Γραφή, ανάγνωση και μνήμη

«Στον Μεσαίωνα, η μνήμη απέκτησε και μια άλλη διάσταση». Α. Νοητάκη, «Βιβλιοθήκη» (ξυλογραφία σε χαρτόνι)
«Στον Μεσαίωνα, η μνήμη απέκτησε και μια άλλη διάσταση». Α. Νοητάκη, «Βιβλιοθήκη» (ξυλογραφία σε χαρτόνι)




Κατά καιρούς, για τις ανάγκες κάποιου γραπτού, ανατρέχω σε διαβασμένα βιβλία που υπάρχουν στη βιβλιοθήκη μου. Θέλω να ζωντανέψω τη μνήμη μου, να φρεσκάρω κάτι που με είχε εντυπωσιάσει, να αντιγράψω πιστά ένα απόσπασμα, αλλά και να μπω στην ατμόσφαιρα του κειμένου και του συγγραφέα. Συνηθίζω όταν διαβάζω το οτιδήποτε να το «κατακρεουργώ». Με το στυλό σημειώνω, σε κάθε ανάγνωση, αυτό που μου κάνει εντύπωση. Μόνο έτσι το αφομοιώνω, έστω και για περιορισμένο χρόνο. Αυτές οι υπογραμμίσεις, που λειτουργούν σαν σημαδούρες μέσα σε θάλασσα, είναι μια προσωπική μέθοδος απομνημόνευσης. Όσοι αγαπάτε τα βιβλία με ιδιαίτερο τρόπο καλό είναι να μην την αντιγράψετε.
Δυστυχώς η προσωπική μου δυνατότητα απομνημόνευσης είναι περιορισμένη· σαν να υπάρχει στο κεφάλι μου ένα δοχείο περιορισμένης χωρητικότητας, που κάθε τόσο «κάποιος» φροντίζει να πετά τα παλιά που υπάρχουν μέσα, για να κάνει χώρο στα καινούρια που έρχονται.
Η μνήμη υπήρξε από παλιά πεδίο προβληματισμού. Και έγινε πιο έντονο, όταν ο κόσμος του ακουστικού ανθρώπου, αυτού δηλαδή που μαθαίνει ακούγοντας, έδινε τη θέση του στον άνθρωπο που μαθαίνει διαβάζοντας. Ο Πλάτων, που ζούσε σε αυτό το μεταίχμιο, έθεσε πρώτος ενστάσεις για τη γραφή ως υποκατάστατο της μνήμης. Στον Φαίδρο αποκάλεσε την ανακάλυψη των σημείων γραφής φάρμακο, που φαινομενικά μας βοηθά να θυμόμαστε, αλλά στην ουσία καλλιεργεί τη λήθη: ο ήχος είναι για εκείνον ισχυρότερος από το ίχνος της πένας, γιατί εισέρχεται μέσα μας. Η γραφή μόνο επιφανειακά βοηθά στη μνήμη. Βέβαια, κι εκείνος αυτά, όπως και άλλα πολύ σπουδαία, τα είπε… γράφοντάς τα.
Η εποχή του Πλάτωνα είναι μια εποχή καμπής. Οι άνθρωποι ψάχνονταν να προσαρμοστούν σε μια νέα κατάσταση, αυτήν ανάμεσα στον εγγράμματο και στον προφορικό κόσμο. Πρακτικά προβλήματα αναδύθηκαν, όπως, λόγου χάριν, με ποιον τρόπο θα έπρεπε να μελετούν πλέον. Ή με ποιον ή ποιους τρόπους οι δάσκαλοι θα μετέδιδαν τη γνώση στους μαθητές. Αλλά ενώ ο Πλάτων δεν μπορούσε να αποφύγει τη δύναμη του παλιού τρόπου κατάκτησης της γνώσης, του ακουστικού, τα έργα του που μας έμειναν είναι δημιουργήματα γραφής. Γι’ αυτό και διασώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου.
Με την εισαγωγή της φωνηεντικής γραφής στον ελληνικό χώρο, ο στοχασμός απλώθηκε εντυπωσιακά. Τα Ομηρικά έπη, το Χάος, το Ον, το Είναι, οι Ιδέες, τα μαθηματικά, η Δημοκρατία, οι Τραγωδίες, έγιναν έννοιες εύκολα προσβάσιμες, απέκτησαν σώμα και υπόσταση. Και εξαπλώθηκε η γραφή σε σημείο που τα γραπτά έγιναν ντοκουμέντα και έμειναν, σε αντίθεση με τα «έπεα πτερόεντα».
Ο Αριστοτέλης, ήδη από την περίοδο της μαθητείας του στην Ακαδημία, διαφοροποιήθηκε από την κυρίαρχη πρακτική της ακουστικής μάθησης και καθιέρωσε κάτι νέο και δικό του: την ατομική ανάγνωση. Ενώ οι μαθητές στην Ακαδημία συνήθως έβαζαν κάποιον δούλο να τους διαβάζει δυνατά μια εργασία, εκείνος απομόνωνε τον εαυτό του για προσωπική, ατομική ανάγνωση. Μελετούσε, κρατούσε σημειώσεις και παράλληλα ταξινομούσε. Όπως μας πληροφορεί ο Duering, «αναγνώστης» λεγόταν ο δούλος που έργο του ήταν να διαβάζει στους συγκεντρωμένους.
Συχνά στην Ακαδημία τον πείραζαν γι’ αυτή του τη συνήθεια. Κι ο ίδιος ο Πλάτων αστειευόταν με αυτήν. Όπως διαβάζουμε στον Μαρκιανό βίο, ο Πλάτων συνήθιζε να αποκαλεί τον Αριστοτέλη «αναγνώστη», δηλαδή δούλο:

«Τον καιρό που μαθήτευε ο Αριστοτέλης κοντά στον Πλάτωνα εργαζόταν με τόση φιλοπονία ώστε το σπίτι του πήρε το όνομα ‘’το σπίτι του αναγνώστη’’. Συχνά ο Πλάτων έλεγε περιπαικτικά, ελάτε να πάμε στο σπίτι του αναγνώστη».

Ο Kenyon πάντως σημειώνει: «Να πούμε ότι με τον Αριστοτέλη ο κόσμος πέρασε από τη μόρφωση μέσω του προφορικού λόγου στη συνήθεια του διαβάσματος».
Ο Αριστοτέλης λοιπόν είναι μάλλον ο πρώτος μοναχικός αναγνώστης στην ιστορία!

Πώς όμως αντιμετώπιζαν το ζήτημα των γραπτών οι αρχαίοι; Οι ίδιοι δεν ανησυχούσαν για την αντοχή των χειρογράφων τους, όπως εμείς σήμερα. Η φθορά των χειρογράφων ήταν αναμενόμενη· κάθε φορά που ένας πάπυρος ή ένα φύλλο χαρτιού έφθινε, το κείμενο αναγεννιόταν μέσα από την αντιγραφή, περνώντας από χέρι σε χέρι, από γενιά σε γενιά.
Η βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη, συγκεντρωμένη από τον ίδιο και τους μαθητές του στο Λύκειο, με χειρόγραφες σημειώσεις, βιβλία δικά του αλλά και άλλων, άντεξε πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του. Όταν το 322 π.Χ. έφυγε από τη ζωή, αυτή πέρασε στον Θεόφραστο, που μετά αυτός την κληροδότησε στον Νηλέα από τη Σκήψη· εκείνος μετέφερε τα έργα στη Μικρά Ασία, όπου παρέμειναν ασφαλή για πολύ καιρό σε κάποιο υπόγειο υπό το φόβο πως ο βασιλιάς της Περγάμου Ευμένης Β΄ θα τους τα πάρει. Γύρω στον 1ο αιώνα π.Χ., ο Απελλικών από την Τέως, βιβλιόφιλος, τα αγόρασε από τους κληρονόμους και τα μετέφερε στην Αθήνα, ώσπου ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας κατέλαβε την πόλη το 84 π.Χ. πληροφορήθηκε για την ύπαρξή τους, τα άρπαξε και τα μετέφερε στη Ρώμη. Εκεί οι αντιγραφείς Τυραννίων και Ανδρόνικος από τη Ρόδο ανέλαβαν την επιμέλεια και έκδοση των έργων, διασφαλίζοντας τη διάσωση της Αριστοτελικής γνώσης. Η αντοχή των χειρογράφων, σώματος και γραφής (παρά τα ταξίδια από την Αθήνα, στη Μικρά Ασία, ξανά στην Αθήνα και τέλος στη Ρώμη), είναι εντυπωσιακά μυθιστορηματική.
Αλλά οι αρχαίοι δεν αρκέστηκαν στο γραπτό σημάδι. Εξέλιξαν τεχνικές εσωτερικής μνήμης: τη μνημοτεχνία. Η «μέθοδος των τόπων», που μας διέσωσαν ο Κικέρων και ο Κοϊντιλιανός, βασιζόταν σε φανταστικά οικοδομήματα και αίθουσες όπου τοποθετούσε κανείς τις εικόνες των πραγμάτων που ήθελε να θυμάται. Ο ρήτορας περπατούσε νοερά στους διαδρόμους αυτούς κι επανέφερε στη μνήμη του ολόκληρους λόγους. Η μνήμη ήταν για αυτούς τέχνη απαιτητική και απαραίτητη: η δύναμη να ανακαλείς λόγια και ιδέες με ακρίβεια για να νικήσεις στο δημόσιο βήμα επιβαλλόταν.
Στον Μεσαίωνα, η μνήμη απέκτησε και μια άλλη διάσταση. Οι μοναχοί δεν αντέγραφαν μόνο για να διατηρήσουν, αλλά και για να «εγγράψουν» μέσα τους το κείμενο. Ο Θωμάς Ακινάτης μίλησε για τη μνήμη ως μια από τις θεμελιώδεις πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου, οργανώνοντας μάλιστα οδηγίες για τη συστηματική της καλλιέργεια. Ο Ιορδανός της Πίζας περιέγραψε αναλυτικά μεθόδους τεχνητής μνήμης, βασισμένες σε έντονες εικόνες, σε συμβολισμούς και εσωτερικά τοπία, όπου ο μοναχός «περιδιάβαινε» όπως ο ρήτορας της αρχαιότητας. Στα μοναστήρια, η μνήμη ήταν τόσο ατομική άσκηση όσο και συλλογικό χρέος: να μην χαθεί το παρελθόν.

Κάθε μνήμη, όσο εκλεπτυσμένη ή ισχυρή κι αν είναι, χρειάζεται ένα υλικό υπόστρωμα. Είτε την εσωτερική αρχιτεκτονική της φαντασίας, είτε τον πάπυρο, την περγαμηνή, το χαρτί και το μελάνι. Κι εδώ γεννιέται η ερώτηση: ποιο ίχνος αντέχει περισσότερο στον χρόνο; Είναι το χαρτί, είναι τα βιβλία, ή μήπως είναι το ίδιο το μελάνι που χαράσσει τα γράμματα;
Όταν ανοίγουμε ένα βιβλίο τυπωμένο γύρω στο 1980 ή 1990, δηλαδή πέντε δεκαετίες από την εκτύπωσή του, συχνά βλέπουμε το μελάνι να έχει ξεθωριάσει, το χαρτί να κιτρινίζει, την υφή να έχει φθαρεί. Τα γράμματα σιγά σιγά γίνονται φαντάσματα· πότε εμφανίζονται, πότε χάνονται. Μερικές φορές με κόπο διαβάζουμε το κείμενο και φανταζόμαστε πως σε δέκα ή είκοσι χρόνια δεν θα μείνουν παρά κενές, κιτρινισμένες σελίδες. Κι όμως, αν κοιτάξουμε πολύ πιο πίσω, θα δούμε πως ορισμένα αρχαία μελάνια άντεξαν χιλιετίες χωρίς να χάσουν τη δύναμή τους.
Ο πρώτος τρόπος τυπογραφίας, ο παραδοσιακός, γνωστός και ως letterpress, βασίζεται στη φυσική επαφή μελάνης και χαρτιού μέσω εκτυπωτικής πλάκας ή μήτρας. Στην κλασική τυπογραφία του Γουτεμβέργιου, τα μεταλλικά στοιχεία τοποθετούνται σε σειρές, επικαλύπτονται με μελάνι, και το χαρτί πιέζεται πάνω τους, δημιουργώντας ανάγλυφη υφή και υψηλή αντοχή στον χρόνο· κάθε αντίτυπο έχει τις δικές του μικρές διαφορές, που του προσδίδουν μοναδικότητα.
Με την πρόοδο της βιομηχανίας, ξεκινά η εποχή στην τυπογραφία του δεύτερου τρόπου τυπώματος, του offset: Ο Robert Barclay στο Λονδίνο το 1875 εκτυπώνει σε κουτιά για κονσέρβες, μετά το 1904 ο Ira Washington Rubel στις ΗΠΑ σε χαρτί και τέλος η μέθοδος τελειοποιήθηκε βιομηχανικά το 1907 από τον Caspar Hermann στη Γερμανία. Η εικόνα μεταφέρεται από πλάκα σε λάστιχο και από εκεί στο χαρτί, επιτρέποντας ταχύτατη, ομοιόμορφη και οικονομική εκτύπωση μεγάλης κλίμακας. Η αντοχή της εξαρτάται πλέον από την ποιότητα μελάνης και χαρτιού, και στις φθηνές εκδόσεις μπορεί να ξεθωριάσει ή να κιτρινίσει σε λίγες δεκαετίες.
Στις τελευταίες δεκαετίες παράλληλα υπάρχει κι ένας τρίτος τρόπος τυπώματος, η ψηφιακή εκτύπωση. Αυτή παρέχει άμεση παραγωγή από αρχεία, χωρίς μήτρες, προσφέροντας προσωποποιημένο και on-demand τύπωμα· η αντοχή του έντυπου προϊόντος είναι μικρότερη, αλλά το ψηφιακό αρχείο υπόσχεται, τουλάχιστον θεωρητικά, μια μορφή διάρκειας των δεδομένων.
Και τέλος, ένα τέταρτο στάδιο εξέλιξης είναι η άυλη εποχή του κειμένου. Εδώ δεν έχουμε χαρτί και μελάνι αλλά μεταφορά τού κειμένου σε ψηφιακά φορμάτ. Αυτή η «άυλη τυπογραφία» δίνει αθανασία σε κάτι που έχει γραφτεί, τοποθετώντας το μέσα σε έναν αόρατο, αλλά απεριόριστο, χώρο μνήμης. Στη εποχή μας όπου οι παραδοσιακοί φορείς της γραφής, πάπυρος, περγαμηνή, χαρτί, μελάνι, έδειξαν τα όρια της αντοχής τους, ανακαλύψαμε τη λύση της ηλεκτρονικής ψηφιοποίησης. Με την τεχνική αυτή μοιάζει σαν να κατακτήσαμε μια μορφή αιωνιότητας για τα γραπτά μας: ένα χειρόγραφο μπορεί να χαθεί, ένα βιβλίο να κιτρινίσει, αλλά το ψηφιοποιημένο του αντίγραφο μπορεί να αναπαράγεται επ’ άπειρον χωρίς φθορά.
Αλλά στην ψηφιακή ανάγνωση ενώ καλούμαστε να τρέξουμε στα κείμενα με μεγάλες ταχύτητες, εμείς δεν πρέπει να πατάμε γκάζι αλλά συνεχώς φρένο. Να διαβάζουμε κάθετα και αργά και όχι βιαστικά και διαγωνίως. Γιατί συχνά ακούμε δημοσιογράφους να λένε «διάβασα διαγώνια ένα κείμενο χιλίων λέξεων» και αναρωτιόμαστε αν το διάβασαν ή απλώς το κοίταξαν. Μάλλον εξαναγκάζονται να διαβάζουν κάτι. Δεν υπάρχει η απόλαυση της ανάγνωσης, της συμφωνίας ή της διαφωνίας μαζί του και ο απαραίτητος κριτικός στοχασμός αλλά ένας αναγνωστικός βιαστικός καταναγκασμός.

Οι Αιγύπτιοι, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι έγραφαν σε πάπυρο με το λεγόμενο μελάνι άνθρακα. Αυτό ήταν καπνιά ανακατεμένη με κόμμι και νερό. Το μελάνι αυτό, χημικά αδρανές, έμενε στην επιφάνεια του παπύρου και δεν ξεθώριαζε σχεδόν ποτέ. Στους παπύρους της Οξυρρύγχου ή στους κυλίνδρους της Ηρακλείου, τα γράμματα στέκουν ακόμη ζωντανά, ενώ το ίδιο το υπόστρωμα έχει συχνά αποσαθρωθεί. Σε αυτή την περίπτωση, το μελάνι αποδείχθηκε ανθεκτικότερο από τον φορέα που το φιλοξενούσε.
Αργότερα, από τον 4ο αιώνα μ.Χ. και εξής, εμφανίζεται το μελάνι του σιδήρου, το iron gall ink. Παρασκευαζόταν από τανίνες (καρύδια της βελανιδιάς) και άλατα σιδήρου. Στην αρχή μαύρο και έντονο, γινόταν με τα χρόνια καφέ αλλά είχε ένα μοιραίο μειονέκτημα: ήταν διαβρωτικό. Επειδή διείσδυε βαθιά στις ίνες της περγαμηνής ή του χαρτιού, με τον καιρό άνοιγε τρύπες στο ίδιο το χειρόγραφο. Σήμερα, πολλά μεσαιωνικά κείμενα σώζονται με τις σελίδες τους διάτρητες γύρω από τα γράμματα. Το μελάνι χάρισε μακροβιότητα στο κείμενο, αλλά πλήγωσε το υλικό που το στήριζε.
Το παράδοξο είναι πως τα μελάνια της αρχαιότητας, βασισμένα στον άνθρακα, αποδείχθηκαν πιο σταθερά από πολλά βιομηχανικά μελάνια του 19ου και του 20ού αιώνα, που ξεθωριάζουν ή οξειδώνονται. Αν συγκρίνουμε έναν πάπυρο δύο χιλιάδων ετών με ένα φθηνό βιβλίο του 1980, συχνά ο πάπυρος φαίνεται πιο καλοδιατηρημένος. Και γιατί να μην είναι; Το σύγχρονο βιβλίο είναι σαν ένας παράξενος νεκρός. Πέθανε, έλιωσε η σάρκα του και εξαϋλώθηκε. Αλλά δεν έμειναν ούτε οστά για να μπορέσουν οι μελλοντικοί αρχαιολόγοι να βγάλουν συμπεράσματα.
Στον Μεσαίωνα, όταν η μνήμη έγινε πνευματική άσκηση, η γραφή ήταν προσευχή, η ανάγνωση ήταν άσκηση ψυχής. Αργότερα, ο Ρεϊμόνδος Λούλος με τους «κύκλους» του και ο Τζορντάνο Μπρούνο με τα μνημονικά του συστήματα οραματίστηκαν μια ars memoriae ικανή να χωρέσει το σύμπαν. Για εκείνους, η μνήμη δεν ήταν αποθήκη αλλά κλείδα του κόσμου.
Στους νεότερους χρόνους, ο Φράνσις Βάκων μίλησε για τη γνώση ως δύναμη, ενώ ο Τζον Λοκ παρομοίασε τη μνήμη με κερί που δέχεται αποτυπώματα. Στον εικοστό αιώνα, ο Μπόρχες φαντάστηκε τη «Βιβλιοθήκη της Βαβέλ». Η ιδέα μιας άπειρης βιβλιοθήκης που περιέχει όλα τα πιθανά βιβλία είναι ταυτόχρονα μαγευτική και τρομακτική. Προφητεύει το χάος της πληροφορίας στην ψηφιακή εποχή, όπου η υπερπληροφόρηση οδηγεί όχι στη γνώση, αλλά στην απώλεια προσανατολισμού. Εκεί μέσα ο άνθρωπος χάνεται αντί να προσανατολίζεται. Ο Έκο στήνει στο Όνομα του Ρόδου μια βιβλιοθήκη εφάμιλλη της Αλεξανδρινής και βάζει έναν μισαλλόδοξο ιερέα να την πυρπολήσει και αυτήν. Θα είχε τους λόγους του φαντάζομαι που έβαλε τον «τυφλό ιερέα Μπόρχες» να κάνει κάτι τέτοιο. Ο Χάιντεγκερ, που στοχάστηκε πάνω στο Είναι και στη Λήθη, θα μας προειδοποιούσε ότι η τεχνική δεν διασώζει την ουσία, αλλά συχνά τη συσκοτίζει. Ο Ντεριντά, με την «αποδόμηση» και την έννοια της γραφής ως différance, θα μας θύμιζε ότι κάθε μνήμη είναι ήδη ίχνος, κάθε ίχνος ήδη φθορά. Ο Έκο, σε συνομιλία του με τον Καριέρ, (Μην ελπίζετε να απαλλαγείτε από τα βιβλία, εκδ. Λιβάνη 2009) είπε πως η γραφή και η ανάγνωση είναι σαν το ποδήλατο, μαθαίνεις να ισορροπείς και δεν το ξεχνάς ποτέ. Αλλά αυτό το τελευταίο ανοίγει άλλο κεφάλαιο.

Συχνά οι «παλιοί» γκρινιάζουμε για τις καινοτομίες που μπαίνουν αυθάδικα και ορμητικά στη ζωή μας. Από τον χειρόγραφο τρόπο γραφής, στην γραφομηχανή και μετά στον κόσμο των ψηφιοποιημένων αρχείων, η προσαρμογή είναι αναγκαστική και εντυπωσιακή. Κι ενώ εκόντες άκοντες χρησιμοποιούμε τα νέα μέσα του digital 21ου αιώνα, συνάμα κρατάμε και τη γοητεία του περασμένου καιρού: πιάνουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο, το μυρίζουμε, το ανοίγουμε, το περιεργαζόμαστε και διαβάζοντάς το τό χαλάμε με τις προσωπικές μας σημειώσεις.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: