Η «Ελληνικότητα» εντός και ένώπιον του (μισού) «Mοντερνισμού»

¦[ ΔΥΟ  ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ  ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ]¦

 

Επιτύμβια σύνθεση Β' / Γιάννης Μόραλης
Επιτύμβια σύνθεση Β' / Γιάννης Μόραλης

 

Νάσου Βαγενά - Τάκη Καγιαλή - Μιχάλη Πιερή: Μοντερνισμός και Ελληνικότητα. Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1997.

 

Το εν λόγω τομίδιο κυκλοφόρησε υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, στην πολύ καλή σειρά «Θεωρία και Κριτική της Λογοτεχνίας», την οποία διευθύνει ο Νάσος Βαγενάς. Αποτελείται δε από τρεις ενότητες:

1η : Ν. Βαγενάς: Ο μύθος του «ελληνοκεντρισμού»
         (α). Φετιχισμός και ελληνοκεντρικότητα,
                 (β) Η αφόρητη παρουσία των πατέρων και
                 (γ) Ο «ελληνοκεντρισμός» του Σεφέρη)· 

2η : Τ. Καγιαλής: Ο Μακρυγιάννης του Σεφέρη 

3η : Μ. Πιερής: Σεφέρης και Κύπρος
                (α) Το «θαύμα» ως εκδοχή του μοντέρνου και
                (β) Ο Σεφέρης και ο δυτικός κόσμος. 

Εν συνεχεία θα αναπτύξω μερικές σκέψεις γύρω από τις πρώτες δύο, όχι επειδή θεωρώ υποδεέστερη την τρίτη, αλλά εξ αιτίας της ελαχίστης αρμοδιότητάς μου επί του προκειμένου. Προτού όμως προχωρήσω στο όποιο αναλυτικό εγχείρημα, αξίζει να τονίσω το ενιαίο της προοπτικής, του τόνου και των θέσεων που υιοθετούν οι συγγραφείς του πονήματος.
Κατ’αρχάς, και οι τρεις εξετάζουν το θέμα από σκοπιάς της εγχώριας κριτικής. Έπειτα, στον λόγο τους διακρίνεται μια πολεμική διάθεση, πότε ρητή και πότε άδηλη, απέναντι στις θέσεις ορισμένων, αποδομιστών και μη, νεοελληνιστών της αλλοδαπής (Δ. Τζιόβα, Γρ. Τζουσδάνη, Β. Λαμπρόπουλου...), αλλά και ημεδαπών διανοητών (π.χ. των Κ. Τσουκαλά, Γ. Βέλτσου, Δ. Δημηρούλη κ.ο.κ.) Τέλος, οι ενστάσεις που προβάλλουν οι Βαγενάς, Καγιαλής και Πιερής στους ισχυρισμούς των προαναφερθέντων συναδέλφων τους συνοψίζονται στην ιδέα ότι ουδεμία αντίφαση υφίσταται ανάμεσα στις αισθητικές και ιδεολογικές προδιαγραφές του Μοντερνισμού και στις αναζητήσεις της Γενιάς του '30 στην κατεύθυνση του προσδιορισμού, που μάλλον θα πει κατασκευής, μιας (νεο)ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας.

 

1. Υπάρχει και ένα τέταρτο κοινό σημείο μεταξύ των τριών συγγραφέων, αλλά και μεταξύ αυτών και των «αντιπάλων» τους: και οι μεν και οι δε της αγγλόφωνης κυρίως παιδείας και αντλούν τα κριτήριά τους από τις δικές της θεωρητικές σταθερές. Το χαρακτηριστικό αυτό γνώρισμα φωτίζει από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία τόσο την εκδοχή του Μοντερνισμού η οποία επιλέγεται ως γενικό πλαίσιο της συζητήσεως, όσο και την εστίασή αυτής στον θεωρητικό Σεφέρη, τον επιφανέστερο δηλαδή εκπρόσωπο της εν λόγω εκδοχής στην Ελλάδα. Κοντολογίς πρόκειται για τον αγγλοσαξονικό Μοντερνισμό (τον οποίο δηλώνω εφ’ εξής με τον όρο modernism).[1] 
Lato sensu, η λέξη Μοντερνισμός ή Νεωτερισμός σημαίνει την όλη περίοδο της ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας και Τέχνης η οποία αρχίζει με τον Ρομαντισμό, στα τέλη του 18ου αιώνα, και λήγει στις μέρες μας, για την ακρίβεια φθίνει σταδιακά κατά τις δύο ή τρεις, μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, δεκαετίες. Ειδικότερα, «το modernism των Αμερικανών και Άγγλων κριτικών δεν είναι παρά αυτό που στην Γαλλία και στις ισπανόφωνες χώρες ονομάζεται Πρωτοπορία» (Paz 1974: 126). Είναι όμως άλλη Πρωτοπορία, ή άλλη της όψη.[2] 
Κατ’ αρχάς, λόγω «ετεροχρονισμού»: στα χρόνια που, με το κίνημα του «εικονισμού» (imagism), οι Αγγλοαμερικανοί ποιητές εγκαινίαζαν δειλά-δειλά την αντισυμβολιστική τους εξέγερση, στην ηπειρωτική Ευρώπη τα τολμήματα των Max Jacob και Apollinaire ανήγγειλαν ήδη τον Υπερρεαλισμό. Έπειτα, από σκοπιάς «πολιτισμικής γεωγραφίας»: καθοριστική για το σχήμα της νεωτερικότητας στο δυτικό ημισφαίριο κατέστη η αντινομία ανάμεσα στις λογοτεχνίες σε λατινογενείς γλώσσες και σε όσες εγράφοντο σε «γερμανογενείς» τοιαύτες· πιο συγκεκριμένα, κατά τον 20όν αιώνα η σχετική αντινομία εξειδικεύεται ως αντίστιξη γαλλικής και αγγλόφωνης ποίησης (Paz ό.π.: 167-168). Κυρίως όμως πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν το γεγονός ότι το modernism, αφ’ ενός, και η, γαλλικής κοπής, avant-garde, αφ’ ετέρου, πορεύονται σε διαφορετικές κατευθύνσεις: «η ευρωπαϊκή Πρωτοπορία έρχεται σε ρήξη με όλες τις παραδόσεις και έτσι συνεχίζει την ρομαντική παράδοση της ρήξεως· το αγγλοαμερικανικό κίνημα έρχεται σε ρήξη με την ρομαντική παράδοση. Αντίθετα από τον υπερρεαλισμό, δεν είναι μια επανάσταση, αλλά μάλλον μια απόπειρα παλινόρθωσης. Ο προτεσταντισμός και ο ρομαντισμός είχαν αποκόψει τον αγγλοσαξονικό κόσμο από την θρησκευτική και αισθητική παράδοση της Ευρώπης: το modernism συνιστά επιστροφή σ’ αυτή την παράδοση» (ό,π.: 179). Ως εκ τούτου, θα συμπεράνουμε ότι στον αγγλοαμερικανικό χώρο δεν υπήρξε μια αβανγκάρντ με την ευρωπαϊκή σημασία της λέξεως.[3] 
Γνωρίζουμε ότι στην Ελλάδα η δεκαετία του '30 απετέλεσε το πεδίο μάχης ανάμεσα στην αντίστοιχη φιλολογική γενιά, από την μια πλευρά, και στους εκπροσώπους της «παραδοσιακής» ιδέας περί Ποίησης και Τέχνης, από την άλλη. Τίμημα της τοπικής αυτής Querelle des Anciens et des Modernes υπήρξε, ούτε λίγο ούτε πολύ, η επιβολή ενός ριζοσπαστικά νεωτερικού κανόνα στα νεοελληνικά γράμματα. Εκείνο που έγινε λιγότερο αντιληπτό ήταν το ότι, επιπλέον, στους κόλπους της ίδιας της παρατάξεως των «μοντερνιστών» ελάνθανε κάποια ένταση ανάμεσα στους οπαδούς της Πρωτοπορίας και στους θιασώτες του modernism. Αν και άδηλος, ο δευτερογενής αυτός ανταγωνισμός εκρίθη υπέρ των τελευταίων, και έτσι επέφερε την αλλαγή «παραδείγματος» του οικείου Νεωτερισμού, ο οποίος μέχρι τούδε είχε βαδίσει στα ίχνη της λατινόφωνης Ευρώπης.
Πράγματι, στις απαρχές και το ξεκίνημα του ελληνικού Ρομαντισμού λ.χ. εντοπίζονται ιταλικές και γαλλικές επιδράσεις.[4] Γαλλικής εμπνεύσεως ήταν, ως επί το πλείστον, οι μεταρομαντικές τάσεις (συμβολιστικές, παρνασσικές, ρεαλιστικές, νατουραλιστικές κ.ο.κ.) στους κόλπους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Γαλλικές καταβολές (Corbière, Laforgue κ.ά.) είχε και το υστεροσυμβολιστικό οπλοστάσιο με το οποίο ο Καρυωτάκης και οι ομήλικοί του επιδόθηκαν στην αποδόμηση του συμβολιστικού «κατεστημένου». Το τοπίο μεταβάλλεται άρδην με την έλευση της Γενιάς του '30 και, εντός αυτής, με τις θεωρητικές τοποθετήσεις και παρεμβάσεις του Σεφέρη: εφ’ εξής, η ελληνική νεωτερικότητα θα κινηθεί με πρότυπο τις εξελίξεις στον αγγλοσαξονικό χώρο. Τούτο δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι όλοι (ούτε καν οι περισσότεροι) οι συγγραφείς του 1930 ένιωθαν να τους εκφράζει απόλυτα η σεφερική άποψη· σημαίνει όμως ότι η άποψη αυτή κατόρθωσε να επιβληθεί ως κανόνας, την κρίσιμη εκείνη στιγμή που ο ελληνικός Μοντερνισμός χρειάστηκε να επιλέξει μεταξύ avant-garde και modernism. Δεν έλειψαν προτάσεις και προσπάθειες για θέσπιση εναλλακτικού κανόνα, ιδίως εκ μέρους των υπερρεαλιστών (Ελύτη, Νικόλαου Κάλα, Εμπειρίκου)· εν τέλει όμως, μας λέει ο Ελύτης, υπερίσχυσε «η συντηρητική αλλά εξαιρετικά ισχυρή και συγκροτημένη προσωπικότητα του Σεφέρη (...) αφαιρώντας από τους φίλους κάθε πρωτοβουλία και από τους πολέμιους κάθε επιχειρηματολογία» (ό.π.: 386).

 

2.Αυτά είναι, νομίζω, τα ιστορικο-συγκριτολογικά συμφραζόμενα στα οποία πρέπει να ενταχθεί, γενικότερα, η προβληματική που αναπτύσσεται στο Μοντερνισμός και Ελληνικότητα.
Προχωρώντας στα επί μέρους, θα αρχίσω με την επισκόπηση της μελέτης «Ο Μακρυγιάννης του Σεφέρη», καθώς το «στήσιμο» του βιβλίου την προβάλλει σε κεντρική θέση, πλαισιωμενη από τα κείμενα του Βαγενά, με θεωρητικό χαρακτήρα, και εκείνα του Πιερή, τα οποία φαντάζουν εφηρμοσμένες «μελέτες περιπτώσεων» (case studies).
Στο συγκεκριμένο λοιπόν σύστημα αναφοράς και με τις συγκεκριμένες προδιαγραφές τις οποίες περιέγραψα προηγουμένως, δεν μπορώ παρά να συμμεριστώ την άποψη του συγγραφέα της σχετικής μελέτης, ότι η ανάγνωση των Απομνημονευμάτων του αγωνιστή του Εικοσιένα από τον ποιητή του εικοστού αιώνα «ανακλά κεντρικές θεωρητικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις του αγγλοσαξωνικού μοντερνισμού» (σελ. 34). Επίσης ότι «το ύφος του Μακρυγιάννη, όπως το συστήνει ο Σεφέρης, ανταποκρίνεται σε βασικές αρχές του (αγγλοσαξωνικού κυρίως) μοντερνισμού» (σελ. 44).
Αφήνω κατά μέρος όσα, πολύ εμπεριστατωμένα και αναλυτικά, αναφέρονται εδώ επί του προκειμένου, επειδή θα ήθελα να θίξω μια πτυχή του θέματος την οποίαν προσπερνά ο Καγιαλής, παρ’ ότι έχει βαρύνουσα σημασία για μια φιλοσοφική θεώρηση της σχέσεως Σεφέρη-Μακρυγιάννη.
Όπως προανέφερα, το modernism, διαφοροποιήθηκε από την Πρωτοπορία στοχεύοντας στην ανάκτηση της κεντρικής παράδοσης της δυτικής Ευρώπης.[5] Τι ακριβώς εσήμαινε αυτό; Για τους Αγγλοαμερικανούς μοντερνιστές, το ζητούμενο ήταν η αποκατάσταση της ordo romana, τόσο στην πνευματική (χριστιανική) όσο και στην πολιτική (αυτοκρατορική) διάσταση αυτής. Πλην όμως για τους Νεοέλληνες οπαδούς του modernism, ένα αντίστοιχο «κλασικό» ιδεώδες δεν ήταν δεδομένο, αλλά, ακόμη, προς αναζήτησιν, ή μάλλον προς επινόησιν. Με κύρος και παρρησία, ανέλαβε λοιπόν να το κάνει ο Σεφέρης.
Και επειδή ήταν πλέον αδύνατον παρόμοιο ρόλο να παίξουν οι αξίες του αρχαιοελληνικού κόσμου (αφού είχαν απορροφηθεί από την δυτική παιδεία), ο Έλληνας ποιητής στράφηκε προς τη δημοτική γλώσσα και το δημώδες ήθος, τον λαϊκό πολιτισμό και την λαϊκή παράδοση· κοντολογίς, προς ένα πλέγμα από συνιστώσες και συστατικα με ημι-μυθικό χαρακτήρα, που απέδωσε συνειρμικά στην μορφή και το ύφος του Στρατηγού Μακρυγιάννη. Επιτομή και κοινός παρονομαστής των παραπάνω κατέστη η περίφημη Ελληνικότητα της Γενιάς του '30.[6] 
Πάντως το σεφερικό εγχείρημα, όπως ορθώς τονίζει ο Καγιαλής, επ’ ουδενί λόγω θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί λαϊκίστικο, αλλά βρίσκεται και αυτό μέσα στο κλίμα του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού. Πεσβεύει δε έναν sui generis «οργανικισμό» (organicism), μέρος του οποίου είναι ο (ούτως ειπείν) «φιλολαϊκός αριστοκρατισμός», που θέλει τον καλλιτέχνη, διανοητή κ.ο.κ. να συμμαχεί πνευματικά με τον γνήσιο, ζωτικό, ατόφιο, αυθεντικό… κ.λπ. «λαό» (ή, επίσης, με τον πρωτόγονο ή τον αρχαϊκό άνθρωπο), υπεράνω και ενίοτε εναντίον του αλλοτριωμένου αστού, αλλά και ενάντια στην φθαρτή και φθορέα παιδεία των μεσαίων τάξεων. Στις καταβολές της νοοτροπίας αυτής βρίσκεται ο, κατά Paz, «αντινεωτερικός νεωτερισμός» (modernidad antimoderna) των ρομαντικών· κάπου στην μέση της εξέλίξεώς της θα κατατάξουμε το εγκώμιο της αγραμματοσύνης, που πλέκει ο Σεφέρης (πρβ. σελ. 55 κ.α.), ενώ στην άλλην άκρη της διαφαίνεται ο συγχρωτισμός των ελίτ με τους λούμπεν, ο οποίος, κατά την Hanna Arendt, συνιστά φυτώριο του ολοκληρωτισμού.

 

3.Όπως υπαινίχθην και προηγουμένως, ο Βαγενάς θέτει τις θεωρητικές βάσεις του συλλογικού εγχειρήματος. Ουσιαστικά, η πραγματεία του καλύπτει το μέτωπο της θεωρίας της πρόσληψης. Και όταν λέω «μέτωπο», εννοώ ότι η στάση του είναι μαχητική: διαπιστώνει ότι σήμερα πάει να παγιωθεί ένας «ορίζοντας προσδοκίας» ο οποίος στρεβλώνει την πραγματική εικόνα των σχέσεων μεταξύ ελληνικού Μοντερνισμού και «ελληνικότητας»· ως εκ τούτου, ο θεωρητικός προσπαθεί να αντιστρέψει αυτή την τάση. Στην ίδια κατεύθυνση, επιλαμβάνεται του κυρίου όγκου της πολεμικής με όσους καταλογίζουν «ελληνοκεντρικές» εμμονές στην Γενιά του 30.
Για τον Βαγενά λοιπόν, θέμα «ελληνοκεντρισμού» δεν τίθεται καν (αφού το σχετικό θέμα προέρχεται από την περιοχή των «μύθων της λογοτεχνικής κριτικής μας»).[7] Η δε ενασχόληση της Γενιάς του '30 με την «ελληνικότητα» (Μακρυγιάννη, Θεόφιλο κ.ά.), σημαίνει κάτι το εντελώς διαφορετικό: το αίτημα για «καλλιτεχνική γνησιότητα» (πρβ. Βαγενάς 1994: 348) και ουδόλως αντιστρατεύεται την δέσμευσή της με τον Νεωτερισμό. Όπως δεν την αντιστρατεύεται ο Joyce όταν ενσκήπτει στην ιρλανδική παράδοση (σελ. 16), ούτε ο Apollinaire όταν εξαίρει την ζωγραφική του τελωνοφύλακα Henri Rousseau (σελ. 23).[8]
Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί και άλλα επιχειρήματα υπέρ των θέσεών του Βαγενά. Φέρ’ ειπείν ο Federico García Lorca, φίλος του Buñuel και του Dalí και συμπρωταγωνιστής σε σκάνδαλα και φάρσες με πνεύμα καθαρά πρωτοποριακό, που τάρασσαν τα λιμνάζοντα νερά του ακαδημαϊκού κατεστημένου, αλλά και συγγραφέας του Poeta en Nueva York, βιβλίου με έντονό υπερρεαλιστικό χρώμα, είναι παράλληλα ο αοιδός του Romancero gitano και του Poema del Cante Jondo, όπου η «ισπανικότητα» προσλαμβάνει την τοπική και ιδιωματική υπόσταση του «ανδαλουσιανισμού». Ο Borges, πάλι, που το 1919, στην Μαδρίτη, έλαβε μέρος στην ίδρυση του «Ουλτραϊσμού» (πρώτου ίσως πρωτοποριακού κινήματος στην ισπανόφωνη οικουμένη), επιστρέφοντας στην Αργεντινή δραστηριοποιήθηκε ως martinfierrista, δηλαδή θιασώτη μιας ποιητικής ομάδας η οποία φιλοδοξούσε να παντρέψει την avant-garde με την «αργεντινότητα». Τέλος, ο Ρουμάνος μουσικός και μουσικολόγος Harry Brauner, αδελφός και ομοϊδεάτης του υπερρεαλιστή ζωγράφου Victor Brauner, εξελίχθηκε σε δεινό μελετητή του ρουμανικού μουσικού φολκλόρ.
Ιδωμένες όμως από άλλην οπτική γωνία, όλες οι παραπάνω περιπτώσεις —και οι αντίστοιχες ελληνικές— ανήκουν τυπολογικά στην «εξημερωμένη» (ούτως ειπείν) avant-garde.[9] Οι υπόνοιες εθνοκεντρισμού που διατύπωσαν σχετικώς ορισμένοι κριτικοί και ιστορικοί της Λογοτεχνίας δεν είναι μόνον —όπως, κάπως βιαστικά, συμπερίνει ο Βαγενάς — ζήτημα «αστιγματικού αντιελληνοκεντρισμού» και «φετιχισμού του αντιεγχωρίου» (σελ. 15-16). Ή, εάν είναι, γιατί να αποκλείσουμε την υπόθεση ότι ακόμη και ο «αστιγματισμός» και ο «φετιχισμός» συνιστούν υπαρκτά χαρακτηριστικά μιας ριζοσπαστικής Πρωτοπορίας;
Πιο συγκεκριμένα: εάν μεν η όλη προβληματική της «ελληνικότητας» εναρμονίζεται τέλεια (στον Σεφέρη λ.χ.) με τα θεωρητικά και αισθητικά δεδομένα του (κατ’ εξοχήν «εξημερωμένου» ως Μοντερνισμού) modernism, από την άλλην όμως πλευρά η καλλιέργεια του ίδιου αυτού ιδεολογήματος από ορισμένους Έλληνες υπερρεαλιστές σίγουρα αντίκειται στις βασικές αρχές του Υπερρεαλισμού. Ας το κρίνουμε συγκριτικά: την ίδια στιγμή που ο Ελύτης πίστευε ότι ο Υπερρεαλισμός του αποκάλυψε την ελληνική ύπαιθρο και φύση, οι Ρουμάνοι υπερρεαλιστές της Ομάδας του Βουκουρεστίου (1944-1948) διεκδικούσαν σε κάποιο μανιφέστο τους une position anti-nationale à outrance (…) et outrageusement cosmopolite (Luca & Trost 1983). Παρόμοιες διαπιστώσεις πρέπει να οδήγησαν την Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου στον εύστοχο χαρακτηρισμό του ελληνικού «ποιητικού ρεύματος» ως «εθνικιστικής αποκλίσεως» (déviation nationaliste) του Υπερρεαλισμού (Abazopoulou 1980).
Επιστρέφοντας στο πεδίο της πρόσληψης με ένα κριτήριο λιγότερο «στρατευμένο» απ’ αυτό του Βαγενά, θα παρατηρήσουμε λοιπόν ότι ακόμη και οι «μύθοι» και οι λανθασμένες προσδοκίες έχουν την σημασία τους στην δεξίωση του (όποιου) πολιτισμικού προϊόντος. Βεβαίως, η υπαρκτή και συγκεκριμένη κατάσταση πραγμάτων συναρτάται πρωτίστως προς τους μηχανισμούς της δράσεως και της αντιδράσεως και καθρεφτίζει έναν υπαρκτό και συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων: «εκτός από την έξαρση του ελληνοκεντρισμού με την μορφή της νεοορθοδοξίας, είμαστε και μάρτυρες ενός νέου φαινομένου, που βρίσκεται (…) στους αντίποδες του ελληνοκεντρισμού» κ.λπ. (σελ. 15). Αλλά ο συνομωσιολογικός συσχετισμός του συγκεκριμένου φαινομένου με τις σπασμωδικές προσπάθειες όσων διακατέχονται από το «άγχος της επίδρασης» (σελ. 24) να απαλλαγούν από την «αφόρητη παρουσία των πατέρων» (σελ. 18-24), ούτε μας εξηγεί ικανοποιητικά το πρόβλημα, ούτε μας το λύνει.
Κάθε λογικός αναγνώστης θα συμφωνήσει με τον Βαγενά στο ότι δεν ευθύνεται η «ελληνικότητα» των Σεφέρη, Ελύτη και λοιπών λογοτεχνών της Γενιάς του '30 για την κακόγουστη και επικίνδυνη εθνικιστική υστερία που μαίνεται κατά διαστήματα το πανελλήνιο· όπως δεν ευθύνεται άμεσα ο Marx για το «ερυθρό ολοκαύτωμα», ούτε ο Nietzsche για το ναζιστικό. Είναι όμως θεμιτό η κριτική σκέψη να διερωτάται τι, από όσα μας κληροδότησαν οι «πατέρες», είναι αυτό που καθιστά δυνατή την παραφροσύνη των απογόνων.

 

4.

Οφείλω ωστόσο να τονίσω ότι, προκειμένου παρόμοια ερωτήματα να τεθούν ορθολογικά, είναι ανάγκη να τηρούνται δύο όροι: η απαραίτητη διάκριση των αποχρώσεων, αλλά και η ιεράρχησή τους. Ο μεν πρώτος όρος μας βοηθά να δούμε ότι το έργο τέχνης γίνεται όχημα πολλαπλών αξιακών συστημάτων (ιστορικών, κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών, ιδεολογικών κ.λπ. κ.λπ.)· ο δε άλλος ξεχωρίζει μεταξύ των παραπάνω την αισθητική αξία ως πρώτη τη τάξει (όσο «παλιομοδίτικο» και αν ηχεί κάτι τέτοιο σε μερικά αυτιά).
Η παράκαμψη ή παράβαση οποιουδήποτε εκ των δύο όρων – και πολλώ μάλλων αμφοτέρων – οδηγεί σε απατηλα διλήμματα, όπως αυτά που προβάλλει ο Τ. Καγιαλής, και δη εκβιαστικά: «Ο μοντερνισμός (…) μας υποχρεώνει να επιλέξουμε ανάμεσα στην προτεραιότητα της πάση θυσία υπεράσπισης του λογοτεχνικού κύρους (που συνεπάγεται και άμεση ή έμμεση υποστήριξη εξαιρετικά αμφιλεγόμενων ιδεολογικών θέσεων) και σ’ εκείνη της ανάδειξης της ιδεολογικής προβληματικότητας (με όποιο κόστος αυτή συνεπάγεται για το λογοτεχνικό κύρος)» (σελ. 63-64· η έμφαση δική μου).
Είναι φανερό ότι εδώ απουσιάζει παντελώς η διακριτική λειτουργία, η στοιχειώδης αρχή του «έτερον εκάτερον»: ένα μειονέκτημα το οποίο ωθεί τον συγγραφέα σε επισφαλή petitiones principii. Με άλλα λόγια, είναι λίαν αμφίβολο εάν η αναγνώριση «λογοτεχνικού κύρους» σε συγγραφείς, κινήματα, ομάδες κ.ο.κ. συνεπάγεται σώνει και καλά την υιοθέτηση των ενδεχόμενων «προβληματικών» ιδεολογημάτων τους· και, αντιστρόφως ανάλογα, εάν η «ανάδειξη της ιδεολογικής προβληματικότητας» πρέπει να αποβεί εις βάρος του «λογοτεχνικού κύρους». Φανερός είναι επίσης ο παραμερισμός του ιεραρχικού κριτηρίου, αφού ο Καγιαλής θέτει στην ίδια μοίρα, και ενίοτε προτάσσει, τα ιδεολογικά περιεχόμενα έναντι της αισθητικής συγκρότησης του λογοτεχνήματος (της μόνης εκ της οποίας απορρέει το «κύρος» του δημιουργού).
Οι συνέπειες αυτών των ελλείψεων και παραλείψεων συνοψίζονται σε ένα ακόμη δίλημμα, όντως υπαρκτό, σχεδόν ωμό, και πολύ πιο επιτακτικό από τα πρώτα. Είμαστε άραγε έτοιμοι να δεχτούμε —και είναι έτοιμος να το δεχτεί ο Καγιαλής, όπως συνάγεται από τις τοποθετήσεις του — ότι ο «φασισμός» των Ezra Pound και Céline, αλλά και —γιατί όχι;— ο σταλινισμός του Ρίτσου ή του Neruda είναι επαρκείς λόγοι για να εξοβελίσουμε «εις το πυρ το εξώτερον» το έργο τους αυτό καθαυτό;

Ομολογουμένως, ο Τάκης Καγιαλής και γνώσεις έχει, και ευφυΐα, και ευαισθησία. Έχει όμως και ισχυρές εμμονές, που εξουδετερώνουν τα αδιαμφισβήτητα προσόντα του. Τον κατατρύχει πάνω απ’ όλα το φάντασμα της «αριστερής κριτικής», η οποία θα έπρεπε, «πάση θυσία», να ενεργοποιηθεί στους κόλπους της νεοελληνικής γραμματολογίας.
Τι έχει όμως να προσφέρει το συγκεκριμένο είδος κριτικής; Το έργο αυτό το ’χουμε ξαναδεί: αρχίζει με την έκκληση του Λένιν για «κομματικότητα» (partijnost’) στην λογοτεχνία και καταλήγει στα ουκάζια του Ζντάνωφ, θεσπίζοντας τον Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό ως μοναδική και αλάνθαστη, άρα υποχρεωτική «μέθοδο δημιουργίας»· ή σε εκείνα του Castro, να θέτει τους Λατινοαμερικανούς διανοούμενους ενώπιον της επιλογής: Dentro de la Revolución todo, fuera de la Revolución nada («Εντός Επαναστάσεως τα πάντα, εκτός αυτής τίτοτα»).[10]
Ευτυχώς τέτοιοι ευσεβείς πόθοι έχουν ακριβώς τόσες πιθανότητες να εκπληρωθούν όσες και η διεκδίκηση «δεύτερης ευκαιρίας στην δικτατορία του προλεταριάτου», που επαναλαμβάνούν ad nauseam επαναστάτες των σαλονιών, τύπου Slavoj Žižek. Δεν πρόκειται καν για στείρες νοσταλγίες μιας ιδεολογίας και ενός συστήματος που κατέρευσαν παταγωδώς, αλλά μάλλον για μεταμοντέρνους σνομπισμούς του ρετρό.

 



——————

Abazopoulou, Françoise (1980) : Le Surréalisme en tant que courant poétique en Grèce. Thèse pour le doctorat de 3ème cycle, Université de la Sorbonne Nouvelle, Paris III, Institut National des Langues et des Civilisations Orientales.
Βαγενάς, Νάσος (1994): «Οι μύθοι της λογοτεχνικής κριτικής μας», στον τόμο: Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για την νεοελληνική γραμματεία, Στιγμή.
Ελύτης, Οδυσσέας (31987): Ανοιχτά χαρτιά. Ίκαρος.
Καγιαλής, Τάκης (1996): «Ο μοντερνισμός και η λογοτεχνική κριτική: το πρόβλημα του φασισμού», στον τόμο: Μοντερνισμός: η ώρα της αποτίμησης. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας.
Luca, Gherasim & Trost, D. (1983 [1945]): « Dialectique de la dialectique », στην ανθολογία Marin Mincu (ed.): Avangarda literară românească. Minerva, Βουκουρέστι (625-636).
Paz, Octavio (1974): Los hijos del limo. Del romanticismo a la vanguardia. Seix-Barral, Βαρκελώνη.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: