Επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα περί αλφαβήτου

 ¦[ ΔΥΟ  ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ  ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ]¦


Νάνος Βαλαωρίτης
Νάνος Βαλαωρίτης

1. There are more things... in Homer

——————
Νάνου Βαλαωρίτη: Ο Όμηρος και το αλφάβητο, Ελληνοαμερικανική Ένωση, Αθήνα 2010

——————




Στην Αthens Review of Βooks (τχ. Μαρτίου 2011) δημοσιεύεται εκτενές άρθρο του Χαράλαμπου Μαραβέλια (εφ εξής Χ. Μ.), με τον τίτλο «Ένας Όμηρος με Parker», αφιερωμένο στην ενδελεχή επισκόπηση και στην ριζική αναίρεση της βασικής θέσεως την οποίαν αναπτύσσει ο αείμνηστος Νάνος Βαλαωρίτης (1921-2019) σε ένα από τα τελευταία βιβλία του, Ο Όμηρος και το αλφάβητο.
Κατά τον αρθρογράφο, ο Βαλαωρίτης υποστηρίζει πως «ο Όμηρος υπήρξε ο συγγραφέας, που συνέθεσε γραπτά την Ιλιάδα και την Οδύσσεια»· αντιστρόφως ανάλογα, ο Χ. Μ. διατείνεται ότι τα ομηρικά έπη μετέχουν μακροχρόνιας προφορικής παράδοσης, εντός της οποίας έλαβε χώρα η, προφορική και πάλι, σύνθεση / εκτέλεσή τους (oral performance).

1.Tο γενικότερο πλαίσιο ιδεών στο οποίο στηρίζεται εν προκειμένω ο Χ. Μ. φέρει το στίγμα του «Δαρβίνου των ομηρικών σπουδών», Milman Parry (1902-1935), ηγετική φυσιογνωμία της σχολής των Αμερικανών oralists, τις έρευνες των οποίων, λόγω του πρόωρου θανάτου του Πάρι, ανέλαβε να συνοψίσει ο μαθητής του Albert B. Lord, στην περίφημη μονογραφία του The Singer of Tales (Μασαχουσέτη 1960). Από καθαρά θεωρητικής απόψεως, το σχετικό πόνημα αποσκοπεί στην κωδικοποίηση μιας τέχνης του αυτοσχεδιασμού, με άξονες: (α) την «λογοτυπική εκφορά» (formulaic diction) και (β) την «θεματική σύνθεση» (thematic composition). Με άλλα λόγια, από την δεξαμενή της προφορικής παράδοσης, ο προφορικός ποιητής, ή μάλλον «αοιδός», αντλεί ένα ολόκληρο ρεπερτόριο από φόρμουλες (στερεότυπες διατυπώσεις με σταθερό ρυθμικό pattern), που του χρησιμεύουν στην συναρμολόγηση τμηματικών ή και ατόφιων στιχικών ενοτήτων· αλλά και ένα δεύτερο ρεπερτόριο, από θέματα (έτοιμα αφηγηματικά σενάρια), για το στήσιμο τυπικών σκηνών ή επεισοδίων.
Υπόθεση διόλου ρηξικέλευθη και γι’ αυτό πειστική, αφού μάλιστα ανταποκρίνεται στον αυστηρό φορμαλισμό που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του απανταχού φολκλόρ. Υπ’ όψιν όμως: η συγκεκριμένη υπόθεση συνάγεται όχι τόσο από την μελέτη των ομηρικών επών, όσο της επικής δραστηριότητας των Νοτιοσλάβων guzlari του Μεσοπολέμου, που οι Αμερικανοί ερευνητές πήγαν να εποπτεύσουν in situ. Το αναλυτικό αυτό εγχείρημα φαντάζει ασύγκριτα πιο εντυπωσιακό από τα συμπεράσματα στα οποία οδηγεί. Αλλά και πιο προβληματικό.
Πρωτίστως από λογικής σκοπιάς, αφού, ουσιαστικά, στηρίζεται σε έναν επαγωγικό (inductive) συλλογισμό, του τύπου: «Τα αντικείμενα της κλάσεως Α, που γνωρίζω, έχουν την ιδιότητα Β. // Το Γ ανήκει στην κλάση Α. // Άρα το Γ έχει την ιδιότητα Β»· ο οποίος, εν προκειμένω, πραγματώνεται ως εξής: Οι παραδοσιακοί «αοιδοί», που γνωρίζω, αυτοσχεδιάζουν προφορικά τα επικά τραγούδια τους. // Ο Όμηρος υπήρξε ένας παραδοσιακός «αοιδός». // Άρα ο Όμηρος αυτοσχεδίασε προφορικά τα έπη του. Παρόμοια συλλογιστική θεωρείται λίγο έως πολύ αφερέγγυα διότι, ακόμη και στις σπάνιες περιπτώσεις «σθεναρής επαγωγής» (strong induction) – όταν δηλαδή γνωρίζω σχεδόν όλα τα αντικείμενα της κλάσεως Α –, δεν μπορώ να αποκλείσω εξ ολοκλήρου την ύπαρξη ενός Γ1, που να στερείται της ιδιότητας Β, ή να την παραλλάσσει, π. χ. ως Β1. Πολλώ δε μάλλον όταν η επαγωγή είναι «α-σθενής» (weak induction), όπως η παρούσα, αφού γνωρίζω μόνον ένα ελάχιστο (και όψιμο) τμήμα της κλάσεως των παραδοσιακών «αοιδών», και εξ αυτού συνάγω ότι το ομηρικό modus operandi εξομοιώνεται (προκαταβολικά) με το δικό τους.
Η συγκεκριμένη λογική εντάσσεται σε έναν γενικότερο τρόπο σκέψεως και σε μια παράδοση που καθιστούν το πρόταγμα της «προφορικής σχολής» και επιστημολογικά προβληματικό. Εννοώ τον αγγλοσαξονικό εμπειρισμό ο οποίος, ως γνωστόν, πριμοδοτεί την εκ του σύνεγγυς παρατήρηση έναντι κάθε άλλης γνωστικής συμπεριφοράς. Σ’ αυτό το πνεύμα, οι διάδοχοι και συνεχιστές του Πάρι αφήνουν την εντύπωση ότι απλώς ανατρέχουν στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, προκειμένου να επιβεβαιώσουν όσα έχουν διαπιστώσει in vivo κοντά στους προσφιλείς τους «γκουσλάρους». Έτσι όμως η ιστορική διάσταση του όλου θέματος σχεδόν εξατμίζεται, αφού, σιωπηρώς, τίθενται εντός παρενθέσεως οι τρεις χιλιετίες και οι βαθύτατες διαφορές που (ξε)χωρίζουν τον Όμηρο από τους βαλκάνιους «Ομηρίδες» του 20ού αιώνα. Με κάποια δόση παιδαγωγικής υπερβολής, θα έλεγε κανείς πως, οριακά, για τους «οραλιστές» ο Όμηρος δεν είναι παρά ένας Ίωνας προάγγελος του Σέρβου Avdo Medvedoviċ.

2. Ο κ. Μαραβέλιας, ομολογουμένως, και επιστημοσύνη διαθέτει και σοβαρότητα, κατέχει πλήρως το αντικείμενό του και χειρίζεται με άνεση και κύρος τόσο τις επιμέρους πτυχές όσο και τις γενικότερες προεκτάσεις αυτού. Δεν είναι λοιπόν εύκολο να βρει κανείς τα κατάλληλα επιχειρήματα για να τον αντικρούσει επί της ουσίας· εν πάση περιπτώσει δεν είμαι εγώ αυτός που θα το επιχειρήσει, αφού ούτε ομηριστής δηλώνω, ούτε ιστορικός. Ως «επαρκής» και μόνον «αναγνώστης» (όπως μετονομάζει ο Σεφέρης τον suffisant lecteur, με τον οποίο συνομιλούσε ο Μοντένιος), αρκέστηκα στην επισήμανση κάποιων τρωτών, κατά την γνώμη μου, σημείων στις θεωρίες της «προφορικής σχολής», που ανεπιφύλακτα ασπάζεται ο Χ. Μ. Εν συνεχεία, και από την ίδια ταπεινή θέση, επανέρχομαι στο ανά χείρας άρθρο, με την πρόθεση να σχολιάσω ένα χαρακτηριστικό γνώρισμά του, μάλλον παράπλευρο αλλά που δεν στερείται σημασίας.
Πρόκειται για την διαδεδομένη παθογένεια του θεωρητικού λόγου που κάνει αρκετούς θεράποντές του να εθελοτυφλούν και να κωφεύουν σε ο,τιδήποτε ενδεχομένως συνηγορεί υπερ μιας διαφορετικής απόψεως. Τέτοιοι θεωρητικοί μοιάζουν ώρες-ώρες με τον σαιξπηρικό Οράτιο στην σκηνή του φαντάσματος, να παραπονιέται για την ανοίκεια οπτασία την οποίαν μόλις έχει δει με τα ίδια του τα μάτια (O day and night, but this is wondrous strange!), προφανώς επειδή δεν χωράει στα καλούπια της επιστήμης που του δίδαξαν στα αμφιθέατρα της Βιτεμβέργης. Τότε λοιπόν αναγκάζεσαι να τους υπενθυμίσεις ό,τι κι ο πρίγκιπας της Δανίας στον λόγιο φίλο του: There are more things in heaven and earth, Horatio, / than are dreamt of in your philosophy (Άμλετ I, v)
Δεν υπάρχει τίποτα πιο αφιλοσόφητο από την αλαζονική αυτοπεποίθηση του φιλοσόφου, όπως δεν υπάρχει χειρότερη αδικία απ’ αυτήν που γεννά μια ανελαστική αντίληψη του δικαίου. Όταν ο θεωρητικός λόγος αγνοεί την ύπαρξη «και άλλων πραγμάτων», το αποτέλεσμα αποβαίνει εις βάρος του ιδίου, αφού τον καθιστά αυταρχικό, τον εμποδίζει να έχει επίγνωση της σχετικότητας της αλήθειας και πάνω απ’ όλα του αφαιρεί (μείζον ελάττωμα!) κάθε αίσθηση του χιούμορ. Δυστυχώς, η πολύ «σφιχτή» και συνεκτική επιχειρηματολογία του Χ. Μ. δεν είναι άμοιρη των ανωτέρω διαστροφών της θεωρίας.
Κατ’ εξοχήν αυταρχική βρίσκω, για παράδειγμα, την αντίδραση του αρθρογράφου, ο οποίος ουσιαστικά αρνείται στον «παρείσακτο» —καθ’ ότι ποιητή— Νάνο Βαλαωρίτη το δικαίωμα πρόσβασης στον οικείο επιστημονικό χώρο: «Σημειωτέον ότι το παρόν βιβλίο του αειθαλούς ποιητή μας δεν αποτελεί ποιητικό έργο, όπου ποιητική αδεία θα μπορούσαν να γραφτούν και παραδοξότητες, αλλά (προφανώς) φιλοδοξεί να θεωρηθεί επιστημονική εργασία». Ακριβώς έτσι, λέγεται, ένας αρχαίος ζωγράφος απηγόρευε σε έναν υποδηματοποιό να εκφέρει γνώμη παρά μόνον για τα πέδιλα που φορούσε η, εικονιζόμενη στον πίνακά του, νύμφη (Nec sutor ultra crepidam). Μήπως όμως παρόμοια στάση προδίδει αμυντικά αντανακλαστικά, ως εάν οι ομηρικές σπουδές ήταν τα εφτασφράγιστα επαγγελματικά μυστικά μιας κλειστής συντεχνίας, που χρήζουν περιφρούρησης έναντι κάθε ανταγωνισμού;
Όπως ήδη ανέφερα, ο Χ. Μ. τείνει να προσπερνά αβασάνιστα κάθε απόδειξη ή έστω (αποχρώσα) ένδειξη που δεν ταιριάζει με τις δικές του θεωρητικές προσλαμβάνουσες. Επειδή λ.χ. πιστεύει ακράδαντα ότι «η διαίρεση των δύο επών σε 24 ραψωδίες το καθένα, με βάση τα γράμματα του ιωνικού αλφαβήτου» χρονολογείται από τους Αλεξανδρινούς, ο αρθρογράφος αγνοεί επιδεικτικά την αντίθετη τάση των ιδίων, να αντικαθιστούν τα γράμματα-τίτλους με κορωνίδες· αγνοεί εξάλλου και ένα αρχαιολογικό τεκμήριο του 3-4 π.Χ. αι. (που ίσως μαρτυρεί παλαιότερη πρακτική): το όστρακο με το οποίον ένα άτομο της εποχής παραγγέλλει να του φέρουν «τας λέξεις Ιλιάδος Άλφα» (πρβ. Βαλαωρίτη, σελ. 10).
Εξίσου επιδεικτικά, ο Χ. Μ. απαξιοί να λάβει υπ’ όψιν υφολογικά και δομικά γνωρίσματα των ομηρικών επών, τα οποία ποσώς δεν συνάδουν με την oral performance, αλλ' απεναντίας, δηλώνουν μια μέθοδο σύνθεσης που έχει εξασφαλίσει τουλάχιστον την αρωγή της γραφής. Χαρακτηριστικά δείγματα τέτοιας φύσεως αποτελούν οι συχνοί διασκελισμοί στίχων, η εσωτερική διακειμενικότητα της Ιλιάδος και της Οδύσσειας καθ’ εκάστων, αλλά και εκείνη που υφίσταται ανάμεσα στην μεν και στην δε, ανάλογη με τις «αντιστοιχίσεις» (concordances) μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Με την σειρά της, η συγκριτολογία μας προσκομίζει και αυτή ουκ ολίγα στοιχεία τα οποία σαφώς σχετικοποιούν την υποτιθέμενη ασυμβατότητα μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου. Μια ρητή μαρτυρία επί του προκειμένου προέρχεται από έναν πολιτισμό κατ’ εξοχήν παραδοσιακό, όπως ο ινδικός, που το προφορικό υπόβαθρό του έχει βάθος χιλιετιών, και όπου, ωστόσο, δύο μνημειώδη έπη, η Ramayana και η Mahabharata, αποδίδονται σε επώνυμους ποιητές, οι οποίοι τα (κατ)έγραψαν καθ’ υπαγόρευσιν θεϊκών όντων. Εάν πάλι και αυτό το τεκμήριο μπορεί να υποβαθμιστεί λόγω της μυθικής προελεύσεώς του, δυσκολεύομαι εντούτοις να καταλάβω γιατί ο Χ. Μ. δεν ανατρέχει τουλάχιστον στην εμπειρία των μελετητών του μεσαιωνικού ηρωικού έπους, το οποίο εγείρει θέματα καθ’ όλα ανάλογα με το ομηρικό. Για να φέρω ένα μόνο παράδειγμα, ο διάσημος Γαλλο-ελβετός μεσαιωνιστής Πολ Ζιμτόρ (Paul Zumthor), συγγραφέας του «κλασσικού» πλέον Essai de poétique médiévale (1972), αλλά και μιας Introduction à la poésie orale (1983), καίτοι αναγνώριζε ως αφετηρία των δικων του θέσεων τις θεωρίες των Πάρι και Λορδ περί προφορικότητας, δεν έπαυε παράλληλα να τονίζει με κάθε έμφαση ότι ο προφορικός χαρακτήρας δεν καθορίζεται από τον υλικό δίαυλο του ποιητικού μηνύματος (φωνή ή χαρτί). Εξάλλου, η μετάβαση από τον προφορικό πολιτισμό στον πολιτισμό της γραφής επ’ ουδενί λόγω υπήρξε απότομη και, ως εκ τούτου, οι «συνθήκες ύπαρξης» του κειμένου παρέμειναν επί μακρόν αναλλοίωτες. Συγκεκριμένα, το «έργο» εξακολουθούσε να υπάρχει μέσα από τις παραλλαγές του, είτε προφορικές ή χειρόγραφες. Η σχέση των μεν με τις δε ήταν αμφίδρομη, υπό την έννοια ότι και οι προφορικές εκτελέσεις καταγράφονταν «καθ’ υπαγόρευσιν», αλλά και, αντιστρόφως ανάλογα, οι καταγραφές, τα αντίγραφα ή και πρωτογενώς γραπτά κείμενα ετύγχαναν ενίοτε προφορικής εκτελέσεως.
Όσο για το χιούμορ που καταφανώς σπανίζει στο άρθρο του Χ. Μ., δεν εννοώ βεβαίως την μόνιμη διάθεση για ιλαρότητα, αλλά ένα βαθύτερο, υπαρξιακό χιούμορ, οιονεί μια στάση ζωής. Η οποία, με την σειρά της, περιλαμβάνει την «χαρωπή γνώση», που ξέρει να παίζει και να αυθυπονομεύεται, γιατί έχει ενστερνιστεί την σοφία του σχετικού και αποποιηθεί κάθε δογματισμό. Με κάποια δόση τέτοιου χιούμορ, θα έλεγα ότι μπορεί, punctually speaking, να έχει δίκιο ο αρθρογράφος σε όλες τις ενστάσεις του προς το κρινόμενο βιβλίο, χωρίς όμως το δίκιο του να θίγει εις το ελάχιστον την αρχιτεκτονική των ιδεών του Νάνου Βαλαωρίτη. Απλούστατα δεν την αφορά.
Όχι από έπαρση ούτε από υπεροψία, αλλά επειδή Ο Όμηρος και το αλφάβητο στηρίζεται και στηρίζει αλήθειες διαφορετικής τάξεως, που συνιστούν μίαν ερμηνεία.


3.— Και τι ερμηνεία!
Ο Όμηρος τον οποίον προτείνει (ή ίσως τον κατασκευάζει για μας) ο Βαλαωρίτης είναι ένας μη περαιτέρω poeta faber, καθ’ οδόν προς «αντικαταστάτης του Θεού» (suplantador de Dios), όπως θα τον έλεγε ο Vargas Llosa. Και δη επί το τελειότερον, αφού ως δημιουργός (όχι ως «αοιδός» ούτε ως «συγγραφέας»: προσδιορισμοί που του πέφτουν λίγοι) διορθώνει την πρωτογενή δημιουργία. Ταξινομεί την οικουμένη, με πρότυπο τους καταλόγους που συντάχτηκαν για να βάλουν τάξη στο χάος του σύμπαντος. Ως είδος λοιπόν, το ομηρικό έπος δεν είναι παρά η αφηγηματική ανάπτυξη ενός τέτοιου ιερού καταλόγου (του μόνου άλλωστε πιθανού Urtext της Ιλιάδας και της Οδύσσειας). Για να φέρει εις πέρας αυτόν τον άθλο, ο Όμηρος υπολόγιζε στο ανάλογο εργαλείο, το αλφάβητο, που και αυτό εφέρετο φύσει και θέσει ιερό.
Στο μέτρο που είναι προϊόντα σύζευξης μιας οντολογικής ταξινόμησης με μίαν οντολογική γραφή, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια καταλαμβάνουν μια θέση (περίοπτη, βεβαίως) ανάμεσα στα ιερά βιβλία της πρώιμης Αρχαιότητας, μαζί με το Enuma elish και το έπος του Gilgamesh, στην Μεσοποταμία, ή και την ιουδαϊκή Τανάτ (Πεντάτευχο). Με την διαφορά ότι τα ομηρικά έπη δεν καθ-ιερώνουν την θείαν έμπνευση αλλά την ανθρώπινη, την κοπιώδη προσπάθεια ενός εμπνευσμένου ποιητή. Poeta faber, ο Όμηρος σπέρνει στα έργα του τα ίχνη αυτού του μόχθου, που είναι οι λεξικο-θεματικές «ακροφωνίες»· lector faber, ο Νάνος Βαλαωρίτης τις ιχνηλατεί, με την βοήθεια της δικής του «νοηματικής μεθόδου», και τις κατατάσσει εν είδει λημμάτων, κάτω από τους αλφαβητικούς τίτλους των ραψωδιών.
Εξάλλου, η «ακροφωνία» αποτελεί την βάση της διακειμενικότητας ανάμεσα στα δύο ομηρικά έπη, η οποία, όπως ήδη ανέφερα, προσομοιάζει στις «αντιστοιχίσεις» (concordances) μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Σ’ αυτές, πάλι, στηρίζεται η προ πολλού γνωστή μέθοδο της figura στην βιβλική ερμηνεία. Στα ίχνη του Erich Auerbach (οοποίος την έφερε και στο πεδίο της «κοσμικής» φιλολογίας), ο Βαλαωρίτης. την εφαρμόζει λ.χ. στην ανάλυση του «ακροφωνικού» θέματος της ‘Ικεσίας’ (Ι Ιλ. / ι Οδ.). Το μοντέλο είναι εν προκειμένω η θυσία του Ισαάκ από τον πατέρα του Αβραάμ, της οποίας το νόημα «πληρούται» (figuram implere) με την εποπτεία της θυσίας του Ιησού Χριστού από τον Θεό Πατέρα. Με την ίδια λοιπόν λογική, η μάταιη ικεσία του Οδυσσέα προς τον Πολύφημο «πληροί» νοηματικά τις ικεσίες των Αχαιών στις οποίες κωφεύει ο Αχιλλέας, που έτσι φαντάζει, ηθικά , «τέρας» όσο κι ο Κύκλωπας, σωματικά.



4. Θα συνεχίσω την παρουσίαση του βιβλίου του Νάνου Βαλαωρίτη, γιατί δεν είναι αυτός ο σκοπός του παρόντος κειμένου. Πάντως από τα λίγα θέματα που σταχυολόγησα εδώ (όσα πιο έντονα με εντυπωσίασαν) διαφαίνεται, νομίζω, με αρκετή σαφήνεια η φύση, το ύφος και το ήθος του εγχειρήματος του συγγραφέως.
Σε αναλυτικό και θεωρητικό επίπεδο, Ο Όμηρος και το αλφάβητο έχει την εμβέλεια και την ποιότητα των προτάσεων εκείνων οι οποίες, σε αλλοτινούς καιρούς, κάτι είχαν προσθέσει ή κάτι αλλάξει στην καθεστηκυία εικόνα της αρχαίας Ελλάδας. Τέτοια ήταν η ερμηνεία του Winckelmann, που τροφοδότησε την deutsche Klassik των Γκέτε και Σίλερ· τέτοιο το όνειρο του Hölderlin, να θεμελιώσει το «δράμα της Εσπερίας» σε αντίστιξη με το αρχαίο· τέτοιο το όραμα του Νίτσε, που στην αιώνια διαμάχη Απόλλωνος και Διονύσου εντόπισε την αρχέγονη ρίζα της τραγωδίας· τέτοιο το τόλμημα του E. R. Dodds, να εξερευνήσει τον βαθύτατο ίσκιο που γέννησε το ελληνικό φως· τέτοια η εμμονή του Πάρι, να αφουγκραστεί την φωνή του αρχαίου «αοιδού» μέσα απ’ τα σπλάχνα των συγχρόνων Βαλκανίων· τέτοια και η, κατά Βαλαωρίτην, εικόνα του Ομήρου ως άρχοντα του θείου αλφαβήτου… Οι παραπάνω θεωρίες δεν αποδεικνύονται ούτε επαληθεύονται εμπειρικά. Πείθουν εάν και εφ’ όσον μιλούν στην λογική με λόγια φαντασίας, στην γλώσσα της έμπνευσης.
Αντ’ αυτού, με τι μπορεί σήμερα να μας πείσει η «ομηρική επιστήμη»; Με ασήμαντες λεπτομέρειες και μπακαλίστικες προσθαφαιρέσεις γραμμάτων στο ιωνικό αλφάβητο; Ή μήπως με ειρωνείες άμοιρες χιούμορ, όπως εκείνη του αμήχανου «Ομήρόυ» που, κατά τον X.M., αναρωτιέται «Όλα αυτά εγώ;»
Ναι, όλα αυτά· γιατί ερήμην αυτών δεν απομένουν παρά το σαμπί και το δίγαμμα να καταγράψουν μίαν κωφάλαλη «προφορικότητα».


Στο ερώτημα Ποιος σκότωσε τον Όμηρο, που αντήχησε προσφάτως στις θορυβημένες τάξεις των φιλολόγων, ο αρθογράφος μας απαντά με απόλυτη πεποίθηση: «η αλφαβητική γραφή». Εγώ δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Μου φαίνεται ότι τον Όμηρο τον σκότωσε μάλλον το αγέλαστο σινάφι των ομηριστών, ανίκανο πια να μεταβιβάζει αλλά και να εισπράττει την ομηρική έμπνευση. 
Ευτυχώς, ο Νάνος Βαλαωρίτης είναι εδώ για να την διαφυλάξει και να μας θυμίσει ότι There are more things... in Homer.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: