Ταξιδεύοντας με τον Βαφόπουλο στις βιβλιοθήκες (;) της Αμερικής

Ταξιδεύοντας με τον Βαφόπουλο στις βιβλιοθήκες (;) της Αμερικής

Η αμερικανική υπηρεσία του State Department κάλεσε μέσω του προγράμματος "Our international visitors" τον Γ.Θ. Βαφόπουλο, που ήταν από τους ιδρυτές της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Θεσσαλονίκης και την διεύθυνε μέχρι το 1963, να επισκεφτεί την Αμερική, για να δει και να ενημερωθεί πώς λειτουργούσαν οι βιβλιοθήκες στην Αμερική, μαζί με τρεις άλλους Έλληνες βιβλιοθηκάριους. Τις αναμνήσεις από το ταξίδι που πραγματοποιήθηκε το 1957 τις περιγράφει στον τρίτο τόμο του βιβλίου του Σελίδες αυτοβιογραφίας: Ταξίδια και παρενθέσεις (1973). Δεν φαίνεται να διασκέδασε πολύ αυτό το ταξίδι, ας σημειώσουμε ότι και το 1951 προσκεκλημένος του Βρετανικού Συμβουλίου επισκέφτηκε και ενημερώθηκε για την λειτουργία των βιβλιοθηκών της Αγγλίας. Ενώ στους δυο πρώτους τόμους της αυτοβιογραφίας υπάρχει μια προσπάθεια να γράψει συνθετικά για τη ζωή του και το έργο του στον τρίτο και τέταρτο τόμο το βάρος πέφτει σε ταξιδιωτικές περιγραφές σαν να αντιγράφει τις ημερολογιακές του ταξιδιωτικές του σημειώσεις.

Όπως γράφει ο ίδιος: «Τον Μάρτιο του 1957, ένα γράμμα του πρεσβευτή των Ηνωμένων Πολιτειών με προσκαλούσε στο υπερατλαντικό μου ταξίδι. Είχε φαίνεται μπλεχτεί το όνομα στο σχέδιο των "πνευματικών ανταλλαγών", και τώρα, με την συμφωνία του Υπουργείου Παιδείας και της Αμερικανικής πρεσβείας, τέσσερεις Έλληνες βιβλιοθηκάριοι ορίστηκαν να επισκεφτούν την Αμερική, για να μελετήσουν το σύστημα λειτουργίας των αμερικανικών βιβλιοθηκών» (σ. 93). Πληροφορίες γι’ αυτό το πρόγραμμα «πνευματικών ανταλλαγών» θα βρούμε στο μικρό φυλλάδιο Our international visitors που εξέδωσε το Bureau of Educational and Cultural Affairs (U.S. Department of State,1973). Αυτό το πρόγραμμα άρχισε το 1948 με πρώτο στόχο την αποναζιστικοποίηση της Γερμανίας και για να φανεί πώς μια δημοκρατία λειτουργεί και ειδικά η αμερικανική ομοσπονδιακή δημοκρατία. Το πρόγραμμα επεκτάθηκε και σε άλλες χώρες και κάθε χρόνο περίπου 1.250 πρόσωπα με ιθύνουσες θέσεις στη χώρα τους ήταν προσκεκλημένοι. Έχουν υπολογίσει ότι από το 1949 έως το 1972 30.000 προσκεκλημένοι έχουν πάρει μέρος σε αυτό το πρόγραμμα. Η επίσκεψη διαρκούσε τρεις μήνες, με όλα τα έξοδα βέβαια πληρωμένα. Οι προσκεκλημένοι έφταναν συνήθως στη Νέα Υόρκη, από εκεί πήγαιναν στην Ουάσιγκτον για μια ενημέρωση. Έμεναν μια βδομάδα φιλοξενούμενοι σε μια τυπική αμερικανική οικογένεια, ταξίδευαν σχεδόν από την μία ακτή της Αμερικής στην άλλη και με ενδιάμεσους σταθμούς σε πόλεις της Αμερικής και ο καθένας ανάλογα με τα ενδιαφέροντά του, επισκέπτονταν αντίστοιχα ιδρύματα και οργανισμούς. Ο Γ. Θεοτοκάς, π.χ., το 1954, που ήταν τότε και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, επισκέφτηκε θέατρα και παρακολούθησε πολλές θεατρικές παραστάσεις.[i] Ο Γ. Κατσίμπαλης, την ίδια χρονιά, πήγε κατευθείαν στον φίλο του συγγραφέα του Κολοσσού του Μαρουσιού Henry Miller, στην Καλιφόρνια. Ο Ανδρέας Καραντώνης το 1963 δήλωσε ότι ενδιαφέρεται για την ζωγραφική του Νταλί και του οργάνωσαν μια επίσκεψη στο Μουσείο του Κλήβελαντ που είχε πολλά έργα του. Ο Ε. Π. Παπανούτσος το 1966 ως εκπαιδευτικός επισκέφτηκε σχολεία και πανεπιστήμια. Ενδεικτικά μόνο αναφέρω άλλους Έλληνες που συμμετείχαν στο ίδιο πρόγραμμα: ο Ηλίας Βενέζης (1949) από τους πρώτους, ο Μ. Καραγάτσης (1950), ο Γιώργος Δέλιος (1952), ο Γιώργος Συριώτης (1954), που επειδή ήταν η εποχή της ελληνικής ανασυγκρότησης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, επισκέφτηκε υδροηλεκτρικά έργα. Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες έγραψαν λίγο μετά το ταξίδι τους τις εντυπώσεις τους ή τις τύπωσαν αργότερα, όπως ο Κώστας Ε. Τσιρόπουλος που ταξίδεψε το 1966 και δημοσίευσε το βιβλίο του Αμερικανική ανθρωπογεωγραφία το 1976. Οι εντυπώσεις του Βαφόπουλου από αυτό το ταξίδι σώζονται, όπως έγραψα παραπάνω, στον τρίτο τόμο της αυτοβιογραφίας του (σ. 93-151). Για πρώτη φορά αυτές οι εντυπώσεις δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Δράσις της Θεσσαλονίκης.

Το ταξίδι άρχισε τον Μάρτη του 1957. Διέσχισε τον Ατλαντικό ωκεανό με το υπερωκεάνιο «Ολυμπία», μέσω Μάλτας, Νάπολης και Γένοβας. Ένιωθε μεγάλη νευρικότητα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, έχοντας στο μυαλό του τα ναυάγια του «Αντρέα Ντόρια» και του «Τιτανικού». Η νευρικότητά του μεγαλώνει καθώς πέφτει πούσι μετά το λιμάνι του Χάλιφαξ στον Καναδά μέχρι να φτάσει στο λιμάνι της Νέας Υόρκης και να νιώσει ασφαλής. Αποκαλεί τη Νέα Υόρκη «ένα κοσμοπολίτικο κέντρο». Περιπλανιέται στην πόλη, αλλά δεν του αρέσουν οι ουρανοξύστες, τους θεωρεί αναγκαίο κακό. Τον εντυπωσιάζει το Μπρόντγουέι με τα φώτα και τα θέατρα, αλλά δεν τον ικανοποιεί η παράσταση στο Ραίντιο Σίτυ Χωλλ. Επισκέπτεται τα τουριστικά αξιοθέατα της πόλης, «Το Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντιγκ, την Πέμπτη Λεωφόρο με τα μεγάλα εμπορικά καταστήματά της, το Πανεπιστήμιο Κολούμπια, το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης». Εντούτοις, ενώ έχει περιπλανηθεί στην Πέμπτη Λεωφόρο, δεν αναφέρει ένα από τα εμβληματικότερα κτίρια της λεωφόρου, τη Δημοτική Βιβλιοθήκη που δεσπόζει με τα αγάλματα των δυο λιονταριών στην είσοδό της. Στις περιπλανήσεις του παρατηρεί τις γυναίκες και συμπεραίνει ότι «η Νεογιορκέζα είναι η κομψότερη γυναίκα του κόσμου». Παρατηρεί την πολυχρωμία του πληθυσμού: «ο ξανθορόδινος τόνος του αγγλοσαξονικού χρώματος, ολίγη ασιατική ώχρα και πολύ αφρικανικό φούμο». Εκφράζει τα αισθήματά του για τους αφροαμερικάνους: «θέλω να το πω καθαρά πως πολύ συμπαθούσα τους νέγρους, από τον καιρό που ’χα διαβάσει Την καλύβα του Μπάρμπα Θωμά και τους συμπάθησα ακόμη περισσότερο όταν αργότερα ο μεγάλος δραματουργός της Αμερικής, ο Ευγένιος Ο’ Νηλ, μας είχε διδάξει πως "όλα τα παιδιά του θεού έχουν φτερά" και βλέποντας με την φαντασία μας τα μεγάλα εκστατικά μάτια αυτών των αγαθών παιδιών της ζούγκλας, ένοιωθα μια τρομερή αποστροφή προς τη λευκή κουκούλα των Κου-Κλουξ-Κλαν με τα γυαλιστερά μάτια του τσακαλιού. Κι όταν βρέθηκα στη χώρα τούτη θέλησα να δώσω το χέρι μου, από συμπάθεια, στη μαύρη γυναίκα, που οδηγούσε το ασανσέρ του ξενοδοχείου μου κ’ ένοιωσα ένα παράξενο ρίγος, καθώς στην παλάμη μου έμεινε η αίσθηση μιας γλυστερής ουσίας» (σ.110). Με τους αφροαμερικάνους δεν μπόρεσε να συμφιλιωθεί. Μια μέρα όταν κατά λάθος με ένα λεωφορείο βρέθηκε στην γειτονιά των μαύρων, το Χάρλεμ, νιώθει μεγάλο φόβο, αμέσως αλλάζει λεωφορείο επιστρέφει και κλειδώνεται στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του και του περνά ο φόβος ότι κάποιος νέγρος θα τον μαχαιρώσει. Αλλά και άλλοι Έλληνες ταξιδιώτες όταν βρέθηκαν στη γειτονιά του Χάρλεμ είτε από περιέργεια είτε κατά λάθος είχαν τα ίδια αισθήματα ανασφάλειας.

Η επίσημη αρχή του ταξιδιού του Βαφόπουλου αρχίζει με την επίσκεψη στην Ουάσιγκτον, όπου συναντιέται με τα άλλα μέλη της ομάδας Γερμανούς, Γιαπωνέζους, Ιρακινούς, Ισπανούς. Ποτέ δεν αναφέρει τα ονόματα των τριών άλλων μελών της ελληνικής αποστολής. Συμπτωματικά βρίσκεται στην Ουάσιγκτον την μέρα της κηδείας του πρώην γερουσιαστή Τζόζεφ Μακκάρθυ και παραθέτει το σχόλιο ενός Αμερικανού: «Σήμερα κηδεύεται ο Μακκάρθυ. Όμως ο μακκαρθυσμός στην χώρα τούτη έχει κηδευθεί πολύ πριν πεθάνει ο φορέας του». Ο Βαφόπουλος δεν σχολιάζει και δεν παίρνει θέση αν ο μακκαρθυσμός έκανε καλό ή κακό στην Αμερική, σοκάρεται μόνο με τα πικρά λόγια του επίσημου Αμερικανού γιατί περίμενε να ακούσει «ο αποθανών δεδικαίωται». Στην Ουάσιγκτον περιηγείται τα αξιοθέατα, βρίσκει ότι οι Αμερικάνοι για να αποκτήσουν ιστορική μνήμη τιμούν τους προηγούμενους προέδρους τους. Ο Λευκός Οίκος του φαίνεται σαν μια μικρογραφία, χλωμή, του φημισμένου ανακτόρου των Λουδοβίκων. Θαυμάζει την κομψότητα των εκθεμάτων των έργων τέχνης, αλλά και εδώ παραλείπει να αναφέρει κάτι για την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου αναπόσπαστο τμήμα του αμερικανικού Κογκρέσου που την ίδρυσε ο πρόεδρος Τζέφερσον και της κληροδότησε την βιβλιοθήκη του που είχε πολλές σπάνιες εκδόσεις ελληνικών βιβλίων.

Η περιήγηση στην ενδοχώρα της Αμερικής τον κάνει να χάσει την αίσθηση των μεγεθών και των αποστάσεων. Πρώτος σταθμός είναι στο Νόξβιλλ και στην κοιλάδα του Τεννεσσή για να επισκεφτούν υδροηλεκτρικά έργα. Οι Αμερικάνοι ήθελαν να επιδείξουν τα τεχνολογικά τους επιτεύγματα. Ακολουθεί η Μέμφις και με τραίνο φτάνει στο Σαιντ Λούις. Εκεί παρακολουθεί μια παρέλαση που τίποτε δεν του θυμίζει αντίστοιχη ελληνική. Αλλά διαπιστώνει ότι ο κόσμος είναι χωρισμένος σε άσπρους και μαύρους. Παρατηρεί ότι υπάρχουν διαφορετικές ουρές για άσπρους και μαύρους καθώς και διαφορετικές δημόσιες βεσπασιανές. Γράφει: «και πρέπει να το ομολογήσω, πώς εκείνη τη στιγμή τουλάχιστο, δεν μπορούσα να ’μαι περήφανος για την προνομιούχα μου θέση». Του κάνει εντύπωση η απλότητα των νεκροταφείων, το χάσιμο των νεκρών «η διάθεση ν’ αγνοείται ο θάνατος». Συμπληρώνει ότι ο Ούγκο Φώσκολος με τους «Τάφους» του δεν θα είχε θέση στην Αμερική και η μεγαλύτερη αρετή του Αμερικανικού Έθνους είναι που στρέφει την πλάτη στον θάνατο».

Οι παρατηρήσεις του για τους Έλληνες της Αμερικής είναι σχεδόν πανομοιότυπες με των άλλων Ελλήνων λογοτεχνών. Μερικοί είναι εγκάρδιοι, φιλόξενοι, πετυχημένοι αλλά από τη δεύτερη γενιά των Ελλήνων βρίσκει ότι σαν να ντρέπονται για την ταπεινή ελληνική καταγωγή τους.

Το ταξίδι τον φέρνει στην μεγαλύτερη μικρή πόλη του Κάνσας, το Αμπιλήν, πατρίδα του προέδρου Αϊζενχάουερ και θεωρεί ότι είναι πρώιμο να κάνουν ένα μουσείο όταν ακόμη ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ κυβερνά και η ιστορία είναι εν τη γενέσει της.

Ο επόμενος σταθμός του Βαφόπουλου είναι το Σικάγο και εκεί συναντιέται με Ελληνοαμερικάνους ποιητές και διανοούμενους, όπως ο Δ. Μιχαλάρος που έχει μεταφράσει και ποιήματά του. Επίσης συναντά τον φιλόλογο Κ. Προυσή και τον Μ. Βισάνθη που τον γνώρισε με τον θεατρικό συγγραφέα Ευγένιο Ο’ Νηλ. Ο Βαφόπουλος δυστυχώς δεν γνωρίζει ότι με τον Μιχαλάρο και τον Βισάνθη τους συνδέει η αγάπη τους και ο θαυμασμός τους για την ποίηση του Καβάφη και ότι ένα κοινό τους σημείο είναι ότι ήταν αλληλογράφοι με τον Αλεξανδρινό. Στο Σικάγο συμπτωματικά συναντήθηκε με τον Δημήτρη Ψαθά και τον θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη που περιοδεύει στην Αμερική.

Μετά το Σικάγο επισκέπτεται το Ann Harbor με την μεγάλη πανεπιστημιούπολη του, αλλά το ταξίδι έχει αρχίσει να τον κουράζει: «Κ΄ έπειτα αφού κουράσαμε την ψυχή μας μ’ όλους τους θορύβους και τα ανεβοκατεβάσματα σε ουρανοξύστες, μουσεία και βιβλιοθήκες κι ύστερα από το πέσιμο της τελευταίας σταγόνας στο ξεχειλισμένο ποτήρι του κόρου, που ’ταν μια παράσταση στριπ τηζ την τελευταία μας νύχτα, φύγαμε» (σ.142).

Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν περιγραφές της πόλης του Μπόφαλο και επίσκεψη στους καταρράκτες του Νιαγάρα: «Είναι αληθινό μαστίγωμα των νεύρων το αντίκρισμα των καταρρακτών του Νιαγάρα», γράφει (σ.144).

Πριν το ταξίδι τελειώσει επισκέπτεται την Βοστώνη και τυχαίνει να περιπλανηθεί στην πόλη μόνος χωρίς την συνοδεία των άλλων συνταξιδιωτών του. Την περιγράφει σαν τη λιγώτερη «αμερικανική» πόλη της Αμερικής: «Ένας αέρας εγγλέζικης αρχοντιάς και το πνεύμα της καλαισθησίας των παλαιών αποίκων της Μεγάλης Βρεταννίας, εμποτίζει ακόμη την ατμόσφαιρά της. Τούτο φαίνεται καθαρά σ’ όλες τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, στις συμφωνικές συναυλίες, στις περίφημες τοιχογραφίες της Δημοτικής Βιβλιοθήκης». Το πρώτο βράδυ είναι προσκεκλημένος να παρακολουθήσει μια υπαίθρια συναυλία, με τη φοιτητική χορωδία του πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Καθώς λέει ότι ήταν αγεωγράφητος δεν γνώριζε «ότι το Καίμπριτζ ήταν μια προέκταση της Βοστώνης πέρ’ από τον μεγάλο ποταμό». Στο Καίμπριτζ επισκέπτεται και το σπίτι του ποιητή Λογκφέλοου: «ένα σπίτι Άγγλου μεγαλοαστού του δεκάτου ενάτου αιώνα, όπου ο επισκέπτης αναπνέει το πνεύμα της βικτωριανής εποχής». Είναι ανεξήγητη η αντιπάθεια που ανέπτυξε ο Βαφόπουλος για τον υπεύθυνο του τμήματος των ελληνικών βιβλίων στο Χάρβαρντ Χάρυ Μέσεντζερ· τον περιγράφει σαρκαστικά και του αφιερώνει ένα υποκεφάλαιο με τίτλο «Ένας “ Φιλελλην”». Ο Harry Knowles Messenger(1891-1967) είχε σπουδάσει κλασική φιλολογία, είχε αποκτήσει διδακτορικό και είχε διδάξει στο Χάρβαρντ αρχαία ελληνικά και λατινικά μέχρι το 1928, όταν αποφάσισε να σπουδάσει ιατρική το 1932. Επέστρεψε στο Χάρβαρντ σαν επίτιμος επιβλέπων του τμήματος ελληνικών βιβλίων και κράτησε αυτή τη θέση από το 1956 έως το 1967. Ο Βαφόπουλος λέει «ήταν μια απίθανη προσωπικότητα». Είχε επισκεφτεί την Ελλάδα πριν τους Βαλκανικούς πολέμους και μιλούσε με κάποια ευχέρεια ελληνικά, τους έκανε και τον μεταφραστή όταν χρειάζονταν. Είχε ευχηθεί «καλή αντάμωση στην Ελλάδα». Δύο χρόνια αργότερα πραγματοποίησε αυτό το ταξίδι και περιηγήθηκε και την Θεσσαλονίκη με «μια λιμουζίνα της Αμερικανικής Υπηρεσίας πληροφοριών». Τίμησε την κουζίνα του «Όλυμπος» και της εξοχικής «Ρέμβης». Έκανε μια ομιλία στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών στα ελληνικά και πολλοί συγκινήθηκαν με αυτή. Στην Αθήνα «ο μέγας φιλέλλην» μεταμορφώθηκε σε Χαρίλαο Αγγελόπουλο. Με την επιστροφή του στην Βοστώνη ο Βαφόπουλος δεν άκουσε ξανά κάτι από αυτόν (σ.149).

Το ταξίδι πια φτάνει στο τέλος του. Η κούραση του σώματος είχε επεκταθεί και στην ψυχή του, όπως γράφει: «Δεν είχα καμμιά διάθεση να ξαναδώ βιβλιοθήκες». Το ταξίδι τελειώνει στην Ουάσιγκτον για την αξιολόγηση του προγράμματος και κάνει μια εκπομπή στη «Φωνή της Αμερικής». Παρ’ ότι σκοπός του ταξιδιού ήταν η επίσκεψη βιβλιοθηκών δεν αναφέρει πολλές ούτε περιγράφει αναλυτικά κάποια. Ούτε αναφέρει αν επαγγελματικά ωφελήθηκε από αυτό το ταξίδι. Τελειώνει τις ταξιδιωτικές του αναμνήσεις γράφοντας: «Η Αμερική τώρα είχε μεταμορφωθεί σε ανάμνηση μιας ανεπανάληπτης εμπειρίας» (σ. 151).


________________
Κράτησα την ορθογραφία του κειμένου και ειδικά πώς ο Βαφόπουλος μεταγράφει τοπωνύμια. Το κείμενο μονοτονίστηκε.

[  Χολαργός, 4 Ιουλίου 2023 ]

* «Ταξίδι στις ΗΠΑ με τον Γιώργο Θεοτοκά», περιοδικό Νέα Εστία, έτος 84, τόμ. 167, τχ. 1829 σ. 21-53. Και «Ταξιδεύοντας με τον Θεοτοκά» περιοδικό Πόρφυρας , τχ. 171- 174 (Ιαν.-Μάρτιος 2021) σ. 384-390

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: