Με τον Αλέξη γνωριστήκαμε στις αρχές της δεκαετίας του ΄60. Εκείνος γύρω στα 16, εγώ μικρότερος. Ταιριάξαμε αμέσως, καθώς μας απασχολούσαν τα ίδια περίπου πράγματα και, όπως διαπιστώσαμε σύντομα, με τον ίδιο περίπου τρόπο: θέματα φιλοσοφικά, κάποτε και μεταφυσικά, πολιτικές επιλογές και ζητήματα ηθικής δεοντολογίας, που θεωρούσαμε ότι έπρεπε να επιλύσουμε κατά προτεραιότητα, πριν πάρουμε ―ώστε να μπορέσουμε να πάρουμε― τις σημαντικές αποφάσεις για τη ζωή που είχαμε εμπρός μας: το επάγγελμα που θα διαλέγαμε (ο Αλέξης σκεπτόταν να γίνει μηχανικός, αν θυμάμαι καλά), τις σχέσεις μας με τους άλλους (τους μεγάλους, τους φίλους, τα κορίτσια), τη στάση που θα έπρεπε να κρατήσουμε στα πολιτικά και πολιτιστικά δρώμενα της εποχής· το ύφος, εντέλει, που θα υιοθετούσαμε απέναντι στη ζωή και στα πράγματα.
Μα πάνω απ’ όλα μας ένωνε η κοινή μας αγάπη για τη λογοτεχνία, για την ποίηση ιδιαίτερα. Έτσι, οι μακρές συζητήσεις μας, συνήθως στη Δεξαμενή, κατέληγαν σχεδόν πάντα σ’ αυτήν, συμφωνώντας και συχνά διαφωνώντας για το νόημα ετούτου ή του άλλου ποιήματος, εκείνου ή του άλλου στίχου, που είχαμε διαβάσει, κατά πάσαν πιθανότητα κι οι δυο, στην Ανθολογία του Αποστολίδη. Αγαπούσαμε τους ίδιους λίγο-πολύ ποιητές· αυτούς που φαντάζεστε. Ο Αλέξης όμως ανέφερε συχνά ποιητές ή ποιήματα, που εγώ είτε δεν γνώριζα, είτε δεν ήξερα ότι είχαν ενδιαφέρον: τον Καισάριο Δαπόντε, ας πούμε, τον Novalis ή τον Σαραντάρη, και ―από τότε― τα δημοτικά τραγούδια. Αν μη τι άλλο, το γλεντούσαμε.
Αλλά τότε τα πράγματα άλλαξαν: ο Αλέξης αποφάσισε να γίνει φιλόλογος, έφυγε για την Θεσσαλονίκη και μετά για το Παρίσι, όπου, με τους καλούς δασκάλους που αξιώθηκε, τα ενδιαφέροντά του διευρύνθηκαν και επικεντρώθηκε, όπως ξέρουμε, στους όρους με τους οποίους υποδεχόταν διαχρονικά η υπό διαμόρφωση αστική νεοελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα τη λογοτεχνία, στη δική της κι αυτή διαχρονία, και τα δημοτικά τραγούδια. Ο αναγνώστης της ποίησης είχε παραχωρήσει τη θέση του, όπως το έβλεπα εγώ, στον φιλόλογο με την ιστορική σκέψη. Έτσι, στις δεκαετίες που ακολούθησαν, μας έδωσε βιβλία όπως τα Κλέφτικα Τραγούδια, την Ανακάλυψη των Δημοτικών Τραγουδιών, τα Ρομαντικά Χρόνια, Το μυθολογικό Κενό, τα Αποτυπώματα του Χρόνου, Το Δημοτικό Τραγούδι, και τη Ρομαντική Λογοτεχνία στο Εθνικό Κράτος 1830-1880, για να θυμηθώ μόνο μερικά από αυτά· εκδόσεις που άνοιξαν νέους δρόμους, καθώς ξέρουμε, στην κατανόηση της αμφίδρομης σχέσης της λογοτεχνίας με την κοινωνία που την παράγει και την καταναλώνει· ήταν φυσικό να παραμερίζει συχνά το γούστο του, που το θεωρούσε ίσως εκτός θέματος.
Ποτέ δεν έπαψε ωστόσο να λειτουργεί και ως αναγνώστης, να δοκιμάζει την ευαισθησία του δηλαδή, εμπλουτισμένη τώρα με τη γνώση, στα ποιήματα που διάβαζε. Έτσι, παράλληλα με τα επιστημονικά του συγγράμματα, δημοσίευε συχνά, σε εφημερίδες και περιοδικά, πλήθος μικρών κατά κανόνα κειμένων, όπου παρουσίαζε και σχολίαζε ποιήματα και ποιητές, συχνά λιγότερο γνωστούς στο ευρύ κοινό. Στα κείμενα αυτά εύρισκα πάντα (έτσι τουλάχιστον μου φαινόταν) στοιχεία που με παρέπεμπαν στον τρόπο που προσέγγιζε τα ποιήματα μικρός: με προσοχή, καλή προαίρεση, με διάθεση να καταλάβει και μετά να προτείνει, ανοιχτός πάντα στην άποψη του άλλου, όχι από ευγένεια, αλλά από γνήσιο ενδιαφέρον για την πληρέστερη κατανόηση του θέματος· αρετές που με τα χρόνια διαμόρφωσαν νομίζω το ύφος του: την εξαντλητική εξέταση των άλλων απόψεων γύρω από το θέμα του, την αποποίηση κάθε αυθεντίας (κυρίως της δικής του), την κοινή λογική που πατά γερά στην κατακτημένη, από την συστηματική ενασχόληση με την ποίηση, ευαισθησία· το ύφος, με άλλα λόγια, του καλοπροαίρετου σκεπτικιστή, που δεν είναι διατεθειμένος να χάψει ό,τι του σερβίρουν, αλλά ούτε ν’ απορρίψει ό,τι δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά.
Σ’ αυτά, θα προσέθετα, ένα χαρακτηριστικό που ο ίδιος μάλλον δεν θα παραδεχόταν: έναν δισταγμό, έναν υπερβολικό κατά την γνώμη μου φόβο μην πει τίποτα παραπάνω απ’ ό,τι μπορεί να τεκμηριωθεί με απόλυτη ασφάλεια· ένα χαρακτηριστικό, που, αν πράγματι έχω δίκιο, μας στέρησε ή μας έδωσε μεν, αλλά με ρέγουλα, τα πλούσια προϊόντα της αναγνωστικής του ευαισθησίας. Στο χαρακτηριστικό αυτό πρέπει να προσθέσουμε εξάλλου ότι δεν εσυνηθούσε ―και αυτός― να θεατρίζει τα φρονήματά του.
Όπως και να ’χει, ο Αλέξης ασχολήθηκε με την ποίηση, αν δεν λαθεύω, περισσότερο από κάθε άλλο λογοτεχνικό είδος. Τα περισσότερα και σημαντικότερα από τα βιβλία του με αυτήν κυρίως έχουν να κάνουν. Και το κυριότερο, όπως είπα, παράλληλα με την επιστημονική του δραστηριότητα (ερευνητική και διδακτική), ποτέ δεν σταμάτησε να λειτουργεί και ως αναγνώστης· γιατί καλό είναι, όπως μου είχε πει κάποτε, να ξέρουμε πώς διάβαζαν οι Σούτσοι τον Σολωμό (ξέρετε: «ιδέαι πλούσιαι πτωχά ενδεδυμέναι»), αλλά ακόμη καλύτερο είναι να ξέρουμε πώς να τον διαβάσουμε εμείς. Ήξερε βέβαια, καλύτερα από τον καθένα, ότι το ένα βοηθάει το άλλο. Μνημονεύω εδώ, ως παράδειγμα του τρόπου που διάβαζε εκείνος τον Σολωμό, την εξαιρετικά ευαίσθητη ερμηνεία του ποιήματος «Εις μοναχήν», αποκαλύπτοντας τον αλληγορικό του χαρακτήρα.
Τα τελευταία χρόνια μάλιστα έχω την εντύπωση ότι όλο και περισσότερο τον απορροφούσε η ποίηση ως απόλαυση· και ήθελε να την μοιραστεί. Έτσι, εκτός από τις εργασίες που ανέφερα, εξέδωσε δύο ποιητικές ανθολογίες: την πρώτη εκτός εμπορίου, με ποιήματα που αγαπούσε, (αυτό ήταν το κριτήριο της ανθολόγησής τους), όχι πολύ γνωστά στον κόσμο, που μοίρασε σε φίλους· και τη δεύτερη με τις παραλογές, που εκδόθηκε πριν έναν μήνα περίπου από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης για τα ογδοηκοστά του γενέθλια. Δυστυχώς, για κάποιον λόγο που δεν κατάλαβα και δεν μου εξήγησε ποτέ, δεν εξέδωσε μια ανθολογία του δημοτικού τραγουδιού συνολικά. Θα ήταν πολύτιμη από τα χέρια του, αλλά κάθε φορά που του το έλεγα χαμογελούσε και δεν έλεγε τίποτα. Ας είναι· έχουμε τις άλλες δύο.
Τα χρόνια αυτά, εξάλλου, όλο και περισσότερο τον απασχολούσε το ζήτημα της πρόσληψης της ποίησης από τον σύγχρονο άνθρωπο, η ανάδειξη των δυσκολιών και του τρόπου, ή των τρόπων, για το ξεπέρασμά τους, ώς την κατάκτηση της αναγνωστικής απόλαυσης. Και αυτά, όχι με προκατασκευασμένες θεωρίες, βέβαια, αλλά στην πράξη, ποίημα-ποίημα, στίχο-στίχο. Έτσι, ως αναγνώστης αλλά και ως δάσκαλος πια ενός ευρύτερου κοινού ενδιαφερόμενων, παρέδωσε δύο τουλάχιστον σειρές μαθημάτων για την ανάγνωση της ποίησης, μία διαδικτυακά και μία διά ζώσης. Ήταν απόλαυση να τον ακούς, ξεκινώντας μ’ εκείνο το στοχαστικό και ταυτόχρονα ενθαρρυντικό «για να δούμε», να ξεκλειδώνει και να παρουσιάζει την ουσία του ποιήματος για το οποίο μιλούσε.
Ακόμα, έδινε διαλέξεις, όπου παρουσίαζε νέους κυρίως ποιητές και έγραψε πολλές εργασίες, μερικές από τις οποίες συγκέντρωσε πρόσφατα σε βιβλίο, με τον εύγλωττο τίτλο Διαβάζοντας Ποίηση, στο οποίο παρουσιάζει και σχολιάζει ποιήματα, μεταξύ άλλων, του Σολωμού και του Σαββόπουλου. Διάβαζε πολλή ποίηση, ζούσε στον κόσμο της και του άρεσε να συζητάει γι’ αυτήν ιδιωτικά και δημόσια.
Έτσι, σκέφτομαι, αποχαιρετούσε τη ζωή: με τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις συγκινήσεις, τις αναμνήσεις και τις εικόνες που του χάρισε η ποίηση, και βέβαια με την αγάπη του για την Αγγέλα και την Άλκη, να πλημμυρίζουν το μυαλό του. Ώσπου, την περασμένη Παρασκευή, ξεχείλισαν· και μας άφησε.
[ 16 Απριλίου 2025 ]