Ανεπούλωτες πληγές (β΄)

Άρης Αλεξάνδρου
Άρης Αλεξάνδρου

2. Η δικαίωση του «δευτερεύοντος»

___________
Δημήτρη Ραυτόπουλου, Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, εκδ. Σοκόλη 1996
___________


Ομολογώ ότι στο πρώτο ξεφύλλισμα της μελέτης του Δ. Ραυτόπουλου για τον Άρη Αλεξάνδρου η αντίδρασή μου υπήρξε αρχικά αμφίσημη.

1.Από την μία πλευρά, με γοήτεψαν η γλαφυρότητα του ύφους και η εκφραστικότητα της κριτικής γραφής, που διέκρινα μέσα από τα λίγα αποσπάσματα διαβασμένα στην τύχη· και μου ενέπνευσε οπωσδήποτε σεβασμό, έστω και μόνον ποσοτικά, ο μόχθος που μαντεύει κανείς στο ογκώδες αυτό πόνημα. Από την άλλην όμως, αναρωτιόμουν μήπως τετρακόσιες και πλέον σελίδες είναι υπερβολικά πολλές, προκειμένου για έναν —λίγο έως πολύ— scriptor unius libris όπως ο Άρης Αλεξάνδρου, που τα υπόλοιπα γραπτά του, εν συγκρίσει με Το κιβώτιο, σαφώς φαντάζουν πάρεργα και ασκήσεις αριστεράς χειρός. Μήπως, δηλαδή, η σημασία αυτού του μοναδικού (και με τις δύο σημασίες της λέξεως) έργου κινδυνεύει να επισκιαστεί από την πληθώρα των λεπτομερειών ιστορικής και βιογραφικής φύσεως τις οποίες παραθέτει ο Ραυτόπουλος; Και μήπως, με το πολυδιάστατο της έρευνας και με την διασπορά των στόχων της, ο κριτικός αδικεί το βαρυσήμαντο όγδοο κεφάλαιο της μελέτης του, με τις εξήντα σελίδες που περιλαμβάνουν ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η πρόσληψη του Κιβωτίου στην Ελλάδα;
Οι παραπάνω ενστάσεις μου, όπως εύκολα μπορεί κανείς να το διαπιστώσει, έχουν επιστημολογικό χαρακτήρα: η όλη θεωρητική μου συγκρότηση, η οποία σε γενικές γραμμές διαμορφώθηκε την εποχή που μεσουρανούσε ο δομισμός και η γαλλική και αμερικανική Νέα Κριτική, με το αδιαμφισβήτητο τότε δόγμα της «εκ του σύνεγγυς ανάγνωσης» (close reading) και την εξ ίσου αδιαμφισβήτητη αποστροφή της «βιογραφικής φενάκης» (biographical fallacy), με έκανε ιδιαίτερα επιφυλακτικό απέναντι στο σχήμα «η ζωή και το έργο του...» που έχει καθιερωθεί για το είδος εκείνο της γραμματολογίας το οποίο ονομάζεται «μονογραφία συγγραφέως».
Δεν θα ισχυρισθώ ότι η δεύτερη ανάγνωση (η σωστή: με το μολύβι στο χέρι) μου έλυσε όλες αυτές τις απορίες. Με έπεισε όμως για κάτι άλλο: για την πρωτότυπη και πολύ συγκροτημένη δόμηση του βιβλίου.
Ναι μεν δεν ακολουθεί την πεπατημένη της κλασικής μονογραφίας, η μελέτη του Ραυτόπουλου υιοθετεί ένα μουσικό μάλλον σχήμα:[1] ανάμεσα σε μια ουβερτούρα και ένα φινάλε —με συνθετικό χαρακτήρα και τα δύο—, αναπτύσσονται επί μέρους θέματα τα οποία έχουν διατυπωθεί στο πρώτο μέρος (ό.π. , «ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ο Πολίτης του Λόγου»: 11-47) και θα συνοψιστούν στο τελευταίο (ό.π., «Το Κιβώτιο. Μια ανάγνωση»: 285-338). Επιπλέον, το αρχικό και το καταληκτικό κεφάλαιο διατηρούν αντιστικτικές μεταξύ τους eadingσχέσεις, καθώς το ένα[2] εξερευνά το βιογραφικό υπόβαθρο, ενώ το άλλο[3] εστιάζει στο έργο, και δη στο αριστούργημα του Άρη Αλεξάνδρου. Το δε ενδιάμεσο τμήμα του βιβλίου (ό.π., κεφ. 1-7, σελ. 51-281), όπου τόσο η ζωή όσο και δημιουργική πορεία του συγγραφέως προσεγγίζονται ως ενιαίο αντικείμενο ενός και του αυτού ερμηνευτικού λόγου, αναπτύσσεται (για να μείνουμε εντός της μουσικής ορολογίας) σε τρεις χρόνους (τρία tempi): 2 - 3 - 2. Πιο αναλυτικά, σε δύο κεφάλαια (1 - 2) δεσπόζει το βιογραφικό θέμα σε κατάσταση (ούτως ειπείν) αμιγή· στα επόμενα τρία (3 - 4 - 5) το θέμα του έργου μαζί και με την κριτική επισκόπησή αυτού καθίστανται ορόσημο της βιογραφίας·[4] τέλος, σε άλλα δύο (6 - 7) το βιογραφικό στοιχείο επανέρχεται στο προσκήνιο.[5]

Εν κατακελείδι λοιπόν tο συνοπτικό σχήμα της κριτικής καντάτας του Δ. Ραυτόπουλου για τον Άρη Αλεξάνδρου διαμορφώνεται ως εξής:

Ου [Εισ.] → 2 [κεφ. 1-2] — 3 [κεφ. 3-4-5] — 2 [κεφ. 6-7]→ Φ [κεφ. 8].

2.Αν και εξακολουθώ να πιστεύω ότι το τάδε ή το δείνα γεγονός σχετικά με το εμπειρικό εγώ ενός δημιουργού δεν έχουν κατ’ αρχήν ιδιαίτερη επεξηγηματική αξία, ούτε φωτίζουν το έργο του από μια προνομιακή οπτική γωνία, εντούτοις ο Δ. Ραυτόπουλος, με το παραπάνω «στήσιμο» του βιβλίου του, κατόρθωσε να με πείσει ότι, συγκεκριμένα (και ίσως κατ’ εξαίρεσιν) για τον συγγραφέα του Κιβωτίου, δικαιολογείται απόλυτα η ορισμένη «σύγχυση» των επιπέδων ανάλυσης,[6] αφού για τον Αλεξάνδρου —τονίζει από τις πρώτες ο Ραυτόπουλος— «η ποιητική είναι και βιοθεωρία είτε ηθική και αυτή η τελευταία επαγρυπνεί στην ποιητική» (ό.π. 17). Ο από φύσεως «εξόριστος» Άρης Αλεξάνδρου ήταν λοιπόν από τους λίγους οι οποίοι, «αδελφικά μόνοι» αλλά για λογαριασμό πολλών, ανέλαβαν το καθήκον ανάκτησης της χαμένης τιμής της διανόησης, για ανακοπή της φθίνουσας πορείας της, που άρχισε με την «προδοσία των λογίων» (la trahison des clercs) και κατέληξε στην «καταισχύνη των ποιητών» (le déshonneur des poètes).
Αναλυτικότερα, ας θυμηθούμε ότι η πρώτη καταγγελία έγινε από τον Julien Benda, στα χρόνια του Μεσοπολέμου, όταν η ευρωπαϊκή πνευματική ελίτ, κυριευμένη, θαρρείς, από ένα καταστροφικό και αυτοκαταστροφικό μένος, στράφηκε εναντίον των δικών της πνευματικών καταβολών, αποποιήθηκε την κληρονομιά του Διαφωτισμού και την φιλελεύθερη παράδοση του 19ου αιώνα και ενέδωσε στην νοσηρή γοητεία του ολοκληρωτισμού στην φασιστική ή την κομμουνιστική εκδοχή του. Το δεύτερο κατηγορώ διατυπώθηκε μεταπολεμικά, από τον Benjamin Péret, αναφορικά σε μία ακόμη προδοσία, η οποία βάραινε την αριστερή διανόηση και συνίστατο στην χειραγώγηση ή και τον παροπλισμό της κριτικής διάστασης της Τέχνης, για χάρη πολιτικών και κομματικών σκοπιμοτήτων. Ως γνωστόν, ο ολοκληρωτισμός —κυρίως δε ο κομμουνιστικός— τρέφεται από το αντίπαλο δέος,[7] που δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο για δημιουργική πρωτοβουλία και για ανεξάρτητη σκέψη. Έτσι εμφανίζεται στο προσκήνιο η περίφημη «στράτευση», όπως μετονομάσθηκε κατά το δελεαστικότερον, με την «αρωγή» του Sartre, ένας άνευ προηγουμένου εκβιασμός των συνειδήσεων, ο οποίος προέβαλε ως μόνη δυνατή και θεμιτή την επιλογή ανάμεσα «σ’ έναν ολοκληρωτισμό γυμνό, απεχθή και σ’ έναν άλλο (…) που έφερνε τα διάσημα του ανθρωπισμού). Διόλου περίεργο, λοιπόν, το γεγονός ότι το σχετικό δίλημμα εξελίχθηκε για πολλούς σε «στράτευση-παγίδα» — εγώ θα την έλεγα παγίδα της στράτευσης—, με άλλα λόγια στην «ολοκληρωτική στράτευση σ’ έναν ολοκληρωτισμό» (ό.π. 30).
Υπό παρόμοιες συνθήκες, αντιλαμβάνεται κανείς την σημασία που αποκτά η αποδόμηση του όλου αυτού ψυχολογικού και ιδεολογικού πλέγματος, η οποία ξεκίνησε με αφετηρία, αφ’ ενός τους αντιφρονούντες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», και αφ’ ετέρου τους αντιφρονούντες της Αριστεράς.[8] Εάν μεν στην πρώτη περίπτωση πρόκειται ακόμη για στράτευση, με αντίθετο (ούτως ειπείν) στίγμα,[9] στη δεύτερη, οι εμπλεκόμενοι δεν μπορούν να καταλύσουν τον μαγεμένο κύκλο που τους έχει αιχμαλωτίσει, παρά μόνο μέσα από μια ριζική «αποστράτευσή».[10]

3.Από φιλοσοφικής σκοπιάς ιδωμένο, το εν λόγω φαινόμενο αποτελεί ένα από τα συμπτώματα της γενικότερης μετακίνησης ενδιαφέροντος και βάρους από την «σθεναρή» στην «α-σθενή σκέψη» (pensiero forte και pensiero debole, με τους όρους του Ιταλού Gianni Vattimo). Χαρακτηριστική, για την «μεταμοντέρνα κατάσταση» των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα, αυτή η αλλαγή πνευματικού «παραδείγματος» συνεπάγεται την βαθύτατη κρίση του «Κέντρου», δηλαδή των πάσης φύσεως απόλυτων αξιών, συμπεριλαμβανομένου και του Απολύτου ως αξίας. Και επειδή στην «στρατευμένη τέχνη», αξιώσεις κεντρικότητας και απολυτότητας προβάλλει ακριβώς η στράτευση (εις βάρος της τέχνης), κατ’ ανάγκην η «αποστράτευση» θα διεκδικήσει πρωτίστως την αισθητική διάσταση.
Μια τέτοια ανατροπή προτεραιοτήτων δεν είναι άσχετη προς ένα ακόμη χαρακτηριστικό γνώρισμα του Μεταμοντέρνου, το οποίο ο Ρουμανο-αμερικανός συγκριτολόγος Virgil Nemoianu ονομάζει ανάδυση του «δευτερεύοντος».[11] Κάτι που ισχύει —και δη πολλώ μάλλον— για τον Άρη Αλεξάνδρου αφού, στην περίπτωσή του (όπως προκύπτει από το βιβλίο του Ραυτόπουλου) η συγκεκριμένη διαδικασία όχι μόνον περιλαμβάνει αδιαχώριστα ζωή και έργο, αλλά εκτείνεται και εντός του έργου αυτού καθ’ εαυτού, όπου τα κάθε λογής πάρεργα (μεταφράσεις και άλλα γραπτά, αλλά και σκαριφήματα, ημιτελή σχεδιάσματα κ.λπ.) κυριαρχούν (τουλάχιστο ποσοτικά) έναντι του μείζονος έργου (το μυθιστόρημα).[12]
Υπάρχει δε μία περιοχή του «δευτερεύοντος», η οποία είναι άξια κάθε «κυρίου» ενδιαφέροντος. Ο λόγος για τον εν τω γίγνεσθαι θεωρητικό διαλογισμό του συγγραφέα γύρω από το υπό διαμόρφωσιν έργο του, όπως αποτυπώνεται στο ίδιο το έργο ή σε παρεμφερή «ντοκουμέντα» (Genette: paratextes), όπως ημερολόγια δημιουργίας, σχεδιάσματα, σημειώσεις, αλληλογραφία κ.λπ. Tα ανωτέρω αποτελούν γνωστικό αντικείμενο ενός επιστημονικού κλάδου ο οποίος, στην γαλλική γραμματολογία, ονομάστηκε poïétique.[13] Ο δε Ραυτόπουλος, καίτοι αντιμετωπίζει με την δέουσα προσοχή όσα στοιχεία στο έργο του Άρη Αλεξάνδρου άπτονται της poïétique, εντούτοις το κάνει —κατά την γνώμη μου— με τρόπον υπερβολικά «μοντέρνο», ή και προ-μοντέρνο: παίρνει τέτοια στοιχεία υπέρ το δέον τοις μετριτοίς με κίνδυνο να υποπέσει στην λεγόμενη «φενάκη της προθετικότητας» (intentional fallacy), όχι λιγότερο απατηλή από την «βιογραφική» (κατά τους Αμερικανούς Νέους Κριτικούς). Στην πραγματικότητα, ο συσχετισμός μεταξύ προθέσεων του καλλιτέχνη και πραγματώσεώς τους στο καλλιτέχνημα είναι κατά βάσιν μια διελκυστίνδα, που η όποια έκβασή της μας φανερώνει: το «πώς ο θεωρητικός λόγος απορροφάται εντός της λογοτεχνίας την οποίαν προσπαθούσε να τιθασεύσει και να θέσει υπό έλεγχο» (πρβλ. Nemoianu, ό.π., xiv).

4.Ανακεφαλαιώνω και συμπεραίνω.
Η ανάγνωση του Άρη Αλεξάνδρου από τον Δ. Ραυτόπουλο αποτελεί μία από τις σπάνιες σήμερα περιπτώσεις αυτού που οι Σχολαστικοί της Εσπερίας έπιζητούσαν ως adæquatio rei et intellectus («καταλληλότητας πράγματος και νοός»). όπως Συντονιζόμενος με το αντικείμενό του, ο κριτικός έχει ανακαλύψει (και μας αποκαλύπτει) την ιδανική πρόσβαση στην καρδιά του. Η ανασκόπηση της ζωής και του έργου ενός μεγάλου ποιητή του «δευτερεύοντος», γίνεται έτσι έμμεση δικαίωση της όλο και κυριότερης θέσης που το «δευτερεύον» καταλαμβάνει στην ζωή και τα έργα όλων μας. Σ’ αυτό το μήκος κύματος ο Άρης Αλεξάνδρου, ο οποίος ανήγαγε την (αυτο)εξορία σε κατεξοχήν πεδίο του «δευτερεύοντος», διεπίστωσε εν τέλει ότι, από το περιθώριο, και καλύτερη σκοπιά διέθετε και μεγαλύτερες δυνατότητες παρέμβασης επί του Κέντρου. Οι εικόνες του μύθου πλάθουν την εικόνα του κόσμου, ή τουλάχιστον μας προτρέπουν και μας βοηθούν να γνωρίσουμε εις βάθος την δομή του.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να καταθέσω μια προσωπική μαρτυρία επί του προκειμένου. Αν και γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια χώρα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ομολογώ ότι καμιά άμεση εμπειρία δεν στάθηκε ικανή να μου φανερώσει την ουσία του ολοκληρωτικού συστήματος και της ιδεολογίας του με τρόπο τόσον εύγλωττο, συγκλονιστικό και απτό, όσο η συμβολική αναπαράστασή τους, φρικτή και γελοία, στο μυθιστόρημα του Άρη Αλεξάνδρου: ένα κοινό κιβώτιο, και ολόκληρη εκατόμβη για να αποδειχθεί ότι ήταν κενό!
Το προνόμιο της διγλωσσίας μου επέτρεψε να προβάλω σε έναν ερμηνευτικό συνειρμό: καθώς στα ρουμανικά η ίδια λέξη —gol— σημαίνει και «κενός» και «γυμνός», ο νους μου πήγε αμέσως στα ανύπαρκτα ρούχα του βασιλιά και φαντάστηκα την παρρησία του ποιητή εν είδει τιμωρού αθωότητας, να καταδεικνύει την γύμνια μιας κούφιας ουτοπίας.
Ιδού ένα συμπέρασμα το οποίον ακόμη και οι μαρξιστές θα αναγκαστούν να παραδεχτεάν, εάν και εφόσον είναι έντιμοι, ακρβώς ως μαρξιστές! Γιατί η αλήθεια —το είπε με κάθε έμφαση ο Gramsci— είναι πάντα επαναστατική.



Nemoianu, Virgil (1989): A Theory of Secondary. The Johns Hopkins University Press, Βαλτιμόρη και Λονδίνο.
Passeron, René (1977): « La poïétique », στον συλλογικό τόμο: Études de poïétique. Klincksieck, Παρίσι.



 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: