ­σε­ων σε ορι­σμέ­να επί­μα­χα θέ­μα­τα και γε­γο­νό­τα.[2] Αντι­μέ­τω­πη με ερω­τή­μα­τα στα οποία η Λο­γο­τε­χνία ού­τε εντε­ταλ­μέ­νη ού­τε αρ­μό­δια ήταν να απα­ντή­σει, δεν εί­ναι να απο­ρεί κα­νείς που η αυ­το­κρι­τι­κή της Αρι­στε­ράς απε­δεί­χθη λί­αν ανε­παρ­κής, τό­σο ως προς τις προ­δια­γρα­φές μιας συ­στη­μι­κής κρι­τι­κής του «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού», όσο και εν σχέ­σει με τις δο­μι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ως εί­δους. Δί­κην «στρα­τευ­μέ­νης» τέ­χνης ― ακό­μη και δυ­σμε­νώς κεί­με­νης ένα­ντι της αρι­στε­ρής ορ­θο­δο­ξί­ας — ήταν φύ­σει αδύ­να­τον να πα­ρα­κάμ­ψει δι­λήμ­μα­τα και αδιέ­ξο­δα της όποιας στρά­τευ­σης, που συ­νο­ψί­ζο­νται στην ευαγ­γε­λι­κή ρή­ση «Οὐδεἰς δύ­να­ται δυ­σί κυ­ρί­οις δου­λεύ­ειν».
Για να την δού­με να υπερ­βαί­νει εαυ­τήν θα χρεια­στεί να πέ­ρι­μέ­νου­με ένα άρ­τιο λο­γο­τέ­χνη­μα όπως το Κι­βώ­τιο, του Άρη Αλε­ξάν­δρου (1975), ικα­νό να εν­στα­λα­ξει στον προ­κεί­με­νον αφη­γη­μα­τι­κόν κύ­κλο την ρι­ζο­σπα­στι­κό­τη­τα που εί­χαν απο­κτή­σει ο λό­γος των αντι­φρο­νού­ντων και η «Ποί­η­ση της ήτ­τας», στην κα­τεύ­θυν­ση της λε­γό­με­νης «αντι­πο­λι­τι­κής».

2. Όσο για το μυ­θι­στο­ρη­μα της Ζέη, αν και με­τα­γε­νέ­στε­ρο του Κι­βω­τί­ου κα­τά μία και πλέ­ον δε­κα­ε­τία, φα­ντά­ζει τυ­πο­λο­γι­κά πα­λαιό­τε­ρο, ξε­πε­ρα­σμέ­νο από πλευ­ράς ήθους και ύφους.

2.1.- Η αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά του Αχιλ­λέα έχει όλες τις χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές αδυ­να­μί­ες της αρι­στε­ρής αυ­το­κρι­τι­κής. Πρω­τί­στως δε, και λί­αν πα­ρα­δό­ξως κα­τά την γνώ­μη μου, ένα τέ­τοιο σύγ­γραμ­μα, κα­τ’ εξο­χήν ρι­ζω­μέ­νο στον πο­λι­τι­κό λό­γο, φα­ντά­ζει ελατ­τω­μα­τι­κό ακρι­βώς από πο­λι­τι­κής σκο­πί­ας.[3]
Η Ζέη φαί­νε­ται να μην έχει αντι­λη­φθεί πως η επι­το­μή της όλης ανω­τέ­ρω προ­βλη­μα­τι­κής εί­ναι — τά­δε έφη ο Milan Kundera ― η υπο­στα­σιο­ποί­η­ση των μη­χα­νι­σμών της τρα­γω­δί­ας στην ζώ­σα ιστο­ρία. Δια­τεί­νε­ται λοι­πόν εν προ­κει­μέ­νω ο αυγ­γρα­φέ­ας της Αβά­στα­χτης ελα­φρό­τη­τας του εί­ναι ότι, ακό­μη και όταν κα­τα­ντούν υπαρ­κτά θύ­μα­τα του (αν)«υπαρ­κτου σο­σια­λι­σμού», οι εθε­λο­τυ­φλού­ντες από αφέ­λεια, άγνοια ή φα­να­τι­σμό δεν παύ­ουν να δια­τε­λούν εντός της λο­γι­κής των θυ­τών τους. Συ­νερ­γοί αυ­τών ― ακού­σιοι, αλ­λά όχι πά­ντα —, για την εξι­λέ­ω­σή τους πο­σώς δεν επαρ­κούν οι άνευ­ρες πα­λι­νω­δί­ες ή η στεί­ρα αυ­το­λύ­πη­ση. Η μό­νη έντι­μη αυ­το­κρι­τι­κή της Αρι­στε­ράς πρέ­πει να κα­τα­λή­ξει σε μί­αν αυ­το-τι­μω­ρία του εί­δους εκεί­νου που ο Οι­δί­πο­δας επέ­βα­λε στον εαυ­τό του άπαξ και απέ­κτη­σε επί­γνω­ση του φο­βε­ρού αμαρ­τή­μα­τος που εί­χε δια­πρά­ξει. Αντ’ αυ­τού, για πα­ρά­δειγ­μα, η πρω­τα­γω­νί­στρια του βι­βλί­ου οι­κτί­ρει αυ­τε­παγ­γέλ­τως (και δη μέ­χρι δα­κρύ­ων) το, αμ­φι­βό­λου ποιό­τη­τας ή και οντό­τη­τας, δρά­μα του «μι­κρ[ού] Ρώ­σο[ου] στρα­τιώ­τη, που τον στεί­λα­νε να πο­δο­πα­τή­σει ξέ­να όνει­ρα». Δεν έχου­με καν να κά­νου­με με υπο­βι­βα­σμό της τρα­γω­δί­ας σε φάρ­σα (φαι­νό­με­νο το οποί­ον ήδη ο Μαρξ εί­χε επι­ση­μά­νει), αλ­λά αυ­τό­χρη­μα με ευ­τε­λι­σμό της σε κιτς.
Βε­βαί­ως, εί­ναι άδι­κο να κα­τα­λο­γί­σει κα­νείς στο ανά χεί­ρας τις εγ­γε­νείς ατέ­λειες της αυ­το­κρι­τι­κής της Αρι­στε­ράς. Εί­ναι όμως και ανα­πό­φευ­κτο. Ας κρα­τή­σου­με ωστό­σο και μί­αν επι­φύ­λα­ξη: πα­ρό­μοιες «εν­στά­σεις» συ­νι­στούν μάλ­λον πε­ρι­γα­φι­κές πα­ρά αξιο­λο­γι­κές κρί­σεις και, ως εκ τού­του, αφο­ρούν όχι τό­σο το έρ­γο ως λο­γο­τέ­χνη­μα, όσο ως δείγ­μα του σχε­τι­κού πο­λι­τι­κού λό­γου.

2.2.- Υπάρ­χει όμως και μια άλ­λη οπτι­κή γω­νία η οποία μας φα­νε­ρώ­νει την Αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά του Αχιλ­λέα να ξε­φεύ­γει από την τρο­χιά εκεί­νου και να ει­σέρ­χε­ται αυ­τό­νο­μα στην επι­κρά­τεια του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος.
Πρό­κει­ται για την προ­ο­πτι­κή του σώ­μα­τος, με τα, συ­νει­δη­τά και μη, πα­ρα­κο­λου­θή­μα­τα αυ­τής στον χώ­ρο της ψυ­χής: ευαι­σθη­σία, συ­γκί­νη­ση, συ­ναί­σθη­μα κ.ο.κ. Ανα­κα­λύ­πτου­με λοι­πόν ότι ένας μεί­ζων στό­χος της συγ­γρα­φέ­ως, τό­σο από αι­σθη­τι­κής όσο και από ηθι­κής από­ψε­ως, εί­ναι η από­δο­ση δι­καιο­σύ­νης σ’ αυ­τήν ακρι­βώς την τά­ξη πραγ­μά­των, που η κομ­μα­τι­κή νο­ο­τρο­πία εί­χε επί μα­κρόν απα­ξιώ­σει, όταν δεν την κα­τέ­στει­λε κιό­λας με σε­μνό­τυ­φο μέ­νος που­ρι­τα­νι­κού ιε­ρα­τεί­ου.
Πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, στο μυ­θι­στό­ρη­μα ανα­φέ­ρε­ται διε­ξο­δι­κά η πε­ρί­πτω­ση ενός Έλ­λη­να καλ­λι­τέ­χνη εγκα­τε­στη­μέ­νου στο Πα­ρί­σι, ο οποί­ος εγκα­τα­λεί­πει την κα­ριέ­ρα του και κα­τε­βαί­νει στην Ελ­λά­δα να κα­τα­τα­γεί στον Δη­μο­κρα­τι­κό Στρα­τό, όχι τό­σο από ισχυ­ρά ιδε­ο­λο­γι­κά κί­νη­τρα, όσο για να βρί­σκε­ται κο­ντά στην αγα­πη­μέ­νη του. Η συ­μπά­θεια και εν­συ­ναί­σθη­ση (empathy, Einfühlung) με την οποί­αν η συγ­γρα­φέ­ας πα­ρου­σιά­ζει το εν λό­γω επει­σό­διο δη­λώ­νει εμ­μέ­σως πλην σα­φώς ότι του βρί­σκει μί­αν αν­θρώ­πι­νη αλή­θεια απεί­ρως ανω­τέ­ρας τά­ξε­ως από τις μο­νο­λι­θι­κές επι­λο­γές και τα «ηρω­ι­κά» ― δη­λα­δή εξω­πραγ­μα­τι­κά έως απάν­θρω­πα — αί­τια στα οποία υπα­κού­ει οποιοσ­δή­πο­τε «κα­πε­τά­νιος» ή aparatchik. Πα­ρο­μοί­ως, ο δια­κα­ής πό­θος της πρω­τα­γω­νί­στριας για ολο­κλή­ρω­ση της θη­λυ­κό­τη­τάς της, για ομορ­φιά και κομ­ψό­τη­τα, για ηδο­νή και έρω­τα, την φέ­ρουν αντι­μέ­τω­πη, μέ­χρι συ­γκρού­σε­ως, με την, επι­κρα­τού­σα στις τά­ξεις της Αρι­στε­ράς, «ηρω­ι­κή» αλ­λο­τρί­ω­ση.

2.3. Η προ­ο­πτι­κή του σώ­μα­τος συ­γκρο­τεί­ται και αυ­τή σε λό­γο, με δια­φο­ρε­τι­κή όμως φο­ρά και εκ­φο­ρά δια­κρι­τή από του πο­λι­τι­κού. Ανα­φύ­ε­ται δε, στους κόλ­πους των αφη­γη­μα­τι­κών λει­τουρ­γιών, μέ­σα από την αντι­πα­ρά­θε­ση δύο συ­ντε­ταγ­μέ­νων οι οποί­ες προσ­διο­ρί­ζουν την ηρω­ί­δα (ακό­μη και ονο­μα­στι­κά): αφ’ ενός μεν ως Ελε­νη, «αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά του Αχιλ­λέα», αφ’ ετέ­ρου δε ως Δαφ­νη, το «κο­ρί­τσι με τον πυ­ρά­καν­θο». Ο συ­σχε­τι­σμός με­τα­ξύ αυ­τών εί­ναι, κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα, αρ­χε­τυ­πι­κής φύ­σε­ως, ενώ η διά­δρα­σή τους θυ­μί­ζει τις διερ­γα­σιές «εξα­το­μί­κευ­σης» (Individuationsprozess) στην ανα­λυ­τι­κή ψυ­χο­λο­γία του C. G. Jung.

                 2.3.1.- Στην πρώ­τη λοι­πόν διά­στα­ση, η ταυ­τό­τη­τα και υπό­στα­ση της ηρω­ί­δας κα­θο­ρί­ζο­νται από τις ανά­γκες της δια­προ­σω­πι­κής συ­να­να­στρο­φής, κα­λύ­πτο­ντας αμοι­βαία ζη­τού­με­να και προσ­δο­κί­ες. Κά­τι τέ­τοιο πα­ρα­πέ­μπει στο αρ­χέ­τυ­πο της Persona το οποί­ον, ως γνω­στό, παί­ζει ρό­λο κοι­νω­νι­κού «προ­σω­πεί­ου» του ατό­μου. Κα­τά συ­νέ­πεια, εξη­γεί ο Jung, το εν λό­γω ψυ­χι­κό κλι­μά­κιο «δεν εί­ναι εκεί­νο που όντως εί­μα­στε, αλ­λά αυ­τό που εμείς, ή οι άλ­λοι, πι­στεύ­ου­με πως εί­μα­στε». Όπερ ισχύ­ει και για την «περ­σο­νι­κή» Ελέ­νη, που φα­ντά­ζει πλή­ρης κομ­μα­τι­κών αρε­τών και πα­ντε­λώς κε­νή δι­κού της πε­ριε­χο­μέ­νου. Έτσι την βλέ­πουν και την θέ­λουν οι «σύ­ντρο­φοι» και «συ­να­γω­νι­στές» της (πρω­τί­στως δε ο Αχιλ­λέ­ας), αλ­λά και η ίδια, στο μέ­τρο που ταυ­τί­ζε­ται με εκεί­νους.

                 2.3.2.- Η δεύ­τε­ρη διά­στα­ση της πρω­τα­γω­νί­στριας δεν έχει κά­ποιο απο­κρυ­σταλ­λω­μέ­νο σχή­μα· πιο πο­λύ μοιά­ζει με ένα εν εξε­λί­ξει σχέ­διο. Η γιου­γκι­κή ψυ­χα­νά­λυ­ση το ονο­μά­ζει «Εαυ­τό» (das Selbst) και το πα­ρου­σιά­ζει ως τον κα­τ’ εξο­χήν στό­χο της «εξα­το­μί­κευ­σης» που, ας το θυ­μη­θού­με, ση­μαί­νει την αρ­μο­νι­κή εν­σω­μά­τω­ση των φω­τει­νών και των σκο­τει­νών συ­στα­τι­κών του εσώ­τε­ρου εί­ναι μας. Το κτί­σι­μο πα­ρό­μοιας ολο­κλη­ρω­μέ­νης προ­σω­πι­κό­τη­τας εί­ναι για το άτο­μο μια διά βί­ου απο­στο­λή· έχει δια­δρα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα και εκ­κι­νεί στο επί­πε­δο της Persona. Στις δια­δρο­μές της «εξα­το­μί­κευ­σης», η απο­κλει­στι­κά δη­μό­σια πλευ­ρά του ατό­μου — η μά­σκα που έχει γί­νει ένα με το πρό­σω­πό του ― συ­να­ντά και αντι­με­τω­πί­ζει το αντί­πα­λο δέ­ος αυ­τής, του­τέ­στιν τον Ίσκιο (der Schatten): από­κρυ­φη και ανο­μο­λό­γη­τη λει­τουρ­γία του ψυ­χι­κού μη­χα­νι­σμού.
Στο ψυ­χό­δρα­μα που σκη­νο­θε­τεί η Ζέη στο βι­βλίο της, τον Ίσκιο υπο­δύ­ε­ται η Δάφ­νη ως «κο­ρί­τσι με τον πυ­ρά­καν­θο»: μο­ντέ­λο του ζω­γρά­φου που την ερω­τεύ­τη­κε και την ανέ­πλα­σε σε έρ­γο τέ­χνης, και με τον οποί­ον ενε­πλά­κη ερω­τι­κά η ίδια. Από σκο­πιάς «πο­λι­τι­κής ορ­θό­τη­τας», ο σχε­τι­κός ρό­λος ελέγ­χε­ται αρ­νη­τι­κός· αν μη τι άλ­λο, επει­δή ο Ίσκιος ομι­λεί την γλώσ­σα του σώ­μα­τος, επ’ ου­δε­νί της ιδε­ο­λο­γί­ας. Η δε «ερ­μη­νεύ­τρια» αυ­τού, γυρ­νώ­ντας τις πλά­τες στον «επα­να­στα­τι­κό» ασκη­τι­σμό, εν­δί­δει στην γοη­τεία της τέ­χνης και τεί­νει ευ­ή­κο­ον ους στα κε­λεύ­σμα­τα της ηδο­νής.[4]

                2.3.4.- Κα­θώς η Persona και ο Ίσκιος ψά­χνουν να βρουν στους κόλ­πους του Εαυ­τού μία σχε­δόν αδύ­να­τη σύ­γκλι­ση με­τα­ξύ τους, ή κά­ποιο προ­σω­ρι­νό, έστω, modus vivendi, έρ­χο­νται σε διά­δρα­ση με ένα ακό­μη αρ­χέ­τυ­πο. Ο λό­γος για το δι­φυ­ές Animus / Anima το οποίο, εντός δε­δο­μέ­νου (αρ­σε­νι­κού ή θη­λυ­κού) γε­νο­τύ­που, φέ­ρει τα τυ­πο­λο­γι­κά και λει­τουρ­γι­κά γνω­ρί­σμα­τα του αντι­θέ­του φύ­λου. Συ­γκε­κρι­μέ­να, ο Animus έι­ναι το αν­δρι­κό συ­μπλή­ρω­μα της γυ­ναι­κεί­ας προ­σω­πι­κό­τη­τας, ενώ η Anima απο­τε­λεί την αντι­στρό­φως ανά­λο­γη συ­νι­στώ­σα της αρ­ρε­νω­πής. Πα­ρό­μοια διτ­τη πα­ρά­με­τρος χρή­ζει άκρως λε­πτών χει­ρι­σμών κα­τά την «εξα­το­μί­κευ­ση», αφού η ανε­ξέ­λεγ­κτη ενερ­γο­ποί­η­σή της μπο­ρεί να οδη­γή­σει σε ηθι­κά και ψυ­χο­λο­γι­κά εκτρώ­μα­τα.[5]
Αυ­τόν τον κίν­δυ­νο δια­τρέ­χει (και σ’ αυ­τόν αν­θί­στα­ται) η Ελέ­νη / Δάφ­νη. Ένας φα­σμα­τι­κός Αχιλ­λέ­ας, εμ­φυ­τευ­μέ­νος μέ­σα της δι’ «εν­δο­βο­λής» (intrοjection), ασκεί κη­δε­μο­νία επί της ηρω­ί­δας, εν εί­δει κομ­μα­τι­κού Animus (που ελά­χι­στα δια­φέ­ρει από το φρο­ϋ­δι­κό Υπε­ρε­γώ). Με την σει­ρά της, εκεί­νη θα κα­τα­λά­βει την ανά­λο­γη — πλην απεί­ρως πιο ανί­σχυ­ρη ― θέ­ση της Anima του αρ­ρα­βω­νια­στι­κού της. Το απο­τέ­λε­σμα εί­ναι ένας sui generis Εαυ­τός στον οποίο συ­γκλί­νουν οι «ανι­μι­κές» υπο­στά­σεις αμ­φό­τε­ρων και όπου λαμ­βά­νει επί­σης χώ­ρα μια ανα­δια­νο­μή ρό­λων εντός του αυ­τού σε­να­ρί­ου. Αφ’ ενός μεν η Αρι­στε­ρά θέ­λει την Ελέ­νη πει­θή­νια Πη­νε­λό­πη, ακο­λου­θώ­ντας τα βή­μα­τα ενός Αχιλ­λέα που δεν κα­τά­φε­ρε να γί­νει Οδυσ­σέ­ας. Αφ’ ετέ­ρου δε, μέ­σα από τον αντί­στρο­φο νό­στο, η ίδια ωρι­μά­ζει και με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε «πο­λύ­τρο­πο γυ­ναί­κα», που όσο πά­ει ξε­μα­κραί­νει από τον πα­ρα­πλα­νη­μέ­νο πλά­νη­τα.
Θα έλε­γε κα­νείς όμως ότι, εφ’ όσον η συ­γκε­κρι­μέ­νη εξέ­λι­ξη έλα­βε χώ­ρα υπό την αι­γί­δα του Animus, η ηρω­ί­δα πα­ρα­μέ­νει σε φά­ση υπο­τα­γής. Ωστό­σο, μια δεύ­τε­ρη μα­τιά θα μας δεί­ξει πως, από το όλο φά­σμα των «ηρω­ι­κών» αξιών που της προ­τεί­νο­νται εκ των άνω, ο Εαυ­τός της Ελέ­νης / Δάφ­νης κρα­τά­ει μό­νον όσες ― πί­στη, αφο­σί­ω­ση, αυ­τα­πάρ­νη­ση — εί­ναι συμ­βα­τές με την λο­γι­κή της αν­θρω­πιάς και της στορ­γής (που διέ­πει τον λό­γο του σώ­μα­τος). Αξί­ες οι οποί­ες, επι­πλέ­ον, στη­ρί­ζουν και τις πρώ­τες χει­ρο­νο­μί­ες αμ­φι­σβή­τη­σης της πο­λι­τι­κής αλ­λο­τρί­ω­σης. Όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, το ξέ­σπα­σμα μιας Ελέ­νης, απηυ­δι­σμέ­νης από την «ξύ­λι­νη γλώσ­σα» του Αχιλ­λέα: «Ή θα μου μι­λάς σαν άντρας μου ή σαν γραμ­μα­τέ­ας του κόμ­μα­τος». Η απά­ντη­σή του εί­ναι βά­ναυ­σα απο­στο­μω­τι­κή: «Το ένα δεν αναι­ρεί το άλ­λο»· πλην όμως η τε­τα­μέ­νη στι­χο­μυ­θία τους δεν λή­γει εδώ. Στον από­η­χό της αρ­χί­ζει και παίρ­νει δια­στά­σεις η απε­λευ­θέ­ρω­ση της πρω­τα­γω­νί­στριας. Όχι όμως τό­σο στο επί­πε­δο της πλο­κής, αλ­λά μάλ­λον μέ­σα από μί­αν ευ­ρύ­τε­ρη ερ­μη­νεία του έρ­γου που, με την σει­ρά της, απο­βλέ­πει στην πλή­ρη απο­δέ­σμευ­ση του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού λό­γου από τον πο­λι­τι­κό, με τρό­πον ανά­λο­γο προς την «Ποί­η­ση της ήτ­τας», η οποία — ας το θυ­μη­θού­με ― απέ­κτη­σε ποι­η­τι­κή υπό­στα­ση απο­βάλ­λο­ντας την ιδε­ο­λο­γι­κή.

3.- Προ­κει­μέ­νου να πε­ρι­γρά­ψου­με την ανά­λο­γη εξέ­λι­ξη στο πε­δίο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, προ­τεί­νω να ξε­κι­νή­σου­με από δύο στοι­χειώ­δεις πα­ρα­δο­χές:

1η: όπως κά­θε λο­γο­τέ­χνη­μα, το μυ­θι­στό­ρη­μα εντάσ­σε­ται και εκ­κι­νεί από τον χώ­ρο της Γλώσ­σας· και
2η: η όποια Γλώσ­σα απαρ­τί­ζε­ται από ένα λε­ξι­λό­γιο και μία γραμ­μα­τι­κή.

3.1.- Το πρώ­το εμπε­ριέ­χει μύ­θους, αρ­χέ­τυ­πα και σύμ­βο­λα, αφη­γη­μα­τι­κά και δρα­μα­τι­κά λι­μπρέ­τα κ.λπ. — κο­ντο­λο­γίς όλα τα στοι­χεία εκεί­να τα οποία εξα­σφα­λί­ζουν και εγ­γυώ­νται την δια­χρο­νι­κή δια­κει­με­νι­κό­τη­τά της Λο­γο­τε­χνί­ας.
Λό­γου χά­ριν, με κά­ποια δό­ση χιού­μορ και ελά­χι­στη δι­δα­κτι­κή υπερ­βο­λή, θα μπο­ρού­σε να υπο­στη­ρι­χθεί ότι, στο επί­πε­δο αυ­τό, η αντι­στι­κτι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα της «αρ­ρα­βω­νια­στι­κιάς του Αχιλ­λέα» ου­δό­λως θα ξέ­νι­ζε εν μέ­σω χα­ρα­κτή­ρων με που­δρα­ρι­σμέ­νες πε­ρού­κες και δα­ντέ­λες, του γαλ­λι­κού θε­ά­τρου του 17ου αι.· τα δε ηθι­κά δι­λήμ­μα­τα τής Ελέ­νης / Δάφ­νης (αμ­φι­τα­λά­ντευ­ση ανά­με­σα στις επι­τα­γές της ιδε­ο­λο­γί­ας και το δέ­λε­αρ της ηδο­νής) ολί­γι­στα δια­φέ­ρουν από επι­λο­γές τύ­που amour / devoir ή raison / passion, που έχουν να αντι­με­τω­πί­σουν οι ηρω­ί­δες του Ρα­κί­να. Την δια­φο­ρά, όση υπάρ­χει, την κά­νει ο βα­σι­κός «γραμ­μα­τι­κός» κα­νό­νας που διέ­πει τα δια­κει­με­νι­κά παι­γνί­δια στην Λο­γο­τε­χνία. Θα τον ονό­μα­ζα αρ­χή της ει­ρω­νι­κής ανα­στρο­φής και θα πε­ριέ­γρα­φα την λει­τουρ­γία του ως εξής: «σε ταυ­τό­ση­μο μύ­θο, ανά­πο­δο επι­μύ­θιο». Έτσι λοι­πόν, το συ­μπέ­ρα­σμα που η πρω­τα­γω­νί­στρια της Ζέη συ­νά­γει από τα πα­θή­μα­τά της, και το κά­νει κιό­λας κα­νό­να ζω­ής (κά­τι που δεν τόλ­μη­σαν οι πε­ρι­πα­θείς ήρω­ί­δες του κλα­σι­κού δρά­μα­τος[6]) εί­ναι ότι η λο­γι­κή του κα­θή­κο­ντος, ει­δι­κά του πο­λι­τι­κού, κα­τα­λή­γει πα­ρά­λο­γη μπρο­στά σ’ εκεί­νη του πά­θους, αφού το επι­τα­κτι­κό­τε­ρο κα­θή­κον του ατό­μου αφο­ρά τον Έρω­τα.

3.2.- Ας επι­θε­ω­ρή­σου­με τώ­ρα την λει­τουρ­γία του «γραμ­μα­τι­κού» αυ­τού κα­νό­να σε διά­δρα­ση με σύμ­βο­λα, ού­τως ει­πείν κα­τ’ εξο­χήν μυ­θι­κά, κα­θ’ ότι με προ­έ­λευ­ση την αρ­χαία μυ­θο­λο­γία.
Η ει­ρω­νι­κή ανα­στρο­φή γί­νε­ται εμ­φα­νής, κα­τ’ αρ­χάς, στο επί­πε­δο των ονο­μά­των και/ή ρό­λων των ηρώ­ων. Έτσι λοι­πόν, ή Ελέ­νη― το sex symbol δι’ αντο­νο­μα­σί­ας στην αρ­χαία πα­ρά­δο­ση — εί­ναι εκεί­νη που, στο βι­βλίο της Ζέη, πα­ρα­μέ­νει εν πολ­λοίς ανέ­ρα­στη· ενώ η Δάφ­νη― δει­λή νύμ­φη η οποία με­τα­μορ­φώ­θη­κε σε δέ­ντρο. προ­κει­μέ­νου νά ξε­φύ­γει από την κα­τα­δί­ω­ξη του λά­γνου Απόλ­λω­να ―. εδώ, απε­να­ντί­ας, επι­ζη­τά επί­μο­να την ηδο­νή.
Ο δε Αχιλ­λέ­ας — ο, κα­τά την ομη­ρι­κή πα­ρά­δο­ση, ὠκύ­πους ή πό­δας τα­χύς — στο μυ­θι­στό­ρη­μα κα­θί­στα­ται, από πλεί­στες όσες από­ψεις (πο­λι­τι­κή, ηθι­κή, υπαρ­ξια­κή...) η μη πε­ραι­τέ­ρω εν­σάρ­κω­ση της αδρά­νειας και της ακι­νη­σί­ας: πλή­ρως απο­λι­θω­μέ­νος, ώσπερ προ­α­ναγ­γελ­θείς αν­δριά­ντας.
Τέ­λος, όπως ανέ­φε­ρα πα­ρε­μπι­πτό­ντως και προη­γου­μέ­νως, ανα­στρέ­φε­ται επί­σης το μυ­θι­κό θέ­μα του νό­στου και δη πολ­λα­πλώς:

Αντι­στρο­φή ρό­λων: Ενερ­γός πα­ρά­γων απο­βαί­νει η Ελέ­νη, σαν Πη­νε­λό­πη, αφού δεν πε­ρι­μέ­νει αλ­λά ανα­ζη­τά η ίδια τον «αρ­ρα­βω­νια­στι­κό» της.
Αντι­στρο­φή πο­ρεί­ας: Ητ­τη­μέ­νος, όχι νι­κη­τής, ο πο­λε­μι­στής δεν επι­στρέ­φει στην πα­τρί­δα, αλ­λά τρέ­πε­ται σε φυ­γή.
― Τέ­λος, το «ανά­πο­δο» επι­μύ­θιο έχο­ντας για φό­ντο την κα­βα­φι­κή εκ­δο­χή του νό­στου. Συ­γκε­κρι­μέ­να, ο Αχιλ­λέ­ας δεν εί­ναι άμοι­ρος κά­ποιας ικα­νο­ποί­η­σης, αφού οι πο­λι­τι­κές αντι­ξο­ό­τη­τες κι απο­τυ­χί­ες τον έχουν οδη­γή­σει, πα­ρά ταύ­τα, στην Ιθά­κη της Ιδε­ο­λο­γί­ας του. Το ίδιο θα λέ­γα­με και για την χει­ρα­φε­τη­μέ­νη «Πη­νε­λό­πη», αλ­λά για αντί­στρο­φους λό­γους: από πα­ρό­μοιες εμπει­ρί­ες, έμα­θε «τι ση­μαί­νουν» οι Ιθά­κες του ανύ­παρ­κτου «υπαρ­κτού».

4. Δί­κην πο­λύ υπο­κει­με­νι­κού συ­μπε­ρά­σμα­τος, θα έλε­γα εν κα­τα­κλεί­δι ότι, σα­ρά­ντα σχε­δόν χρό­νια από την παρ­θε­νι­κή του έκ­δο­ση, το μεί­ζον ελάτ­τω­μα του έρ­γου της Ζέη εξα­κο­λου­θεί να εί­ναι η ανε­παρ­κής αυ­το­κρι­τι­κή της Αρι­στε­ράς.
Ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα. Πε­ριο­ρί­ζο­ντας εαυ­τήν στην «εποι­κο­δο­μη­τι­κή» κρι­τι­κή της σχε­τι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας και δι­στά­ζο­ντας να προ­χω­ρή­σει στην συ­στη­μι­κή απο­δό­μη­σή αυ­τής (όπως οι αντι­φρο­νού­ντες επί (αν)«υπαρ­κτού»), η συγ­γρα­φέ­ας της Αρ­ρα­βω­νια­στι­κιάς του Αχιλ­λέα δεν κα­τά­φε­ρε, κα­τά την αντί­λη­ψή μου, να ενερ­γο­ποι­ή­σει κα­ταλ­λή­λως ού­τε τους τρό­πους και τα τε­χνά­σμα­τα που θα οδη­γού­σαν στην ευ­κτέα απο­δέ­σμευ­ση του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού λό­γου από τον πο­λι­τι­κό. Και εί­ναι κρί­μα, διό­τι τα εν λό­γω στοι­χεία πράγ­μα­τι υπάρ­χουν στις σε­λί­δες του βι­βλί­ου. Ιδού για­τί, στην ανά­λυ­σή μου, προ­σπά­θη­σα — και δεν το με­τα­νιώ­νω ― να τους προσ­δώ­σω ένα ει­δι­κό βά­ρος ίσως με­γα­λύ­τε­ρο απ’ αυ­τό που όντως εί­χαν.
Πέ­ραν όμως τέ­τοιων ερ­μη­νευ­τι­κών το­πο­θε­τή­σε­ων (οι οποί­ες μάλ­λον εμπί­πτουν στην σφαί­ρα του contrafactual: «Και αν τα πράγ­μα­τα δεν εί­χαν όπως έχουν ;»), μας μέ­νει η προ­σω­πι­κή μαρ­τυ­ρία για τις προ­σπά­θειες χει­ρα­φέ­τη­σης μιας γυ­ναί­κας που ο αυ­θε­ντι­κός εαυ­τός της εί­χε αλ­λοιω­θεί από απάν­θρω­πες ιδε­ο­λο­γι­κές επι­βο­λές.

Η ιστο­ρία του σκλη­ρού αγώ­να και της, έστω και με­ρι­κής, νί­κης της αξί­ζουν κά­θε συ­μπά­θειά μας.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: