Η ωραιότερη φωτογραφία του

Η ωραιότερη φωτογραφία του

Νομίζω ότι η ωραιότερη φωτογραφία του Αλέξη Πολίτη είναι αυτή που μας τράβηξε ένας περιπλανώμενος φωτογράφος τον Νοέμβρη του 1967 στο κυλικείο της Παλαιάς Φιλοσοφικής σχολής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Καθόμαστε στριμωγμένοι σε μια γωνία του κυλικείου ο Αλέξης, η Μαριάννα Δήτσα κι εγώ. Το είδωλο του Αλέξη φαίνεται στον καθρέφτη κι έτσι έχουμε όλο του το πρόσωπο, προφίλ και αν φας, ενώ έχουμε μόνο την πλάτη της Μαριάννας και το δικό μου προφίλ. Είμαστε τεταρτοετείς φοιτητές του Τμήματος ΜΝΕΣ (Μέσων & Νέων Ελληνικών Σπουδών). Ο Αλέξης έπινε το καφεδάκι του, εμείς μάλλον περιμέναμε το δικό μας. Τι να λέγαμε έτσι συλλογισμένοι και στριμωγμένοι που είμαστε. Μάλλον για το πόσο θα κρατούσε το κακό της δικτατορίας που μας είχε βρει και τότε πιστεύαμε ότι δεν θα μπορούσε να κρατήσει και πολύ, σήμερα αύριο πέφτουνε. Τότε δεν μπορούσαμε να φανταστούμε την επταετή διάρκειά της. Σήμερα αύριο πέφτουνε, πιστεύαμε. Μετά από πολλά, πολλά, πολλά χρόνια κατάφερα να αποκαταστήσω τη φωτογραφία, να βγάλω αντίγραφα και να την στείλω στον Αλέξη και στη Μαριάννα. Η κόρη του Αλέξη, η Άλκη, συμφώνησε ότι αυτή είναι η πιο ωραία φωτογραφία του πατέρα της. Η κόρη του, σαν επαγγελματίας που είναι, έχει βγάλει πολύ ωραίες φωτογραφίες της μαμάς της, της Αγγέλας Καστρινάκη, αλλά καμιά τόσο ωραία του πατέρα της.

Δεν μπορώ να μετρήσω πόσες φορές έχω βρεθεί στα ίδια αμφιθέατρα και ίδιες αίθουσες με τον Αλέξη. Ίδια μαθήματα παίρναμε, ίδια σεμινάρια παρακολουθούσαμε, καλά εντάξει κάναμε και αρκετές κοπάνες. Από εκείνη την εποχή κρατώ δύο επεισόδια. Όταν για το μάθημα των παιδαγωγικών πήγαμε να παρακολουθήσουμε υποχρεωτικά υποδειγματικό μάθημα διδασκαλίας στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ο Αλέξης έκανε μια ερώτηση γιατί τόση καθαρεύουσα στο μάθημα, γιατί δεν διδάσκουμε στα παιδιά δημοτική. Ο καθηγητής μας των παιδαγωγικών χλόμιασε καθώς και ο διευθυντής του Πειραματικού. Ακούς εκεί δημοτική στην αρχή της χουντοκρατίας! Την άλλη μέρα νομίζω βγήκε μια ανακοίνωση ότι δεν χρειάζονται να γίνουν άλλα υποδειγματικά μαθήματα και να πάμε να μας υπογράψουν τα βιβλιάριά μας ότι τα είχαμε παρακολουθήσει για να εξεταστούμε για πτυχίο στο μάθημα των παιδαγωγικών. Έτσι το έτος μου ποτέ του δεν έμαθε πώς να οργανώνει ένα μάθημα για τις τάξεις του τότε γυμνασίου, για το οποίο το 99% των συμφοιτητών μας προορίζονταν να διδάξουν.

Η δεύτερη φορά ήταν όταν βρεθήκαμε πάνω στην έδρα για να δώσουμε ένα σεμινάριο για την μετάφραση αρχαίων κειμένων στη δημοτική. Συνεργάστηκα με τον Αλέξη και διαλέξαμε ίδιους στίχους, εγώ από τον Ερμονιακό και ο Αλέξης από μεταφράσεις νεότερων δημοτικιστών. Πρώτη φορά αντιμετώπιζα πίσω από μια έδρα το κοινό, ο Αλέξης σίγουρα άπειρες φορές μετά από εκείνη τη μέρα. Ήμουν πολύ τρακαρισμένη και ο καθηγητής μας με αποκαλούσε δεσποινίδα, ενώ ήμουν εμφανέστατα έξι μηνών έγκυος. Κάτι απάντησε ο Αλέξης στον καθηγητή μας και έγινε ένας έντονος διάλογος που δεν θυμάμαι τίποτε, γιατί είχα ακόμη το τρακ της παρουσίασης. Την άλλη μέρα βγήκε πάλι μια ανακοίνωση να πάμε τα βιβλιάριά μας να υπογραφούν ότι είχαμε παρακολουθήσει το μάθημα. Αυτό το σεμινάριο ήταν το πρώτο της σειράς και η μόνη φορά που είχα μια συνεργασία με τον Αλέξη. Μαζί με την Μαριάννα σχεδιάζαμε πόσο γρήγορα να πάρουμε το πτυχίο μας. Θα δίναμε τα γραπτά τον Ιούνιο και αμέσως τα προφορικά για όσα μαθήματα μπορούσαμε και την περίοδο Σεπτέμβρη-Οκτώβρη τα υπόλοιπα, τον Νοέμβρη θα ορκιζόμαστε. Νομίζω ότι ο Αλέξης και η Μαριάννα τα κατάφεραν, πρέπει να ήταν οι πρώτοι νεοελληνιστές που ορκίστηκαν. Εμένα ένα 4 ½ στα γραπτά Νεοελληνικά και ένα μωράκι με κολικούς με εμπόδισαν να τελειώσω μαζί τους, ορκίστηκα τον επόμενο Νοέμβρη. Τον όρκο τον είπε η άλλη συμφοιτήτριά μας Κυριακή (Κούλα) Χρυσομάλλη, Henrich αργότερα. Στη φωτογραφία διακρίνω και την άλλη συμφοιτήτριά μας Ελένη Λόππα. Χαθήκαμε. Αλλά ίσως τους πρόλαβα αργότερα, γιατί είχα επιμεληθεί πρώτη από τη φουρνιά μας ένα βιβλίο, τη Στήλη 20-9-71 στον Ερμή. Ήταν μια σειρά άρθρων για τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη, ενώ ο Αλέξης στη σειρά ΝΕΒ του Ερμή δημοσίευσε το Δημοτικό τραγούδι / Κλέφτικα, η Μαριάννα αργότερα τον Λουκή Λάρα του Βικέλα και ο άλλος μας συμφοιτητής, ο Θανάσης Καραθανάσης, τα Άνθη Ευλαβείας.

Θυμάμαι μια διάλεξη στην «Τέχνη» της Θεσσαλονίκης, ο Αλέξης κάθονταν δίπλα μου και ο Ξυγγόπουλος ανέλυε πώς οι ζωγράφοι στην Κρήτη έτριβαν με σκόρδο τα κροκί των εικόνων για να τα κολλήσουν πάνω στην επιφάνεια που πρόκειται να ζωγραφίσουν την εικόνα. Ο Αλέξης μού ψιθύρισε: «Και βέβαια, το σκόρδο κολλάει στο χέρι σου όταν το ξεφλουδίζεις». Ήταν εξαιρετικός μάγειρας και εγώ είχα αρχίσει να μαγειρεύω. Από τότε όταν πολλές φορές ξεφλουδίζω σκόρδα και κολλάνε τα δάχτυλά μου, τον Αλέξη θυμάμαι.

Ο Αλέξης μού έδωσε το πρώτο μου ανάτυπο, ήταν για τον Αγαθάγγελο αν δεν κάνω λάθος. Η πρώτη μου αντίδραση, όταν άκουγα τον Αλέξη να δίνει μια διάλεξη ή να διαβάζει κάποιο άρθρο του, ήταν να μη τον πιστέψω, τα παραλές σκεφτόμουν, και μετά όταν το σκεφτόμουν και ξαναδιάβαζα το άρθρο έλεγα: «πες τα Χρυσόστομε». Όταν, π.χ., υποστήριζε, αποδομώντας σχεδόν τον Ψαλλίδα, πως τα πειράματα χημείας που έκανε μπροστά στον Αλή Πασά δεν ήταν αποτέλεσμα του επιστημονισμού και του διαφωτισμού αλλά πειράματα αλχημιστή, ίσως επειδή ο Αλής πίστευε ότι ο Ψαλλίδας είχε βρει την «φιλοσοφική λίθο» και θα έκανε χρυσό από πέτρες. Ή για τα γεφύρια στα ηπειρώτικα βουνά, που έγιναν ώστε τα κοπάδια όταν πήγαιναν από ή προς τα χειμαδιά τους να μην περνούν από τα σπαρμένα χωράφια και καταστρέφουν τα σπαρτά. Ή ποιος ο ρόλος των αρματολών. Αφήνω τα πλαστά δημοτικά, καθώς το ξωτικό παίρνει γυναικεία μορφή και γυναίκεια πάει στην εκκλησιά / γυναίκεια προσκυνάει / γυναίκεια παίρνει αντίδωρο από του παπά το χέρι, και δεν είναι ο Κολοκοτρώνης που καβάλα πάει στην εκκλησιά καβάλα προσκυνάει / καβάλα παίρνει αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι. Ίσως δεν είχα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί του και να πω την ιδέα μου για το άρθρο του, ότι αυτό που έψαχνε ο Σαββόπουλος στο αμφιθέατρο δεν ήταν μια καθαρόαιμη Αριστερά, αλλά ίσως η έμπνευση και η δημιουργία. Αλλά πια δεν έχει σημασία.

Όταν ήμουν επιστημονική οικιακή βοηθός του Γ. Π. Σαββίδη, είχε έρθει στο γραφείο της Πλατείας Αιγύπτου 1 για κάτι, τον ξενάγησα στο γραφείο βιβλιοθήκη του ΓΥΠΑ (ΓΥΨ ήταν το ψευδώνυμό του έτσι ακούγονται τα αρχικά του Γ.Π.Σ. ― είναι πολύ καλύτερα από τα αγγλικά GPS) αλλά και στην κάβα της κουζίνας και νομίζω ότι του πρόσφερα ένα ποτό, σαν κάτι με τζιν. Την άλλη μέρα ο ΓΥΨ με κατσάδιασε ότι δεν προσέχω καλά το γραφείο. Φαίνεται ο Αλέξης κοκορεύτηκε ότι είχε μια γεύση από την κάβα Σαββίδη και την πλήρωσα εγώ. Τα νέα κυκλοφορούσαν πολύ γρήγορα στη μικρή μας κοινωνία. Αλλά και ο Αλέξης με ξενάγησε στο Ε.Ι.Ε. και μου έδειξε το γραφείο τού Φίλιππου Ηλιού  με έναν χάρτη που σημείωνε σε ποιες πόλεις υπήρχαν συνδρομητές ελληνικών βιβλίων. Μετά πήγαμε και καθίσαμε στον κήπο του Ευαγγελισμού, που τότε υπήρχε κάτι σαν μικρό καφενείο, και με κέρασε δυο μπίρες, εκείνος ήπιε μόνο μία. Μιλήσαμε πώς θα μπορέσουμε να χρηματοδοτήσουμε το διδακτορικό μας. Του είπα για κάτι που είχα κληρονομήσει από τη γιαγιά μου, αλλά δεν ήθελα να το πειράξω για να το αφήσω ακέραιο στα παιδιά μου. Εκείνος μου είπε ότι δεν είχε κανένα δισταγμό να μεταχειριστεί οικογενειακά χρήματα, αρκετά, μου είπε, έχουμε υποφέρει από οικογενειακά επίθετα, ας επωφεληθούμε κάτι. Χρόνια αργότερα όταν έψαχνα να βρω κάποιον καθηγητή να με δεχτεί να κάνω το διδακτορικό μου, ο Αλέξης στο Ρέθυμνο με τρόπο μού είπε ιστορίες για αγρίους και πώς μερικοί γνωστοί είχαν αποκτήσει το διδακτορικό τους και τι το θες μού είπε τώρα. Είχα κλείσει και τα πενήντα τότε. Ήθελα να του πω ότι το ήθελα για να αποδείξω στη μαμά μου ότι δεν είμαι ο μπούφος της οικογένειας, αφού μπούφο με ανεβοκατέβαζαν στην οικογένεια. Μπούφος είσαι, με φώναζε, ο πατριός σου διδακτορικό είχε και ο αδελφός σου και ο άντρας σου και η καλύτερη, τότε, φιλενάδα μου. Αλλά πλέον η μαμά μου είχε πεθάνει και δεν υπήρχε λόγος. Με ξενάγησε στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου, από εκεί ψηφιοποίησε τα βιβλία για την «Ανέμη», που όποιος από εμάς την μεταχειρίζεται από εδώ και στο εξής πρέπει να μνημονεύει το όνομά του, για να μη προσθέσω και το «Παρουσιολόγιο της ποίησης». Μού έδειξε στη βιβλιοθήκη την πρώτη και μόνη ποιητική συλλογή του πατέρα μου, με σημειώσεις στο περιθώριο του Άρη Δικταίου, ίσως για να την βιβλιοκρίνει. (Η πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη είχε κληρονομήσει τη βιβλιοθήκη του Άρη Δικταίου = Κωνσταντίνου Κωνσταντουλάκη). Με ρώτησε αν ξέρω την ημερομηνία γέννησης του πατέρα μου, για να συμπληρώσουν το δελτίο του και εγώ δεν την ήξερα.

Μού έκανε δυο προξενιά που δυστυχώς δεν κατέληξαν σε γάμο. Το πρώτο όταν ο καθηγητής Χρήστος Λούκος που είχε αρχίσει να οργανώνει το αρχείο της Ερμούπολης Η επεξεργασία ήταν σε εμβρυακό στάδιο τότε και δεν βρήκα σχεδόν τίποτε για τον Χρήστο Ευαγγελίδη που ήθελα να δημοσιεύσω το ημερολόγιό του, μόνο το πιστοποιητικό θανάτου μιας του κόρης από την επιδημία χολέρας. Αργότερα, όταν δημοσιεύτηκε το ημερολόγιο του Ευαγγελίδη, δεν μας κάλεσε στις συγκεντρώσεις που οργανώνονταν στη Σύρο. Το δεύτερο ήταν με τον βιβλιοθηκάριο, τον Μιχάλη Τζεκάκη, που έψαχνε για συνεργάτες για να εκσυγχρονίσει τη Βιβλιοθήκη της Βουλής. Είχα τέτοια εμπειρία από RE-CON, αλλά πάλι τίποτε δεν προέκυψε.

Πάντα θαύμαζα όταν μιλούσε πώς οι ομιλίες του είχαν μια δόση χιούμορ και προσπαθώ να τον μιμηθώ και να μην κάνω το ακροατήριο να κοιμηθεί με τις σοφίες μου. Μεγάλο κομπλιμέντο το θεωρούσα όταν μου παράγγελνε μέσω τρίτων ότι χάρηκε την ομιλία μου. Όταν του παραπονέθηκα ότι ο Σταύρος Ζουμπουλάκης είχε κόψει το μισό μου άρθρο για τη βιβλιοθήκη του Καβάφη, μου είπε καλά σου έκανε και πολύ σου άφησε, δεν ξέρεις ότι τα άρθρα σε περιοδικά πρέπει να είναι σύντομα για να διαβάζονται, αλλιώς γράψε βιβλίο. Συμβουλή που ακολούθησα, εκτός από τώρα που με πνίγουν οι αναμνήσεις και δεν θέλω να αφήσω τίποτε έξω. Ποτέ δεν είχα φανταστεί πόσος πόνος για μένα θα κρύβονταν πίσω από τους στίχους του Σαββόπουλου Κι έρχεται η στιγμή για ν' αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις. Διάλεξα για δικούς μου λόγους άλλους και ο Αλέξης μου παράγγειλε ότι δεν θέλει να μου ξαναμιλήσει. Και πολύ καλά έκανε, γιατί κι εγώ, αν με βρίζανε με αυτόν τον τρόπο, δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσα. Αλλά είχα τους προσωπικούς μου λόγους. Πέρασαν αρκετά χρόνια και προσέπεσα στην Αγγέλα, παρακαλώντας την να μεσολαβήσει ώστε ο Αλέξης να αρχίσει να μού ξαναμιλά. Της είπα ότι όταν καταδικάζουμε κάποιον τον βάζουμε φυλακή, αλλά δεν πετάμε και τα κλειδιά, κάποτε τελειώνει η καταδίκη. Η Αγγέλα μού είπε «ξέρεις τον χαρακτήρα του και πως δεν αλλάζει γνώμη». Τον ήξερα, αλλά δεν ξέρω τι συνέβη και η καταδίκη μου τελείωσε και άρχισε να μου ξαναμιλά. Είμαστε «εταίροι» σε έναν σύλλογο για τις νεοελληνικές σπουδές, όταν ο πρόεδρός του άλλαξε το καταστατικό και ο Αλέξης είχε αντιρρήσεις και τότε κατάλαβα σε πόσες συνεδριάσεις θα είχε πάρει μέρος και θα είχε φέρει ενστάσεις επί προσωπικού, επί της διαδικασίας. Ήθελα να τον σκουντήσω και να του πω, εκείνος έχει και το πεπόνι και το μαχαίρι, άσε τον να κάνει αυτό που θέλει. Ο Αλέξης παραιτήθηκε και μετά λίγο καιρό τον είδα σαν ένδειξη διαμαρτυρίας για τα πολιτικά τεκταινόμενα της εποχής να εμφανιστεί φορώντας γραβάτα!

Ίσως τα βιβλία του που έχω συμβουλευτεί περισσότερο να είναι το Εγχειρίδιο του Νεοελληνιστή και Υποσημειώσεις και παραπομπές. Δεν ξέρω γιατί το πιο αγαπημένο μου είναι τα Αποτυπώματα του χρόνου. Δεν του έχω πολυσυγχωρέσει, όταν κυκλοφόρησε στις ΠΕΚ Τα δημοτικά τραγούδια του Φοριέλ, που δεν συμπεριέλαβε και τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» του κόμητα Διονυσίου Σαλωμού, ή ότι στην έκδοση των Απομνημονευμάτων του στρατηγού Μακρυγιάννη στις εκδόσεις της «Εστίας» αναδημοσίευσε την έκδοση του Γαλαξία. Αλλά τι θρίαμβος ήταν Η Ρομαντική λογοτεχνία στο εθνικό κράτος 1830-1880, όπου μου έλυσε κι ένα πρόβλημα που είχα για το ποιος κρύβονταν πίσω από το ψευδώνυμο Θ. του βιβλίου Σκλάβα Ψαρριανή. Αλλά ίσως περισσότερο να μου άρεσε το 1821-1831, μαζί με την ελευθερία γεννιέται και η καινούργια λογοτεχνία: ποίηση, πεζογραφία, λογιοσύνη. Με τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση κυκλοφόρησε και τα Απομνημονεύματα του Κασομούλη και του συγχώρεσα τον Μακρυγιάννη. Ίσως το κύκνειο άσμα του ήταν μια συλλογή από άρθρα του, δημοσιευμένα ή μη, Διαβάζοντας ποίηση. Έκανε και μια σειρά ψηφιακών μαθημάτων με θέμα την ποίηση, τα οποία πέρσι το καλοκαίρι το Πανεπιστήμιο της Κρήτης γενναιόδωρα τα έκανε προσιτά στο κοινό. Δυστυχώς με το τρελό καλοκαιράκι μου δεν μπόρεσα να τα παρακολουθήσω, αλλά μια άλλη συμφοιτήτριά μας, η Ελένη Λόππα, που τα παρακολούθησε μου είπε πόσο καλός ήταν ο Αλέξης.

Όταν κυκλοφόρησα το βιβλίο μου Μούσαις χάρισι θύε, ήξερα ότι πολλοί θα ενοχλούνταν από τις αναμνήσεις μου και περίμενα αντιδράσεις. Ο Αλέξης μού απάντησε ότι ρούφηξε το βιβλίο, αλλά η χαρά μου δεν κράτησε και πολύ, γιατί δυο μέρες αργότερα μου έγραψε ότι πειράχτηκε πολύ και δεν θέλει να μού ξαναμιλήσει. Το δέχτηκα, αλλά δεν θα άλλαζα κάτι από την αλήθεια μου. Δεν ζήτησα μεσολάβηση ή συχώρεση. Αλλά ίσως είχε αρχίσει να μαλακώνει, γιατί σε γενικές αποστολές με συμπεριελάμβανε. Του απαντούσα ευχαριστώ πολύ. Και ήρθε η σιωπή και η αγγελία του θανάτου του. Τώρα πια δεν θα μπορούσα να τον ρωτούσα τί κάνει ένα ποίημα «μεγάλη ποίηση», όπως αριστουργηματικά είχε αναλύσει την Ξανθούλα του Σολωμού, ή να του πρότεινα να συγκρίναμε τον Ύμνο του Σολωμού με τα φαναριώτικα ποιήματα του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού με την περιγραφή γεγονότων της Επανάστασης.

Πήγα στην κηδεία του. Αλλά για μένα ήταν σαν μια «μη κηδεία», ήταν σαν μια μάζωξη νεοελληνιστών όλων των αποχρώσεων. Για καλή μου τύχη το ταξί προς την επιστροφή για το σπίτι πέρασε από την οδό Μάρκου Μουσούρου, όπου έμενε η Μαριάννα Δήτσα με τον Άγγελο Ελεφάντη, σε ένα ωραίο παλαιό αθηναϊκό σπίτι με εσωτερική αυλή και μωσαϊκά. Αποχαιρέτησα και την Μαριάννα που είχε αναχωρήσει τον περασμένο Δεκέμβρη. Η μοναξιά του πένθους με τύλιξε κι ψιθύριζα:

Να ‘χεν ο Νάδης γυρισμό,
ήθελα ν’ αποθάνω,
να δω ποιος θα με λυπηθεί
στον κόσμο τον απάνω


[ Χολαργός, Ιούνιος 2025, μετά τις σαράντα μέρες]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: