Από «Το ψηφιδωτό της νύχτας»

Από «Το ψηφιδωτό της νύχτας»

Αέρα

Θηρίο ή Θεός
Που αρνείται το σκοτάδι της
Και συμμαζεύει το δωμάτιο και τα χαρτιά της.

Μοναχικά όλα τους
Με πινελιές των παιδικών της χρόνων:
Ένα κορόμηλο απ’ το δέντρο της αυλής
Μια κούκλα με βλέμμα μπλε, η Αγάπη, το καροτσάκι της
Που άγρυπνος του ’ραψε ο πατέρας
Κουρτινάκια ροζ λίγο πριν ξημερώσει
Το τραγούδι:
Le soleil vient de se lever et la rosée du matin…

Με πινελιές των παιδικών της χρόνων…
Να βάφει τους τοίχους, τα σκεπάσματα, το αύριο
Να συντηρεί τ’ αγιόκλημα πάνω στη μάντρα
Του σπιτιού που γκρεμίστηκε κι αφήνει τη βαθιά του ανάσα
Τα μεσάνυχτα – την προδοσία του χρόνου που δεν θέλησε…
Κι όμως, τον φυγαδέψανε σοφοί κι αλήτες στα ρολόγια
Κι έφυγε. Ακροπατώντας
Μη και τον αντιληφθεί άλλος κανείς και φωνάξει: Η μ έ ρ α α α
Όπως άλλοτε , α έ ρ α α έ ρ α κι ορμούσαν στο θάνατο
Θηρία ή θεοί.

Αστέρια

Μικρά που μόλις τα φυσήξει ο άνεμος
Κατρακυλούν
Απ’ του ουρανού τ’ απόκρημνα, λες, αστέρια
Το σβησμένο χρυσό των αγαλμάτων
Ξαναφέρνοντας κρυφά, τέτοιες νύχτες
Μαζί με ίχνη ιώδους των φιλιών
Στις κόγχες, στα λεπτά των υφασμάτων κύματα
Στων λέξεων τις πνιγμένες συλλαβές μες στο στόμα
Βιαστικά λίγο λάμποντας, μια στιγμή
Μην και τα ιδεί κανείς και ξυπνήσει
Τρομαγμένος από το αλλότριο φως..

Δικαιοσύνη

Ι

Σκοτεινή και πλήρης αριθμών
Μια αίθουσα που λογίζεται ιερή
Ανάβει τα κεριά των ψυχών της
Λύπες που ξεχάστηκαν μ’ όνομα μικρό
Εξιλαστήρια επίθετα –των άλλων θύματα– πάντα
Και μάτια, μάτια που μόλις σαν ν’ άνοιξαν απορούν
Έναν από μηχανής γυρεύοντας άνθρωπο
Ν’ αποδώσει αλήθεια.

     ΙΙ

Κρούουν αντίς για κώδωνες 
Άτακτα τα ερριμμένα σιδερικά της νύχτας
Κι ο Κίνδυνος απ’ το πλάι περνά
Εκεί που αποκοιμιούνται υπαίθριοι
Παραπατά και ρίχνεται με μανία 
Σε όποιον τύχει λαθραία να επιβιοί
Και σ’ έναν τενεκέ να κρύβει το έχει του
Λέξεις, ράκη μικρά της πατρίδας
Σιωπές ενός άγνωστου πλην θεού
Το έλεος.

     ΙΙΙ

Στα σκοτεινά γκρεμνά τής πιο νύχτας
Μία μόνη απ’ τις πέτρες ανάμεσα
Λευκή παπαρούνα
Αφοπλίζει τ’ αστέρια.
Δικαιοσύνη.

Σκιές

Μαύρες στο μαύρο σκιές, που
Ηλεκτρονικά εντοπίζονται, μα
Ακόμα κρατούν του Αδάμ το μαχαίρι
Και στην άκρη άκρη της νύχτας
Ρίχνουνε πετονιά να θηρεύσουν τον άγνωστο, τον ανύποπτο
Τον αθώο, το συχνά διπλό θύμα τους
Που με κλεισμένα τα βλέφαρα βλέπει
Σ’ ένα βάθος χρόνου απέραντου
Το μίσος κι ολόκληρο –που δε γίνεται– το συμφέρον.

Πίσω απ’ τα παραπετάσματά της η Πολιτεία
Οσφραίνεται κίνδυνο κι αναγγέλλει:
Θα βρέξει.
Μόλις που μετατοπίζονται μαύρες στο μαύρο οι σκιές.

Ύστερα μια κηλίδα βυσσινιά απλώνει και αργά πολύ καλύπτει
Όλη τη νύχτα.

Σπίτι στην παραλία της Ελένης

Στραμμένο στο φως
Και όμως. Με κλειστές πόρτες – παράθυρα
Κάποτε μισανοίγουν τα παντζούρια
Και δυο χέρια γυναίκας τινάζουν μια πετσέτα γκριζόλευκη
Σημαία των μυστικών που είχε πάντοτε τούτο το σπίτι
Βαρύ, πατώντας γενναία στη θάλασσα
Χρόνους πολλούς με πέτρινες σιωπές χτισμένο
Mε ίσκιους στη μάντρα ολόγυρα
Με σβησμένα φανάρια στην πρόσοψη
Γεμάτο ως πάνω –τα κάδρα ,οι λύπες, τα έπιπλα–
Κι εντελώς άδειο
Ελαφρά υδροχρώματα να το κατοικούν
Πιο πολύ κι απ’ των νέων ενοίκων τώρα τα ξένα τα βήματα
Που από κάμαρη σε κάμαρη αργά, ηχούν
Προδοσία.

Σπίτια στην αμμουδιά

Αθόρυβα γλιστρούν στην αμμουδιά
Και μετά όμοια καράβια με πόρτες, περβάζια, παράθυρα
Μικρά – όπως τα όνειρα τα ’χτισαν για να κατοικηθούν
Από φιλιά – τα σπίτια
Πριν τα πάρει ο άνεμος ο βαθύς των φωνών:
Ψέλλισμα, μουρμούρισμα, ομιλία
Κάλεσμα, βόγκος, γέλιο, κοπετός
Ψιθύρισμα, κλάμα, σιωπή
Και τ’ αφήσει ορθάνοιχτα στ’ ανοιχτά να πλέουν
Του πελάγους της νύχτας ικέτες
Του πελάγους της νύχτας αστεριών αλιείς
Του πελάγους της νύχτας αχθοφόροι και λιγάκι πιο ύστερα
Ναυαγοί
Μια φλογίτσα αφήνοντας να σημαίνει πως κάποτε ήταν χτισμένα
Στην αμμουδιά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: