Συγκριτολογικά σύμμεικτα

Συγκριτολογικά σύμμεικτα

3. Ο πειρασμός του «Οριενταλισμού»

——————

Théophile Gautier, Edgar Allan Poe. Nicolae Davidescu, Η 1002η Νύχτα. Εισαγωγή-επιμέλεια: Ευαγγελία Stead-Δασκαλοπούλου. Μεταφράσεις: Έφη Γιαννοπούλου, Άρης Μπερλής, Ε. Stead-Δασκαλοπούλου, εκδ. Άγρα 2006.

——————

Από τις  εκδόσεις Άγρα κυκλοφόρησε προ δεκαπενταετίας ένα κομψό τομίδιο όπου, υπό τον κοινό τίτλο Η 1002η Νύχτα, η συγκριτολόγος Ευαγγελία Stead-Δασκαλοπούλου, του Πανεπιστημίου της Reims, εκδίδει και σχολιάζει τρία αφηγήματα με κοινό επίσης θέμα, συγγραφείς των οποίων είναι, κατά σειρά, ο Γάλλος Théophile Gautier (Θεόφιλος Γκοτιέ, 1811-1872), ο Αμερικανός Edgar Allan Poe (Έντγκαρ Άλαν Πόoυ, 1809-1849) και ο Ρουμάνος Nicolae Davidescu (Νικολάε Νταβιντέσκου, 1888-1954).

Παρά τον μεταξύ τους βιογραφικό και εκδοτικό «ετεροχρονισμό»,[1] οι προαναφερθέντες συγγραφείς παρουσιάζουν βαθύτερες εκλεκτικές συγγένειες. Και οι τρεις μετέχουν ενός μείζονος Ρομαντισμού: οι μεν Gautier και Poe, της όψιμης, «εξημερωμένης» φάσεως του ρεύματος, ο δε Davidescu, του ούτως ή άλλως όψιμου ρουμανικού Συμβολισμού, που κατά κάποιον τρόπο μπορεί επίσης να εξομοιωθεί με τον Ρομαντισμό του Biedermeier.[2] Φάση κόπωσης, όπου η ορμή και τα μεγάλα οράματα των ρομαντικών έχουν εν πολλοίς κοπάσει, πλην όμως διατηρείται, για παράδειγμα, η περιέργειά τους για κάθε τι το εξωτικό. Εξ αυτού του γεγονότος, οι συγγραφείς μας φαίνεται να εισέπραξαν την γοητεία που η «μυθική» Ανατολή (έστω και συμβατικά και στερεότυπα ιδωμένη) είχε ανέκαθεν ασκήσει και εξακολουθεί διαχρονικά να ασκεί επί της Δύσεως. Έτσι λοιπόν, το αφηγηματικό τους τρίπτυχο συνιστά δείγμα και τεκμήριο της τολμηρής και σημαδιακά επαναλαμβανομένης απόπειρας της δυτικής Νεωτερικότητας να συνομιλήσει με τις περίφημες Χίλιες και μια Νύχτες (ή τα Παραμύθια της Χαλιμάς), λαμπρό αριστούργημα μιας κατ’ εξοχήν ανατολίτικης παράδοσης.

1Η πρωτοβουλία να συγκεντρωθούν στον ίδιον τόμο τρεις εκδοχές της «χιλιοστής δεύτερης νύχτας» ενδιαφέρει τα μέγιστα την θεωρία της Συγκριτικής Γραμματολογίας. Όπως με κάθε έμφαση τονίζει η Ε. Stead-Δασκαλοπούλου στον εκτενή και μεστό πρόλογό της, η «σταυρωτή ανάγνωση» (υποθέτω lecture croisée), με άλλα λόγια η θεματοποιημένη σύγκριση, αποτελεί όρο εκ των ουκ ων άνευ για την επαναδιαπραγμάτευση της αφηγηματικής συνθήκης τύπου ‘νέα Χαλιμά’, καθιστώντας έτσι δυνατή την συνέχιση της παλιάς.
Αφορμώμενος απ’ αυτήν την πολύ γόνιμη ιδέα της επιμελήτριας της εν λόγω εκδόσεως, ας μου επιτραπεί να αναπτύξω εν συνεχεία κάποιες δικές μου επί του προκειμένου σκέψεις, οι οποίες άπτονται και αυτές ενός γενικότερου προβληματισμού γύρω από το status και τις λειτουργίες της Συγκριτολογίας, χθες και σήμερα.

«Χθες» λοιπόν, η προσέγγιση ενός εκάστου συγγραφέως στο συγκεκριμένο θέμα έμοιαζε αναπόφευκτο, αλλά και φυσιολογικό, να στηρίζεται πρωτίστως σε μια πολιτισμική σύγκριση Ανατολής – Δύσεως. «Σήμερα» πάλι, τούτο το προφανές και αυτονόητο αντιμετωπίζεται με ουκ ολίγην καχυποψία. Διανοητές εθισμένοι ή απλώς επιρρεπείς σε «μετα-αποικιακές» θεωρίες συνομωσίας, θα έβλεπαν στο συγκριτικό υπόβαθρο των τριών αφηγήσεων την σφραγίδα της δυτικής προσπάθειας για «καθυπόταξη, ανακατάταξη και επικυριαρχία της Ανατολής», που ο αδικοχαμένος Edward Said, σε ένα λαμπρό κατά τα άλλα πόνημά του, ονόμαζε Οριενταλισμός (1997).
Ακόμη και η πιο επιπόλαιη ματιά, εφ’ όσον μείνει απροκατάληπτη, δεν θα δυσκολευτεί ιδιαιτέρως να ανακαλύψει το αβάσιμο αυτών των εμμονών που κατατρύχουν τους εκπροσώπους της περίφημης «σχολής της μνησικακίας» (the school of resentment) – όπως εύστοχα την αποκαλεί ο Harold Bloom. Έτσι, στους Gautier και Poe λ.χ., η αντιπαραβολή των δύο πολιτισμών στόχον έχει την αποστασιοποιημένη θεώρηση του οικείου, από την σκοπιά του «άλλου». Το αφηγηματικό αυτό τέχνασμα έχει προηγούμενα στην εποχή του Διαφωτισμού·[3] περιλαμβάνει δε μια κριτική ματιά (πιο ήπια στον Γάλλο και δριμύτερη στον Αμερικανό), η οποία σαφώς ευνοεί την Ανατολή και σαφώς αμαυρώνει την Δύση.
Εάν αυτή είναι η τοποθέτηση των δύο πρώτων συγγραφέων, οι οποίοι, από πλευράς χώρου και χρόνου, βρίσκονται αρκούντως πλησίον στα κέντρα κατασκευής του ιδεολογήματος του «Οριενταλισμού», στην περίπτωσή του Davidescu το ζήτημα ούτε καν τίθεται· ή τίθεται αντίστροφα, αφού η Ανατολή ήταν αυτή που ασκούσε ασφυκτική κυριαρχία επί του ρουμανικού πολιτισμού, και δη μέχρι αρχών του 19ου αι. Κατά συνέπεια, η απλή ενασχόληση του Davidescu με την ‘Νέα Χαλιμά’, και πολλώ μάλλον η δική του εκδοχή που προκύπτει κατόπιν στοχαστικής επεξεργασίας του θέματος, συνιστούν χειρονομίες πολιτιστικής χειραφέτησης, η οποία, εφ’ όσον είναι πλήρης και αυθεντική, συνεπάγεται τον εξορκισμό της «μνησικακίας» και την συμφιλίωση με τον «άλλον».
Σε δεύτερη φάση, η θεματοποιημένη σύγκριση εστιάζει στην, από λειτουργικής απόψεως, αντιπαραβολή της δυτικότροπης αφηγήσεως προς την ανατολίτικη, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις παραμέτρους αποδοτικότητας που χαρακτηρίζουν την εκάστοτε «μηχανή της μυθοπλασίας». «Χθες» λοιπόν, αποφαίνεται η επιμελήτρια, το συγκριτικό αυτό εγχείρημα οδήγησε –κυρίως τον Gautier και τον Poe– στην ιδέα ότι «ο ανατολίτικος αφηγηματικός κύκλος δεν ικανοποιεί πια ούτε οριστικά ούτε απόλυτα» (σ. 15), έστω και αν η δυτική μυθοπλασία αποδεικνύεται ανίκανη να τον ανταγωνισθεί (πρβ. σελ. 21). Συμπέρασμα το οποίο δύσκολα θα απέφευγε «σήμερα» το στίγμα του «Οριενταλισμού», όχι βέβαια επειδή απαξιοί την Ανατολή έναντι της Δύσεως, αλλά ίσως γιατί δίδει υπερβολική έμφαση στην αμοιβαία αλλοτριότητα των δύο πολιτισμών.
Και εδώ ο Davidescu διαφοροποιείται αισθητά από τους προγενέστερους ομοτέχνους του, μέσω ενός τρίτου είδους συγκριτικού εγχειρήματος, το οποίο και συνεπέστερα ασκεί, και σε εκτενέστερη κλίμακα. «Πρόκειται», γράφει η Stead-Δασκαλοπούλου, «για έμπρακτη σταυρωτή ανάγνωση, που συνοδεύεται από κριτικά σχόλια και επιχειρηματολογία, με στόχο την σύγκριση των ανατολίτικων με τις δυτικές αφηγήσεις και την σκέψη γύρω από την σχέση τους» (σ. 22· πλαγιογράφηση δική μου). Τιμώντας λοιπόν τον υπότιτλο: «κριτικό διήγημα», ο Ρουμάνος συγγραφέας εντάσσει τα δύο είδη αφηγήσεων σε ένα ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο, το οποίο αίρει τα στεγανά του «Οριενταλισμού», αναδιατυπώνοντας την αντιπαραβολή / αντιπαράθεση Ανατολής - Δύσεως με όρους διαδράσεως των πολιτισμών. 1ον, δίκην «ανατολίτικου παραμυθιού», παρατίθεται ρητά ένα αριστούργημα της Εσπερίας, το πασίγνωστο Κοράκι του Ε. Α. Poe. 2ον, από θέση ακροάτριας, η Σαχραζάντ παρατηρεί και καταδεικνύει την δομική συγγένεια ανάμεσα στο αφήγημα της αδελφής της και σε ορισμένα κομμάτια από το κύριο σώμα των Χιλίων και μιας Νυχτών. 3ον εν κατακλείδι, ο σουλτάνος Σαχριάρ διηγείται κι αυτός μια αλληγορική ιστορία, το επιμύθιο της οποίας είναι ότι μόνον όποιος έχει γνωρίσει το αλλότριο μπορεί να κατανοήσει εις βάθος το οικείο.

2Μέχρις εδώ, για λόγους και αντικειμενικούς και υποκειμενικούς, στάθηκα εκτενέστερα στην παρουσίαση του εγχειρήματος της Ε. Stead-Δασκαλοπούλου σε συγκριτολογική προοπτική. Πριν όμως ολοκληρώσω το κριτικό αυτό σημείωμα, θα ήθελα να αναφερθώ και στις επιδόσεις της ως μεταφράστριας. Πολλώ μάλλον όταν, με την συγκεκριμένη ιδιότητα, πλησιάζει το πιο δύσκολο κομμάτι του αφηγηματικού τριπτύχου, καθ’ ότι γραμμένο στα ρουμανικά –γλώσσα ελάχιστα γνωστή εκτός της δικής της επικράτειας–, από τον Nicolae Davidescu, συγγραφέα αρκούντως παραγνωρισμένο ακόμη και στην πατρίδα του.
Στον στίβο της ‘νέας Χαλιμάς’ ο Davidescu –το υπενθυμίζω– εισέρχεται τελευταίος, και έτσι είναι σε θέση να αξιοποιήσει δεόντως τα διδάγματα που συνάγονται από τις δύο προγενέστερες απόπειρες (τις οποίες άλλωστε έχει μελετήσει). Κατασκευάζει μάλιστα και το κατάλληλο εργαλείο και το ονομάζει κριτικό διήγημα. Επί το έργον, το «μεικτόν αλλά νόμιμον» αυτό είδος, με άπαξ λεγόμενον και μοναδικό δείγμα την 1002η Νύχτα του Ρουμάνου συγγραφέως, καλείται: 1ον, να υπερβεί την διχοτομική αντιπαραβολή Ανατολής – Δύσεως, στην οποίαν είχαν παγιδευτεί οι Gautier και Poe, και 2ον, να ενσωματώσει την εμπειρία τους στο δικό του λογοτέχνημα.
Ο πρώτος στόχος έχει αντίκτυπο κυρίως στην σφαίρα του ύφους. Ο Νταβιντέσκου έχει καταλάβει ότι η δυτικότροπη μυθοπλασία αδυνατεί να αναμετρηθεί με την ανατολίτικη στο δικό της πεδίο·[4] ως εκ τούτου, απορρίπτει τόσο το style fleuri της απομιμήσεως του Gautier , όσο και την κάπως βάναυση παρωδία του Poe. Εναλλακτικά, ο Ρουμάνος συγγραφέας επιδιώκει ένα γενικότερο εφέ ειρωνικής (που θα πει και κριτικής) αποστασιοποίησης, και το επιτυγχάνει εμβολιάζοντας τον πλούσιο εικονισμό τής ανατολίτικης αφήγησης στον κορμό μιας σύγχρονης αστικής γλώσσας, η οποία δεν αποφεύγει τους νεολογισμούς και ένα περίπλοκο υποτακτικό συντακτικό. Με την σειρά του, το μετάφρασμα έχει κατορθώσει να αναπαραγάγει στην γλώσσα-στόχο το υφολογικό επίπεδο του πρωτοτύπου, με τον συνδυασμό της εύστοχης δοσολόγησης λογίου και καθημερινού λεξιλογίου και με μίαν ανάλογη συντακτική άρθρωση. Εν είδει δείγματος και πειστηρίου επιτυχίας, ας διαβαστεί λ.χ. η ωραιότατη αρχική φράση του διηγήματος, που στην μετάφραση διατηρεί την όλη μουσικότητα και συμμετρία του ρουμανικού κειμένου (παρά το πολυσύνθετο μιας «ρομανικής» δομής, εξαιρετικά δύσκολης να αντιμετωπισθεί από σκοπιάς και με τα μέσα της ελληνικής).
Ο δεύτερος στόχος συνιστά την κύρια κριτική διάσταση του διηγήματος. Αφ’ ενός μεν, η Νύχτα… του Davidescu φαίνεται να έχει αφομοιώσει τον όλον ορίζοντα προσδοκίας εντός του οποίου έλαβε χώρα η πρόσληψη των ανατολίτικων παραμυθιών στην Γαλλία, ορίζοντα που σαφώς αξιοποίησαν και οι «πρόδρομοί» του, και επί του οποίου βασίστηκε επίσης η δική τους πρόσληψη από το κοινό της εποχής. Αφ’ ετέρου δε, και πιο χειροπιαστά, στο ίδιο αφήγημα ενσωματώνεται σχεδόν αυτούσιο το Κοράκι του Ε. Α. Poe, και μάλιστα όχι μόνον το πρωτογενές έργο, αλλά και ορισμένα από τα δευτερογενή αυτοσχόλια που ο ποιητής κωδικοποίησε Στην Φιλοσοφία της Σύνθεσης.
Με τέτοια χαρακτηριστικά, το κείμενο του Davidescu πραγματώνεται ως ένα πολυσύνθετο και πολυσχιδές διακείμενο. Η κ. Stead-Δασκαλοπούλου εξυπηρετεί αυτήν την διάσταση του πρωτοτύπου με τρόπο που φανερώνει όχι μόνον την μεταφραστική, αλλά και την ερευνητική της δεινότητα. Κατ’ αρχάς, αναζητά και εντοπίζει (εκεί που υπάρχουν) δόκιμες ελληνικές μεταφράσεις, προκειμένου να αντλήσει απ’ αυτές τα άμεσα ή έμμεσα παραθέματα που χρησιμοποιεί ο Davidescu. Έπειτα, έχοντας επίγνωση της μεγάλης διαφοράς μορφωτικού επιπέδου ανάμεσα στο καθ’ ημάς σημερινό αναγνωστικό κοινό και στο target group που είχε κατά νουν ο Ρουμάνος συγγραφέας, προχωρεί στον απαραίτητο (και διόλου βαρετό) υπομνηματισμό των διακειμενικών «ευρημάτων» της, ούτως ώστε να τα καταστήσει προσπελάσιμα στους παραλήπτες της ελληνικής εκδόσεως.

Το αποτέλεσμα μιλάει από μόνο του. Ώρα λοιπόν ο κριτικός να κάνει τόπο στον «επαρκή αναγνώστη».



 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: