Σαν μιας ερήμου τ’ αίνιγμα
σαν κύλινδρου χαμένου
σε κόκκους άμμου θάλασσα
ίχνος, που όμως διψά
σε έκτυφλο θάμπος να προβγεί·
οι ακτίνες το προσμένουν
στο κύμα στραφταλίζοντας
τον ουρανό λοξά
Σαν πρώτης αύρας η σπορά
σαν γέννημα τ’ ανέμου
που σιγαλά σκαρφάλωμα
βλασταίνει μες στη γη
όλο λυγά κι ορθώνεται
με τ’ άγγιγμα ενός ξένου
στο ρίζωμα μιας Φοινικιάς
στης άρνης την πηγή
Σαν ξόμπλι ρούσο ορίζοντα
σαν τέμπερα από δείλι
που σιγοψάλλει τον αρμό
―του σύμπαντος μορφή―
πλάκες κραδαίνει με εντολές
απ’ του λαού τα χείλη
δάκρυου, πόνου σάρκωση
στου θρήνου την κορφή
Σαν σκαπανέας σκυφτός,
και σαν σπορέας απλούς, μα φωτεινός
Ήρθες, μας χαμογέλασες, και πέταξες.