Ανεπούλωτες πληγές


Ανεπούλωτες πληγές

 

1. …για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη

___________

Δη­μή­τρη Ραυ­τό­που­λου: Εμ­φύ­λιος και λο­γο­τε­χνία, Εκδ. Πα­τά­κη 2012

 

Αναμ­φί­βο­λα, ο Δη­μή­τρης Ραυ­τό­που­λος εί­ναι ένας από τους λι­γο­στούς επαρ­κείς κρι­τι­κούς που απο­μέ­νουν σή­με­ρα, όχι μό­νο στην Ελ­λά­δα, αλ­λά (φευ!) και σε ευ­ρύ­τε­ρα μή­κη και πλά­τη της πνευ­μα­τι­κής οι­κου­μέ­νης. Ανή­κει, δη­λα­δή, στο σπά­νιο πια εί­δος ανα­γνω­στών οι οποί­οι μπο­ρούν να «πα­ντρέ­ψουν» αβί­α­στα τη συ­στη­μα­τι­κή προ­σέγ­γι­ση του «επαγ­γελ­μα­τία» με την ηδο­νι­κή τοιαύ­τη του dilettante, μια στι­βα­ρή γραμ­μα­το­λο­γι­κή συ­γκρό­τη­ση με την ανά­λα­φρη ετοι­μό­τη­τα της «κρι­τι­κής υπο­δο­χής» (critique d’accueil), το ανα­λυ­τι­κό βά­δην που σπεύ­δει βρα­δέ­ως με ακα­ριαία άλ­μα­τα επα­γω­γι­κών συν­θέ­σε­ων.
Χει­ρο­πια­στή από­δει­ξη το τε­λευ­ταίο πό­νη­μά του, ο τί­τλος του οποί­ου, Εμ­φύ­λιος και λο­γο­τε­χνία, επι­δέ­χε­ται δύο συ­μπλη­ρω­μα­τι­κές ερ­μη­νεί­ες. Αφ’ ενός μεν έχου­με να κά­νου­με με μια συλ­λο­γή κρι­τι­κών δο­κι­μί­ων υπο­δο­χής, με κοι­νό πα­ρο­νο­μα­τή την ανα­φο­ρά των σχο­λια­ζο­μέ­νων συγ­γρα­φέ­ων και βι­βλί­ων στον ελ­λη­νι­κό Εμ­φύ­λιο[1]. Αφε­τέ­ρου δε, από την επι­σκό­πη­ση των επι­μέ­ρους πε­ρι­πτώ­σε­ων, ανα­φύ­ε­ται «στην πο­ρεία» η γε­νι­κό­τε­ρη ιδέα και ει­κό­να μιας «γε­νο­λο­γι­κής»[2] κα­τη­γο­ρί­ας· ας την ονο­μά­σου­με Λο­γο­τε­χνία του Εμ­φυ­λί­ου. Η δεύ­τε­ρη αυ­τή εκ­δο­χή αξί­ζει να εξε­τα­στεί ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα.

1Ο όρος γέ­νος προ­έρ­χε­ται από τη Λο­γι­κή, όπου ση­μαί­νει ένα σύ­νο­λο αντι­κει­μέ­νων τα οποία ομα­δο­ποιού­νται βά­σει ορι­σμέ­νων κοι­νών χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών· εντός αυ­τού δια­κρί­νου­με υπο­σύ­νο­λα που ονο­μά­ζο­νται εί­δη, εκ του γε­γο­νό­τος ότι, εκεί, τα γε­νι­κό­τε­ρα κοι­νά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά συ­γκε­κρι­με­νο­ποιού­νται (εάν και εφό­σον υπάρ­χει «ει­δο­ποιός δια­φο­ρά»).[3]
Στην Λο­γο­τε­χνία, τα οι­κεία γέ­νη τυ­πο­ποιούν και κω­δι­κο­ποιούν την στά­ση των δη­μιουρ­γών ένα­ντι του κό­σμου. Η κλα­σι­κή Αρ­χαιό­τη­τα, όπου η κα­τε­ξο­χήν δη­μιουρ­γι­κή στά­ση ήταν η μί­μη­σις, διέ­κρι­νε τα τρία πα­ρα­δο­σια­κά γέ­νη βά­σει του εκά­στο­τε τρό­που ασκή­σε­ως αυ­τής: αδια­με­σο­λά­βη­τα στο λυ­ρι­κό, δια­μέ­σου προ­σώ­πων / «προ­σω­πεί­ων» στο δρα­μα­τι­κό και συν­δυά­ζο­ντας τους δύο προη­γού­με­νους τρό­πους στο επι­κό ή αφη­γη­μα­τι­κό. Η πε­ραι­τέ­ρω εξει­δί­κευ­σή τους στη­ρί­χθη­κε κυ­ρί­ως σε «φορ­μα­λι­στι­κά» κρι­τή­ρια, ανα­δει­κνύ­ο­ντας επι­μέ­ρους υπο­ο­μά­δες, όπως για πα­ρά­δειγ­μα, η ελε­γεία, η ωδή, το χαϊ­κού, το σο­νέ­το… ως εί­δη του λυ­ρι­κού λό­γου· η τρα­γω­δία, η κω­μω­δία, η φάρ­σα, η επι­θε­ώ­ρη­ση ή το σι­νε­μά, στην επι­κρά­τεια του δρα­μα­τι­κού· το ομη­ρι­κό και το με­σαιω­νι­κό έπος, το μυ­θι­στό­ρη­μα, η νου­βέ­λα κ.ο.κ., στον χώ­ρο της αφή­γη­σης.
Η εμ­φα­νής ανο­μοιο­γέ­νεια των πα­ρα­πά­νω κρι­τη­ρί­ων αλ­λά και η μοι­ραία «πρι­μο­δό­τη­σή» τους ένα­ντι άλ­λων δεν άρ­γη­σαν να κα­τα­στή­σουν πα­ρό­μοια αφαι­ρε­τι­κά σχή­μα­τα αρ­κού­ντως αφε­ρέγ­γυα, κυ­ρί­ως επει­δή το εύ­ρος της σφαί­ρας τους πα­ρου­σιά­ζει ανε­ξέ­λεγ­κτες σχε­δόν αυ­ξο­μειώ­σεις. Όπως εύ­στο­χα επι­ση­μαί­νει ο Τσβε­τάν Το­ντό­ρωφ (1968): «Όταν η αφαί­ρε­ση τεί­νει προς το μη­δέν, στο κά­θε λο­γο­τέ­χνη­μα αντι­στοι­χεί από ένα γέ­νος (…) Όταν πά­λι με­γι­στο­ποιεί­ται, τό­τε όλα τα λο­γο­τε­χνή­μα­τα κα­τα­τάσ­σο­νται σε ένα και το αυ­τό γέ­νος».
Κα­τά την γνώ­μη μου, μια ρε­α­λι­στι­κή λύ­ση του λο­γι­κού αυ­τού αδιε­ξό­δου περ­νά από δύο πα­ρα­δο­χές. Η πρώ­τη αφο­ρά τη σχε­τι­κό­τη­τα των τα­ξι­νο­μι­κών κα­τη­γο­ριών, η δεύ­τε­ρη την ερ­γα­λεια­κή χρή­ση τους. Με άλ­λα λό­για, το ζη­τού­με­νο εί­ναι η κα­τά γέ­νη και εί­δη ομα­δο­ποί­η­ση των λο­γο­τε­χνι­κών έρ­γων να μην εκλαμ­βά­νε­ται σώ­νει και κα­λά ως άπαξ δια­πα­ντός δε­δο­μέ­νη, αλ­λά να γί­νε­ται στο­χευ­μέ­νη χρή­ση της, σε συ­νάρ­τη­ση προς συ­γκε­κρι­μέ­νους ερ­μη­νευ­τι­κούς σκο­πούς.
Το πλε­ο­νέ­κτη­μα της «χα­λα­ρής» αυ­τής θε­ω­ρη­τι­κής στά­σης εί­ναι ότι μας επι­τρέ­πει να προ­σφύ­γου­με, κα­τά πε­ρί­πτω­σιν, και σε άλ­λα «γε­νο­λο­γι­κά» κρι­τή­ρια, εκτός των κα­θιε­ρω­μέ­νων στην κλα­σι­κή ρη­το­ρι­κή. Ένα εξ αυ­τών εί­ναι και το, ήδη εν χρή­σει, θε­μα­το­λο­γι­κό κρι­τή­ριο, που δί­δει λο­γα­ρια­σμό, φέ­ρ’ ει­πείν, για την «ερω­τι­κή» και την «δι­δα­κτι­κή» ποί­η­ση, το «πο­λε­μι­κό», το «αστυ­νο­μι­κό» ή το «ιστο­ρι­κό» μυ­θι­στό­ρη­μα, την horror fiction, την comedia de capa y espada (του κλα­σι­κού ισπα­νι­κού θε­ά­τρου) και πά­ει λέ­γο­ντας. Πρό­κει­ται για άτυ­πες ομα­δο­ποι­ή­σεις έρ­γων, τις οποί­ες μπο­ρού­με πλέ­ον και τυ­πι­κά να ανα­γά­γου­με σε γέ­νη και εί­δη.


2Μια τέ­τοια θε­μα­τι­κή ομά­δα με αξιώ­σεις γέ­νους εί­ναι, όπως προ­α­νέ­φε­ρα, η Λο­γο­τε­χνία του Εμ­φυ­λί­ου. Το υλι­κό που ανα­λύ­ει το βι­βλίο του Δ. Ραυ­τό­που­λου αρ­κεί και πο­σο­τι­κά και ποιο­τι­κά για μια πρώ­τη επο­πτεία του «γε­νο­λο­γι­κού» Κα­νό­να.
Ο εν λό­γω Κα­νό­νας έχει δύο σκέ­λη. Το πρώ­το δεν εί­ναι πα­ρά η απλή δια­πί­στω­ση ότι για τον Εμ­φύ­λιο γρά­φτη­κε και γρά­φε­ται από τη σκο­πιά των ητ­τη­μέ­νων. Το δεύ­τε­ρο εμπε­ριέ­χει και έναν «κα­νο­νι­στι­κό» όρο: η προ­κεί­με­νη οπτι­κή γω­νία (πρέ­πει να) εί­ναι αυ­το­κρι­τι­κή.
Ο συ­γκε­κρι­μέ­νος όρος κα­θο­ρί­ζει την «συν­θή­κη» του γέ­νους, από την οποί­αν απορ­ρέ­ουν και οι πε­ριο­ρι­σμοί που εμ­μέ­σως θέ­τει το πρώ­το σκέ­λος. Με άλ­λα λό­για, τα, άμοι­ρα αυ­το­κρι­τι­κής, έρ­γα των νι­κη­τών πα­ρα­μέ­νουν εκ των πραγ­μά­των εκτός «γε­νο­λο­γι­κού» πε­δί­ου.[4] Για τον ίδιο λό­γο, εκτός αυ­τού μέ­νουν επί­σης τό­σο οι θριαμ­βο­λο­γί­ες της Αρι­στε­ράς,[5] όσο και, κυ­ρί­ως, οι με­τέ­πει­τα μαρ­τυ­ρο­λο­γι­κές εμ­μο­νές της. Ο μα­ζο­χι­στι­κός αυ­τός απο­λο­γη­τι­κός λό­γος απο­δει­κνύ­ει ότι, για χρό­νια, γεν­ναία με­ρί­δα της ητ­τη­μέ­νης πα­ρά­τα­ξης «τί­πο­τα δεν εί­χε λη­σμο­νή­σει και τί­πο­τα δι­δα­χτεί» από τη συ­ντρι­βή της (όπως οι αρι­στο­κρά­τες εμι­γκρέ­δες από τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση).
Ο ανα­στο­χα­σμός των ευ­θυ­νών της Αρι­στε­ράς για τον εμ­φύ­λιο σπα­ραγ­μό ξε­κί­νη­σε ερή­μην της κα­θε­στη­κυί­ας αρι­στε­ρής κουλ­τού­ρας, και ενί­ο­τε ενα­ντί­ον αυ­τής. Τον δρο­μο­λό­γη­σαν όμως, διό­λου τυ­χαία, ορι­σμέ­νοι λο­γο­τέ­χνες προ­ερ­χό­με­νοι από την ίδια πα­ρά­τα­ξη. Και πά­λι όχι τυ­χαία, πρό­ταγ­μά τους υπήρ­ξε η χει­ρα­φέ­τη­ση της αι­σθη­τι­κής από τις επι­τα­γές της πο­λι­τι­κής (διά­βα­ζε κομ­μα­τι­κής) ορ­θό­τη­τας. Δια­φω­τι­στι­κή επί του προ­κει­μέ­νου απο­βαί­νει η πε­ρί­πτω­ση του Στρα­τή Τσίρ­κα, ο οποί­ος συ­γκρού­στη­κε ανοι­κτά με τους φο­ρείς της ιδε­ο­λο­γι­κής ορ­θο­δο­ξί­ας (πρβ. σελ. 73 κ.ε.), και η μη συμ­μόρ­φω­σή του με τις «ντι­ρε­κτί­βες» κα­τέ­στη βα­σι­κή πα­ρά­με­τρος της καλ­λι­τε­χνι­κής αρ­τιό­τη­τας των Ακυ­βέρ­νη­των πο­λι­τειών. Δια­φω­τι­στι­κές επί­σης, αλ­λά διά του αντι­θέ­του, εί­ναι οι πε­ρι­πέ­τειες πο­λύ προι­κι­σμέ­νων λο­γο­τε­χνών όπως ο Δη­μή­τρης Χα­τζής και η Μέλ­πω Αξιώ­τη, οι οποί­οι (εν μέ­σω της γε­νι­κευ­μέ­νης, θε­σμι­κής τρο­μο­κρα­τί­ας στις χώ­ρες του «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού») προ­έ­τα­ξαν την κομ­μα­τι­κή πει­θαρ­χία, με απο­τέ­λε­σμα να οδη­γη­θούν σε δη­μιουρ­γι­κή απο­χαύ­νω­ση και εν τέ­λει στη σιω­πή (πρβ. σελ. 55-58). Εύ­στο­χα λοι­πόν πα­ρα­τη­ρού­σε ο Βύ­ρων Λε­ο­ντά­ρης, στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’60 (εγκαι­νιά­ζο­ντας τη συ­ζή­τη­ση γύ­ρω από την «ποί­η­ση της ήτ­τας»), ότι «πολ­λούς ποι­η­τές (…) τους κερ­δί­ζει η ποί­η­ση τη στιγ­μή ακρι­βώς που πά­ει να τους χά­σει η ιδε­ο­λο­γία τους» (εδώ, σελ. 297).[6]
Πέ­ραν του διτ­τού Κα­νό­να του γέ­νους (σκο­πιά των ητ­τη­μέ­νων / αυ­το­κρι­τι­κή της Αρι­στε­ράς), στο βι­βλίο του Δ. Ραυ­τό­που­λου υπάρ­χει, δυ­νά­μει, και μια κα­τα­γρα­φή των ει­δών του. Βε­βαί­ως, το ει­δο­λο­γι­κό αυ­τό το­πίο εί­ναι φύ­σει και θέ­σει ετε­ρο­γε­νές και, όπως προ­α­νέ­φε­ρα, η χαρ­το­γρά­φη­σή του υπά­γε­ται μοι­ραία τό­σο σε θε­μα­τι­κά, όσο και σε μορ­φι­κά κρι­τή­ρια.
Στην επι­κρά­τεια του ποι­η­τι­κού λό­γου, για πα­ρά­δειγ­μα, προ­βάλ­λει μια θε­μα­τι­κή ομά­δα, ασυ­ζη­τη­τί κυ­ρί­αρ­χη, κα­θώς απο­τε­λεί το πιο συ­γκρο­τη­μέ­νο ίσως εί­δος της όλης Λο­γο­τε­χνί­ας του Εμ­φυ­λί­ου· ο λό­γος για την «ποί­η­ση της ήτ­τας». Αντί­θε­τα, στην εκτε­νέ­στε­ρη και ανο­μοιο­γε­νή πε­ριο­χή της πε­ζο­γρα­φί­ας, η κα­τά εί­δη ομα­δο­ποί­η­ση των έρ­γων φα­ντά­ζει σχε­δόν αδύ­να­τη. «Για την τι­μή των όπλων» θα σκια­γρα­φή­σω ωστό­σο μια πο­λύ πρό­χει­ρη τα­ξι­νό­μη­ση του υλι­κού. Δια­κρί­νω λοι­πόν:

– την αυ­το­βιο­γρα­φι­κή μαρ­τυ­ρία του Γ. Μα­νού­σα­κα (σ. 27-46)·[7]
– το, ελά­χι­στα μυ­θο­πλα­στι­κό, «μυ­θι­στό­ρη­μα τεκ­μη­ρί­ων» του Θ. Βαλ­τι­νού, ει­δι­κό­τε­ρα το Ορ­θο­κω­στά (σ. 144-153)·
– τη μα­τιά της Δια­σπο­ράς, στην τρι­λο­γία του Σ. Τσίρ­κα (σ. 59-90)·
– την παι­δι­κή μα­τιά, στα δι­η­γή­μα­τα του Δ. Πε­τσε­τί­δη (σ. 279-295)·
– τις «αλ­λη­γο­ρί­ες του ολο­κλη­ρω­τι­σμού», στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Α. Φρα­γκιά (σ. 91-116)·
– την «πο­λι­τι­κή μα­σκα­ρά­τα», στα Πορ­φυ­ρά γέ­λια του Μ. Φάις (σ. 264-277)[8] και, τέ­λος,
– μια ορια­κή πε­ρί­πτω­ση ταύ­τι­σης έρ­γου και εί­δους: το μο­να­δι­κό και άφτα­στο,[9] το κυ­ριο­λε­κτι­κά sui generis Κι­βώ­τιο του Άρη Αλε­ξάν­δρου (σ. 117-132).

Η διό­λου συ­στη­μα­τι­κή τα­ξι­νό­μη­ση που συ­νά­γε­ται από το ανά χεί­ρας βι­βλίο δεν στε­ρεί­ται, πα­ρα­δό­ξως, συ­στη­μι­κού χα­ρα­κτή­ρος. Ναι μεν τα ad hoc εί­δη της ενί­ο­τε πε­ρι­λαμ­βά­νουν ένα έρ­γο μό­νον και άλ­λο­τε απο­τε­λούν (θα έλε­γαν οι μα­θη­μα­τι­κοί) «κε­νά σύ­νο­λα», ωστό­σο λες και εντάσ­σο­νται σε ένα «πε­ριο­δι­κό» σχή­μα, πα­ρό­μοιο με το γνω­στό εκεί­νο των χη­μι­κών στοι­χεί­ων, όπου, βά­σει της πε­ριο­δι­κό­τη­τας εί­ναι δυ­να­τή η πρό­βλε­ψη όσων δεν έχουν ακό­μη ανα­κα­λυ­φθεί. Ανά­λο­γη «προ­φη­τι­κή» διαί­σθη­ση πρέ­πει να έκα­νε τον Δ. Ραυ­τό­που­λο να κρα­τή­σει μια χη­ρεύ­ου­σα θέ­ση για ένα εί­δος που λαν­θά­νει. Πρό­κει­ται για το μυ­θι­στό­ρη­μα της προ­σφυ­γιάς, το οποίο δεν έγρα­ψαν (δεν πρό­λα­βαν; δεν τόλ­μη­σαν να το γρά­ψουν;) ο Δη­μή­τρης Χα­τζής ή η Μέλ­πω Αξιώ­τη, «οι άρι­στοι».[10]


3Ερευ­νώ­ντας το πε­δίο «Εμ­φύ­λιος και Λο­γο­τε­χνία», ο Δ. Ραυ­τό­που­λος ξε­κί­νη­σε πι­θα­νώς από το αξί­ω­μα ότι υπάρ­χει κά­ποιος συ­σχε­τι­σμός ανά­με­σα σε δύο σει­ρές δε­δο­μέ­νων, η μία ιστο­ρι­κής και η άλ­λη καλ­λι­τε­χνι­κής φύ­σε­ως.
Ποιος όμως και τι εί­δους συ­σχε­τι­σμός; Έχο­ντας ξε­πε­ρά­σει την πα­ρα­δο­σια­κή αι­σθη­τι­κή της μι­μή­σε­ως, δεν έχου­με πλέ­ον την πο­λυ­τέ­λεια να θε­ω­ρού­με, αφε­λώς και αβα­σά­νι­στα, πρω­το­γε­νή την Ιστο­ρία και δευ­τε­ρο­γε­νή την Λο­γο­τε­χνία. Λ.χ. η «γε­νο­λο­γι­κή» κω­δι­κο­ποί­η­ση του corpus που ανα­λύ­ει ο συγ­γρα­φέ­ας ενέ­χει την εναλ­λα­κτι­κή πρό­τα­ση, από μι­μη­τι­κή η αμοι­βαία σχέ­ση των δύο σει­ρών να χα­ρα­κτη­ρι­στεί ως θε­μα­τι­κή: κά­ποια λο­γο­τε­χνή­μα­τα πραγ­μα­τεύ­ο­νται τον Εμ­φύ­λιο, ακρι­βώς όπως κά­ποια άλ­λα κα­τα­πιά­νο­νται με τους οι­κο­γε­νεια­κούς δε­σμούς και το «ερω­τι­κό τρί­γω­νο».
Τι μπο­ρεί όμως να συμ­βεί εάν το δί­δυ­μο «Εμ­φύ­λιος και Λο­γο­τε­χνία» αντι­στρα­φεί και γί­νει «Λο­γο­τε­χνία και Εμ­φύ­λιος»; Εν τοιαύ­τη πε­ρι­πτώ­σει, πι­στεύω πως οι δύο φόρ­μου­λες θα λει­τουρ­γού­σαν συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά. Αυ­τό συ­νε­πά­γε­ται ότι οφεί­λου­με διε­ρευ­νή­σου­με όχι μό­νον το πώς ο Εμ­φύ­λιος κα­θρε­φτί­ζε­ται στην Λο­γο­τε­χνία, αλ­λά και το τι μας δι­δά­σκει η Λο­γο­τε­χνία για τον Εμ­φύ­λιο. Στο προ­σκή­νιο λοι­πόν εμ­φα­νί­ζε­ται ένας γνω­στι­κός συ­σχε­τι­σμός των δύο σει­ρών.
Το ότι ενί­ο­τε ένα λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο πα­ρέ­χει πο­λύ­τι­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες στον ιστο­ριο­γρά­φο και αυ­το­νό­η­το εί­ναι και ανέ­κα­θεν γνω­στό. Για πα­ρά­δειγ­μα ο Έν­γκελς, στην πε­ρί­φη­μη επι­στο­λή του προς την Margaret Harkness, ομο­λο­γεί ότι έμα­θε πιο πολ­λά από τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Μπαλ­ζάκ πα­ρά από λε­γε­ώ­νες ακα­δη­μαϊ­κών με­λε­τη­τών της επο­χής. Πέ­ραν όμως της κα­θα­ρά ερ­γα­λεια­κής αυ­τής αρω­γής, η Λο­γο­τε­χνία μπο­ρεί να βοη­θή­σει σε μια ποιο­τι­κή τεκ­μη­ρί­ω­ση της ιστο­ρι­κής αφή­γη­σης. Αυ­τό, νο­μί­ζω, εν­νο­ού­σε ο Αρι­στο­τέ­λης όταν τό­νι­ζε πως η Ποί­η­ση εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο φι­λο­σο­φι­κή απ’ ό,τι η Ιστο­ρία, επει­δή η τε­λευ­ταία βλέ­πει τα πράγ­μα­τα όπως εί­ναι, ενώ η άλ­λη, όπως θα έπρε­πε να εί­ναι. Σε ερ­μη­νεία πιο «προ­σγειω­μέ­νη», το δε­ο­ντο­λο­γι­κό επι­χεί­ρη­μα του Στα­γει­ρί­τη στη­ρί­ζει την ιδέα ότι η Ποί­η­ση δια­βλέ­πει τη βα­θύ­τε­ρη και δια­χρο­νι­κή νο­μο­τέ­λεια στην οποία υπα­κού­ουν τα ιστο­ρι­κά δρώ­με­να. Με όρους της γαλ­λι­κής «Σχο­λής των Annales», υπερ­βαί­νει τη δί­νη των γε­γο­νό­των και επο­πτεύ­ει την «μα­κρά διάρ­κεια» (la longue durée).
Στο «διά ταύ­τα». Η Λο­γο­τε­χνία του Εμ­φυ­λί­ου έχει κα­τα­φέ­ρει να διευ­ρύ­νει την ιστο­ρι­κή γνώ­ση του Εμ­φυ­λί­ου, πρώ­τα απ’ όλα επει­δή κο­μί­ζει μιαν αντι­η­ρω­ι­κή ει­κό­να του, και έτσι πα­ρεμ­βαί­νει διορ­θω­τι­κά απέ­να­ντι στην αγιο­ποί­η­ση που αντι­κα­τέ­στη­σε με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά την ψυ­χρο­πο­λε­μι­κή δαι­μο­νο­ποί­η­ση της Αρι­στε­ράς. Ση­μα­δια­κά, τα έρ­γα που απαρ­τί­ζουν το συ­γκε­κρι­μέ­νο corpus έχουν με­γά­λη συ­νά­φεια προς την ρε­α­λι­στι­κή αντί­λη­ψη για την εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κή επο­χή, την οποί­αν προ­βάλ­λει πρό­σφα­τα μια λα­μπρή πλειά­δα «ανα­θε­ω­ρη­τών» ιστο­ρι­κών. Ακό­μη και στο πε­δίο των γε­γο­νό­των, δια­πι­στώ­νου­με ότι τα βι­βλία αυ­τά (όσα σχο­λιά­ζει ο Δ. Ραυ­τό­που­λος, αλ­λά και πολ­λά άλ­λα) ανα­φέ­ρουν και ανα­λύ­ουν κα­τα­στά­σεις με τις οποί­ες η «συμ­βα­τι­κή» ιστο­ριο­γρα­φία άρ­γη­σε να ασχο­λη­θεί.[11] Κυ­ρί­ως όμως η Λο­γο­τε­χνία του Εμ­φυ­λί­ου απο­δει­κνύ­ε­ται «φι­λο­σο­φι­κό­τε­ρη» της ιστο­ρί­ας του Εμ­φυ­λί­ου επει­δή έχει προ­νο­μια­κή πρό­σβα­ση σε ένα βα­σι­κό κλι­μά­κιο της «μα­κράς διάρ­κειας»· εν­νοώ τη «συλ­λο­γι­κή νο­ο­τρο­πία» (le mental collectif) των ητ­τη­μέ­νων.


4Τυγ­χά­νει δε να έχω ο ίδιος μια κά­ποια αντί­λη­ψη επί του προ­κει­μέ­νου, η οποία εκ­πο­ρεύ­ε­ται από εμπει­ρί­ες που θα ήθε­λα να κα­τα­θέ­σω εν εί­δει προ­σω­πι­κής μαρ­τυ­ρί­ας. Γό­νος πα­λαιό­τε­ρης δια­σπο­ράς, με­γά­λω­σα στο Βου­κου­ρέ­στι, ανά­με­σα στους πρό­σφυ­γες του ελ­λη­νι­κού Εμ­φυ­λί­ου. Μου δό­θη­κε έτσι η ευ­και­ρία να πα­ρα­κο­λου­θή­σω εκ του σύ­νεγ­γυς τις ψυ­χο­λο­γι­κές δια­κυ­μάν­σεις και τις ιδε­ο­λο­γι­κές με­τα­βο­λές που διέρ­χο­νταν άτο­μα από δια­φο­ρε­τι­κές ομά­δες ηλι­κί­ας, με δια­φο­ρε­τι­κή παι­δεία και ποι­κί­λη κοι­νω­νι­κή προ­έ­λευ­ση, από εκλε­πτυ­σμέ­νους δια­νο­ού­με­νους (ως επί το πλεί­στον Αι­γυ­πτιώ­τες),[12] έως λαϊ­κούς αν­θρώ­πους, γο­νείς των συμ­μα­θη­τών μου στο ελ­λη­νι­κό Λύ­κειο της ρου­μα­νι­κής πρω­τεύ­ου­σας. Απο­τι­μώ­ντας ανα­δρο­μι­κά τις πα­ρα­τη­ρή­σεις μου εκεί­νες, τεί­νω να πι­στέ­ψω ότι, με την πά­ρο­δο του χρό­νου, τα άτο­μα αυ­τά, τα οποία βί­ω­ναν, ή μάλ­λον υφί­στα­ντο την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ενός συ­στή­μα­τος για το οποίο εί­χαν πα­λέ­ψει και θυ­σια­στεί, κα­τέ­λη­ξαν να εξο­μοιω­θούν, ως θύ­μα­τα, με εμάς τους ντό­πιους, στους οποί­ους ο «(αν)υπαρ­κτός σο­σια­λι­σμός» εί­χε επι­βλη­θεί με τη βία. Θυ­μά­μαι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά έναν πά­λαι πο­τέ θρυ­λι­κό κα­πε­τά­νιο του Πη­λί­ου, πα­τέ­ρα συμ­μα­θή­τριάς μου, να μου λέ­ει εμπι­στευ­τι­κά, σε ανύ­πο­πτο χρό­νο (η κου­βέ­ντα μας γι­νό­ταν στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’60), κά­τι που σή­με­ρα εί­ναι κοι­νό μυ­στι­κό: «Παι­δί μου, ευ­τυ­χώς χά­σα­με τον αγώ­να». Και προ­σέ­θε­σε με απρο­σμέ­τρη­τη πι­κρία: «Θα ’χα­με και στην Ελ­λά­δα τα χά­λια που ’χει τού­τη δω η χώ­ρα». (Ει­ρω­νι­κή δι­καιο­σύ­νη της Ιστο­ρί­ας: ο, Ρου­μά­νος πια, εγ­γο­νός του Έλ­λη­να αντάρ­τη τραυ­μα­τί­στη­κε τον Δε­κέμ­βριο 1989 στα οδο­φράγ­μα­τα της αντι­κομ­μου­νι­στι­κής εξέ­γερ­σης του Βου­κου­ρε­στί­ου).
Εκεί­νη την στιγ­μή εξέ­λα­βα την τρα­γι­κό­τη­τα της κα­τα­στά­σε­ως σε ηθι­κο-ψυ­χο­λο­γι­κή προ­ο­πτι­κή: από τι­μιό­τη­τα, ένας τί­μιος αγω­νι­στής, στα πρό­θυ­ρα της τρί­της ηλι­κί­ας, αντι­με­τώ­πι­ζε την πλή­ρη αναί­ρε­ση κά­θε νο­ή­μα­τος της προη­γού­με­νης ζω­ής του. Αρ­γό­τε­ρα κα­τά­λα­βα πως η πε­ρί­πτω­ση εκεί­νου του ατό­μου δεν ήταν πα­ρά μια μι­κρή ψη­φί­δα σε ένα με­γά­λο, υπε­ρα­το­μι­κό παζλ. Ακό­μη πιο πρό­σφα­τα βρή­κα την ακρι­βή διά­γνω­ση του συ­γκε­κρι­μέ­νου συν­δρό­μου στις σε­λί­δες του σο­φού βι­βλί­ου ενός Ρου­μά­νου πρώ­ην αντι­φρο­νού­ντος. Ο συγ­γρα­φέ­ας, ψυ­χί­α­τρος στο επάγ­γελ­μα, μι­λά για την απο­μά­γευ­ση των αγνών οπα­δών της Αρι­στε­ράς, οι οποί­οι, έχο­ντας πε­ρά­σει από τη «δο­κι­μα­σία της φω­τιάς», βιώ­νουν εν συ­νε­χεία τη «δο­κι­μα­σία της στά­χτης» (Ωιανθ 210).
Η σύν­θε­ση των δύο εμπει­ριών, όταν η πρώ­τη θε­ά­ται πια από την σκο­πιά της δεύ­τε­ρης, συ­νι­στά το πε­ριε­χό­με­νο της «συλ­λο­γι­κής νο­ο­τρο­πί­ας» των πα­λαί­μα­χων του Εμ­φυ­λί­ου. «Δευ­τε­ρο­γε­νή» θύ­μα­τα, δι­πλά προ­δο­μέ­νοι, οι επι­ζώ­ντες νιώ­θουν – και για λο­γα­ρια­σμό των νε­κρών – ότι στο πε­δίο της μά­χης ητ­τή­θη­καν επει­δή πο­λε­μού­σαν για λά­θος υπό­θε­ση. Η Λο­γο­τε­χνία του Εμ­φυ­λί­ου συ­νο­ψί­ζει αρι­στο­τε­χνι­κά την ολι­κή αυ­τή εκ­κέ­νω­ση, όχι μό­νον ιδε­ο­λο­γι­κή, αλ­λά κυ­ρί­ως υπαρ­ξια­κή, στην ιστο­ρία του κε­νού κι­βω­τί­ου του Άρη Αλε­ξάν­δρου και της πει­σμα­τι­κής σιω­πής του.[13] 
Υπάρ­χει όμως και μια δεύ­τε­ρη με­τα­φο­ρι­κή ερ­μη­νεία, ίσως ακό­μη πιο διεισ­δυ­τι­κή, της «στά­χτης» που αφή­νει στις ψυ­χές η μά­ταιη «φω­τιά» της επα­νά­στα­σης. Ανή­κει στον Γιώρ­γο Σε­φέ­ρη, ο οποί­ος, καί­τοι δεν ήταν αρι­στε­ρός, φαί­νε­ται να αφου­γκρά­στη­κε το δρά­μα της ητ­τη­μέ­νης Αρι­στε­ράς. Με­τά τον Τρω­ι­κό Πό­λε­μο, ένα alter ego οποιου­δή­πο­τε επι­βιώ­σα­ντος του Εμ­φυ­λί­ου συ­να­ντά στη Σα­λα­μί­να της Κύ­πρου την Ωραία Ελέ­νη και μα­θαί­νει διά στό­μα­τός της ότι, για επτά συ­να­πτά έτη, στο κρε­βά­τι του Πά­ρι πλά­για­ζε ένας ίσκιος, ένα δι­κό της ομοί­ω­μα που εί­χαν κα­τα­σκευά­σει επί τού­του οι θε­οί. Ο σε­φε­ρι­κός ήρω­ας το σχο­λιά­ζει με λό­για που θα ταί­ρια­ζαν για κα­τα­κλεί­δα – ή προ­με­τω­πί­δα – της «ποί­η­σης της ήτ­τας»:

…τό­σος πό­νος, τό­ση ζωή
πή­γαν στην άβυσ­σο
για ένα που­κά­μι­σο αδεια­νό για μιαν Ελέ­νη.
        «Ελέ­νη», στο Ημε­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Γ΄ (Κύ­προς, ου μ’ εθέ­σπι­σεν).

Todorov, Tzvetan (1968): « Poétique », στο Qu’est-ce que le structuralisme?, Seuil, Πα­ρί­σι.
Vianu Ion (2010): Amor intellectualis. Romanul unei educații (Έρως ο πνευ­μα­τι­κός. Ένα παι­δευ­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα). Polirom, Ιά­σιο.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: