Πρέπει να ομολογήσω ότι κατατάσσω τον εαυτό μου στους τυχερούς ανθρώπους. Γενικώς, αλλά σήμερα η ώρα το καλεί να μιλήσω ειδικότερα: στάθηκα πολύ τυχερός στα επιστημονικά περιβάλλοντα που βρέθηκα. Πρώτα πρώτα ως φοιτητής της Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης τον Οκτώβρη του 1963 —πριν μισόν αιώνα· αυτό το σκέφτομαι κι ανατριχιάζω κάπως— από σπόντα: τελειώνοντας το γυμνάσιο δεν ήθελα να συνεχίσω τίποτε από όσα μαθαίναμε στο σχολείο, τίποτε δεν μου άρεσε. Μετά τις πτυχιακές εξετάσεις γυρίζαμε με τα πόδια με τον στενό μου φίλο και συμμαθητή τότε, τον Δημήτρη τον Ρίζο — επιτρέψτε μου να αναφερθώ με συγκίνηση, γιατί οχτώ χρόνια τώρα δεν βρίσκεται ανάμεσά μας. Ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας, αλλά σκεφτόταν μήπως γίνει αρχιτέκτονας-αρχαιολόγος. «Και πώς θα δώσεις στη Φιλοσοφική;», τον ρώτησα, επειδή ήμασταν και οι δύο του «πρακτικού». «Θα διαβάσω το καλοκαίρι, και θα δώσω εξετάσεις», απάντησε απλά· τότε οι εισαγωγικές γίνονταν τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη. Εμένα μου είχε μπει μια ιδέα, να σπούδαζα ιστορία της Τέχνης — πρόσφατα είχα ανακαλύψει τη ζωγραφική, εννοείται από βιβλία, όχι από την ανύπαρκτη τότε Πινακοθήκη. Θα πήγαινα, λέει, στο εξωτερικό, μα όλα αυτά ήταν μια πολύ θολή σκέψη, τίποτε το συγκεκριμένο. «Ιστορία της τέχνης;», είπε στο τηλέφωνο ο Λίνος Πολίτης, φίλος στενός του Μαρίνου Καλλιγά. «Θαυμάσια ιδέα, αλλά δεκαοχτώ χρονών στο εξωτερικό, όχι. Θα χαθείς. Έλα να κάνεις φιλολογία, που είναι μια βάση, και μετά ειδικεύεσαι όπου θες» — η Ιστορία της Ευρωπαϊκής Τέχνης, άλλωστε, δεν διδασκόταν ακόμη στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης δίδασκε ο Κακριδής, ο Μιχάλης Σακελλαρίου, ο Νίκος Ανδριώτης, ο Βασίλης Τατάκης, ο Μανόλης Ανδρόνικος, ο Βακαλόπουλος· άνθρωποι φιλικοί, καλοί δάσκαλοι, πρόθυμοι όποτε ρωτούσες κάτι να σε σπρώξουν μπροστά. Μια φορά που ’πρεπε να κάνω μια εργασία για τον Σαχλίκη, πήγα και βρήκα τον Μανούσο Μανούσακα, που στις παραδόσεις του, ας το ομολογήσω, δεν ήταν γοητευτικός. Ρώτησα κάποια πράγματα, κι αυτός με κράτησε πάνω από μια ώρα εξηγώντας, υποδεικνύοντας διαβάσματα, αλλά και δικές του απορίες, ουκ ολίγες: «Αυτά θα τα βρείτε και θα τα εξηγήσετε εσείς, κύριε Πολίτη», μου είπε χαμογελώντας. Αυτό ήταν το κλίμα, αυτό το πρώτο καλό επιστημονικό περιβάλλον. Και μια σκηνή ακόμα· κάποτε δίναμε προφορικές εξετάσεις, στις εννέα το πρωί έλεγε το πρόγραμμα· περιμέναμε έξω από το «σπουδαστήριο», όπου και το γραφείο του καθηγητή. Στις εννέα και τέταρτο ακούσαμε τα βιαστικά του βήματα στις σκάλες, μας είδε, και λαχανιασμένος: «Συγγνώμη που άργησα». Την έλεγα αυτή τη σκηνή αργότερα σε φιλικό πρόσωπο (χρειάζεται να προσθέσω: «γυναικείο»;) που είχε αποφοιτήσει από την Αθήνα, και σχεδόν έβαλε τα κλάματα: «Εμάς μας έλεγαν, “Έλα εδώ, γαϊδούρα”».
Μόλις μπήκα στο πανεπιστήμιο, άλλαξε και το πολιτικό κλίμα του τόπου· κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου. Εδώ μας ενδιαφέρει ότι χάρη στις δυνατότητες που έδωσε ο γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας, ο Παπανούτσος, η Φιλοσοφική Σχολή διαιρέθηκε τον Φλεβάρη του 1964 σε τέσσερις κατευθύνσεις αντί για τις παλιές δύο, κι αποκτήσαμε κατεύθυνση βυζαντινών και νεοελληνικών σπουδών· για ν’ ακολουθήσω από την αρχή το καινούριο πρόγραμμα άφησα από τον Μάρτη τη Θεσσαλονίκη, γύρισα στην Αθήνα, όπου τα πρωινά πήγαινα στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών: εκεί ήταν βέβαια ο Δημαράς, αλλά και ο Σπύρος Ασδραχάς, ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, ο Παναγιώτης Μουλλάς· εμένα με χρέωσαν στη Λουκία Δρούλια και την ακολουθούσα στη Γεννάδειο αποδελτιώνοντας φιλελληνικά έντυπα. Παρακολουθούσα βέβαια και τις εσωτερικές επιστημονικές συναντήσεις τους, δυο φορές τη βδομάδα, μένοντας σαν χαζός από αυτά που άκουγα — τίποτε δεν καταλάβαινα. Μια φορά κάτι ρώτησα ή τον Σπύρο ή τον Βασίλη ή τον Μουλλά, δεν θυμάμαι ούτε ποιον ούτε τι, κι αυτός μου είπε: «Να ρωτήσεις τον κύριο Λάσκαρι». Ήταν ο Μιχαήλ Θ. Λάσκαρις, που τυπικά ήταν διευθυντής του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών, αλλά δεν συμμετείχε σε τίποτε, ούτε τον είχα δει ποτέ· όταν ερχόταν κλεινόταν στο γραφείο του. Αυτό που ρώταγα πρέπει να ήταν απελπιστικά αφελές, και οι τρεις φίλοι σκέφτηκαν να σπάσουν πλάκα. Με οδήγησαν λοιπόν στο γραφείο του, και αφελώς, ελπίζω ευγενικά, ρώτησα την ανοησία μου — δεν ήξερα τον Λάσκαρι, δεν ήξερα τι θα πει κερκυραϊκή αριστοκρατία, δεν ήξερα τα χούγια του, ούτε πως περίπου στην ηλικία που ήμουν τότε εγώ, εκείνος δίδασκε κιόλας στο πανεπιστήμιο (μη γελάτε, 28 χρονών ήταν τακτικός καθηγητής), και με αρχίζει μια ειρωνεία, ένα χέσιμο —έτσι λέγεται αυτό, άλλη λέξη δεν ξέρω— «δεν ντρέπεσαι, μα δεν ξέρεις τίποτε, αγράμματε;». Σίγουρα οι τρεις φίλοι κοίταγαν από την κλειδαρότρυπα όπως στις γαλλικές κωμωδίες, και θα έσκαγαν στα γέλια. Δεν πειράζει, τους χρωστάω τόσα, και κοντά στ’ άλλα ότι πρόλαβα να δω αυτό το παράξενο τέρας της επιστήμης, που την άλλη χρονιά πέθανε. Και δυο στιγμιότυπα με τον Δημαρά. Μια φορά έσκυψε πάνω από το βιβλίο που διάβαζα, και το άλλο Σάββατο είπε φωναχτά, μπροστά σε όλους: «Αυτός ο νεαρός δεν μου αρέσει· προχτές διάβαζε Κορδάτο». Όλοι γέλασαν — μα καλά, δεν ήταν αριστεροί οι τρεις φίλοι; Και το δεύτερο: «Ξέρετε —ο Δημαράς μιλούσε σ’ όλους στον πληθυντικό, εκτός από τον Γκίνη και την Ευγενία Χατζηδάκη— για να μπορέσω να γράψω την ιστορία της λογοτεχνίας, έπρεπε να γνωρίζω πολύ καλά και την ιστορία της εποχής». Μου φάνηκε τότε τόσο παράξενο…
Είπα πως νιώθω πολύ τυχερός. Στο τέλος των σπουδών με βρήκε η δικτατορία· αυτό δεν ήταν βέβαια τύχη. Αλλά όταν βρέθηκα λίγα χρόνια αργότερα στο σεμινάριο του Δημαρά στο Παρίσι, η δικτατορία είχε συγκεντρώσει εκεί ως «συμφοιτητές» μου τους τρεις φίλους, Ασδραχά, Παναγιωτόπουλο, Μουλλά, κοντά τους τον Φίλιππο Ηλιού, τον Δημήτρη Σπάθη, τον Ντίνο τον Γεωργούδη πότε πότε, τη Ρένα Πατρικίου (ο άντρας της, ο Τίτος, ερχόταν καμιά φορά τα μεσημέρια στο εστιατόριο που πηγαίναμε μετά το σεμινάριο της Πέμπτης), φυσικά κι άλλους, νεότερους ή νεότερές μου. Ε, να είσαι 28 χρονώ και συμφοιτητής με όλους αυτούς είναι μεγάλη τύχη. «Μα τι ψάχνεις ποιος έγραψε τα δημοτικά τραγούδια, κανένας δε τα έγραψε», μου είπε μια φορά ο Βασίλης. «Δεν είναι δυνατόν, αντέτεινα, κάποιος δεν πρέπει να έφτιαξε μια πρώτη έστω μορφή;». «Ποιος έφτιαξε τις λέξεις;», απάντησε ο Βασίλης — κι ένας άγνωστος κόσμος άνοιξε ξαφνικά. Και σ’ ένα σεμινάριο ο Σπύρος Ασδραχάς, αφού επίμονα αντέκρουσε τα όσα εξέθετα ως σχέδιο για μια συνολική παρουσίαση του δημοτικού τραγουδιού και πρότεινε μια άλλη δομή της μελέτης, στις διαμαρτυρίες μου πως αυτά που μου γυρεύει δεν μπορώ να τα πραγματοποιήσω, άρπαξε το πακέτο τα τσιγάρα που είχα στο τραπέζι —στις ευτυχισμένες εκείνες εποχές καπνίζαμε στα σεμινάρια— και το γύρισε ανάποδα: «Αυτό πρέπει να κάνεις. Τίποτ’ άλλο!».
Επιστρέφοντας στην Αθήνα εντάχθηκα στο δυναμικό του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών. Λίγους μήνες αργότερα προσελήφθη κι ο Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης· δεν είχαμε γνωριστεί ώς τότε. Έμπαινα στο γραφείο μου και συναντηθήκαμε στην πόρτα· «Γειά σου, είμαι ο Τριαντάφυλλος», είπε απλώνοντας με δύναμη το χέρι και γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι προς τα δεξιά, σαν για να σε κοιτάξει καλύτερα. Εντωμεταξύ είχα αρχίσει να πηγαίνω και στις συγκεντρώσεις του «Μνήμονα», και σ’ αυτά τα δυο επιστημονικά περιβάλλοντα, την Εταιρεία Μελέτης του Νέου Ελληνισμού και το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, πέρασα δεκατρία χρόνια. Ακούω πολλά που λέγονται για τα χρόνια εκείνα «της Μεταπολίτευσης»· όσοι τα λένε, ξεχνάνε το ουσιώδες: το κλίμα της ομαδικής δουλειάς, της συνεργασίας. Κοινοί στόχοι, κοινές προσπάθειες, συλλογικές απόπειρες. Στους πάγκους του «Μνήμονα» στην οδό Ισαύρων κάθε Τετάρτη ή τα καλοκαίρια στο Δημαρχείο της Σύρου ταξινομώντας το αρχείο, πλάι στον Χρήστο Λούκο — άκουγες πιο πολύ τους νεότερους, κι είχα φτάσει άλλωστε στην ηλικία που μάθαινα κι από αυτούς ή τους συνομήλικους. Αλλά στο Κ.Ν.Ε. υπήρχαν πάντα κι οι μεγαλύτεροι· το ξέρω πως θα κοκκινίσει τώρα που θα το πω, αλλά είναι μεγάλο προνόμιο επιστημονικό να κάθεσαι για χρόνια στο ίδιο γραφείο με τον Μανόλη Φραγκίσκο. Ή να βγαίνεις στον διάδρομο προς τη βιβλιοθήκη και να σου λέει ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Βρε, πάει η γενέτειρα της οικογένειας» — ήταν ο μεγάλος σεισμός της Καλαμάτας τότε, με επίκεντρο το Ελαιοχώρι. «Μα οι δικοί μου δεν ήταν από το Ελαιοχώρι, την παλιά Γιάννιτσα», του απάντησα, «ήταν από τα Γιαννιτσάνικα, πιο κάτω». «Μην τα λες αυτά Αλέξη…, ντροπή. Τί άλλο είναι τα Γιαννιτσάνικα καλύβια παρά αποικία της Γιάννιτσας;». Δαγκώθηκα, αλλά το έμαθα — και δεν ήμουν πια 18 χρονώ. Θυμάμαι και κάτι άλλο· στον διάδρομο πάντα —εκεί γινόντουσαν οι σοβαρές συζητήσεις με τον Βασίλη—, κάτι λέγαμε για μητροπολίτες: «Εμείς ξέρουμε, λέει, πως τα κενά στους καταλόγους των μητροπολιτών δεν είναι πάντοτε κενά της πηγής, της πληροφορίας· μπορεί να είναι και πραγματικά: σε περιοχές που δεν είχαν πια χριστιανικό πληθυσμό, οι επισκοπές χήρευαν για χρόνια…». Εμείς; — εκείνος το ήξερε, εγώ δεν το είχα σκεφτεί· άντε τώρα όταν, χρόνια μετά, ασχολείσαι με τον Ματθαίο, επίσκοπο Μυρέων, και διαπιστώνεις κενά στη διαδοχή, να πεις στην υποσημείωση «αυτό το έμαθα από τον κύριο Παναγιωτόπουλο, όταν βρεθήκαμε στον διάδρομο…». Το περιβάλλον είναι ο χώρος του προφορικού, του ζωντανού, του άμεσου. Δεν κείται πουθενά, δεν είναι κείμενο να παραπέμψεις.
Τρίτο καλό περιβάλλον εκείνων των χρόνων Ο Ερανιστής, το περιοδικό του «Ομίλου Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού». Ψυχή του ο Φίλιππος Ηλιού· πλάι του μάθαινες τα πάντα, γιατι ήξερε τα πάντα. Μια φορά, που σε κάποιο άρθρο μου σημείωνα πως δεν είχα δει κάποια μελέτη του Ζωσιμά Εσφιγμενίτη στο περιοδικό του Ο Προμηθέας, με κοίταξε αυστηρά: «Τελευταία φορά που βλέπω κάτι τέτοιο και το αφήνουμε να τυπωθεί έτσι». Να ομολογήσω πως τον Προμηθέα δεν έχω αξιωθεί να τον πιάσω ακόμα στα χέρια μου;
Τον Σεπτέμβρη του 1989 ήρθα εδώ, στο Ρέθυμνο. Να πω για το περιβάλλον του Τμήματος δεν ταιριάζει, ούτε για τη Σχολή, ούτε για το Πανεπιστήμιο· αλλά για τη βιβλιοθήκη, νομίζω, επιτρέπεται. Είχα μάθει με τη λογική των αυτόνομων σπουδαστηρίων που είχαμε στη Θεσσαλονίκη· «όχι, μου λέει ο Μιχάλης ο Τζεκάκης, που εδώ τον πρωτοσυνάντησα, ένας χώρος, ενιαίος!». Από τον Δημαρά είχα μάθει όταν αναζητούσα ένα βιβλίο να παίρνω κι εκείνα που βρίσκονταν αριστερά και δεξιά του: «Άμα περιοριζόμαστε σ’ αυτά που ξέραν οι παλαιότεροι, από τα όσα παραπέμπουν εκείνοι, δεν θα ανανεώσουμε ποτέ τίποτε», έλεγε. Χάρη στην ενιαία βιβλιοθήκη κοίταγα τώρα και τα πλαϊνά ράφια, άλλης θεματικής, ή ξεφύλλιζα περιοδικά που ποτέ δεν θα τα αναζητούσα από τις βιβλιογραφικές μου παραπομπές. Χάρη στην καλή της οργάνωση έμαθα τον δρόμο από τα δελτία στον υπολογιστή, χάρη στο καλό φοιτητικό δυναμικό μας μπόρεσα να στήσω κάποιες μικρές ερευνητικές ομάδες, χάρη στα στελέχη της —παλιοί φοιτητές μας πάλι— στήθηκε η ΑΝΕΜΗ: από το ανθρώπινο περιβάλλον στο ψηφιακό.
Ξεκίνησα από μια ομολογία, πως κατατάσσω τον εαυτό μου στους τυχερούς ανθρώπους, και αναφέρθηκα στα επιστημονικά μου περιβάλλοντα. Είχα και μια δεύτερη καλή τύχη, στα προσωπικά μου ζητήματα, που δεν ήταν άλλωστε μονάχα προσωπικά, παρά κι επιστημονικά. Έζησα πλάι στην Ιωάννα Πετροπούλου και στην Αγγέλα Καστρινάκη, πάνω από δέκα χρόνια με τη μια, κοντά τριάντα με την άλλη. Δεν είναι μόνο οι κοινές κουβέντες, οι γνώσεις ή τα βιβλία του άλλου, είναι το να μπορείς για κάθε αράδα που γράφεις να έχεις πλάι σου ένα συνάδελφο και ειδικό και έμπειρο που θα σε σώσει από τα λάθη ή τις εμμονές.
Και μπορεί να είναι άπρεπο να μιλήσω για τους συναδέλφους της Σχολής ή του Τμήματος, αλλά δεν γίνεται να μην πω δυο λόγια για τους φοιτητές. Το ότι σήμερα ανάμεσά μας βρίσκονται επιστήμονες, όχι ένας και δυο, που τους πρωτοαντίκρισα στην άλλη όχθη της αίθουσας, στα θρανία, το ότι κι άλλοι που δεν βρίσκονται εδώ, ζωντάνευαν όμως με τα ερευνητικά τους μάτια τις αίθουσες ή τους χώρους της βιβλιοθήκης και μας έδιναν έτσι κουράγιο, είναι κάτι που μας παρηγορεί όλους. Πριν από λίγους μήνες, ταξιδεύοντας, κάθισα πλάι σε μια κοπέλα. «Δεν με θυμάστε, μου είπε, ήμουνα άλλωστε του “κλασικού”. Πάνε αρκετά χρόνια, συνέχισα έπειτα μεταπτυχιακά στη Χαϊδελβέργη. Τότε κατάλαβα πόσο καλό πανεπιστήμιο ήμασταν».
Ναι, κάπως έτσι. «Στ’ αμφιθέατρο σε ψάχνω, στους διαδρόμους και στους δρόμους, και ζητώ πληροφορίες και υλικό…, να φωτίσω τις αιτίες που μ’ αφήνουνε μισό». Σας ευχαριστώ όλους, πολύ· φοιτητές, συναδέλφους, συντρόφους, φίλους, και όσους ανέφερα, και όσες ή όσους δεν ανέφερα.
___________________
Το κείμενο αυτό κλείνει τον τόμο Λόγος και χρόνος στη Νεοελληνική γραμματεία (18ος - 19ος αιώνας). Πρακτικά συνεδρίου προς τιμήν του Αλέξη Πολίτη (Ρέθυμνο, 12-14 Απριλίου 2013). Επιστημονική επιμέλεια: Στέφανος Κακλαμάνης, Αλέξης Καλοκαιρινός, Δημήτρης Πολυχρονάκης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2015.